Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 24) "Το Στενό της Αμαρτίας" - Μέρος 2ο

Ανεβαίνω γρήγορα στο δωμάτιό μου και ορμάω στην ντουλάπα. Τι μπορώ να κάνω για την εμφάσινή μου μέσα σε είκοσι λεπτά; Και τι να βάλω;
Από την μία θέλω να είμαι ωραία -είμαι λίγο κοκέτα πώς να το κάνουμε τώρα- αλλά από την άλλη δεν θέλω να είμαι προκλητική. Πάω σε αυτό το ραντεβού, όχι από ερωτικό ενδιαφέρον για τον Κα Τέρνερ -φυσικά-  αλλά γιατί χρειάζομαι τις πληροφορίες που μου υποσχέθηκε ώστε να βοηθήσω τον Ματ Ντι Κάρλο με το πρόβλημά του. Και κατά συνέπεια και τον Καθοδηγητή μου.
Η ώρα είναι ήδη δέκα και τέταρτο. Θα επιλέξω κάτι κλασσικό, απλό αλλά στενό και σέξυ.
Χμμμμμμ....
Με μια γρηγορη εξερεύνηση ανάμεσα σε όλα αυτά τα ρούχα που έχω στη διάθεσή μου επιλέγω ένα θεόστενο, χαμηλοκάβαλο, μαύρο τζιν με μία κρουαζέ, λεπτής πλέξης σε σκούρο μπλε χρώμα, μακρυμάνικη μπλούζα που τονίζει υπέροχα το στήθος μου. Σε συνδυασμό με ένα μαύρο βελούδινο τσόκερ, ένα μακρύ, μαύρο ροζάριο και με ένα ζευγάρι μαύρα, ψηλοτάκουνα μποτάκια, νομίζω πως έχω ολοκληρώσει το στυλ μου γι’ απόψε.

Είκοσι λεπτά αργότερα, έχω ήδη κάνει ένα γρήγορο ντουζ, έχω ντυθεί και ψεκαστεί με το αγαπημένο μου άρωμα και έχω ολοκληρώσει επιτυχώς το μακιγιάζ μου επιλέγοντας σκούρες σκιές στα μάτια, ελαφρύ ρουζ για τα μάγουλά μου και νουντ κραγιόν για τα ζουμερά μου χείλη.
Κατεβαίνω κάτω σαν σίφουνας, κατεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλοπάτια και μόλις φτάνω στο μικρό μας χωλ παίρνω ένα μαύρο δερμάτινο σακίδιο πλάτης από την κρεμάστρα, το μαύρο δερμάτινο μπουφάν μου, κινητό, κλειδιά και φεύγω φωνάζοντας ενώ κλείνω την πόρτα:
«Βγαίνωωωωω! Μη με περιμένετε!».
Δεν λέω τίποτα παραπάνω σε κανέναν- δεν έχω όρεξη ούτε για κυρήγματα, ούτε για υπονοούμενα, ούτε φυσικά για άλλους καβγάδες. Άλλωστε δεν έχω καν το χρόνο για όλα αυτά.
Μπαίνω στο αυτοκινητάκι μου και αφού βάζω στο ράδιο ένα σταθμό που παίζει ποπ-ροκ μουσική, βάζω μπρος και πάω να συναντήσω τον μυστηριώδη κύριο Τέρνερ σε ένα ραντεβού που όμως δεν είναι ραντεβού, αν και θα συναντηθούμε σε ένα μέρος που μόνο ραντεβού βγαίνει ο κόσμος και μόνο πονηρά πράγματα γίνονται.
Φοβερό;
Ακολουθώντας τον δρόμο προς τα περίχωρα της Σέντραλ Σίτυ, η προσοχή μου θα πρέπει να είναι διπλάσια από το συνηθισμένο, καθώς θα πρέπει αναγκαστικά να περάσω από ένα κομμάτι του δρόμου που δεν έχει καθόλου φωτισμό, πέρα από το αχνό φως του φεγγαριού που έχει στολίσει το σκοτεινό ουρανό τέτοια ώρα. Καλός και χρυσός ο Δήμαρχος Πιτ, αλλά θα μπορούσε να βάλει δυο λαμπίτσες στον πιο πολυσύχναστο- κατά τις βραδινές πάντα ώρες - δρόμο της πόλης μας.
