Το ταξίδι της ψυχής της Ράνιας Σιαμορέλη

Ένας κεραυνός ακούστηκε μέσα στη νύχτα και ανάγκασε τον κυρ Βαγγέλη να ξυπνήσει πρόωρα. Η ώρα ήταν τέσσερις το πρωί κι έξω έβρεχε ασταμάτητα. Οι αστραπές φώτιζαν στιγμιαία κι επαναλαμβανόμενα το μικρό δωμάτιό του και του παρουσίαζαν με τον πιο ευφάνταστο τρόπο κομμάτια της ζωής του. Μία κορνίζα αγκαλιά με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Ένα μπουκάλι ρετσίνα μισογεμάτο, δίπλα στο αδειανό ποτήρι, πάνω στο παλιό ξύλινο τραπέζι.
Το βάζο με τις παράξενες παραστάσεις που είχε φέρει δώρο στη γυναίκα του, από τις μακρινές Ινδίες. Το χρυσό σκονισμένο μετάλλιο που είχε κερδίσει στον στίβο και ήταν κρεμασμένο στον ανάγλυφο λερωμένο τοίχο. Το παλιό ξεφτισμένο υφαντό της μητέρας του. Εμφανίζονταν μπροστά του αστραπιαία και ύστερα χάνονταν στο σκοτάδι συνοδευόμενα από τον υπόκωφο ήχο της βροντής.
Σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι του και βγήκε έξω ρίχνοντας πρόχειρα το αδιάβροχο παλτό  στους ώμους του. Επέστρεψε με μια αγκαλιά ξύλα κι άναψε ευλαβικά το τζάκι. Έφτιαξε το καθιερωμένο καφεδάκι του σ’ εκείνο το μαντεμένιο μπρίκι, που του είχε αφήσει κειμήλιο ο πατέρας του και κάθισε στην πολυθρόνα του, σκαλίζοντας τη φωτιά. Παρατηρούσε τις φλόγες που έγλειφαν με λαιμαργία τα ξύλα και τις σπίθες που πετάγονταν εδώ κι εκεί σαν μικρά πυροτεχνήματα. Καθώς καίγονταν τα μικρά κομμάτια ξύλου, έπαιρναν περίεργες μορφές, άλλοτε θύμιζαν δράκους με φλογερά μάτια και άλλοτε μικρά κουρνιασμένα κουταβάκια, μα συνήθως μεταμορφώνονταν σε ανθρώπινες μορφές. Ένας κύριος με γαμψή μύτη, ένα μωράκι που κοιμάται, μια γυναίκα που κοιτάζει έκπληκτη με ανοιχτό το στόμα. Η φαντασία του κυρ Βαγγέλη ήταν ανεξάντλητη! Πάντα του άρεσε να φαντάζεται διάφορες μορφές βλέποντας τα σύννεφα, τα φλεγόμενα ξύλα, τα σχέδια του παλιού μωσαϊκού, τα δέντρα! Έβλεπε πρόσωπα ο κυρ Βαγγέλης στα πιο απίθανα πράγματα, μα ποτέ ως τότε κάποιο γνώριμό του. Εκείνο το ξημέρωμα, όμως, είδε μέσα στα πυρωμένα ξύλα μια γυναικεία μορφή πολύ οικεία, πολύ αγαπημένη. Όχι, δεν ήταν η γυναίκα του, ούτε η κόρη του. Προσπαθούσε να καταλάβει, να θυμηθεί πού την ήξερε, μα μάταια. Έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί σε ποια έμοιαζε  αυτή η ξεκάθαρη γυναικεία μορφή και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ναι, την ήξερε, ήταν τόσο έντονο το συναίσθημα…

«Ώχου, γέρασες, Βάγγο, και τα ‘χεις χαμένα!» μονολόγησε και πήγε το άδειο φλιτζανάκι τού καφέ στον νεροχύτη.

Είχε ήδη ξημερώσει και ο ήλιος ξεπρόβαλλε από την κορυφή του απέναντι βουνού, χαρίζοντας απλόχερα το φως του στον κόσμο. Το χωριό άρχισε να ξυπνάει.

«Καλημέρα, κυρ Βαγγέλη» του φώναξε από μακριά ο Νικόλας που κατηφόριζε προς τον φούρνο.

«Καλημέρα» ανταπέδωσε χαμογελαστά ο κυρ Βαγγέλης κι έκλεισε το παράθυρο. Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα. Βγήκε στην αυλή να σηκώσει τις γλάστρες που είχε αναποδογυρίσει ο αέρας. Το χώμα μοσχοβολούσε υγρό, φρέσκο. «Τι έπαθες, αγόρι μου; Φοβήθηκες το βράδυ; Ξέχασα ο αναθεματισμένος να σε πάρω μέσα. Πεινάς, ε;», είπε στο καναρίνι του που τιτίβιζε ασταμάτητα. «Ωχ, τελείωσε και η τροφή σου. Τώρα, τώρα, θα πάω να σου πάρω, μην κάνεις έτσι!»

Ο κυρ Βαγγέλης κατηφόρισε τον κεντρικό δρόμο κι έφτασε στο παντοπωλείο του Μηνά.

«Θέλετε κάτι άλλο, κυρ Βαγγέλη;»

«Οχι, όχι, κορίτσι μου, αυτό μόνο».

«Δέκα ευρώ, παρακαλώ».

 Ο κυρ Βαγγέλης έβαλε το χέρι  του στην τσέπη του παλτού του, μα δε βρήκε το πορτοφόλι του.

«Συγγνώμη, κορίτσι μου, δεν έχω το πορτοφόλι μου, το άφησα σπίτι, μάλλον. Πω πω, τι έπαθα!»

«Μην κάνετε έτσι, κυρ Βαγγέλη, δεν πειράζει, μου τα φέρνετε άλλη φορά».

«Όχι, όχι, θα πάω να σου τα φέρω αμέσως!» είπε κι έφυγε αναστατωμένος, ενώ η Κατερίνα χαμογελαστή δεν πρόλαβε να τον σταματήσει.

Ο κακομοίρης, ανηφόριζε βιαστικός για το σπίτι, έχοντας μια έκφραση ντροπής κι απορίας για την αφηρημάδα του. Σε λίγη ώρα επέστρεψε λαχανιασμένος.

«Ορίστε, Κατερίνα μου, δέκα ευρώ, ούφ» ξεφύσηξε.

«Μα δεν ήταν ανάγκη, κυρ Βαγγέλη, να κάνετε τον κόπο, σιγά, ξένοι είμαστε; Αλλοίμονο!»

