Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 20)


Ο Αντόν έφτασε ασθμαίνοντας ως την πόρτα του σπιτιού του. Ίσα που πρόλαβε να τη χτυπήσει και σωριάστηκε λιπόθυμος στα σκαλιά. Η Anna έπιασε το κεφάλι της τσιρίζοντας μόλις τον είδε μέσα στα αίματα.
«Αντόν!» ούρλιαξε και τον πήρε αγκαλιά.
Στο άκουσμα της φωνής της, ο Αβραάμ έτρεξε έντρομος στην είσοδο να δει τι συμβαίνει. Μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα τα πόδια του λύγισαν, μα προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του.
«Γρήγορα» της είπε «ξάπλωσε τον στο κρεβάτι. Βρες καθαρούς επιδέσμους να σταματήσουμε την αιμορραγία».
Έσβησε τα φώτα στην κουζίνα και κοίταξε ανήσυχος έξω από το παράθυρο. Δεν υπήρχε ψυχή.
«Μπαμπά;» έκανε η Σάρα, που ξεπρόβαλλε από το δωμάτιο τρίβοντας τα μάτια της αγουροξυπνημένη.
«Πήγαινε μέσα» της είπε αυστηρά και εκείνη υπάκουσε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο Αβραάμ βγήκε προσεκτικά από την πόρτα παίρνοντας χίλιες δυο προφυλάξεις. Εκείνη τη στιγμή, δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός που πυροβόλησε τον γιο του και αν καραδοκούσε κάπου εκεί κοντά. Δυο δρόμους πιο κάτω, χτύπησε μια χαμηλή ξύλινη πόρτα. Μια γυναίκα με νυχτικό και μια λάμπα πετρελαίου εμφανίστηκε στην πόρτα.
«Είναι ο γιατρός εδώ;» τη ρώτησε με αγωνία.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Από το ύφος του καταλάβαινε πως ήταν σοβαρό. Ο Ααρών, πήρε το βαλιτσάκι με τα εργαλεία του και ακολούθησε τον Αβραάμ στο σπίτι. Τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα όπου μια χλωμή Σάρα άλλαζε γάζες στο χέρι του ξαπλωμένου Αντόν που ψηνόταν στον πυρετό.

Η Σιμόν στεκόταν στο παράθυρο και κοιτούσε το δρόμο θλιμμένη. Είχαν περάσει μέρες τώρα από εκείνο το ραντεβού με τον αγαπημένο της που δεν μπόρεσε να πάει. Δεν είχαν επικοινωνήσει από τότε  και δεν είχε την ευκαιρία να εξηγήσει τον λόγο που δε φάνηκε. Παρά την πρόοδο της υγείας της, ένιωθε ακόμα πολύ αδύναμη, τα άλλοτε ροδοκόκκινα μάγουλά της ήταν ωχρά.
«Πώς είσαι;» άκουσε ξάφνου από πίσω της τον Πήτερ.
Ένιωσε αηδία και μόνο από τον ήχο της φωνής του. Παρόλα αυτά, δε θέλησε να του δώσει τη χαρά να του το δείξει.
«Καλύτερα, ευχαριστώ».
Γύρισε και τον είδε. Φορούσε τη στολή του και στεκόταν σε στάση προσοχής. Το πρόσωπό του έλαμπε από αυθάδεια και υπεροψία.
«Χαίρομαι. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορέσουμε να επισπεύσουμε τις διαδικασίες».
Τον κοίταξε παραξενεμένη «Τι εννοείς;»
«Δεν σας είπε η μητέρα σας; Για τον αρραβώνα μας φυσικά!»
Η Σιμόν κοκκίνισε ολόκληρη από οργή. Άρχισε να ανασαίνει βαριά, ζαλιζόταν. Τον παραμέρισε βίαια και ξεκίνησε να κατεβαίνει φουριόζα τα σκαλιά.
«Μητέρα!» φώναξε γεμάτη αγανάκτηση «Μητέρα!»
Στη μέση της σκάλας κοντοστάθηκε. Δεν ένιωθε καλά, τα πάντα γυρίζανε. Έκανε να ανοίξει το στόμα της να ζητήσει βοήθεια μα οι λέξεις πνίγηκαν στα χείλη της. Tο μόνο που κατέφερε να δει, ήταν ο γιατρός Λούκας Μπέργκερ που μιλούσε με σοβαρό ύφος στην Ντίτρε πριν σωριαστεί στο πάτωμα λιπόθυμη.
Ο γιατρός ήταν κατηγορηματικός. Η Σιμόν έπρεπε να εισαχθεί εκ νέου στο νοσοκομείο.
«Κυρία Λίμπερ, κανονικά θα έπρεπε να σας επιπλήξω! Μου φαίνεται πως δεν τηρήσατε επακριβώς όλα όσα είχα απαιτήσει. Οι εξετάσεις που έγιναν ήταν ελλιπείς αν και τα αποτελέσματα ευοίωνα. Παρόλα αυτά υπολείπονται κι άλλες. Τίποτα δεν είναι ακόμη σαφές και σίγουρο!»
Η Σιμόν είχε ανεβάσει ξανά υψηλό πυρετό. Ο πατέρας της έριξε όλες τις ευθύνες στη Ντίτρε, την οποία χαρακτήρισε ανεύθυνη.

Ο Αβραάμ αναστέναξε ξαλαφρωμένος. Ο γιατρός ήταν καθησυχαστικός. Ο γιος του μπορεί να υπέφερε για κάποιο χρονικό διάστημα, ωστόσο θα θεραπευόταν ολοκληρωτικά. Το τραύμα ήταν τελικά επιπόλαιο.
 Ο νεαρός Εβραίος σφάλισε τα βλέφαρά του. Δεν του ήταν εύκολο να κοιμηθεί κι ο αβάσταχτος πόνος μαζί με το έντονο σοκ τον έκαναν ιδιαίτερα ανήσυχο. Κι εκεί που, κάποια στιγμή, κατάφερε επιτέλους να ηρεμήσει, το τζάμι του παραθύρου του έγινε χίλια κομμάτια από μια πέτρα που το διαπέρασε με περίσσεια άνεση. Η αδελφή του, που εκείνη την ώρα καθόταν στην καρέκλα, έβαλε δυνατές τσιρίδες.
«Φέρε μου την πέτρα!» της έκανε απότομα.
Ξετύλιξε βιαστικά τον σπάγκο, ο οποίος συγκρατούσε ένα σημείωμα "Τώρα τη γλίτωσες.....ποιος ξέρει τι μπορεί να σου συμβεί αύριο!" διάβασε με τρεμάμενη φωνή...

Ηλίας Στεργίου
Χριστίνα Καρρά