Το στενό της αμαρτίας λοιπόν, είναι ένα από τα πιο γνωστά μέρη της περιοχής και αποτελεί και τουριστική ατραξιόν για τους νέους ταξιδιώτες που τυχαίνει καμιά φορά να περάσουν από τη Σέντραλ Σίτυ. Μπορεί να βρίσκεται στα όρια της πόλης και ο δρόμος να είναι δύσκολος, χωρίς φώτα και με πολλές στροφές, αλλά η ομορφιά που αντικρύζεις όταν φτάνεις εκεί, αξίζει τον κόπο και τον χρόνο που κάνεις για να φτάσεις. Ουσιαστικά είναι ο δρόμος που οδηγεί στις όχθες του μικρού καταρράκτη του ποταμού Τέμπους, του οποίου την απαράμμιλη ομορφιά έχουν εκμεταλλευτεί οι κάτοικοι της πόλης μας τα τελευταία χρόνια και τραβάνε εκεί τους νέους με τις καφετέριες τους, τα μπαράκια και τα γραφικά μπιστρό τους.
Οι μικρές επιχειρήσεις των πολιτών ξεκινάνε λίγο πριν την στροφή για τις όχθες των καταρρακτών. Εδώ βρίσκεται ένα μεγάλο πάρκιν και τα πρώτα μικρά τουριστικά μαγαζάκια με διάφορα μπιχλιμπίδια και αναμνηστικά. Έπειτα, μόλις φτάσεις να αντικρίσεις τα μικρά καταρρακτάκια με τα κρυστάλλινα νερά τους και την ορμητική πορεία τους, ξεκινάνε οι μοντέρνες καφετέριες, τα πολυτελή εστιατόρια και τα χλιδάτα μπαράκια, ενώ προχωρώντας πιο κάτω στον ποταμό, εκεί που το νερό έχει πια ηρεμήσει και ακολουθεί έναν πιο ήσυχο ρυθμό, θα βρεις και πιο οικονομικά μαγαζιά τύπου καφέ, μπιστρό και χαλαρά φαγάδικα που μαζεύουν εξίσου νέο κόσμο και είναι και πολύ πιο όμορφα και χαριτωμένα- κατά την ταπεινή μου άποψη πάντα- από τα πρώτα, λουσάτα καταστήματα.
Αφού βρίσκω να παρκάρω με δυσκολία το αυτοκινητάκι μου,είναι ώρα αιχμής για το Στενό, παίρνω το δρόμο για να βρω τον πληροφοριοδότη μου. Τα βήματά μου είναι γρήγορα και νευρικά, καθώς σκέφτομαι ότι μπορεί να αργήσω και τελικά να μη βρω τον Κα Τέρνερ να με περιμένει για να μιλήσουμε. Άλλωστε μου το είπε ξεκάθαρα: δεν είναι από τους τύπους που θα περιμένουν. Βγάζω το κινητό από την τσάντα μου και του στέλνω μήνυμα:
-ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ; ΕΧΩ ΦΤΑΣΕΙ. ΕΙΜΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΚΙΝ.
Η απάντηση δεν άργησε καθόλου να έρθει.
-ΣΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ.