«Όχι, όχι, θέλω να είμαι εντάξει, με ξέρεις. Εξάλλου όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, έτσι δε λένε;» είπε χαμογελώντας μ’ εκείνο το γλυκό ρυτιδιασμένο του χαμόγελο και γυρίζοντας την πλάτη να φύγει, είδε μία κυρία γύρω στα 55, καλοβαλμένη, με όμορφα γλυκά μαύρα μάτια να μπαίνει στο μαγαζί. Δεν την είχε ξαναδεί κι όμως είχε την αίσθηση πως από κάπου την ήξερε. Έμεινε αποσβολωμένος και την κοιτούσε.

«Καλημέρα σας» είπε η ευγενική κυρία και προχώρησε προς την Κατερίνα. «Συγγνώμη, μήπως έχετε μπρίκια;»

«Όχι, κυρία μου, λυπάμαι, δεν πουλάμε μαγειρικά σκεύη».

«Το φαντάστηκα, αλλά είπα να ρωτήσω, ποτέ δεν ξέρεις! Ξέρετε, ήρθα επίσκεψη στην κόρη μου, που ήρθε να μείνει στο χωριό σας και δεν έχουν ούτε ένα μπρίκι τα παιδιά! Τώρα, με τις καφετιέρες, το θεώρησαν περιττό. Ποιος ξέρει! Κι εγώ, ξέρετε, έχω μάθει τόσα χρόνια να πίνω ελληνικό καφέ…»

Ο κυρ Βαγγέλης την άκουγε εκστασιασμένος, φαντάστηκε τους δυο τους να πίνουν το καφεδάκι τους μπροστά στο τζάκι και να γελάνε. Μια εικόνα της φαντασίας του που έμοιαζε λίγο με ανάμνηση. Σαν να την είχε ζήσει αυτή τη στιγμή, με αυτήν τη συγκεκριμένη γυναίκα και τότε του ήρθε αναλαμπή! Θυμήθηκε τι του θύμιζε… Ήταν η γυναικεία μορφή, τα ξημερώματα στο τζάκι! Βέβαια, αυτή ήταν, όσο την έβλεπε τόσο βεβαιωνόταν και τότε αυθόρμητα γύρισε και της είπε:

«Μπορώ να σας ψήσω εγώ καφεδάκι, αν θέλετε!»

 «Ορίστε;» είπε αιφνιδιασμένη εκείνη.

«Eεε, συγγνώμη για το θάρρος, απλώς άκουσα πως επιθυμείτε τόσο πολύ να πιείτε το καθιερωμένο καφεδάκι σας κι επειδή σας νιώθω, ε, το ίδιο κάνω κι εγώ κάθε πρωί, ξέρετε και… δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην μπορέσω να πιώ καφέ μια μέρα, γι’ αυτό έλεγα, μήπως…»

 Ο κυρ Βαγγέλης είχε ιδρώσει και κόμπιαζε.  Εκείνη τον κοίταξε  αμήχανη,  σαν να μην ήξερε πώς να αντιδράσει.

«Όχι, προς Θεού, δεν είμαι κι εξαρτημένη» είπε τελικά μειδιώντας κι έστρεψε το βλέμμα της στην Κατερίνα.

Ο κυρ Βαγγέλης ανέβαινε με γοργό βήμα προς το σπίτι του, έχοντας αυτή τη φορά, πολύ πιο έντονη την έκφραση της ντροπής στο πρόσωπό του. Είχε κοκκινίσει και η καρδιά του χτυπούσε ασυνήθιστα!

«Πώς μου ήρθε τώρα αυτό; Πώς το ξεστόμισες αυτό, ρε Βάγγο; Πω πω! Τι θα σκέφτεται για μένα τώρα;» αναλογιζόταν καθώς ανέβαινε την ανηφόρα.

«Καλημέρα, Βάγγο, του φώναξε ο κυρ Κώστας, αλλά μάταια, ήταν τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του που δε γύρισε καν να τον κοιτάξει. «Τι έπαθε πάλι αυτός» αναρωτήθηκε ο κυρ Κώστας που ήταν έτοιμος να παρεξηγηθεί, μα παρατήρησε πως ο Βαγγέλης δε μιλούσε σε κανέναν, ανεβαίνοντας. Αααχ, πάει, το χάνει κι αυτός ο έρμος, σιγά σιγά!» είπε στον κυρ Μανώλη κι έριξε τα ζάρια. «Εξάρες!» φώναξε και γέλασε δυνατά.

«Τι να σου κάνει κι αυτός ο κακομοίρης, με τόσα που του έτυχαν; Πάλι καλά είναι» είπε ο κυρ Μανώλης, περιμένοντας τον κυρ Κώστα να παίξει.

Είχε περάσει ήδη ένας μήνας από εκείνο το πρωινό κι ο κυρ Βαγγέλης δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του εκείνη τη συμπαθέστατη κυρία. Το βλέμμα της ήταν τόσο οικείο, τόσο ζεστό! Και η μυρωδιά της! Είχε κάτι που του γαλήνευε την ψυχή. Καθισμένος στην πλαστική καρέκλα, στην αυλή του σπιτιού του, απολάμβανε το ηλιοβασίλεμα. Μυριάδες αναμνήσεις κατέκλυζαν το μυαλό του, καθώς έβλεπε τη φωτεινή σφαίρα να λιώνει πάνω στο αντικρινό βουνό. Όλη του η ζωή περνούσε μπρος στα μάτια του. Η ατμόσφαιρα είχε μια γλυκιά μελαγχολία, έτσι όπως τελείωνε η μέρα. Κάπως έτσι όδευε και αυτός προς τη δύση της ζωής του… Τι τον πλήγωσε; Τι τον γέμισε χαρά; Τι κέρδισε; Τι έχασε;  Όλα αυτά τα ερωτήματα κυρίευσαν τη σκέψη του. Πότε χαμογελούσε και πότε βούρκωνε.

Κοίταξε τη λεμονιά που στεκόταν στο πλάι της αυλής, εδώ και σαρανταπέντε χρόνια! Θυμήθηκε που την είχε φυτέψει η γυναίκα του, όταν γέννησε το πρώτο τους παιδί!

«Αααχ, κυρ’ Αμαλία, βιάστηκες να με αφήσεις!» μονολόγησε κι ένα δάκρυ κύλησε αβίαστα στο μάγουλό του, υγραίνοντας το αξύριστο πρόσωπό του. Πήρε μια ρουφηξιά από το ζεστό καφέ του, κάνοντας εκείνο τον χαρακτηριστικό θόρυβο που πάντα ενοχλούσε τη μικρή του κόρη.

