Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 8) - "Εξηγήσεις"

Η νύχτα έφευγε με γρήγορους ρυθμούς τώρα που η άνοιξη πλησίαζε. Ο ήλιος άρχισε την πορεία του στον ουρανό της Λέινορ. Καθώς ο ήλιος σκαρφάλωνε στον ουρανό, το φως του έμπαινε μέσα στο δωμάτιο του αρχοντικού του Ορέστη. Μέσα στο δωμάτιο κοιμόταν βαριά ο Νικόλας εξουθενωμένος από τα τραύματα του από την μάχη με τους κυκλωπίδες, τον Αρίωνα και τον πυρετό που τον καταπονούσε εδώ και μέρες, αν και το χθεσινό βραδύ είχε αρχίσει να υποχωρεί.
Ο ήλιος τον χτύπησε στο πρόσωπο ζεσταίνοντάς τον και ταυτόχρονα ξυπνώντας τον. Σήκωσε το αριστερό του χέρι για να προφυλάξει τα μάτια του από το δυνατό φως. Ύστερα από λίγη ώρα που μάταια προσπαθούσε να τον ξαναπάρει ο ύπνος, χωρίς ευτυχία άνοιξε τα μάτια του. Προσπάθησε να ανασηκωθεί, αλλά με την παραμικρή προσπάθεια το κεφάλι του γύριζε και του ερχόταν να ξεράσει, έτσι έμεινε ξαπλωμένος μέχρι να συνέλθει.
Μην μπορώντας να κάνει τίποτα για τη ζαλάδα προσπάθησε να επαναφέρει στη μνήμη του όσα συνέβησαν τις προηγούμενες ημέρες. Δεν ήξερε καν πόσον καιρό ήταν ξαπλωμένος. Δεν ήξερε τι είχε γίνει με τους υπόλοιπους κυκλωπίδες που είχαν απομείνει στο χωριό, όταν είχε λιποθυμήσει ή με την Αρετή που κρατούσε στα χέρια της το ξίφος του. Με το μυαλό του σε αυτή τη σκέψη προσπάθησε ξανά να σηκωθεί, αλλά και πάλι ζαλιζόταν κι έτσι έμεινε στο κρεβάτι.
Η ώρα περνούσε, η πείνα και η δίψα τον θέριζαν. Ο λαιμός του είχε ερεθιστεί από τη δίψα και τον πονούσε, το στομάχι του γουργούριζε δυνατά από την πείνα μα αυτό ευτυχώς δεν κράτησε για ώρα. Ένα τρίξιμο ακούστηκε από κάπου δίπλα του και γύρισε να δει. Ήταν το τρίξιμο των μεντεσέδων της πόρτας.

Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε μια γριά. Η καρδιά του σκίρτησε βλέποντας ποια ήταν. Ήταν η Ευανθία, η γυναίκα του σιδηρουργού.

«Επιτέλους, κοιμάσαι πέντε μέρες στη σειρά και μόλις χθες το βραδύ έπεσε ο πυρετός σου». Πλησίασε και ακούμπησε το μέτωπό του με την αναστροφή της παλάμης της. Ύστερα κοίταξε το χέρι του.

Μάζεψε όσες δυνάμεις μπορούσε και τραύλισε αδύναμα, ίσα-ίσα που ακούστηκε.

«Νερό, σας παρακαλώ».

«Αμέσως» είπε η γυναίκα και βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο. Επέστρεψε ύστερα από λίγο κρατώντας μια κανάτα νερό κι ένα ποτήρι ακολουθούμενη από τον Κάσιο που στο πρόσωπο του διαγράφηκε ένα τεράστιο χαμόγελο, μόλις αντίκρισε τον Νικόλα.

«Επιτέλους, ο μεγάλος ήρωας ξύπνησε» τον πείραξε ο Κάσιος. Εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να ζητήσει νευριασμένα νερό. Το χαμόγελο του Κάσιο έγινε ακόμα πιο πλατύ, καθώς συνέχισε να τον πειράζει,

«Δώσε του νερό, καλή μου Ευανθία, μην καταλήξουμε και εμείς σαν τον καημένο τον Αρρίωνα».