Α, καθόλου καλό αυτό. Το ακρωτήρι με τις πυγολαμπίδες είναι το πιο όμορφο σημείο του ποταμού Τέμπους- ε, καλά, το δεύτερο πιο όμορφο,  μετά το σημείο με τον καταρράκτη- καθώς είναι το μόνο μέρος που γνωρίζω να κατακλύζεται από ζωηρές και φωτεινές πυγολαμπίδες σχεδόν κάθε βράδυ. Το φαινόμενο είναι μοναδικό και δημιουργεί με τον πιο φυσικό τρόπο την πιο ρομαντική ατμόσφαιρα. Σε συνδυασμό με την φυσική ομορφιά του σημείου αυτού, είναι το ιδανικό μέρος για να βρεθεί ένα ερωτευμένο ζευγάρι και να κάνει... εμ... τα δικά του, μακριά από όλα τα αδιάκριτα βλέμματα. Στο σημείο αυτό, η γη σχηματίζει μια μικρή χωμάτινη λωρίδα που μοιάζει να εισβάλλει θαραλλέα στα ήρεμα νερά του ποταμού, χωρίς όμως να εμποδίζει τη φυσική ροή του. Δεξιά και αριστερά από αυτή τη λωρίδα φυτρώνουν τεράστιες πυκνές καλαμιές, που εμποδίζουν την ορατότητα αυτών που βρίσκονται μακριά και επιπλέον πάνω σε αυτό το μικρό κομμάτι γης μεγαλώνει ένα μοναδικό είδος θάμνου, του οποίου τα κλαδιά φυτρώνουν και μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο που δημιουργείται στο εσωτερικό τους αρκετός κενός χώρος, σαν μια μικρή στενόχωρη σπηλιά μέσα στο φυτό. Και καθώς το φύλλωμα τους είναι εξαιρετικά πλούσιο, δεν υπάρχει περίπτωση να δει το οτιδήποτε κάποιος που περνάει απ’έξω. Οι πολυμήχανοι νέοι της περιοχής έχουν αξιοποιήσει αυτούς τους θάμνους, επεμβαίνοντας με κλαδευτήρια ώστε να φτιάξουν μια μικρή είσοδο σε κάθε έναν από αυτούς, ενώ έχουν στερεώσει και από ένα φαναράκι πάνω σε κάθε μία για να υποδηλώνει με το φως του το αν είναι κατειλλημένος ο συγκεκριμένος θάμνος ή όχι.
Και ο Κα Τέρνερ επέλεξε απ’ όλη την περιοχή του Στενού της Αμαρτίας να βρεθούμε εδώ. Στο πιο ιδιωτικό και απομονωμένο μέρος. Στο σημείο όπου έρχονται όλα τα ζευγαράκια για να βγάλουν τα μάτια τους και να δηλώσουν αιώνια αγάπη μεταξύ τους, με μάρτυρες τα νερά του ποταμού και τις πυγολαμπίδες. Και μετά λέει ότι δε στοχεύει σε κάποια πονηρή κατάληξη μαζί μου. Χα!
Αφού περνάω βιαστηκά τα πρώτα καταστήματα του Στενού με τα σουβενίρ, στρίβω αριστερά στον παράχθιο δρόμο με τα πολυτελή εστιατόρια και τα ακριβά κλαμπ. Στο οπτικό μου πεδίο κάνουν επιτέλους την εμφάνισή τους οι επιβλητικοί και άγριοι μικροί καταρράκτες του Τέμπους, οι οποίοι κάτω από το χρωματιστό φως των νυχτερινών προβολέων που έχει τοποθετήσει ο δήμος μας, σχεδόν κάτω από την επιφάνεια των νερών, δίνουν στο τοπίο μια ομορφιά απόκοσμη και ψυχεδελική. Μένω για λίγο να θαυμάσω τον τρόπο που πέφτουν από ψηλά τα νερά με την ευγενή αγριότητα τους πάνω στους βράχους, σχηματίζοντας αφρούς που τελικά, λόγω των προβολέων αντί για λευκοί, καταλήγουν να εμφανίζονται σε αποχρώσεις φούξια, τιρκουάζ, μωβ, πορτοκαλί και κόκκινες και να σαγηνεύουν τον επισκέπτη. Είναι ένα θέαμα που αξίζει.
Λίγα λεπτά αργότερα, αφού έχω χορτάσει αυτό το ονειρικό σκηνικό, συνεχίζω τον δρόμο μου προς το σημείο που μου υπέδειξε ο πονηρός κύριος Τέρνερ και μόλις θυμάμαι πιο μέρος είναι αυτό, αρχίζει να με ενοχλεί μια μικρή ταχυκαρδία. Να είναι λόγω του χρόνου που με πιέζει; Ίσως γιατί ανυπομονώ για τη γνώση που υποσχέθηκε να μου μεταφέρει; Ή μήπως φοβάμαι για το τι πρόκειται να κάνω με τον Κα στο πιο ρομαντικό και ερωτικό μέρος της πόλης μας;
Όχι, όχι, το τρίτο το αποκλείω. Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα και γι’ αυτό πρέπει να ηρεμήσω. Θυμήσου Μπόνι, επαγγελματίας μάγισσα.