«Μπαμπά μην το κάνεις αυτό, ανατριχιάζω» του έλεγε με αυστηρότητα η μικρή του «μπουκίτσα». Έτσι την έλεγε, ήταν το στερνοπούλι του, την έκανε σε μεγάλη ηλικία και δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι. Ίσως έφταιγε που την είχε μεγαλώσει ουσιαστικά μόνος του… Ήταν μόλις 6 ετών, όταν χάσανε την Αμαλία. Τώρα πια, δεν ήταν εκεί η «μπουκίτσα» του να ενοχληθεί από την έντονη ρουφηξιά του. Είχε φύγει, εδώ και δυο χρόνια, με τον άντρα της, στη Σουηδία και δεν την είχε ξαναδεί από τότε! Πόσο θα ‘θελε να δει τα όμορφα γαλανά ματάκια της πάλι! Και τι δε θα ‘δινε να άκουγε έστω τη φωνούλα της στο τηλέφωνο.

«Γεια σου, μπαμπά, τι κάνεις; Σ’ αγαπώ πολύ και σε σκέφτομαι!»

Αυτό ήθελε ν’ ακούσει μόνο. Πόσο να κόστιζε μια φράση; Πόσος χρόνος απαιτείται για να την προφέρει κάποιος; Τέσσερα; Πέντε δευτερόλεπτα; Κι όμως… Ήταν πολύ ακριβά αυτά τα δευτερόλεπτα για να τα αφιερώσει στον πατέρα της.

«Δεν πειράζει, εσύ να ‘σαι καλά, κόρη μου» σκέφτηκε και θυμήθηκε τη Βασιλική. «Πρόσεχε και λίγο τον εαυτό σου. Μια μέρα θα φύγουν τα παιδιά σου και θα μείνεις μόνος κι έρημος, κακομοίρη μου» του είχε πει κάποτε η Βασιλική, που τότε τον προξένευε με την κουμπάρα της, τη ζωντοχήρα, από το διπλανό χωριό. Εκείνος όμως δεν ήθελε να βάλει ξένη γυναίκα στο σπίτι του, στα παιδιά του. «Σοφή η Βασιλική! Κάτι ήξερε!» σκέφτηκε…

 Με τη Βασιλική είχαν μεγαλώσει μαζί, έπαιζαν στην ίδια γειτονιά, μια φορά μάλιστα είχαν δώσει κι ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, πίσω από τις φυλλωσιές, λίγο πιο κάτω από την πλατεία του χωριού. Είχε πανηγύρι εκείνη τη μέρα, δεκαπενταύγουστος ήταν και ο έρωτας είχε μεθύσει τους δύο νέους, που ως τότε ήταν πολύ καλοί φίλοι. Τι γλύκα που είχε εκείνο το φιλί! Μύριζε γιασεμί. Όποτε μυρίζει γιασεμί, ο κυρ Βαγγέλης, θυμάται αυτόματα εκείνο το φιλί. Ήταν όμορφη η Βασιλική και την αγαπούσε πολύ, μα τότε  δεν είχε μυαλό για τέτοια. Ήθελε να φύγει για την Αθήνα, ήθελε να σπουδάσει, κανένας έρωτας δε θα τον σταματούσε. Ακόμη όμως θυμάται τη μέρα που έμαθε για τον γάμο της Βασιλικής. Έπαιζε μπιλιάρδο με τον συμφοιτητή του, τον Λευτέρη, στο στέκι τους, δίπλα απ’ το πολυτεχνείο, τον κέρδιζε 4-1, το θυμάται πολύ καλά, είχαν βάλει στοίχημα σε μια μπύρα! Φορούσε ένα μπεζ υφασμάτινο παντελόνι και ένα καρό κοντομάνικο πουκάμισο και είχε μάτια φλογοβόλα, γεμάτα αισιοδοξία. Δεν είχε νιώσει πόνο ακόμη. Ήταν παρθένα, αγνή η ψυχή του. Μπήκε στο μαγαζί ο Αντώνης ο συγχωριανός του και του είπε τα μαντάτα για τη Βασιλική. Θα παντρευόταν τον Χρήστο την άλλη Κυριακή! Ο Χρήστος ήταν συμμαθητής του Βαγγέλη, αλλά ποτέ δεν έκαναν παρέα. Ήταν από καλή, ευκατάστατη οικογένεια. Τον αντιπαθούσε τον Χρήστο πάντα, έτσι, ανεξήγητα, χωρίς να του έχει κάνει ποτέ κάτι και να που είχε έρθει η ώρα να τον αντιπαθήσει έχοντας επιτέλους κάποιον λόγο!

Η ώρα πέρασε, τα αστέρια έκαναν την εμφάνισή τους και έμοιαζαν με μικρές φωτεινές τρυπούλες, οι οποίες φανέρωναν κρυφά έναν άλλο κόσμο που κρύβεται πίσω από το πέπλο του σκοτεινού ουρανού. Μάζεψε το φλιτζανάκι του και μπήκε μέσα. Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, ήρθε στο μυαλό του πάλι εκείνη! Είχε μάθει απ’ έξω απ’ έξω πως ήταν η συμπεθέρα του Μενέλαου. Ο Μενέλαος είχε παντρέψει τον γιο του με την Χρυσούλα, από την Καστοριά. Κανείς δεν πίστευε πως θα ‘ρχόταν η κοπέλα να ζήσει στο χωριό, τόσο μακριά από τον τόπο της! Κι όμως, όταν είναι κάποιος ερωτευμένος, όλα τα μπορεί. Πόσο θα ήθελε να την ξαναδεί, σκεφτόταν, και τότε του ήρθε μια φαεινή ιδέα. Θα πήγαινε να τη βρει! Ευκαιρία να ταξιδέψει και λίγο! Δεν είχε πάει πότε στην Καστοριά, είχε ακούσει πως ήταν όμορφη πόλη!

Το χαμόγελο ήταν μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη του. Είχε έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό, καθώς έβλεπε το τοπίο να εναλλάσσεται  έξω από το παράθυρο! Τα δέντρα, οι πεδιάδες, τα βουνά, όλα του φαίνονταν πανέμορφα! Σε μια στροφή, ο ήλιος του τύφλωσε τα μάτια, έκλεισε την κουρτινούλα και κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμά του. Δεν το πίστευε ότι το έκανε αυτό! Είχε χρόνια να νιώσει τόση αδρεναλίνη! Δεν ήξερε ούτε που θα έμενε, ούτε τι θα έκανε. Είχε φύγει τόσο βιαστικά.

«Κουραστικό το ταξίδι, ε;» είπε η κυρία που καθόταν δίπλα του.