«Χα χα» βόγκηξε ο Νικόλας και με τη βοήθεια της Ευανθίας και του Κάσιου κατάφερε να ανασηκωθεί και να πιει λίγο νερό. Στην αρχή το νερό έκανε τον λαιμό του να καίει, αλλά μετά η δροσιά του τον έκανε να νιώσει αρκετά καλύτερα και η φωνή του επανήλθε.

Μόλις ήπιε ολόκληρη την κανάτα με το νερό, ανέκτησε λίγες δυνάμεις και το κεφάλι του σταμάτησε να γυρίζει. Τώρα που παρακολουθούσε τον Κάσιο, του φαινόταν πως ήταν λίγο πιο χαλαρός από ό,τι συνήθως και πιο νέος, λες κι όλες οι σκοτούρες του είχαν εξανεμιστεί μονομιάς.

«Τι έχεις εσύ;» ρώτησε, μην μπορώντας να πιστέψει ότι ο Κάσιος ήταν τόσο χαρούμενος. Δεν τον είχε ξαναδεί τόσο εύθυμο κι αυτό ήταν μια ευχάριστη αλλαγή επάνω του, που ήλπιζε να διαρκέσει για αρκετό καιρό.

«Χαίρομαι, γιατί είσαι ζωντανός γιατί είσαι καλά κι επειδή η απερισκεψία σου βγήκε τελικά σε καλό για όλους μας και όχι σε καταστροφή για σένα κι ολόκληρο το χωριό».

«Μισό λεπτό και μετά μπορείτε να τα λύσετε όλα με την ησυχία σας» πλησίασε τον Νικόλα η Ευανθία και τράβηξε τα σκεπάσματα. Ύστερα πήρε το χέρι του κι άρχισε να λύνει τον νάρθηκα, μα ο Κάσιος τη σταμάτησε κι εκείνη τον κοίταξε παραξενεμένη.

«Θα το κοιτάξω εγώ».

«Όπως θες» του απάντησε και βγήκε από το δωμάτιο παίρνοντας μαζί της την άδεια κανάτα και το ποτήρι.

«Και τώρα οι δυο μας» είπε με σοβαρό ύφος. Έβγαλε ένα στιλέτο κι έκοψε τον νάρθηκα από το χέρι και το πόδι του, μετά τα ράμματα κι ύστερα έβγαλε ένα μικρό φιαλίδιο, γεμάτο με μια κατακόκκινη αλοιφή. Μόλις άνοιξε το φιαλίδιο βγάζοντας το φελλό από το στόμιο, ένα υπέροχο άρωμα πλημμύρισε το δωμάτιο. Του θύμιζε τη θάλασσα.

«Τι αλοιφή είναι αυτή;» ζήτησε να μάθει αναπνέοντας το μεθυστικό άρωμα.

«Μυστικό φάρμακο» ψιθύρισε ο Κάσιος με απρόσμενη θλίψη. Έβαλε λίγη αλοιφή στα δάχτυλά του και την άπλωσε πάνω στα τραύματα. Εκείνα αμέσως επουλώθηκαν. Καθάρισε την αλοιφή σε μια πετσέτα που είχε στον ώμο του κι ύστερα σήκωσε τα χέρια του και ψιθύρισε κάτι που ο Νικόλας δεν μπόρεσε να ακούσει. Τότε εμφανίστηκε μια μπλε λάμψη κι έπειτα όλα σκοτείνιασαν.

Τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του, ο ήλιος έδυε δίνοντας στον ουρανό αποχρώσεις του κόκκινου και του πορτοκαλί. Οι επίδεσμοι από το μπράτσο του και το πόδι του έλειπαν και το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν τον πονούσαν. Ένα άλλο ευχάριστο ήταν ότι δεν υπήρχαν ουλές. Όταν η κόκκινη αλοιφή του Κάσιου είχε κλείσει τις πληγές, εκεί όπου προηγουμένως ήταν οι πληγές υπήρχαν λευκές γραμμές. Τώρα δεν υπήρχαν ούτε αυτές.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και δίπλα στο κομοδίνο τον περίμενε ένα τυλιγμένο πακέτο. Δίπλα σε αυτό ήταν ένα σημείωμα με τα γράμματα του Κάσιου, όπου του έλεγε ότι τα ρούχα ήταν δικά του, δώρο από την Ευανθία.

