Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 12)


ΝΤΑΡΙΑ

       Βρίσκω τον Άσερ, να κάθεται μόνος στην όχθη της μικρής λίμνης του Ίστγουντ. Μπορείς, να δεις τα πράσινα νερά της από την πίσω βεράντα του σπιτιού μας. Για μια στιγμή σκέφτομαι να φύγω και να τον αφήσω στην ησυχία του, αφού γι’ αυτόν τον λόγο είχε ο ίδιος επιλέξει να πάει εκεί, αλλά τα δάκρυα που κυλούν στα μάγουλά του και τα αναφιλητά που τραντάζουν την πλάτη του, μου αλλάζουν γνώμη. Τον πλησιάζω και στέκομαι κάμποσα μέτρα μακριά του αμίλητη. Βλέπω στα χέρια του την μαύρη κάπα με τον δικέφαλο λευκό τίγρη και αναγνωρίζω τον θυρεό της Λατβέρια. Η Ρέιβεν είχε μαζί της την ίδια κάπα, όταν την έφεραν στο Ίστγουντ. Η Φλόγα της την είχε δώσει για κάποιο λόγο, που θα ήταν πολύ σημαντικός για εκείνη.

       Το DVD που έστειλε η Μοργκάνα τον διέλυσε. Όπως και εμένα. Όπως και όλους μας. Κατά κάποιον τρόπο θεωρώ υπεύθυνo τον εαυτό μου, για όλα όσα συνέβησαν στην Ρέιβεν -την μικρή Αζάλεα, όπως θα έλεγε η Μάργκορι. Αν την είχα ψάξει, αν την είχα προστατέψει, ίσως και να την έσωζα. Απ’ όλους εκείνους που μπλέχτηκαν στο σκοτεινό παιχνίδι των Κόσμων, εκείνη δεν έφταιξε σε τίποτα. Πέθανε άδικα και θα κατηγορώ για καιρό τον εαυτό μου γι’ αυτήν την εξέλιξη.
       Η Μάργκορι ήδη το κάνει. Ακόμα κι αν μένουμε μαζί στο Αράν, ακόμα κι αν έχω κερδίσει πίσω την ψυχή μου, ακόμα κι αν η Μάργκορι ξέρει, ότι δεν έκανα κακό με τη βούλησή μου, ποτέ δεν μπόρεσε να με συγχωρήσει. Ένα μέρος του εαυτού της ίσως και να με μισεί -όχι άδικα βέβαια. Κι έτσι παραμένουμε απλώς δύο αδερφές, που έχουν πια χάσει εκείνη την πρώτη ένταση, που χαρακτηρίζει τις σχέσεις αίματος.
       Αυτές οι σκέψεις σκοτεινιάζουν τον ορίζοντά μου και με στεναχωρούν. Αναστενάζω και οπισθοχωρώ θέλοντας και εγώ ν’ απομονωθώ απ’ τον κόσμο όσο το δυνατόν περισσότερο. Να κλάψω μόνη και να σκεφτώ γιατί η Μοργκάνα το έκανε αυτό στην Ρέιβεν. Για ποιον λόγο μπήκε στην διαδικασία να κλέψει το σώμα της; Μόνο και μόνο για να την βασανίσει εξαιτίας των όσων της έκανε όσο ήταν εν ζωή; Είχε τη Φλόγα της Ζωής μέσα στα χέρια της και της την έκλεψε κάποια, που δεν είχε δεχθεί ποτέ της εκπαίδευση. Ένα απλό κορίτσι. Ήταν ανόητο, να θέλει να τη χρησιμοποιήσει μόνο και μόνο για να φοβίσει τους Φύλακες. Αν όμως ήθελε να τους γεμίσει τύψεις, μάλλον το είχε καταφέρει μια χαρά…
       «Περίμενε». Φωνάζει ο Άσερ. «Μη φύγεις».
       «Θέλεις, να κάτσω μαζί σου;» ρωτάω πλησιάζοντας αργά. Θα μου έκανε καλό η παρηγοριά του.
       Ο Φύλακας της Φωτιάς γνέφει καταφατικά.
       «Γιατί της το έκανε αυτό; Σίγουρα δεν θα ήθελε να δει τον πόνο να καθρεφτίζεται στο πρόσωπό της». Ρωτάει ο Άσερ, σαν να μονολογεί.
       «Δεν ξέρω, πίστεψέ με. Το σκέφτομαι ώρες τώρα αλλά πραγματικά δεν βρίσκω απάντηση. Η Μοργκάνα κάτι ετοιμάζει και η Ρέιβεν παίζει κάποιο ρόλο…»
       Δαγκώνω τα χείλη μου σκεφτική και τον τρίβω παρηγορητικά στην πλάτη.