«Μπα, καθόλου» είπε με χαμόγελο ο κυρ Βαγγέλης. «Ίσα ίσα, το απολαμβάνω!» της είπε.

«Πάτε να δείτε να εγγονάκια σας, ασφαλώς» είπε εκείνη.

«Όχι, γιατί το λέτε αυτό; Από πού το συμπεράνατε;»

 «Σας βλέπω που χαμογελάτε τόση ώρα… Καιρό είχα να δω τόσο χαρούμενο άνθρωπο!»

«Η ζωή είναι ωραία, κυρία μου, είναι δώρο η ζωή μας, αυτό και μόνο αρκεί για να χαμογελάμε».

«Καλά τα λέτε, αλλά η ζωή δεν είναι για όλους ωραία, ξέρετε!» είπε η κυρία και σκοτείνιασε το πρόσωπό της.

Ο κυρ Βαγγέλης δε μίλησε. Δεν είχε όρεξη να ακούσει τη δυστυχία και τη γκρίνια κανενός. Παρέμειναν σιωπηλοί για τις υπόλοιπες 3 ώρες, ώσπου έφτασαν στον προορισμό τους.

Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, αντίκρισε ένα θέαμα μοναδικό. Η πόλη απλωνόταν αμφιθεατρικά μπροστά του, πάνω σ’ έναν λόφο και γύρω γύρω την αγκάλιαζε μια όμορφη γαλήνια, καταγάλανη λίμνη. Πλησίασε στην όχθη, που την πλαισίωναν γέρικα πλατάνια. Μύρισε τον αέρα παίρνοντας βαθιά ανάσα και θαύμασε την ομορφιά του τοπίου. Μια οικογένεια κατάλευκων κύκνων διέσχιζαν τη λίμνη, ακριβώς μπροστά του. Περπάτησε κάμποση ώρα έτσι ανέμελα, χαμογελαστά. Ύστερα, κάθισε σ’ ένα παγκάκι μπροστά στη λίμνη και έβγαλε από το σάκο του να φάει το σάντουιτς που είχε ετοιμάσει από το σπίτι. Ήταν νοικοκύρης ο κυρ Βαγγέλης. Αναγκάστηκε να γίνει και πατέρας και μητέρα από νωρίς  και έτσι έμαθε να τα κάνει όλα μόνος του. Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο, στα νιάτα του, όταν είχε μπαρκάρει. Πήγε στην Αμερική, στην Αφρική, στην Ινδία, στην Κίνα, μέχρι την Αυστραλία έφτασε η χάρη του, μα ποτέ δεν είχε γυρίσει την Ελλάδα. Επιστρέφοντας από τα καράβια, παντρεύτηκε την Αμαλία, εσπευσμένα, αφού ήταν ήδη λίγων μηνών έγκυος. Θα τη σκότωνε ο πατέρας της, έτσι και καθυστερούσαν λίγο τον γάμο. Έτσι, αναγκάστηκε να παρατήσει τη σχολή του. Μπάρκαρε σ’ ένα φορτηγό πλοίο για να μπορέσει να μαζέψει άμεσα χρήματα. Τι κλάμα είχε ρίξει η μάνα του τότε! Κοίταξε ψηλά τον ουρανό, ήταν φωτεινός, καταγάλανος, με ελάχιστα σύννεφα.

«Και τώρα; Τι κάνουμε;», μονολόγησε.

Τρεις μέρες περιπλανιόταν στην πόλη, ο κυρ Βαγγέλης. Είχε νοικιάσει σε ένα φθηνό ξενοδοχείο και κάθε πρωί ξεκινούσε τον περίπατό του. Είχε κάνει το γύρω της λίμνης με τα πόδια, ήπιε καφεδάκι στα πιο όμορφα γραφικά καφενεδάκια, με τα αλουμινένια τραπεζάκια και τις πράσινες, ξύλινες καρέκλες. Μπαινόβγαινε στα μαγαζιά γυναικείων ρούχων. Κοιτούσε μέσα από τη  τζαμαρία στα κομμωτήρια. Καθόταν στα παγκάκια της πλατείας, παρακολουθώντας τους περαστικούς, με την ελπίδα να τη δει κάπου. Μάταια.

 Οι μέρες περνούσαν και το χαμόγελο του κυρ Βαγγέλη μετατράπηκε σε ευθεία γραμμή. Τα μάτια του κοιτούσαν αφηρημένα, βυθισμένα στις σκέψεις.

«Μα καλά, πώς μπόρεσα να σκεφτώ τόσο επιπόλαια; Ήταν ποτέ δυνατόν να τη συναντήσω τυχαία! Ποιος έχασε την τύχη του για να τη βρω εγώ! Μια ζωή ατυχία…»

 Η αλήθεια είναι πως σπάνια του χαμογελούσε η τύχη τού κυρ Βαγγέλη, λες και ήρθε στη ζωή για να μάθει πώς να αντιμετωπίζει τις ατυχίες! Στην αρχή, η ζωή τού φέρθηκε καλά, αν εξαιρέσει κανείς το ξύλο που έτρωγε από τον πατέρα του, το οποίο ήταν συνηθισμένο για όλα τα παιδιά της ηλικίας του, δεν είχε κάποιο άλλο πρόβλημα. Η οικογένειά του ήταν αρκετά ευκατάστατη, για τα δεδομένα της εποχής. Είχε δύο αδέρφια μεγαλύτερα, τον Γιώργο και τον Γιάννη. Τυχεροί στη ζωή τους και οι δύο, έκαναν καλούς γάμους, γερά παιδιά, οι δουλειές τους πήγαιναν καλά. Γιατρός ο ένας, αρχιτέκτονας ο άλλος!

«Μόνο ο Βαγγελάκης μου χαραμίστηκε» συνήθιζε να λέει η μητέρα του, όταν συζητούσε με τις γειτόνισσές της και ας ήταν  μπροστά ο Βαγγέλης. «Ανάθεμα την ώρα που έμπλεξε μ’ αυτήν!» έλεγε και ξανάλεγε και ο Βαγγέλης δε μιλούσε. Την αγαπούσε την Αμαλία και τα παιδιά που του χάρισε, όμως αυτή η κουβέντα της μάνας του τον στοίχειωνε πάντα! Χαραμίστηκε, πόσο σκληρή λέξη!