Άνοιξε το πακέτο και μέσα βρήκε ένα σκούρο δερμάτινο παντελόνι, ένα πουκάμισο και μια υπέροχη αλλά παράξενη, ασημένια ζώνη, η οποία είχε περασμένο σε ένα αγκριστράκι το παράξενο όπλο που μυστηριωδώς είχε βρεθεί στα χέρια του, την ώρα της μονομαχίας του με τον Αρρίωνα και το οποίο του είχε χαρίσει τη νίκη. Φόρεσε τα ρούχα και περιεργάστηκε τη ζώνη.

Ήταν κατασκευασμένη από μαλακό ασήμι, το οποίο είχε την ικανότητα να λυγίζει χωρίς να χάνει την ελαστικότητά του και χωρίς να σπάει. Επάνω του είχε πολύπλοκα σχέδια, κυρίως φλόγες κι αστέρια. Επίσης είχε αρκετές θέσεις για να μπορεί να τοποθετήσει τη θήκη του ξίφους του και το κυνηγετικό του μαχαίρι. Προσπάθησε να απαγκιστρώσει το παράξενο όπλο, αλλά δεν τα κατάφερε, έτσι φόρεσε τη ζώνη, η οποία ήταν τέλεια στη μέση του και κοντοστάθηκε, αναποφάσιστος εάν θα έπαιρνε το μαχαίρι του μαζί. Μετά θυμήθηκε ότι ο Αρρίων δεν υπήρχε πια και δε θα το χρειαζόταν.

Η ώρα είχε περάσει όσο περιεργαζόταν την ασημένια ζώνη και τώρα ο ήλιος είχε σχεδόν χαθεί. Κοίταξε από το παράθυρο κι ο ουρανός είχε μια υπέροχη μείξη χρωμάτων του μπλε και του πράσινου. Στο χαλάκι μπροστά από την πόρτα του δωματίου που κοιμόταν βρήκε τις μπότες του καθαρισμένες και μπαλωμένες, εκεί όπου ήταν παλιά σκισμένες. Τις φόρεσε και κατέβηκε τις σκάλες.

Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά, είχε να φάει αρκετές μέρες και τώρα που είχε ανακτήσει πλήρως τις δυνάμεις του η πείνα τον θέριζε. Ελπίζω να έχει μείνει λίγο φαγητό, ευχήθηκε ο Νικόλας, καθώς ένα ακόμα κύμα γουργουρητών χτύπησε το στομάχι του.

Στο τέλος της σκάλας έπεσε επάνω στην Ευανθία που κουβαλούσε ένα καλάθι με ρούχα.

«Συγγνώμη, αφήστε θα τα μαζέψω εγώ». Πήρε το καλάθι από τα χέρια της και μάζεψε όλα τα πεσμένα ρούχα, τα δίπλωσε όλα και τα έβαλε ξανά μέσα στο καλάθι. Το σήκωσε και ρώτησε: «Που πάμε τα ρούχα;»

«Στο πλυσταριό, ακολούθησέ με».

Βγήκαν στον κεντρικό διάδρομο κι από εκεί στην κουζίνα κι ύστερα σε ένα μικρό πλυσταριό. Στο κέντρο του πλυσταριού ήταν τοποθετημένη μια μεγάλη πέτρινη λεκάνη και γύρω από αυτήν σχοινιά για να απλώνουν τα ρούχα και να στεγνώνουν. Ήθελε να βοηθήσει την Ευανθία, αλλά εκείνη δεν άκουγε τίποτα, τον έδιωξε από το πλυσταριό με τη δικαιολογία ότι αυτά δεν τα έκαναν οι άντρες. Στην πόρτα τον ρώτησε, εάν ήθελε τίποτα.

«Ναι» ανταποκρίθηκε αμέσως. «Θα ήθελα να, εάν σας βρίσκεται φυσικά, λίγο φαγητό, σας παρακαλώ» ζήτησε ευγενικά κι εκείνη με ένα χαμόγελο του έγνεψε καταφατικά.

