Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 10)


ΜΑΡΓΚΟΡΙ

       Αγαπημένε μου, Φρέντερικ. Αυτή είναι ακόμα μια από τις αμέτρητες φορές, που σου γράφω και ξέρω ότι δεν θα λάβω απάντηση. Είτε γιατί η θέση σου δεν σου το επιτρέπει, είτε γιατί ο Μαλέφις καταστρέφει τα γράμματά μου πριν φτάσουν σ’ εσένα. Παρόλα αυτά δεν απελπίζομαι. Ζω με την ελπίδα, πως κάποια μέρα θα ξανασυναντηθούμε. Ω, αγαπημένε μου Φρέντερικ, πόσο μου έχεις λείψει! Η αγκαλιά σου, τα καθησυχαστικά σου λόγια, ακόμα και τα πειράγματά μας, οι καβγάδες μας! Και τι δεν θα έδινα, για να ξαναβρεθώ στο Ρασάτ, το Άλβιον και το Γκόρα…

       Οι τόσες καλές αναμνήσεις φουντώνουν ολοένα και περισσότερο τον πόνο της απώλειας στο στήθος μου. Θέλω να φύγω, να επιστρέψω κοντά σου μοναδική μου αγάπη. Μακάρι να μπορούσα, να βρω έναν τρόπο, για να σπάσω τον δεσμό τού Ιερού Φιλιού, να γινόμουν πάλι δική σου. Η γυναίκα σου! Έχουν περάσει τόσα χρόνια…
       Ο Μαλέφις μου μαρτύρησε άθελά του, ότι η κόρη μας ζει. Ναι, η μικρή μας Αζάλεα ζει και είναι καλά. Λες να μπορέσουμε να την δούμε; Εύχομαι, να μπορούσα για μια στιγμή, ν’ άγγιζα τα μαλλιά της, να χάιδευα το δέρμα της, να γέμιζα με φιλιά το πρόσωπό της. Ω Φρέντερικ, μακάρι να την έβρισκες και να την προστάτευες. Ποιος να ξέρει, τι πέρασε η μικρή μας από την Μοργκάνα, όταν την πήρε μακριάς μας. Κακόμοιρο κορίτσι… Αχ, την θέλω τόσο πολύ κοντά μου! Μόνο για μια στιγμή. Να δω ότι είναι καλά και δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο στον κόσμο. Μόνο μια στιγμή μαζί της, μια στιγμή μονάχα...