       «Μα είναι νεκρή. Δε θα μπορέσει, να μιλήσει ούτε και να περπατήσει ξανά. Δε θα την ξαναδώ, να γελάει, ούτε θα μπορέσω να την αγγίξω. Ν’ αγγίξω τα μαλλιά της, να γευτώ τα χείλη της». Ο Άσερ κλαψουρίζει σαν μεγάλο μωρό. «Αν μπορούσα θα την άλλαζα. Θα την έκανα βρικόλακα σαν εμένα, κι ας με μισούσε. Μόνο να ήταν καλά…» ψιθυρίζει.
       «Σσσς! Μην το σκέφτεσαι. Έτσι κι αλλιώς τώρα δεν έχει σημασία». Μουρμουρίζω κοιτάζοντας θλιμμένη το κενό. Η Ρέιβεν είχε τρεμοπαίξει τα βλέφαρά της. Το αίμα της ήταν βαθύ κόκκινο. Θα μπορούσε να… θα μπορούσε να είναι ζωντανή ή όλο αυτό είναι κάτι, που οι Αβυσσαίοι θέλουν να πιστεύουμε; Μια οφθαλμαπάτη, ένα φάντασμα του παλιού της εαυτού…
       Λένε, ότι οι μητέρες διαισθάνονται τον θάνατο των παιδιών τους. Η Μάργκορι να το είχε νιώσει; Να είχε νιώσει την απώλεια της κόρης της;
       «Πώς θα την πάρετε πίσω;» ρωτάει ο Άσερ.
Ανασηκώνω τους ώμους μου ανήξερη. Αλήθεια πως θα το κάνουμε αυτό; Πως θα την πάρουμε πίσω, αν βρίσκεται ήδη στα χέρια της Μοργκάνα; Αυτό σημαίνει, ότι δεν είναι πλέον σε τούτο τον Κόσμο.
«Μάλλον, δεν θα την αναζητήσουμε. Δεν μπορούμε να την αναζητήσουμε, όσο κι αν το θέλω. Αν η Ρέιβεν είναι μαζί με τη Μοργκάνα, αυτό σημαίνει, ότι βρίσκεται στο Λανμό. Κι αν αυτό ισχύει, τότε δεν έχουμε καμία ελπίδα. Δεν ξέρω… Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πια για εκείνη». Μένω σιωπηλή για λίγο θέλοντας, να αναλογιστώ τα λόγια μου. Πλέω σε ένα σκοτεινό κενό και δεν έχω ιδέα, τι να κάνω. «Αυτό το κορίτσι μ’ έχει επηρεάσει τόσο πολύ, που μερικές φορές σκέφτομαι, ότι στο τέλος θα χάσω το μυαλό μου». Σκέφτομαι μεγαλόφωνα. «Όμως μου λείπει κι εμένα. Είναι αίμα μου, η ανιψιά μου…» προσθέτω λυπημένα.
       «Η μητέρα μου ελπίζει ακόμα, ότι κάποια μέρα θα τη συναντήσει. Ότι θα μπορέσει, να την κρατήσει στην αγκαλιά της και να της ψιθυρίσει πόσο πολύ την αγαπάει». Λέει ο Άσερ. Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα πικρό χαμόγελο. «Και παρόλο που θεωρώ, ότι δεν είναι απαραίτητο να το μάθει, για να μην πονέσει, κάτι μου λέει, πως θα ήταν σωστό να της το πω. Μόνο και μόνο για να σταματήσει να ελπίζει άδικα. Για να βάλει ένα τέλος στην ψυχοφθόρα αυτή αναζήτηση, που στοιχειώνει τα βράδια της».
       «Και στον πατέρα σου; Θα το πεις;»
       «Σ’ εκείνον όχι! Δεν χρειάζεται άλλωστε. Ποτέ του δεν είχε αμφιβολίες. Ή θα ήταν κάπου ζωντανή ή νεκρή, έλεγε. Ίσως και να περιμένει με αγωνία, να εμφανιστεί κάποια στιγμή στο Ρασάτ, αλλά ποτέ δε θα το μάθουμε. Είναι αναίσθητος!».