«Υπάρχει και δε χρειάζεται να παρακαλάς, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για σένα είναι να σε φροντίσουμε. Εσύ απάλλαξες το χωριό από έναν μεγάλο πονοκέφαλο. Πήγαινε βρες τον Κάσιο και περίμενε εκεί».

Ο Νικόλας κοκκίνισε ακούγοντας τα καλά λόγια της Ευανθίας και για να το κρύψει έτριψε το πρόσωπο με τα χέρια του και την ευχαρίστησε. Πήρε τη διαδρομή από όπου ήρθαν στο πλυσταριό, αλλά αντίστροφα. Μόλις βρήκε τον κεντρικό διάδρομο, τον ακολούθησε όλο ευθεία και βρήκε μια μεγάλη πόρτα, την άνοιξε και βρέθηκε σε έναν τεράστιο πανέμορφο κήπο. Δεν πρόλαβε να τον εξερευνήσει, γιατί από κάπου δεξιά του ακούστηκε μια γνώριμη φωνή, του Κάσιου. Τον είδε να του φωνάζει πίσω από ένα τραπέζι, δίπλα σε μια από τις δυο μικρές λιμνούλες όπου οι πάπιες πλατσούριζαν χαρούμενα.

Ο Κάσιος τη στιγμή που ο Νικόλας πλησίασε το τραπέζι είχε ήδη ξεκινήσει να στουμπώνει με καπνό την πίπα του. Δεν είπε τίποτα, όταν κάθισε απέναντι του ο Νικόλας αλλά συνέχισε με την ασχολία του. Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει κουβέντα την κουβέντα, γιατί ήρθε η Ευανθία κουβαλώντας τον δίσκο με το φαγητό. Ακούμπησε μπροστά του ένα πιάτο με δυο μεγάλα κομμάτια σπανακόπιτα και μια κανάτα κρασί με δυο ποτήρια, ένα για εκείνον και για τον Κάσιο.

«Ορίστε, τα σπανάκια είναι από τον κήπο μας και το κρασί από τα αμπέλια μας, ελπίζω να σου αρέσουν. Θα έρθω αργότερα να μαζέψω τα πιάτα, καλή σου όρεξη. Κάσιε» γύρισε προς το μέρος του. «Εσύ θέλεις τίποτα;»

«Ευχαριστώ, δε χρειάζομαι τίποτα» έκλεισε το κεφάλι του ευχαριστώντας την.

Η σπανακόπιτα και το κρασί ήταν υπέροχα. Όση ώρα έτρωγε και έπινε, ο Κάσιος κάπνιζε και φύσαγε πολλά κυκλάκια καπνού που αιωρούταν γύρω τους. Η Ευανθία γύρισε μόλις τελείωσε το φαγητό του. Μαζί με τον δίσκο για τα πιάτα έφερε και μια καινούργια κανάτα γεμάτη με κρασί μιας και την προηγούμενη την είχαν αδειάσει. Ο Κάσιος έδιωξε την Ευανθία ευχαριστώντας τη για την κανάτα με το κρασί. Το ίδιο έκανε και ο Νικόλας.

«Και τώρα οι δυο μας» ξεκίνησε την κουβέντα ο Νικόλας. «Θέλω εξηγήσεις και φρόντισε να είσαι ειλικρινής» τελείωσε τη φράση του πίνοντας κρασί. Ο Κάσιος ακούγοντας την απαίτησή του έσμιξε τα φρύδια του κι έγειρε μπροστά ακουμπώντας τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι.

«Δεν μπορώ να σου μιλήσω και να σου εξηγήσω τα πάντα γύρω από όσα συνέβησαν τις προάλλες, Και πριν με διακόψεις ρωτώντας τον λόγο, είναι γιατί δεν είναι πράγματα που λέγονται απερίσκεπτα και σε άτομα που δεν έχουν ιδέα για αυτά». Σταμάτησε για να πιει μια γουλιά κρασί κι έδωσε την άδεια στον Νικόλα να αρχίσει να τις ερωτήσεις.

