Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 2-Κεφάλαιο 3)


ΈΡΑΜΠΟΡΝ

    Η ΆΙΣΛΙΝ ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΕ σε έναν έρημο, σκοτεινό δρόμο. Ήταν νύχτα και το φεγγάρι, που αντίκριζε για πρώτη φορά, ήταν ολόγιομο. Μέσα από το φωτεινό λευκό του, υφαίνονταν καλά προσεγμένες, απαλές, σκιερές πτυχώσεις. Έμοιαζε με πέπλο, αταίριαστο με το βαθύ μαύρο του ουρανού. Όσο εκείνη ήταν μαγεμένη ακόμη από τον μεγάλο, φωτεινό πλανήτη, ξεκίνησαν να ακούγονται βήματα. Ο ήχος πολλών πελμάτων πάνω στο λιθόστρωτο τράβηξε την προσοχή της μακριά από τη σελήνη. Αντίκρισε αρκετές σιλουέτες που όσο κι αν τις φώτιζε το φεγγάρι έμοιαζαν μαύρες. Η Άισλιν μέτρησε τα άτομα, και κατέληξε πως ήταν τέσσερις. Τις πλησίασε για να τις διακρίνει καλύτερα. Περίμενε πως κάποιος θα αντιλαμβανόταν την παρουσία της, μα κανένας δεν στράφηκε προς το μέρος της. Δύο μεγαλόσωμες σιλουέτες βρίσκονταν κατά μέτωπο με δύο πιο λεπτοκαμωμένες. Τώρα η Άισλιν απείχε μόλις ένα μέτρο μακριά τους, μα ακόμη κανείς δεν φαινόταν να την προσέχει. Συνειδητοποίησε πως ονειρευόταν, αλλά κάτι σε αυτό το όνειρο έμοιαζε αληθινό. Δεν ένιωθε ζαλισμένη όπως σε εκείνο το όνειρο του παρελθόντος της.