«Χαραμίστηκε…» σιγοψιθύρισε πικραμένος και καθώς σηκώθηκε να φύγει είδε στον απέναντι δρόμο να περνάει η Κασσιανή, είχε μάθει το όνομά της από την κουτσομπόλα του χωριού, την κυρά Φρόσω. Την άλλη μέρα είχε μάθει όλο το χωριό πως ο κυρ Βαγγέλης ενδιαφέρεται για τη συμπεθέρα του Μενέλαου. Οι γυναίκες κουνούσαν το κεφάλι και έκαναν τον χαρακτηριστικό ήχο «τς, τς, τς», «ξεμωράθηκε μωρέ ο Βάγγος!» έλεγαν οι θαμώνες του καφενείου. Είχε γίνει περίγελος. Μα δεν τον ένοιαζε πια. Να ‘τη!  Επιτέλους, την έβλεπε μπροστά του! Άρχισε να κοκκινίζει και να ιδρώνει. «Τι θα της πω τώρα;» σκέφτηκε πανικοβλημένος και ένιωσε ένα φτερούγισμα στα σωθικά του, είχε πολλά χρόνια να νιώσει κάτι τέτοιο. Από παιδί σχεδόν.

Εκείνη διέσχισε τον δρόμο, μόλις άναψε πράσινο φανάρι για τους πεζούς, κρατούσε σακούλες από ψώνια και μόλις έφτασε στη μεριά του δρόμου που ήταν ο κυρ Βαγγέλης, εκείνος πλησίασε διστακτικά, μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο ενθουσιασμού. Εκείνη, μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο που περίμενε στην άκρη του δρόμου κι έφυγε… Το αυτοκίνητο οδηγούσε ένας μεσήλικας, καλοβαλμένος, άντρας.

«Ο άντρας της; Μα φυσικά, η Κασσιανή είναι παντρεμένη» σκέφτηκε και συνειδητοποίησε πως αυτή η μικρή λεπτομέρεια του είχε διαφύγει τόσο καιρό. Ξαφνικά ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Μια γροθιά τον είχε χτυπήσει δυνατά στο στομάχι. Ένα «γιατί» τον βασάνιζε. Γιατί να μην μπορούσε να χαρεί λίγο στη ζωή του; Γιατί να μην του χαμογελάει ποτέ η τύχη; Χάθηκε ο κόσμος να ήταν χήρα και η Κασσιανή; Θα πείραζε να ήταν μόνη στον κόσμο και να έψαχνε απεγνωσμένα ένα σύντροφο στη ζωή της; Έσκυψε το κεφάλι και έμεινε εκεί παγωμένος.

Είχε κάνει τόσα όνειρα ο καημένος ο κυρ Βαγγέλης! Ήταν σίγουρος πως δεν ήταν τυχαία η συνάντησή του με την Κασσιανή. Δεν ήταν τυχαίο που είχε δει τη μορφή της εκείνο το χάραμα, στα πυρωμένα ξύλα. Είχε πιστέψει πως η μοίρα είχε αποφασίσει να του δώσει μια ευκαιρία να ζήσει ευτυχισμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είχε χρόνια να νιώσει έτσι για κάποια.

«Δυστυχώς, αυτά συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια», σκέφτηκε, καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου. Το τοπίο, τώρα, ήταν μουντό. Μια παχιά ομίχλη κάλυπτε τα βουνά. Μαύρα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό και οι πρώτες σταγόνες έπεφταν στο παράθυρό του. Έσταζαν και κυλούσαν οι σταγόνες στο τζάμι, όπως έσταζαν τα δάκρυα μέσα του και μούσκευαν την ψυχή του. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόση απογοήτευση. Πάντα ήταν δυνατός κι αισιόδοξος, ακόμη και στα πιο δύσκολα.

«Θέλετε μπισκοτάκι;» ρώτησε η κυρία που καθόταν δίπλα του. Αρνήθηκε ευγενικά, ενώ οι φωνές των νεαρών, που κάθονταν στη γαλαρία, του τρυπούσαν τα αυτιά. Ακόμη και ο οδηγός του λεωφορείου τον εκνεύριζε, εκείνη την ώρα, που τραγουδούσε τόσο φάλτσα το τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε.

Οι ψίθυροι έγιναν πιο έντονοι στ‘ αυτιά του και ακούγονταν δυνατά οι συνομιλίες. Ένιωσε σαν να βγήκε από κάποιο βαθύ πηγάδι. Σαν να ξεκόλλησε απότομα από κάποια δυνατή δίνη, που τον είχε ρουφήξει.  Κούνησε ελαφρώς τα μάτια του, ένιωθε σκιές  να περνάνε μπροστά του και ας τα είχε κλειστά. Άνοιξε, σιγά σιγά, τα βλέφαρά του και άρχισε να βλέπει ένα έντονο φως, ήταν τόσο δυνατό που του προκάλεσε πόνο και αμέσως τα έκλεισε πάλι. Ένας δυνατός, μακρόσυρτος ήχος, ακούστηκε, σαν σειρήνα και επικράτησε κινητικότητα στην αίθουσα.

«Ήρθαν» ακούστηκε μια γυναικεία σοβαρή φωνή. Ύστερα, ένιωσε το σκληρό κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένος να σηκώνεται, αλλά εκείνος δεν κουνιόταν απ’ τη θέση του. Ξαναπροσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια του, αυτή τη φορά αντίκρισε μπροστά του ένα γυάλινο τοίχο. Πάνω του υπήρχε μια κρυστάλλινη οθόνη που έπαιζε κάποια ταινία. Του φάνηκε γνώριμη, σίγουρα την είχε ξαναδεί. Βρισκόταν σε μια μεγάλη φωτεινή αίθουσα με γυάλινους τοίχους. Κόσμος με περίεργες άσπρες γυαλιστερές φόρμες πηγαινοέρχονταν, ενώ αυτός έμενε ακίνητος στο όρθιο σιδερένιο κρεβάτι του.

«Καλωσήρθες, πώς ήταν το ταξίδι σου;» τον ρώτησε ένας νεαρός.

Δεν απάντησε, δεν κατάλαβε τι ακριβώς τον ρωτούσαν. Ακούστηκε ένας μηχανικός ήχος και απελευθερώθηκε από το σιδερένιο κρεβάτι του. Έκανε ένα βήμα και κοίταξε τα χέρια του. Δεν ήταν πια ζαρωμένα και φθαρμένα από το χρόνο. Παρατήρησε πως φορούσε και αυτός την ίδια γυαλιστερή άσπρη φόρμα που φορούσαν και οι υπόλοιποι.