«Αυτό που θέλω να μάθω είναι ποιος είσαι στην πραγματικότητα και που έμαθες να χρησιμοποιείς τη Δύναμη». Τα λόγια του ήταν διατυπωμένα με προστακτικό τρόπο. Δεν ήταν απλώς ερωτήσεις που εάν ήθελε ο Κάσιος του έδινε απαντήσεις. Ο Κάσιος απάντησε αμέσως.

«Πρέπει να με πιστέψεις ότι όλα αυτά τα χρόνια σου έλεγα την αλήθεια για μένα και ό,τι πίστευες μέχρι τώρα για μένα είναι αληθινά».

«Μα…» τον έκοψε ο Νικόλας. «Αυτό που έκανες σήμερα το πρωί, το να με κοιμήσεις ήταν ή δεν ήταν η Δύναμη και πώς εσύ, ένας τόσο μεγαλύτερος άντρας από μένα, κατάφερες να πολεμάς τόση ώρα, με τόσους αντίπαλους και να τους αποκρούεις, ενώ εγώ με το ζόρι τους αμυνόμουν εναντίων πέντε κυκλωπίδων;»

«Ναι, ήταν η Δύναμη κι αυτή με βοήθησε τις προάλλες να συνεχίσω να πολεμάω κι επειδή σε ξέρω καλά, θα μου ζητήσεις να σε εκπαιδεύσω πάνω στη Δύναμη, αλλά δε θα το κάνω. Όχι ότι δε σε θεωρώ ικανό, αλλά δεν είσαι έτοιμος να την κατανοήσεις. Μα το κυριότερο είναι, ότι ίσως να τραβήξει την προσοχή. Και αυτό είναι κάτι που δε θέλουμε. Θα σε βοηθήσω όμως να την αναπτύξεις και να γίνεις ακόμα καλύτερος σε αυτά που ήδη γνωρίζεις».

Έμειναν και οι δυο για λίγο αμίλητοι. Ο Κάσιος κοίταζε τον Νικόλα παρατηρώντας τις εκφράσεις του, ενώ ο Νικόλας παρακολουθούσε τις πάπιες να καθαρίζουν τα φτερά τους με το ράμφος τους. Τότε του ήρθε μια ιδέα, που τον έκανε να θυμώσει και να μισήσει τον Κάσιο και του φώναξε:

«Αφού είχες την ικανότητα της Δύναμης, γιατί δεν έσωσες και τους γονείς μου από τη φωτιά κι έσωσες μόνο εμένα. Τι με έκανε τόσο σημαντικό;» Δεν είχε αντιληφθεί ότι ο θυμός τον είχε κάνει να σηκωθεί όρθιος. Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι. Ο Κάσιος έμεινε ατάραχος λες και περίμενε την αντίδρασή του. Τράβηξε μια τζούρα από την πίπα του και μίλησε ήρεμα.

«Καταλαβαίνεις τώρα, όταν σου λέω ότι δεν είσαι έτοιμος, δεν ξέρεις τίποτα και με κατηγορείς ότι δεν προσπάθησα να σώσω τους γονείς σου από την πύρινη κόλαση που είχε τυλίξει το σπίτι σας. Δε θα καταλάβεις ποτέ εάν δεν αντιληφτείς πραγματικά τι είναι η Δύναμη. Κι απλώς για να ξέρεις, ήταν εντολή του πατέρα σου να σώσω εσένα πρώτα και μετά να πάω για εκείνον και τη μητέρα σου».

Έτρεμε ολόκληρος οι γονείς του θυσίασαν τη ζωή τους για να σωθεί εκείνος, αλλά και πάλι ήταν θυμωμένος. Δεν μπορούσε να το καταλάβει, γείτονες δεν υπήρχαν να βοηθήσουν την κρίσιμη ώρα; Έθεσε την ερώτηση στον Κάσιο, μα εκείνος δεν του απάντησε, γιατί υποστήριζε ότι δεν μπορούσε να τα αποκαλύψει αυτά.

«Κάσιε, τι σου επισήμανα στην αρχή της κουβέντας μας; Θέλω την αλήθεια και μόνο αυτήν και οι απαντήσεις σου να είναι ειλικρινείς».