Όμως πραγματικά θα ήθελα να έχει τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε για να βοηθήσουμε τον Ματ Ντι Κάρλο και να μην με κοροϊδεύει. Νιώθω πως όσο περνάει ο καιρός, χάνουμε έδαφος, αφήνοντας τη Μαρί να κυνηγά ανενόχλητη τη Μάγισσα της Γης και εμάς να κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή από κάποια επίθεσή της. Βέβαια δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μοιράζεται αυτές τις πολύτιμες πληροφορίες που λέει πως έχει, κατευθείαν με την οικογένειά του. Θα γλίτωναμε χρόνο και δεν θα χρειαζόταν να γίνει και αυτό το μεταξύ μας ραντεβού. Τέλος πάντων, θα θυμηθώ να τον ρωτήσω μετά.
Έχοντας περάσει από το σημείο με τα πολύβουα και πολυσύχναστα μαγαζιά, χαίρομαι που μέχρι στιγμής δεν έχω συναντήσει κανέναν γνωστό ή συμμαθητή μου και έτσι δεν έχει χρειαστεί να δώσω εξηγήσεις σε κανέναν για τον λόγο που βρίσκομαι να βολτάρω εδώ ή για το ποιον ετοιμάζομαι να συναντήσω.
Λίγα μέτρα ανενόχλητων βημάτων ακόμα και φτάνω στο πανέμορφο και περιβόητο Ακρωτήρι με τις Πυγολαμπίδες. Παρά το γεγονός ότι αυτό το μέρος με την ασυναγώνιστη ομορφιά βρίσκεται μόλις λίγη ώρα έξω από την πόλη μας, έχω έρθει εδώ μονάχα άλλη μία φορά, πριν από πολύ καιρό. Και μάλιστα είχα έρθει εδώ σε ένα ‘κατά λάθος’ ραντεβού με έναν τριτοετή, αφού καμία πρόθεση δεν είχα για ρομάντζο εκείνη την περίοδο αλλά να που δεν κατάλαβα καλά τις προθέσεις του και τελικά παρεξηγηθήκαμε. Αλλά έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Έχουμε την ομορφιά δίπλα μας και αφήνουμε να μας κατασπαράζει καθημερινά η ρουτίνα των κοινωνικών υποχρεώσεών μας, ξεχνώντας την απόλαυση και την εσωτερική γαλήνη που μας προσφέρουν όλα αυτά που η φύση μας χαρίζει απλόχερα.
Περπατώ λίγο πιο μέσα, στο χώρο με τους θάμνους και συνειδητοποιώ ότι τα περισσότερα φαναράκια είναι αναμμένα. Μπορεί γύρω μου να βρίσκονται και τριάντα θάμνοι σε αυτό το σημείο και είναι ζήτημα αν υπάρχουν δυο ή τρεις ελεύθεροι. Είναι βέβαια λογικό και λόγω της ώρας, να γίνεται ο κακός χαμός εδώ, με όλα τα νέα ζευγαράκια της πόλης να θέλουν να ζήσουν τον καυτό έρωτά τους μέσα στον απόλυτο ρομαντισμό. Για κάποιους φυσικά, αυτό το μέρος μπορεί να φαίνεται σαν το άντρο της ακολασίας, έλα όμως που όταν είσαι νέος, ερωτευμένος και χωρίς έναν ολόδικό σου χώρο για να έρθεις πιο κοντά με το άλλο σου μισό, εδώ βρίσκεις την ιδιωτικότητα που έχεις ανάγκη.