«Πού βρίσκομαι;» είπε έκπληκτος και είδε να απελευθερώνεται από το διπλανό όρθιο κρεβάτι η κυρία με τα μπισκότα, που καθόταν δίπλα του στο λεωφορείο. Κοίταξε τότε καλύτερα και παρατήρησε πως υπήρχαν πολλά όρθια κρεβάτια στη σειρά, από τα οποία αποδεσμευόταν ο οδηγός του λεωφορείου, τα ενοχλητικά παιδιά, που βρίσκονταν στη γαλαρία και άλλοι που δεν τους είχε ξαναδεί. Οι δύο νεαροί και η κοπέλα που βρίσκονταν μπροστά του φαίνονταν ξαφνιασμένοι και αλληλοκοιτάχτηκαν με ανησυχία. «Τι έγινε;» ψιθύρισε. Ο ένας νεαρός φώναξε έναν άλλο μεγαλύτερο άντρα, ο οποίος ήρθε προς το μέρος του. Τον κοίταξε ερευνητικά και ύστερα είπε:

«Καλωσόρισες, Κ17».

Ο Βαγγέλης  τον κοίταξε, σαστισμένος. Ύστερα, ο άντρας ζήτησε γεμάτος ανησυχία από τους νεαρούς να του φέρουν ένα γυαλιστερό ασημί εργαλείο, το πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια του Βαγγέλη και εκείνος αποκοιμήθηκε με μιας.

Ένιωθε τα μάτια του να πονάνε από το δυνατό φως και το κεφάλι του ήταν βαρύ. Μόλις άνοιξε τα μάτια, είδε μπροστά του ένα γνώριμο περιβάλλον. Σε λίγα δευτερόλεπτα, κατάλαβε πού βρισκόταν. Ένας δυνατός, μακρόσυρτος ήχος σαν σειρήνα ακούστηκε. Όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα στην αίθουσα γύρισαν και τον κοίταξαν.

«Επανήλθε» είπε μια κοπέλα με αγωνία. Το κρεβάτι σηκώθηκε όρθιο, τα χέρια του απελευθερώθηκαν και εκείνος, ανακουφισμένος περπάτησε στο χώρο τρίβοντας τους καρπούς του να ξεμουδιάσουν. Κοίταξε τους νεαρούς και τις δύο κοπέλες και χαμογέλασε πλατιά.

«Κ17!» είπε η κοπέλα και εκείνος την αγκάλιασε όλο χαρά. «Επιτέλους!» είπε η όμορφη κοπέλα «ανησυχήσαμε με την επιπλοκή».

«Ποια επιπλοκή;» είπε εκείνος.

«Όταν γύρισες δε γνώρισες κανένα. Είχες, ακόμη, τη συνείδηση της πρόσφατης ζωής σου!»

«Μα πώς έγινε αυτό;»

 «Δεν ξέρουμε ακόμη, προσπαθούν να βρουν τι έφταιξε ο Α20 με τον Γ19. Πάντως φθηνά τη γλύτωσες! Ήταν έτοιμοι να σε ξαναστείλουν πίσω».

 «Ωχ, ευτυχώς! Φαντάζεσαι τι σοκ θα περνούσα όταν θα γύριζα πίσω!»

 «Τέλος πάντων. Τέλος καλό, όλα καλά».

«Μα γιατί να μου συμβεί, δεν μπορώ να καταλάβω!»

«Ίσως να έζησες κάτι έντονο λίγο πριν φύγεις. Θυμάσαι που μας έλεγαν πως όταν νιώθεις κάποιο έντονο συναίσθημα ή έχεις την αίσθηση του ανεκπλήρωτου, μπορεί να γυρίσεις κουβαλώντας τη συνείδηση της γήινης ζωής σου;»

«Ναι, το θυμάμαι…»

«Μα, για πες μου, πώς ήταν η εμπειρία σου από αυτή τη ζωή;»

«Καλή, αρκετά καλή, σε γενικές γραμμές. Όχι κάτι το συναρπαστικό, μα ήταν  διδακτική».

«Αλήθεια; Τι έμαθες δηλαδή; Λες να κατάφερες να ολοκληρωθείς;»

«Έμαθα πολλά, μα θα τα πούμε αργότερα, είμαι ακόμη ζαλισμένος από τη μετάβαση. Για στάσου! Μα βέβαια, έτσι εξηγείται η επιπλοκή!»

«Τι εννοείς;»

«Πώς δεν το είχα καταλάβει τόση ώρα; Η Κ16! Αυτή ήταν η αιτία..»

«Η Κ16; Μα, απ’ ό,τι θυμάμαι, είχατε συμφωνήσει να μη συναντηθείτε σ’ αυτή τη ζωή!»

«Ναι, όντως, είχαμε αιτηθεί να μη συναντηθούμε και πράγματι δεν συναντηθήκαμε ποτέ, παρά μόνο λίγους γήινους μήνες πριν φύγω! Τι στο καλό; Πώς έγινε αυτό;»

«Μμμ, σίγουρα αυτό είναι δουλειά του Ρ26 και του Ρ27! Θα το έκαναν για να διασκεδάσουν. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχουν κάνει τόσο καιρό που είναι στο κέντρο ελέγχου!»

«Δεν είναι αστεία αυτά. Όταν γράφεται μία απόφαση, πρέπει να τηρείται! Μα καλά, ποιος τους τοποθέτησε στο κέντρο ελέγχου; Αυτοί είναι πολύ ανώριμοι ακόμη».

«Έλα, ηρέμησε! Άστα τώρα αυτά. Ούτως ή άλλως, το έκαναν λίγο πριν την αναχώρησή σου, δεν πρόλαβε να σε επηρεάσει».

«Σοβαρά μιλάς; Εδώ παραλίγο να με ξαναστείλουν πίσω και ξέρεις πώς είναι να ζεις μετά απ’ αυτό! Θα έχεις όλες εκείνες τις μεταθανάτιες εμπειρίες που μας έλεγε ο καθηγητής μας. Θυμάσαι; Φρίκη!»

«Ηρέμησε! Πώς θα παρουσιαστείς έτσι στο συμβούλιο; Ξέχασέ το, λοιπόν!»

«Εντάξει, έχεις δίκιο!»

«Πες μου μόνο ένα πράγμα, έδωσες αγάπη σ’ αυτή τη ζωή;»

«Ααα, δεν ξέρω, αυτό θα μας το πει η Κ21, που βιάστηκε να φύγει…»

Εκείνη την ώρα μπήκε στο δωμάτιο η Κ21. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν στο μάγουλο.

«Χαίρομαι που ζήσαμε μαζί την εμπειρία της δωδέκατης ζωής μου» είπε η Κ21.

«Κι εγώ το ίδιο Κ21, περάσαμε ωραία! Μα καλά, πώς και δεν κράτησες τη μορφή της Αμαλίας; Σου πήγαινε πολύ, ξέρεις!»

 «Μπα, δε μου άρεσε τόσο».