«Επίσης κι εγώ σου επισήμανα ότι δεν μπορώ να σου εξηγήσω τα πάντα, επειδή δεν τα καταλαβαίνεις και θα βγάλεις λάθος συμπεράσματα». Έπιασε την κανάτα με το κρασί και γέμισε το ποτήρι τού Νικόλα κι ύστερα το δικό του. «Κάτσε να ηρεμήσεις, πιες λίγο κρασί και προσπάθησε να ελέγξεις τα συναισθήματά σου για να καταλάβεις τη συνέχεια της κουβέντας».

«Κάσιε, γιατί ο Αρρίων με φώναζε συνέχεια Άρχοντα των Δράκων και γιατί έλεγε ότι θα γινόμουν τέλειος πολεμιστής για τον Βάλντορ;»

«Μια παροιμία αναφέρει “Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα” ».

«Δηλαδή;»

«Οι γονείς σου ήταν σπουδαίοι άρχοντες των δράκων, μεγάλοι πολεμιστές που ο Βάλντορ τους φοβόταν αρκετά. Μάλλον ο βασιλιάς μας πιστεύει ότι θα έχεις τα ταλέντα των γονιών σου, ότι θα γίνεις κι εσύ δυνατός σαν εκείνους, ένας υπολογίσιμος αντίπαλος και εάν δεν τον ακολουθήσεις, αυτό θα ήταν κάτι που δε θα ήθελε καθόλου».

«Μα εγώ δε θέλω να γίνω άρχοντας των δράκων, δεν πιστεύω στους δράκους ούτε στους αγγέλους, ούτε στη μοίρα» συνέχισε την πρόταση του με πιο δυνατή φωνή. «Πιστεύω ότι εγώ φτιάχνω τη μοίρα μου και κανένας άλλος».

«Καλά κάνεις και το πιστεύεις αυτό, να μην καταπατάς ποτέ τα πιστεύω σου, αλλά ποτέ μην επιβάλεις σε κάποιον να τα ακολουθήσει. Αυτό ήθελε να κάνει με εσένα ο Αρίωνας, αλλά δεν το κατάφερε. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί μου λες ψέματα».

Ο Νικόλας τα έχασε.

«Δε σου λέω ψέματα για κανέναν λόγο».

«Κι όμως μου λες. Πριν από λίγο μου είπες ότι δεν πιστεύεις στους αγγέλους, είναι έτσι ή όχι;» έσμιξε τα φρύδια του τη στιγμή που τον ρώτησε.

«Ναι, το ανέφερα». Πού το πάει, αναρωτήθηκε.

«Εντάξει, αφού συνεχίζεις να μου λες ψέματα δε σου λέω τίποτα άλλο. Καληνύχτα». Σηκώθηκε όρθιος απότομα.

«Δεν καταλαβαίνω» φώναξε ο Νικόλας. «Δε σου λέω ψέματα, για ποιο πράγμα πιστεύεις ότι σου λέω ψέματα;»

«Στο ότι δεν πιστεύεις στους αγγέλους από τη στιγμή που έχεις το Μπάλιον, το αγγελικό όπλο».

«Το ποιο; Αα…» Κατάλαβε. Με τη συζήτηση είχε ξεχάσει εντελώς την ασημένια ζώνη με το παράξενο κυκλικό όπλο, με τη λεπτή φιδίσια γραμμή να το χωρίζει στη μέση. Το ασημένιο τύλιγμα της ζώνης αντανακλούσε το φως του φεγγαριού και το έριχνε γύρω τους.

«Τι όπλο είναι αυτό και η ζώνη;»

«Το όπλο αυτό δεν ξέρει κανένας πότε κατασκευάστηκε, από ποιον αλλά και για τον λόγο που κατασκευάστηκε. Λέγεται ότι το όπλο αυτό έχει δικιά του θέληση και πηγαίνει μόνο σε όποιον θέλει εκείνο. Το Μπάλιον στη γλώσσα των δράκων που τώρα έχει ξεχαστεί σημαίνει ισορροπία, εάν και κανένας δεν ξέρει γιατί ονομάστηκε έτσι. Μα πώς ήρθε στην κατοχή σου;»

Το βλέμμα του Κάσιου πρόδιδε το πόσο πολύ ήθελε να μάθει τι είχε γίνει, μα ο Νικόλας, κάτι του έλεγε μέσα του να μην αποκαλύψει ακόμα το όνειρό του ή το όραμα, ούτε αυτός δεν ήξερε τι ήταν.

