Τα παιδιά της ομίχλης (Κεφάλαιο 11) - "Μπροστά στη φωτιά"

Ήτανε όμορφη η φωτιά της εκείνη τη νύχτα. Από τις ελάχιστες όμορφες καλοκαιρινές φωτιές στο σκοτεινό της τζάκι. Λαμπερή φωτιά και δυνατή, με εκατοντάδες ζωντανές φλόγες. Και μέσα σε κάθε μία από αυτές, δεκάδες μικρότερα στόματα που άνοιγαν κι έκλειναν πεινασμένα για νέα χρώματα, καταβροχθίζοντάς τα αμέσως για να αναστήσουν καινούργια, άλλοτε πιο ζωηρά κι άλλοτε ξεθωριασμένα κι ασθενικά, ανάμεσα στα μουρμουρητά και τα τριξίματα των ξύλων που αργοπέθαιναν στα πόδια τους. Έτσι είναι οι φλόγες, γεννιούνται και τρέφονται από τον θάνατο κι έπειτα μέσα στην καταστροφή που έφεραν οι ίδιες, πεθαίνουν κι αυτές κι απομένει παγωμένη η στάχτη, άψυχη και μουντή.

Ωστόσο πάντα οι φλόγες ξέρουν να διηγούνται όμορφες ιστορίες, μόνο που η καθεμιά από αυτές διηγείται τη δικιά της με την πληθωρική αλλαζονία φλύαρης κουτσομπόλας ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες. Και κάπως έτσι μπερδεύεσαι κι απομένεις να αφουγκράζεσαι τα μουρμουρητά τους ναρκωμένος από τη φλυαρία τους.

Η Εσθέρ όμως, η γριά νέγρα μάγισσα, καθισμένη απόψε μπροστά στη φωτιά της, σε ένα ξύλινο σκαμνί τόσο χαμηλό που τα μακριά, βρώμικα μαλλιά της ακουμπούν σχεδόν στο πάτωμα, δεν άκουγε καμιά από τις πολλές ιστορίες που ξεδίπλωναν ασυγκράτητα τα γάργαρα στόματα. Για την ακρίβεια δεν έβλεπε καν τη φωτιά που είχε ανάψει και τάιζε με τα καλύτερα ξύλα για να ζεστάνει τα γέρικα κόκκαλά της μέσα στην υγρασία της νύχτας. Τα μάτια της δύο μικρές σχισμές όμοιες σχεδόν με τις αμέτρητες ρυτίδες που χαρακώνουν ένα βαθιά αλλοιωμένο πρόσωπο ήταν κλειστά και η όρασή της γυρίζοντας ανάστροφα στους πολλαπλούς κόσμους μέσα της αναζητά παλιές φωνές, εικόνες κι ακούσματα που της θύμιζαν εποχές που πέρασαν και γλύστρησαν σαν τα φαντάσματα στο αδηφάγο στόμα του χρόνου. Τα χέρια της ακίνητα πάνω στα γόνατά της, η ανάσα της σχεδόν ανύπαρκτη, οι γάτες της κουλουριασμένες και οι εφτά στο βρώμικο στρώμα ενός ξεχαρβαλωμένου κρεβατιού, παρατηρούσαν με τα μάτια μισάνοιχτα, ακολουθούσαν κι αυτές με το δικό τους βλέμμα το αόρατο μυστικό ταξίδι της φασματικής της επιστροφής στο παρελθόν.

Απόψε δε θα έβγαινε από την καλύβα της. Γύρω από τους πέτρινους τοίχους είχε μοιράσει καλά τα μάγια της. Κανένας από Εκείνους Που Μυρίζουν Χώμα δε θα τολμούσε να περάσει το κατώφλι. Και στα παράθυρα είχε τραβήξει τα κουρέλια που είχε για κουρτίνες, κανένας τους δε θα μπορούσε να τη δει, κανένας τους απόψε δε θα πάλευε για να μπει στη σκέψη της.

Γινόταν όλο και πιο δύσκολο τελευταία. Είχε γεράσει πια πολύ, είχε αρχίσει να κουράζεται, της ήταν δύσκολο να τους κρατάει μακριά τις επικίνδυνες νύχτες, της ήταν εξαιρετικά κουραστικό να μετρά και να μοιράζει τα μάγια της προστασίας τριγύρω. Ο κύκλος μίκραινε ολοένα και το γνώριζε καλά αυτό.

Με τα μάτια κλειστά αφουγκραζόταν τώρα φωνές από άλλους κόσμους, φωνές από στόματα που από καιρό είχαν αδειάσει από ελπίδες, λέξεις κι ανάσες. Άδειες άνυδρες κόχες, μοιρασμένες στη φθορά και την παρακμή. Οι γάτες ακούγανε κι αυτές και οι εφτά, ξαπλωμένες πάνω στο στρώμα του παλιού κρεβατιού και με τα μάτια τους να γλιστρούν αθόρυβα μια πάνω στα παιχνίδια της φωτιάς και μια στους τρεμάμενους ίσκιους στους τοίχους, ξεχνούν αμέσως τα λόγια από τον άλλο κόσμο που πέρασαν για λίγο από τη μνήμη τους.

Οι ιστορίες των θνητών, ανόητα πράγματα.