 «Έχεις κολλήσει στην Τρίτη ζωή σου, ε;»

 «Ε ναι, δεν ξεχνιέται έτσι εύκολα!»

Ακούστηκε ανακοίνωση στα μεγάφωνα της αίθουσας:

«Παρακαλώ, οι αφιχθέντες να περάσουν στην αίθουσα αναμονής».

Ο Κ17 αποχαιρέτησε τους φίλους του και μαζί με την Κ31, τον Κ28 και τους υπόλοιπους, προχώρησαν προς την αίθουσα αναμονής.

Λίγο πριν φτάσουν ρώτησε τον Κ31:

«Πώς τα πέρασες εσύ; Ήταν καλή εμπειρία;»

«Πολύ καλή! Νομίζω, η καλύτερη απ‘ όσες έχω ζήσει μέχρι τώρα…»

«Αλήθεια; Τι διδάχτηκες;»

«Έμαθα πάρα πολλά σ’ αυτή τη ζωή και κυρίως την αξία της αλληλεγγύης».

«Ήσουν η κυρία με τα μπισκότα, αν δεν κάνω λάθος…»

«Ναι, εσύ ήσουν ο στεναχωρημένος κύριος που καθόταν δίπλα μου;»

«Ναι, εγώ! Πόσο ανόητος, ε; Γέμισα τις τελευταίες μου στιγμές με θλίψη για μία γυναίκα! Αλλά θα τους κανονίσω μόλις τους δω… Μου έκαναν πλάκα, ξέρεις, ο Ρ26 και ο Ρ27, μ’ έκαναν να συναντήσω την Κ16, ενώ είχαμε συμφωνήσει να μη συναντηθούμε σ ‘ αυτή τη ζωή!»

«Η Κ16 δεν είναι η απόλυτη αγάπη που είχες βιώσει στην προηγούμενη ζωή σου;»

«Ακριβώς! Αυτή τη φορά επανήλθα στη ζωή για άλλο λόγο… Αλλά θα τους πετύχω, δε θα τους πετύχω;»

Οι νεοαφιχθέντες διέσχισαν τη μεγάλη γυάλινη αίθουσα των αφίξεων. Στους γυάλινους τοίχους υπήρχαν οθόνες που έπαιζαν τις ζωές από τις οποίες επέστρεψαν. Ύστερα, μπήκαν σ’ ένα σκοτεινό τούνελ, με πόρτες δεξιά και αριστερά και έφτασαν στο κεντρικό κτίριο. Ήταν πολυώροφο μ ‘ ένα τεράστιο άνοιγμα στο κέντρο, που το περιέγραφαν τεράστιες, διάφανες, κυκλικές σκάλες. Ο Κ17 κοίταξε τριγύρω. Αν κι έλειπε μόνο εβδομήντα γήινα χρόνια, του είχε λείψει αυτό το μέρος! Από πάνω τους φαινόταν η αίθουσα αναχωρήσεων, χιλιάδες ψυχές ήταν έτοιμες για το καινούργιο τους ταξίδι. Άλλες ξεκινούσαν με χαρά και άλλες με νεύρα. Άλλες ανυπομονούσαν και άλλες βαριόνταν. Δεν ήθελαν όλες οι ψυχές να ξαναζήσουν. Ιδίως οι πιο παλιές, που είχαν κουραστεί πια. Διέσχισαν τη μεγάλη διάφανη γέφυρα και έφτασαν επιτέλους στην αίθουσα αναμονής. Έπρεπε να περιμένουν να κριθούν από το ανώτατο συμβούλιο των ψυχών και εκεί θα αποφασιζόταν εάν είχαν ολοκληρώσει με επιτυχία την εκπαίδευση τους ή ήταν ακόμη ατελείς και έπρεπε να περάσουν και άλλες δοκιμασίες επιστρέφοντας στη ζωή.

Ο Κ17 περίμενε με ανυπομονησία. Χαιρετούσε τους παλιούς του γνώριμους που περνούσαν έξω απ’ την αίθουσα και του χαμογελούσαν. Πόσες εμπειρίες είχε ζήσει με μερικούς απ’ αυτούς στις πολλαπλές ζωές του! Είδε και τον Κ11 που πέρασε εκείνη τη στιγμή και θυμήθηκε τότε που είχαν ζήσει ως στενοί φίλοι, 55 ολόκληρα γήινα χρόνια! Μαζί αναχώρησαν και σχεδόν μαζί αφίχθηκαν πάλι από εκείνη τη ζωή! Α, να και η Θ12, υπήρξε μητέρα του, κάποτε! Πόσα του είχε μάθει! Να ‘ναι καλά… Χάρη σ’ αυτήν είχε περάσει με επιτυχία πολλές δοκιμασίες σ ‘ εκείνη τη ζωή. Είδε και τον Η28, ήταν κάποτε θανάσιμος εχθρός του, πόσα είχε διδαχθεί κι απ’ αυτόν!

Η ογκώδης πόρτα της μεγαλοπρεπούς αίθουσας του ανώτατου συμβουλίου άνοιξε και οι ψυχές προχώρησαν ήσυχα στο εσωτερικό της. Πλησίαζε η σειρά του Κ17 και η αγωνία του μεγάλωνε. Θυμήθηκε, τότε που είχε ερωτική σχέση με την Κική, κρυφά από τη γυναίκα του και πόσο την πλήγωσε όταν το έμαθε. Ήρθε στο μυαλό του η περίοδος που δε μιλούσε με τον αδερφό του, για εκείνες τις  γελοίες κτηματικές διαφορές. Και τότε, που του ζήτησε εκείνος ο ξένος βοήθεια και αυτός τον προσπέρασε. Και όλες εκείνες οι φορές που έβρισε, που είπε ψέματα, που μίσησε και φθόνησε. Θα του κόστιζαν άραγε όλα αυτά πολύ ακριβά; Άνοιξε το φερμουάρ της ολόλευκης φόρμας του και είδε με ανακούφιση πως τα παλιά του τραύματα είχαν φύγει. Είχε τραυματίσει άραγε αυτός κάποια ψυχή άθελά του; Πάντως, ήταν σίγουρος πως είχε κάνει και καλά πράγματα στη ζωή του. Έδωσε αγάπη και αφοσίωση στη γυναίκα και στα παιδιά του. Δε δυσανασχέτησε με καμία συμφορά που τον βρήκε. Ήταν φιλικός κι ευγενικός με τους περισσότερους. Τιμούσε τον πατέρα και τη μητέρα του και τους συγχώρεσε για τα λάθη τους. Ο δικαστής φώναξε τον κωδικό του και διέκοψε τις σκέψεις του.