«Κάσιε, δεν μπορώ να σου το αποκαλύψω αυτό, τουλάχιστον όχι ακόμα». Ο Κάσιος φάνηκε να νευριάζει με την απάντηση του Νικόλα, μα του έφυγε μόλις άκουσε τη συνέχεια της φράσης. «Εσύ τόσα χρόνια μου έλεγες πάντα να ακολουθώ την καρδιά μου κι αυτό κάνω τώρα».

Κάθισαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλον για αρκετή ώρα, ώσπου ο Νικόλας ξαναρώτησε για την ασημένια ζώνη.

«Η ζώνη είναι ένα δώρο από τον Ορέστη. Έχει πολλά μυστικά τα οποία πρέπει να τα ανακαλύψεις μόνος σου. Είναι η αρχή της εκπαίδευσής σου, της αληθινής εκπαίδευσης».

«Τι εννοείς με την αληθινή εκπαίδευση;» ρώτησε καθώς σηκωνόντουσαν και οι δυο.

«Θα δεις αύριο στο κυνήγι».

«Κάσιε;»

«Ναι».

«Η ζώνη είναι τέλεια αλλά της λείπει ένα κομμάτι» έδειξε το κενό στο μπροστινό μέρος. Εκεί έλειπε ένα μεγάλο ημιστρόγγυλο κομμάτι.

«Σωστά, το ξέχασα αυτό» έβγαλε ένα ημιστρόγγυλο κομμάτι, το οποίο δεν είχε κανένα σχέδιο επάνω του για να το κοσμεί. «Αυτό το κομμάτι είναι από μαλακό μέταλλο και είναι εύκολο να χαραχτεί. Όταν αποφασίσεις να ανοίξεις δικό σου σπίτι, ίσως αποφασίσεις να έχεις δικό σου έμβλημα, κάτι για να σε ξεχωρίζουν χωρίς να σε γνωρίζουν προσωπικά, τότε να το σκαλίσεις εδώ και να το φόρας με τιμή. Η ώρα πέρασε κι εγώ νιώθω ακόμη αδύναμος. Καληνύχτα, Νικόλα». Έφυγε με γοργό βήμα. Ήταν σίγουρος πως ήθελε να αποφύγει να συνεχίσουν την κουβέντα.




Ο Νικόλας δε νύσταζε μετά από τόσες ώρες ύπνου, οπότε δεν ακολούθησε τον Κάσιο. Πήρε ένα μονοπάτι φτιαγμένο από πέτρινες πλάκες μέχρι τους στάβλους, για να επισκεφτεί την Αφροδίτη.

Η πόρτα του στάβλου ήταν ανοιχτή, πράγμα παράξενο διότι τη νύχτα όλοι πρόσεχαν για τυχόν κλέφτες, αλλά τα κρούσματα αυτά ήταν πολύ σπάνια. Μόλις άνοιξε την πόρτα άκουσε φασαρία και μπήκε γρήγορα μέσα έτοιμος για συμπλοκή, αλλά αυτό που είδε τον έκανε να χαμογελάσει και να ηρεμήσει. Μπροστά του εξελισσόταν μια σκηνή που ζούσε ο ίδιος τα τελευταία χρόνια. Ο φροντιστής του στάβλου προσπαθούσε να περάσει στην Αφροδίτη το χαλινάρι για να μπορέσει να τη μεταφέρει στον χώρο όπου θα κοιμόταν αλλά μάταια, η Αφροδίτη ήταν πολύ ατίθαση και πανούργα. Ο φροντιστής αφού είδε και αποείδε, πήρε στα χέρια του το μαστίγιο και ετοιμάστηκε να χρησιμοποιήσει βία. Σήκωσε το μαστίγιο για να χτυπήσει.