Παντοτινά δική σου,
Μάργκορι
                                                                                                                 
       Ακούω την πόρτα του δωματίου μου ν’ ανοιγοκλείνει απαλά πίσω μου και απότομα διπλώνω το χαρτί και το χώνω στο συρτάρι του γραφείου μου. Το μαόνι καταπίνει το μυστικό μου με ασφάλεια, δεν χρειάζεται, να γυρίσω, ήδη ξέρω, πως ο επισκέπτης μου είναι ο Μαλέφις και όχι ο Φρέντερικ που τόσο ποθώ. Μακριά του νιώθω σκέτο ναυάγιο...
       Ο Μαλέφις με πλησιάζει με το αθόρυβο περπάτημα των βρικολάκων, στέκεται πίσω μου και περνάει στον λαιμό μου ένα πανέμορφο κολιέ από βαθυκόκκινα ρουμπίνια. Με φιλά στην κορυφή του κεφαλιού μου και χαμογελάει ικανοποιημένος.
«Αυτά είναι για σένα, αγάπη μου». Λέει τρυφερά και σηκώνοντάς με όρθια με φυλακίζει μέσα στην αγκαλιά του. «Ένα δώρο για την όμορφή μου βασίλισσα. Μου έλειψες, το ξέρεις;» συμπληρώνει με νόημα.
       «Θα δώσεις και στη Ντάρια ένα;» ρωτάω ανταποδίδοντας την αγκαλιά, αν και στο πρόσωπό μου πρέπει, να καθρεφτίζεται ξεκάθαρα η αηδία που νιώθω γι’ αυτόν.
       «Ίσως» κάνει ο Μαλέφις, που δεν δείχνει ν’ αντιλαμβάνεται την απέχθειά μου. Ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του και πιάνοντάς με απ’ το χέρι με τραβάει μαζί του στο κρεβάτι. «Μην εκνευρίζεσαι, ξέρεις ότι θέλω μόνο εσένα». Λέει γελώντας πονηρά κι ακουμπάει το πρόσωπό του στο δικό μου. Με φιλάει απαλά στα χείλη. «Επίσης, ένα μικρό ευχαριστώ στον άντρα σου θα ήταν αρκετό». Προσθέτει πειραγμένος.
       «Δεν είναι αυτό που θέλω». Απαντάω ξερά και απομακρύνομαι. Ακούω το σπαθί του, ν’ αναστενάζει στην ζώνη του και καταλαβαίνω, ότι σηκώθηκε.
       «Και τι είναι αυτό που θέλεις τότε; Ξέρεις ότι μπορώ να σου δώσω τα πάντα». Ακούω πίσω μου τον Μαλέφι ελαφρά ξαναμμένο.
Ο άντρας με αγκαλιάζει πάλι και με σφίγγει πάνω του πιο δυνατά αυτήν την φορά κάνοντας τα κόκαλά μου να τρίξουν. Δεν κουνιέμαι. Είναι μια κτητική αγκαλιά από κάποιον που φοβάται, να χάσει το πολύτιμο παιχνίδι του. Όταν με πήγε η Μοργκάνα στο Αράν, ήμουν τόσο άσχημα που παρά την αθάνατη φύση μου, δεν μπορούσα να σωθώ. Ο Μαλέφις με τάισε με το αίμα του και με έκανε δική του, για να με προστατέψει. Στην αρχή ένιωθα ευγνωμοσύνη, που μου έδωσε την ευκαιρία να εκδικηθώ κάποια μέρα την Μοργκάνα, να δω τον Άσερ να μεγαλώνει. Αλλά το μόνο που νιώθω πλέον για εκείνον, είναι μίσος. Θα μπορούσε να με αφήσει να φύγω. Να γυρίσω στον άντρα μου και τον παλιό μου εαυτό. Αλλά είναι τόσο εγωιστής, που αν νοιαζόταν για εμένα στο ελάχιστο, θα ήξερε τι πραγματικά με κάνει ευτυχισμένη.
       Με την Ντάρια μας έχει παγιδεύσει στη δική του φυλακή καθαρά για εγωιστικούς λόγους. Μας χρησιμοποιεί. Εμένα για τις σαρκικές του επιθυμίες και για να μπαίνει όλη την ώρα στο μάτι του Φρέντερικ και την Ντάρια για τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Θα πληρώσει κάποια στιγμή για όλα αυτά. Σύμμαχος ή όχι, θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια…
