Η Sabrina παρατηρούσε το
φίνο μουσικό όργανο που δέσποζε στο κέντρο του σαλονιού, αδυνατώντας να το
συνδέσει με οποιοδήποτε έγκλημα. Έπιασε μάλιστα τον εαυτό της να αναζητά ίχνη
αίματος πάνω στα πλήκτρα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εντοπίσει κάτι. Αυτός ο
όμορφος νεαρός, ο Gianni, μάλλον προσπάθησε να την εντυπωσιάσει με άκρως ιδιόρρυθμο τρόπο
εφευρίσκοντας αυτήν την ανατριχιαστική ιστορία. Αν τον ξανάβλεπε μπροστά της,
θα του έκανε σοβαρή επίπληξη, την είχε ταράξει δίχως λόγο!
«Τόσες
μέρες έχουν περάσει, Sabrina, και δεν σε έχω ακούσει να πατάς ούτε ένα πλήκτρο. Ξέρεις,
το πιάνο δεν ήταν και πάμφθηνο» έκανε ο σύζυγός της αυστηρά την ώρα του
πρωινού. «Δεν έχεις σκοπό να ασχοληθείς μαζί του; Τόσο αδιάφορο σου είναι πλέον
αυτό το πιάνο;»
«Καλέ
μου, μην θυμώνεις, μα να, ίσως να μην με τραβάει και τόσο, αφού το παίξιμό μου
είναι ακόμη άγουρο, ερασιτεχνικό. Έχω να παίξω πάνω από χρόνο και στην ουσία
δεν υπήρξα ποτέ καλή, όπως έλεγε κι ο δάσκαλός μου που ώρες ώρες παραήταν ωμός.
Από την μεριά σου κι εσύ έχεις δίκιο, δεν αντιλέγω, πλήρωσες πολλά και σε
ευγνωμονώ για το δώρο».
Ο
Giorgio της έπιασε το
πιγούνι με έναν κάπως άγαρμπο τρόπο, ο οποίος όμως για εκείνον αποτελούσε την
υπέρτατη έκφραση τρυφερότητας. «Τότε λοιπόν, ας μην περιπλέκουμε τα πράγματα αφού υπάρχει
λύση. Μπορεί να μην έχω μουσικό ταλέντο, ωστόσο έχω ένστικτο κι αυτό με οδηγεί
κατευθείαν στον Lucio Maniani, τι λες κι εσύ;»
H Sabrina του έριξε ένα
έκπληκτο βλέμμα. «Είσαι διατεθειμένος να ζητήσεις από τον Maniani να μου κάνει
μαθήματα πιάνου;» Η κοπέλα είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.
«Τι
έκφραση είναι αυτή που πήρε το πρόσωπό σου; Τι σε παραξένευσε τόσο; Έχω την
οικονομική δυνατότητα να σου φέρω τον καλύτερο και αυτό πράττω. Δεν φείδομαι
χρημάτων και το γνωρίζεις!»
Ο
Lucio Maniani απολάμβανε ένα
ρόφημα στην αυλή του. Θα έλεγε κανείς ότι το ντύσιμό του ήταν αρκετά τολμηρό
για τα ήθη της εποχής, ωστόσο σε εκείνον άρεσε να προκαλεί γενικότερα. Με την
ανάστροφη του χεριού του έδιωξε ένα έντομο που ήταν έτοιμο να μπλεχτεί ανάμεσα
στις καστανές του μπούκλες. Το κρύο δεν είχε ακόμη υποχωρήσει, πράγμα που δεν
τον ενοχλούσε, αφού το προτιμούσε από την αφόρητη ζέστη. Με αργές, νωχελικές
κινήσεις άνοιξε το μικρό του ημερολόγιο, το οποίο θα μπορούσε να έχει και
περισσότερες σελίδες. Ήταν πολύτιμο για εκείνον καθώς εκεί μέσα συνήθιζε να
καταγράφει με συνοπτικό βέβαια τρόπο τις ερωτικές του συνευρέσεις με διάφορες
κυρίες και κοριτσόπουλα. «Αυτές κι αν είναι συγκινήσεις!»μονολόγησε καθώς
ξεφύλλισε το ημερολόγιο. Από την αναπόληση τον έβγαλε το θρόισμα του φορέματος
που ακούστηκε. «Μητέρα, πού ράβεσαι τώρα τελευταία; Πολύ θόρυβο κάνουν τα ρούχα
σου!»Ο Lucio χαμογέλασε
ζεστά στη μεγάλη γυναίκα.
«Άστα
αυτά τώρα και άκου τι έχω να σου πω. Κάποιος πλούσιος κύριος από τη Βενετία σε
γυρεύει για δάσκαλο της γυναίκας του, δίνει όσα κι αν του ζητήσεις, παρέχει και
στέγη. Νομίζω πως πρέπει να πας, γιε μου».
«Καιρό
έχω να μπω στα μεγάλα σαλόνια και το χρήμα δεν ρέει πλέον άφθονο. Θα αφήσω
λοιπόν για λίγο την όμορφη Ρώμη και θα πάω στη Βενετία».
«Κι
από δω είναι ο ξενώνας μας, ο οποίος είναι στη διάθεσή σας για όσο χρόνο θα
βρίσκεστε στα μέρη μας. Ας προχωρήσουμε όμως προς το σαλόνι, να σας γνωρίσω τη Sabrina, τη σύζυγό μου.
Τι λέτε, θα εξελιχθεί σε άρτια μουσικό;»
«Μην
ανησυχείτε, υπό την καθοδήγησή μου αυτό θα είναι το μόνο εύκολο!»
Τα μαθήματα πήγαιναν καλά και η Sabrina ρουφούσε κάθε
οδηγία, κάθε νότα και μουσική του παρατήρηση. Εκείνος από τη μεριά του είχε ήδη
καταφέρει να την «ακτινογραφήσει». Η ψυχή και το κορμί της είχαν χορτάσει
ψυχρότητα, φλέγονταν πλέον για πάθος κι έρωτα. Ο Lucio μετά χαράς θα της χάριζε και τα
δύο. Στην αρχή ήταν ορισμένα δήθεν
απαραίτητα αγγίγματα στην άκρη των ντελικάτων δαχτύλων της, όταν εκείνη έκανε
κάποιο λάθος. Έπειτα, τα αγγίγματα αυτά εμπλουτίστηκαν με βιαστικά και φευγαλέα,
μα στη συνέχεια έντονα και παρατεταμένα βλέμματα. Ο Lucio γνώριζε καλά το παιχνίδι της
αποπλάνησης κι έτσι δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλήξει σε κοινή κλίνη με τη
γοητευτική μαθήτριά του. Μόνο που είχε αφήσει εκτεθειμένο το επίμαχο
ημερολόγιο...
Χριστίνα Καρρά