Κοιτάζω το ρολόι μου και η ώρα είναι πια περασμένη. Δώδεκα παρά τέταρτο και ο Κα δεν είναι πουθενά. Αποφασίζω να του στείλω άλλο ένα μήνυμα, μπας και μας κάνει τη χάρη να εμφανιστεί.
-ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ; ΕΦΥΓΕΣ;
Η απάντηση αργεί να έρθει και έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι. Όχι τίποτα άλλο δηλαδή, μου ‘χε πει από την αρχη ότι δεν θα με περιμένει αν αργήσω. Οπότε εγώ γιατί να τον περιμένω;
Όσο περνάει η ώρα, μπορεί η πίεσή μου να ανεβαίνει αλλά η θερμοκρασία πέφτει και μάλλον έπρεπε να είχα πάρει ένα πιο ζεστό πανωφόρι.
Κάνοντας βόλτα πάνω κάτω στο Ακρωτήρι νιώθω να ψιλοκρυώνω, την ίδια στιγμή όμως απολαμβάνω και το θέαμα της φύσης, το παιχνίδισμα δηλαδή των μικρών φωτεινών εντόμων που πετάνε στριφογυριστά γύρω  μου και τον αντικατοπρισμό του ολόγιομου φεγγαριού πάνω στα ήρεμα νερά του ποταμού.
Αυτή η εικόνα, σε συνδυασμό με τα κατειλλημένα θαμνάκια γύρω μου με κάνει και αναρωτιέμαι: εγώ πότε θα απολαύσω αυτήν την υπέροχη ατμόσφαιρα με το ταίρι μου; Επιλέγω ένα μέρος στο έδαφος χωρίς πολλά χόρτα μπας και γλιτώσω τον πισινό μου από την υγρασία που έχουν πάνω τους τα φυτά και αφήνω όλες τις μελαγχολικές σκέψεις, που με βασανίζουν υποσυνείδητα, να κατακλύσουν το μυαλό μου.
Αχ, Τάι, Τάι... Γιατί το έκανες αυτό; Πώς μπόρεσες να πιστέψεις τις βλακείες της αδερφής μου και να μου συμπεριφερθείς έτσι; Και για όνομα του Θεού, πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Να με παρασύρεις σε ένα ερωτικό παιχνίδι και να παίξεις έτσι με τα συναισθήματά μου, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσεις τις παράλογες υποψίες σου; Πώς επέτρεψες στον εαυτό σου να εκμεταλλευτεί έτσι την αγάπη μου για σένα και επιπλέον πώς του επέτρεψες να ξεστομίσει στο τέλος όλες αυτές τις βλακείες;
Αυτή η τελευταία σκέψη με κάνει να κουνήσω ασύναισθητα το κεφάλι μου πέρα δώθε και κλείνοντας τα μάτια μου, έρχεται αβίαστα στο νου μου η εικόνα του ημίγυμνου Καθοδηγητή μου συνοδευόμενη φυσικά από τα γεμάτα θυμό λόγια του:  “Αν είσαι με τον ξάδερφό μου, δεν τίθεται θέμα καταπάτησης των κανόνων. Δεν θα του το έκανα ποτέ αυτό. Και έτσι θα είμαι απλά ο Καθοδηγητής σου και τίποτα άλλο. Όπως ακριβώς έπρεπε να είμαι από την αρχή. Μόνο ο Καθοδηγητής σου και τίποτα παραπάνω”.
Τα λόγια του με πόνεσαν πιο πολύ και από τα νύχια του Χαμαιλέοντα που ξέσκισαν τη κοιλιά μου όταν μου επιτέθηκε στο πατρικό των Χάλιγουελ, πριν από λίγο καιρό. Ήταν λόγια σκληρά, λόγια ανυπόστατα, λόγια που σκοπό είχαν να με πονέσουν και να με σημαδέψουν. Και δυστυχώς νομίζω πως τα κατάφεραν.

«Ελπίζω αυτό το πέρα δώθε που κάνει το κεφάλι σου να μην είναι κάποιο τικ που σου έμεινε από το κρύο», ακούω την βραχνή φωνή του Κα Τέρνερ ξαφνικά πίσω μου.


Foni Nats