       «Όχι δεν είναι. Γνώριζα τον βασιλιά Λόθαρ, τον παππού σου, και τον Φρέντερικ πολύ λίγο. Ήταν σκληρό παιδί, από μικρός τα συναισθήματά του τα κρατούσε μόνο για τον εαυτό του. Όταν ο Μαλέφις έδεσε τη μητέρα σου με το Ιερό Φιλί, είμαι σίγουρη, ότι ο Φρέντερικ ξέσπασε κάπου μόνος του. Και συνεχίζω να πιστεύω, ότι η καρδιά του δεν έχει θεραπευτεί από την διπλή απώλεια - της γυναίκας και της κόρης του. Απλώς παλεύει, να μην το δείξει. Ίσως έτσι μετριάζει τον πόνο του, παίρνει κουράγιο… Ίσως αυτή να είναι η άμυνά του, ώστε να συνεχίσει να ζει για όλους όσους τον έχουν ανάγκη».
       «Θέλεις να με κάνεις να έχω τύψεις για την συμπεριφορά μου απέναντί του;» χαχανίζει βεβιασμένα ο Άσερ ανεβάζοντας λίγο το πεσμένο μας ηθικό.
       «Κανονικά θα έπρεπε, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να επανορθώσεις. Ο πατέρας σου σε αγαπάει και δεν θα πάψει ό,τι κι αν κάνεις. Είσαι μοναχογιός του και διάδοχος του Ρασάτ! Αν του συμβεί κάτι, ξέρει, πως εσύ θ’ αναλάβεις τη διοίκηση όλων των Φωτοφόρων -και πιστεύω, ότι αυτό τον κάνει πολύ περήφανο».
       «Αν σου πω ότι μου λείπει, θα με πιστέψεις; Θέλω να πάρω τη μητέρα μου από το Αράν και να την επιστρέψω εκεί όπου ανήκει. Θέλω να την ξαναδώ ευτυχισμένη. Να δω και τους δυο τους ευτυχισμένους».
       «Αυτό προς το παρόν θα περιμένει. Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που έχουμε απέναντι στους άλλους κάνουν τα προσωπικά μας όνειρα, να φαντάζουν ασήμαντα. Πρέπει, να προστατέψουμε τη Φλόγα, να βρούμε την αρχόντισσα Κέιτλιν και να πάρουμε πίσω το Σεγκρέντο. Ίσως συνεχίσουμε, να ψάχνουμε και για τον Φύλακα του Νερού που λείπει, για να κλείσει ο κύκλος των Φυλάκων. Μέσα σε όλα τα άσχημα θα πετύχουμε κάτι σπουδαίο, αν καταφέρουμε, να ξυπνήσουμε τους Ψιθυριστές».
       Ο Άσερ δείχνει να προβληματίζεται
«Εγώ δεν είμαι τόσο αισιόδοξος πλέον. Οι Καχίνλερ αφανίστηκαν όλοι και οι μόνοι που γλίτωσαν είμαστε εμείς. Δεν υπάρχουν άλλοι για να γίνουν Φύλακες, οπότε οι Ψιθυριστές θα συνεχίσουν να κοιμούνται μέσα στην πέτρινη φυλακή τους. Όσο για τη Κέιτλιν… πιστεύω, ότι τόσο καιρό έκανε καλή δουλειά με το Σεγκρέντο. Το βιβλίο των Σκιών βρισκόταν ακριβώς κάτω από τη μύτη των Αβυσσαίων και η Μοργκάνα δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ας συνεχίσει να το φυλάει».
       «Μην ξεχνάς τη Ρέιβεν. Τα σημάδια στο σώμα της ήταν σύμβολα των Καχνίνλερ. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν εκεί, όμως μπορεί, να την ευνόησαν με τις δυνάμεις τους. Τέλος πάντων. Με την Βασάλτη τι θα γίνει;» ρωτάω προβληματισμένη. Είναι ένα επιπλέον πρόβλημα, που πρέπει, να αντιμετωπίσουμε σύντομα.
       «Τι εννοείς;» ο Άσερ σφίγγει τα φρύδια του προβληματισμένος.
       «Η Φλόγα αργά ή γρήγορα θα την σκοτώσει. Μήπως να της την παίρναμε; Ίσως αν την φυλούσα στο δικό μου σώμα, για λίγο και μετά να την επέστρεφα στην Μάργκορι. Έτσι κι αλλιώς την έχει ξαναπάρει… Αφού τώρα είμαι και εγώ εδώ, θα την κουμαντάρει πολύ καλύτερα από την Βασάλτη».
       «Δεν ξέρω. Γι’ αυτό μόνο η Φλόγα μπορεί ν’ αποφασίσει. Αλλά και πάλι μπορείς, να την ρωτήσεις».
       Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Ίσως αν πείσουμε τη Φλόγα να μας μιλήσει, να μας οδηγήσει από δω και πέρα. Θα ήταν η καλύτερη επιλογή.

Ηλιάνα Κλεφτάκη