       «Τι είναι αυτό που θέλω; Την ελευθερία μου. Τον εαυτό μου». Ψιθυρίζω. «Δεν είμαι ευτυχισμένη στο σκοτάδι. Θέλω να δω τον ήλιο, να μυρίσω ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο, ν’ αγγίξω τα πέταλά του…».
       «Ώστε θέλεις να φύγεις; Από εδώ; Από εμένα;» καγχάζει ειρωνικά ο Μαλέφις, όμως λόγο του ιδιαίτερου δεσμού μας γνωρίζει πολύ καλά τα δικά μου συναισθήματα αυτή τη στιγμή.
Με κοροϊδεύει μπροστά στα μούτρα μου. Δεκαεπτά χρόνια τώρα που βρίσκομαι στο πλάι του, αγέραστη και χωρίς τον χρόνο να με αγγίζει, τον έχω μάθει πολύ καλά.
«Δεν μπορούμε να έχουμε πάντα αυτό που θέλουμε βασίλισσά μου». Παραδέχεται.
       «Γιατί όχι; Δεν σου ζητάω και κάτι σπουδαίο. Μόνο να μου επιτρέψεις, να αποφασίζω εγώ για τον εαυτό μου, για τη ζωή μου. Θέλω την ελευθερία μου». Επαναλαμβάνω. «Γιατί μου το κάνεις αυτό; Δεν κουράστηκες, να προσπαθείς;»
       «Έχεις όση ελευθερία χρειάζεται, για να είμαι χαρούμενος. Είσαι πολύτιμη για μένα. Σε θέλω στο πλευρό μου και δεν έχω σκοπό, να σε αφήσω, να το σκάσεις από εκεί».
Πιάνει το σαγόνι μου και μου ανασηκώνει το πρόσωπο βίαια, για να με κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια
«Σε αγαπάω Μάργκορι». Λέει επίμονα. «Με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο, αλλά και πάλι έρωτα το θεωρώ. Είσαι δική μου. Μου ανήκεις».
       «Και είσαι ευτυχισμένος με αυτό; Είσαι ευτυχισμένος, που ξέρεις, ότι εγώ σε μισώ; Που ποτέ δε θα σε αγαπήσω, έτσι όπως αγαπώ τον άντρα μου; Που πάντα θα σε πολεμάω μέχρι να καταφέρω να δραπετεύσω;» λέω λαχανιασμένη και πικαρισμένη ταυτόχρονα. «Είσαι ευτυχισμένος, που καταστρέφεις εμένα και την Ντάρια;»
       «Φυσικά! Αν ωφελούμαι, γιατί όχι;» σφυρίζει σαν φίδι. Όμως αυτό δεν είναι; Ένα φίδι!
       «Ντρέπομαι για σένα. Ελπίζω μόνο, να καταλάβεις γρήγορα, πως τα όσα ζήσαμε ανήκουν στο παρελθόν. Πλέον δεν ενδιαφέρομαι για σένα, ούτε και θα το κάνω ποτέ». Φωνάζω αηδιασμένη κι σφίγγω τα χείλη μου, σαν να πονάω.
       Ο Μαλέφις τρίβει για λίγο το φίδι, που τρώει την ουρά του τον Ουροβόρο, που έχει στο πάνω μέρος της παλάμης του, λίγο πιο πέρα από τον αντίχειρά του και αναστενάζει απογοητευμένος. Με τον εαυτό του, εμένα, την Ντάρια την όλη κατάσταση; Δεν μπορώ, να τον καταλάβω. Μου επιτίθεται απροειδοποίητα και με ρίχνει στο πάτωμα πλακώνοντάς με το βάρος του.
Ουρλιάζω για μια στιγμή από φόβο και έπειτα ανατριχιάζω στη σκέψη του, τι θα επακολουθήσει. Όμως είμαι προετοιμασμένη. Τα χείλη μου παραμένουν ερμητικά κλειστά, όταν τα καλύπτουν εκείνα του άρχοντα των Ζοφερών και το μυαλό μου αρχίζει, να ταξιδεύει μακριά από την πνιγηρή αγκαλιά -είναι η μόνη άμυνα, που μπορεί αυτή την στιγμή, να εφαρμόσω. Μένω ακίνητη σαν άψυχη κούκλα, όταν με γδύνει και σκαρφαλώνει πάνω μου σαν ζώο. Μου ακινητοποιεί το κεφάλι και με δαγκώνει βίαια στον λαιμό. Οι ενδορφίνες που απελευθερώνονται από τα δόντια του είναι ό,τι πρέπει, για να με κοιμίσουν, να με πάρουν μακριά του και να με πάνε στην ονειρική αγκαλιά του Φρέντερικ. Πόσο τον χρειάζομαι…

Ηλιάνα Κλεφτάκη