«Δε θα το έκανα αυτό στη θέση σου».

Κι εκείνος απάντησε:

«Δε θα μου μάθεις εσύ τη δουλειά μου».

Το μαστίγιο έκανε έναν σφυριχτό ήχο καθώς έσκιζε τον αέρα, καθώς έπαιρνε φόρα για να χτυπήσει, μα ο Νικόλας ήταν πιο γρήγορος. Τράβηξε το Μπάλιον από τη ζώνη και το έριξε με στόχο στο μαστίγιο. Το Μπάλιον δεν έκανε καθόλου θόρυβο ή σφύριγμα, έσκισε τον αέρα λες και δεν υπήρχε καθόλου. Το κομμένο κομμάτι από το μαστίγιο έπεσε με έναν απαλό ήχο στο πάτωμα που ήταν στρωμένο με άχυρα. Το Μπάλιον χτύπησε σε ένα στύλο και επέστρεψε στο χέρι του. Η κίνηση αυτή τον ξάφνιασε, γιατί την έκανε αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτεί καθόλου. Το χέρι του κινήθηκε στη θέση του όπλου λες και το είχε κάνει άπειρες φορές στο παρελθόν. Το όπλο βγήκε από το αγκίστρι εύκολα χωρίς καμία δυσκολία.

Ο σταβλίτης γύρισε προς το μέρος του και άρχισε να τρέμει μόλις τον αντίκρισε. Αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος του. Δεν έπρεπε ποτέ κάποιος να γυρίσει την πλάτη του στην Αφροδίτη. Η γνωστή λάμψη εμφανίστηκε στα μάτια της και όρμισε στον σταβλίτη, τον χτύπησε στον πισινό του με το κούτελό της κι εκείνος πετάχτηκε δυο μέτρα από το σημείο που βρισκόταν.

Το θέαμα ήταν αρκετά αστείο κι ο Νικόλας δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί κι έσκασε στα γέλια. Η Αφροδίτη ήρθε και στάθηκε δίπλα του κι ακούμπησε τα ρουθούνια της στο μάγουλό του. Η ανάσα της ήταν ζεστή και γέμιζε χαρά τον Νικόλα. Η Αφροδίτη ήταν το πιο κοντινό πλάσμα σε οικογένεια που ένιωθε γύρω του. Σε αυτήν εκμυστηρευόταν τα πάντα και τώρα είχε να της πει πολλά.

Πλησίασε τον σταβλίτη κι άπλωσε το χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Εκείνος ψέλλισε σιγανά συγγνώμη και προχώρησε προς την έξοδο του στάβλου.

«Βλέπω πως δεν έχασες την όρεξη σου για αταξίες μετά τη μάχη» της είπε και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στη μαύρη χαίτη της. Ήταν άγρια, προφανώς δεν είχε αφήσει κανέναν να τη φροντίσει εκτός από τις πληγές στα πόδια της που, όταν έσκυψε για να τις ελέγξει, ήταν καθαρές και σχεδόν είχαν θεραπευτεί.

Βγήκαν έξω για να κάνουν έναν περίπατο. Σε όλη τη διαδρομή της αφηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν αφότου την είχε αφήσει για να μπει στη μάχη. Κάθισαν στον κορμό ενός δέντρου δίπλα στις λιμνούλες κι ο Νικόλας άρχισε να καθαρίζει το τρίχωμα, την ουρά και τη χαίτη της Αφροδίτης κάνοντάς τη να γυαλίζει.

Καθώς παρακολουθούσε τις πάπιες να προσέχουν τα μικρά τους, έτσι αφηρημένα σκέφτηκε την Αρετή. Του έλειπε πολύ.

Καθώς γυρνούσε στο δωμάτιό του, αφού είχε βάλει ξανά στον στάβλο την Αφροδίτη, σκεφτόταν πως τώρα που ήταν ελεύθερος, όσα όνειρα κάνανε με την Αρετή μπορούσαν να τα πραγματοποιήσουν. Τώρα που ο τρόμος είχε φύγει από το χωριό τους…


Νίκος Καρδαμπίκης