«Κ17, προσέλθετε».

«Μάλιστα».

«Απ’ ό,τι βλέπω, από την αναφορά του τμήματος καταγραφής, έζησες έναν σχετικά έντιμο βίο. Δεν έβλαψες άλλη ψυχή σοβαρά. Βοήθησες κάποιες ψυχές να αναπτυχθούν. Αγάπησες. Μάλιστα… Έχεις κάτι να καταθέσεις για την εμπειρία σου σ’ αυτή τη ζωή;»

«Ναι… Ήταν μια αρκετά δύσκολη ζωή, αλλά σε γενικές γραμμές μπορώ να πω πως την απόλαυσα. Ως εμπειρία και δίδαγμα θα ήθελα να καταθέσω την αξία της καλοσύνης».

«Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις και δεν έκανες;»

«Μάλιστα, κύριε. Θα ήθελα να εμπνεύσω και να βοηθήσω μαζικά πολλές ψυχές. Δυστυχώς, σ‘ αυτή τη ζωή περιορίστηκα μόνο στις ψυχές που ζούσαν στο στενό περιβάλλον μου».

«Πολύ καλά. Πηγαίνετε».

Ο Κ17 βγήκε από την αίθουσα και περίμενε την απόφαση. Θα ήθελε πολύ να ολοκληρωθεί και να τελειώσει τη δοκιμασία του, μα δε θα ‘λεγε όχι σε μια ακόμη βόλτα στη γη!

Η απόφαση βγήκε, ορίστηκε στον Κ17 να ξαναγεννηθεί και να ζήσει ως καλλιτέχνης. Σκοπός της ζωής του θα ήταν, αυτή τη φορά, να οδηγήσει πληθώρα ψυχών στην ανάταση! Είτε ως συγγραφέας, ως ηθοποιός, είτε ως ζωγράφος, θα έπρεπε να εμπνεύσει χιλιάδες ψυχές διαχρονικά. Γεμάτος ενθουσιασμό για την απόφαση έτρεξε στο ξέφωτο. Ο αέρας εκεί ψιθύριζε όμορφες γλυκές μελωδίες, ο ουρανός ήταν κατάλευκος, περίεργα φυτά με παράξενη υφή και έντονα χρώματα πλημμύριζαν τον χώρο. Ένιωσε και πάλι αυτή τη μοναδική αγαλλίαση! Αντιλήφθηκε τότε γύρω του όλες εκείνες τις γνώριμες ψυχές που είχε καιρό να συναντήσει. Άρχισαν να επικοινωνούν, όχι με λέξεις, αλλά μ’ εκείνο τον μοναδικό τρόπο σύνδεσης που είχε καιρό να αισθανθεί. Ανταλλάξανε εμπειρίες και συναισθήματα. Μίλησε για την τελευταία ζωή του και όλα όσα είχε διδαχθεί από αυτήν. Ύστερα αποσύρθηκε στο ησυχαστήριό του και προσευχήθηκε βαθιά. Η μορφή του άρχισε να αλλοιώνεται, το περίγραμμά του γινόταν ακαθόριστο και μία εκθαμβωτική λάμψη ξεχείλισε από μέσα του. Πόσο υπέροχη αίσθηση! Είχε κατακλυστεί από ένα συνολικό αίσθημα αγάπης! Πλημμυριζόταν από αισθήματα ανώτερα, εκστατικά!

Παρέμεινε αρκετό διάστημα στην αέρινη μορφή του, απολαμβάνοντας την γαλήνη και το συνονθύλευμα υπέροχων συναισθημάτων. Όταν ένιωσε έτοιμος, συγκροτήθηκε και κατευθύνθηκε προς το ξέφωτο. Εκεί, τραγούδησε αγγελικές μελωδίες με τις υπόλοιπες ψυχές και αφού αποχαιρέτησε τους φίλους του, ξεκίνησε για την αίθουσα αναχώρησης. Ένα αίσθημα ευφορίας τον κυρίευε. Πέρασε από την άβυσσο, κοίταξε φευγαλέα τις μαυροφορεμένες ψυχές, σκυφτές και σκυθρωπές να βαδίζουν με σταθερό ρυθμό αέναα, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του πως δεν έπρεπε, για κανένα λόγο, να καταλήξει εκεί και έπειτα διέσχισε τη μεγάλη αέρινη γέφυρα. Φτάνοντας στην αίθουσα υπήρχε συνωστισμός και έντονη κινητικότητα. Είδε πολλές γνώριμες ψυχές εκεί και χάρηκε με την πιθανότητα να συναντηθούν στην ερχόμενη ζωή του. Πέρασε από το γραφείο επιθυμιών και αφού υπέγραψε πως δεν έχει πρόβλημα να συναντήσει οποιονδήποτε, προχώρησε στην αίθουσα με τα κουβούκλια. Κοίταξε για τελευταία φορά γύρω του, έπειτα έκλεισε τα μάτια του και μύρισε τον ευωδιαστό αέρα. Ξάφνου ακούστηκε μία ενθουσιώδης φωνή.

«Τα λέμε κάτω, Κ17!!»

 «Ναι, τα λέμε κάτω, Κ81!» είπε με χαμόγελο και μπήκε στο κουβούκλιο της αναχώρησης. Ανυπομονούσε να ζήσει μια ζωή με τέτοια προοπτική, δεν το είχε ξανακάνει αυτό, να εμπνεύσει χιλιάδες ψυχές! Μεγάλη πρόκληση. Ίσως να ήταν αυτή η τελευταία του δοκιμασία, που θα τον οδηγούσε στην ολοκλήρωσή του. Θα ζούσε τότε, αιώνια ευφορία και ευεξία! Μια στεντόρεια φωνή ακούστηκε στα μεγάφωνα και διέκοψε τις σκέψεις του:

«Παρακαλώ πολύ, οι ψυχές προς αναχώρηση, να κοιτάξουν στο σημείο της λήθης».

Ένα εκθαμβωτικό φως τύφλωσε τα μάτια του. Ύστερα, χάθηκε στη σκοτεινή δίνη της ανυπαρξίας και έπειτα… Η καρδιά άρχισε να πάλλεται…

«Την ακούτε;» είπε ο ασπροφορεμένος κύριος με ενθουσιασμό. «Αν και πολύ νωρίς, ακούγεται!».

Ένας περίεργος, απόκοσμος ήχος καρδιακού παλμού, ακουγόταν στην αίθουσα του ιατρείου και ένα δάκρυ χαράς και συγκίνησης κύλησε από τα μάτια της μέλλουσας μητέρας.

-ΤΕΛΟΣ-

Ράνια Σιαμορέλη