Όταν ο πρώτος από Εκείνους πέρασε στο ξέφωτο που φώλιαζε η μικρή της καλύβα, αφήνοντας πίσω του γερτές τις γέρικες σιλουέτες των δέντρων που έσκυβαν προστατευτικά από απόσταση κατά το πέτρινο σπίτι, ένιωσε ένα αδιόρατο ρίγος που έσπασε τη ροή της σκέψης της. Τα πρόσωπα, οι φωνές, τα χρώματα του παρελθόντος τρεμόπαιξαν πίσω από τα κουρασμένα, γέρικα μάτια κι άρχισαν να χάνονται λες και κάποιο άγνωστο χέρι τα τραβούσε πάλι προς τα πίσω. Ένα ένα ξεθώριαζαν και σβήνονταν, βούλιαζαν και πάλι στη λήθη.

Άνοιξε τα μάτια. Μπροστά της είχε τη φωτιά. Παρήγορη και ζωντανή. Ζεστή. Μέσα στο ακατάστατο και βρώμικο δωμάτιό της, παραμελημένο κι αφρόντιστο όπως και η ίδια, ανάμεσα στους σωρούς από τα βιβλία, τις συνταγές, τα κεριά, τα απομεινάρια διάφορων ζώων που οι γάτες της με τη σεμνή διακριτικότητα που τις διέκρινε απέφευγαν προσεκτικά να πλησιάζουν, τα λερωμένα σκεύη από φαγητό και τα άπλυτα ρούχα, ανάμεσα σε όλα τα εργαλεία της ζωής και της τέχνης της έχασκε πιο ζοφερή από την ίδια την πραγματικότητα και τους τρόμους που την περιτριγύριζαν η απελπισία της ίδιας της μοναξιάς της. Τώρα προς το τέλος που η αδυναμία την κατέβαλλε, είχε αρχίσει να φοβάται.

Ένα αδύναμο γδάρσιμο πάνω στο παντζούρι, πίσω από τη χοντρή κουρελού κι ένα αδύναμο αλύχτισμα απογοήτευσης και πόνου έκανε την πιο μεγάλη από τις εφτά γάτες που λαγοκοιμούνταν τώρα πάνω στο κρεβάτι να τιναχτεί όρθια ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια. Ήταν μια γερασμένη θηλυκιά, η πιο παλιά της γάτα, μισομαδημένη και τυφλή από το ένα της μάτι. Γυρίζοντας το κεφάλι κατά το παράθυρο νιαούρισε ενοχλημένη δυνατά και οι τρίχες της ανασηκώθηκαν σε έναν αλλόκοτο μέσα στο μισοσκόταδο σχηματισμό.

Το αλύχτισμα ακούστηκε πιο δυνατό αυτή τη φορά απ΄έξω, χωρίς όμως να ακουστούν νέα χτυπήματα. Τα μάγια ήταν ακόμα δυνατά, κανείς τους δε θα τολμούσε να ακουμπήσει ξανά το προστατευμένο σπίτι.

Έγειρε κατά τη φωτιά και μουρμούρισε ένα ξόρκι. Έρχονταν κι άλλοι. Άκουγε καθαρά τα βήματά τους έτσι όπως περπατούσαν ακατάστατα πάνω στο λασπωμένο χώμα, ανάμεσα στο ρυάκια της ομίχλης που σερνόταν κι αυτή, σκαρφαλώνοντας από τη θάλασσα κατά το δάσος, τα μάτια τους απελπισμένες πληγές, τα στόματά τους χοάνες ακατανόμαστων εγκλημάτων. Όσο η νύχτα θα προχωρούσε, εκείνοι θα έζωναν την καλύβα της, θα έγδερναν στις πέτρες και το χώμα τις φαγωμένες οπλές τους, θα χάραζαν στους κορμούς των δέντρων τα ανόσια ονόματά τους με κοφτερά νύχια. Και λίγο προτού σβηστεί η νύχτα και ξεθυμάνει, θα ακολουθούσαν τα τελευταία κουρέλια της ομίχλης κατά το νέγρικο νεκροταφείο, να περάσουν την ώρα τους με τα αθύρματα των δυστυχισμένων ψυχών που τους είχαν παραδοθεί όσο ζούσαν.

Θα έρχονταν δύσκολες μέρες. Κι ακόμα πιο δύσκολες νύχτες. Μα είχε πάντα την ελπίδα πώς, όταν θα ερχόταν η ώρα να περάσει στην άλλη όχθη, θα ερχόταν να συναντήσει τον θάνατο από χέρι ευλογημένο κι έτσι τα παλιά της αμαρτήματα να σβηστούν και μαλακώνοντας η ψυχή εκείνων που κάποτε είχε βλάψει να μπορέσει να κοιμηθεί μακριά από ανόσια όνειρα.

Κι όπως τα αλυχτίσματα έξω από την πόρτα της δυνάμωναν καλώντας τη να βγει να παραδώσει εκείνο που από καιρό είχε υποσχεθεί, την ίδια την αθάνατη ψυχή της, κι ενώ οι γάτες με τις τρίχες σηκωμένες απαντούσαν με στριγκά ουρλιαχτά, μέσα σε όλη αυτήν την ασφυκτική δυσφορία που προκαλούσε στη γέρικη ψυχή της ο παφλασμός των ήχων ανάμεσα στις σκιές και τα ειρωνικά μουρμουρητά –έτσι τις φαίνονταν τώρα- από τις φλόγες που τρεμόπαιζαν δυναμωμένες στο τζάκι, έσκυψε το κεφάλι της σχεδόν ανάμεσα στα γόνατα κι άρχισε να μουρμουρίζει, κλείνοντας τα αυτιά της, ένα παιδικό, πολύ παλιό, νέγρικο τραγούδι.


Δέσποινα Μανωλακάκη