«Συγνώμη κύριε, εμείς στο ξενοδοχείο ‘Λέστιο’ πηγαίναμε». Είπε ένας από τους πέντε μεγαλόσωμους άντρες, με μπάσα και βραχνή φωνή.
«Με όλο τον σεβασμό, αλλά πάτε λάθος». Η φωνή του Κίλιαν ήχησε πεντακάθαρα μέσα στην ήσυχη νύχτα. «Ψάχνετε για μια συγκεκριμένη κοπέλα; Το όνομα Άισλιν, σας θυμίζει κάτι;» Η κοπέλα κάλυψε το στόμα της με την παλάμη της. Δεν περίμενε να αναφερθεί το όνομά της.
«Τι ακριβώς θέλεις;» Φώναξε ο ένας άντρας με φωνή εξοργισμένη.
«Τίποτα, δεν θέλω τίποτα». Είπε γαλήνια ο Κίλιαν. Πλησίασε τον έναν από αυτούς και σήκωσε το χέρι του. Μία λεπίδα άστραψε αχνά στο φως του φεγγαριού.
    Η Άισλιν κράτησε την ανάσα της τρομοκρατημένη και είδε το χέρι του Κίλιαν, να σκίζει με το μαχαίρι τον λαιμό ενός από τους πέντε άντρες. Αίμα εκτοξεύτηκε πάνω του και το σώμα του άγνωστου άντρα κατέρρευσε μπροστά του. Κάτω από το νεκρό σώμα σχηματίστηκε μία κόκκινη κηλίδα αίματος.
«Μου έλειψες Κίλιαν!» Κραύγασε με γυναικεία φωνή και με ευχαρίστηση η σιλουέτα που βρισκόταν δίπλα του. Η Άισλιν ακόμη αναγούλιαζε με το θέαμα, κι έτσι δεν έδωσε καθόλου σημασία στην αδίστακτη γυναίκα. Πλησίασε τον Κίλιαν βαριανασαίνοντας. Ακόμη δεν μπορούσε να την δει. Όμως εκείνη ήθελε να του μιλήσει. Του έπιασε τον γιακά του πανωφοριού του και τον ταρακούνησε.
«Σταμάτα». Ψιθύρισε. Τα μάτια του Κίλιαν θύμιζαν γυαλί. Ήταν άψυχα, κοφτερά, νεκρά. Κοιτούσε μπροστά του χωρίς κανένα συναίσθημα να φωλιάζει στη ματιά του. Την τρόμαζε. Την έκανε να αισθάνεται παγωμένη, μόνη και τρομαγμένη. Τα μάτια της βούρκωσαν και δάκρυα ξεχείλισαν από αυτά. Για μια στιγμή το βλέμμα του αιωρήθηκε με ανησυχία κοντά στο δικό της. Μα δεν μπορούσε να την δει. Η ανησυχία όμως δεν κράτησε περισσότερο. Τα μάτια του σκλήρυναν ξανά και κοίταξαν τις σιλουέτες των αντρών.
    Ο άντρας που είχε απομείνει ξεκίνησε να τρέχει, αλλά τα χείλη του Κίλιαν κινήθηκαν μουρμουρίζοντας άηχα. Πριν να απομακρυνθεί περισσότερο από δύο μέτρα, το σώμα του σωριάστηκε και το δέρμα του έλαμψε ωχρό κάτω από το φως του φεγγαριού. Για μια στιγμή η Άισλιν ένιωσε πως αντίκριζε τον άντρα με το ρουμπίνι και τα κεχριμπαρένια μάτια. Αλλά δεν ήταν εκείνος. Τα μάτια αυτού του άντρα ήταν πράσινα.
    Τα μάτια της Άισλιν δεν δάκρυσαν αυτή τη φορά. Δεν έστρεψε μακριά το βλέμμα της από την σκηνή που εκτυλισσόταν μέσα στο σκοτάδι. Όταν επικράτησε ησυχία αποτραβήχτηκε μακριά από το αιματοβαμμένο τοπίο, μόνο για να βρει τον εαυτό της σε ένα χειρότερο. Πλατσούριζε ξανά πάνω σε ένα κολλώδες υγρό που πλέον γνώριζε πολύ καλά. Τώρα μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό το αίμα που περιτριγύριζε το μυαλό του Κίλιαν. Αλλά το απεχθανόταν το αίμα. Όσο τα πέλματά της το άγγιζαν, τόσο το στομάχι της ανακατευόταν. Ο λαιμός της έκλεινε και δάκρια απειλούσαν τα μάτια της ξανά. Μάλλον απλά δεν άντεχε την μυρωδιά και την όψη του. Ξεκίνησε να τρέχει, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από αυτό. Μα εκείνο παρέμενε στο έδαφος, και η απαίσια μυρωδιά του τύλιγε τις αισθήσεις της. Ενώ έτρεχε γλίστρησε, και βρέθηκε γονατισμένη, και καλυμμένη με αίματα. Ούρλιαξε τρομοκρατημένη και τα βλέφαρα της επιτέλους άνοιξαν, επιτρέποντας της να ξεφύγει από τους εφιάλτες της.
   Άνοιξε τα βλέφαρά της και αντίκρισε τον άντρα με τα πράσινα μάτια. Εκείνον που είχε μόλις δει στο όνειρό της να σκοτώνει εν ψυχρώ δύο ανθρώπους. Αλλά όσο τον κοιτούσε, τόσο πιο μπερδεμένη αισθανόταν. Τα μάτια του δεν έμοιαζαν με παγωμένους κρυστάλλους. Ήταν απόμακρα αλλά άθελά τους εξέπεμπαν θέρμη. Ήταν απλά ένα όνειρο, καθησύχασε τον εαυτό της. Το στομάχι της ανακατευόταν ακόμη από τον αποκρουστικό εφιάλτη. Ήταν τόσο ζωντανός, που της ήταν δύσκολο να τον διώξει από τις σκέψεις της. Η καρδιά της παλλόταν γρήγορα και οι παλάμες της ήταν ιδρωμένες.
    Πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε διώχνοντας λίγη από την ένταση και την αναστάτωση που αισθανόταν. Τώρα που κοίταζε το πρόσωπο του Κίλιαν, φοβόταν. Φοβόταν πως το όνειρο ήταν αληθινό. Γιατί αν ήταν, τότε ο άντρας θα την τρόμαζε και δεν θα αισθανόταν ασφαλής κοντά του. Δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί πως ο Κίλιαν ήταν ένας ψυχρός δολοφόνος. Πρόσεξε τον εξεταστικό του βλέμμα. Το χέρι του έσφιγγε το μπράτσο της.
«Κακό όνειρο;» Την ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο. Εκείνη στραβοκατάπιε και ανασηκώθηκε.
«Το έκανα πάλι;» Απόρησε έκπληκτη. Ο Κίλιαν γέλασε απαλά και γύρισε να φύγει χωρίς να της απαντήσει. Η Άισλιν στριφογύρισε στο κρεβάτι αγουροξυπνημένα.
«Τι ώρα είναι;» Απαίτησε να μάθει νυσταγμένα.
«Ώρα για πρωινό». Πριν βγει από το δωμάτιο στράφηκε προς το μέρος της. Τα εύθυμα μάτια του σκοτείνιασαν και κοίταξαν έντονα μέσα στα δικά της. Ύστερα ταξίδεψαν στο σώμα της σταματώντας για λίγο στα αρκετά εκτεθειμένα πόδια της. Εκείνη αναρρίγησε καθώς το βλέμμα του χάιδευε την γραμμή του σώματός της. Το φόρεμά της δεν ήταν ιδιαίτερα σεμνό αλλά εκείνη αισθανόταν όμορφα μέσα σε αυτό. «Καλύτερα να αλλάξεις. Έχουμε επισκέψεις. Σου έχω αφήσει κάποια ρούχα στο προσκέφαλο σου». Με αυτά τα λόγια βγήκε από το δωμάτιο.

Ράνια Ταλαδιανού