Το Άστρο που Έδυσε (Κεφάλαιο 5-Μέρος 1ο) - Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως

Περπατούσα γρήγορα στους δρόμους της μεγαλούπολης, όταν άκουσα μία φωνή πίσω μου.
«Κύριε Χελ, περιμένετε!» Άψογα, θνητοί και αθάνατοι εν δράση, σκέφτηκα.
«Τι γυρεύεις εδώ Κάιλα;» τη ρώτησα.
«Άλλαξα γνώμη και αποφάσισα να σε βοηθήσω. Η αλήθεια είναι πως έψαξα και εγώ την Αντέιρα και κάποιος μου είπε πως την είδε να εξαφανίζεται με τον Ντάνιελ. Μετά συνδύασα όλα αυτά που μου είπατε περί επικινδυνότητας. Ε, δεν θέλει και πολύ, με ταράξατε» μου απάντησε.
«Η σύντομη αντίδρασή σας με εκπλήσσει. Λοιπόν, ας μην χάνουμε χρόνο, θα περάσουμε από το σπίτι της πρώτα» της είπα και έτρεξα προς το μέρος των υπόγειων συρμών, απλά για να διαπιστώσω, πως η Κάιλα είχε μείνει χιλιόμετρα πίσω, αγκομαχώντας να με φθάσει και ισορροπώντας σε αυτές τις απαίσιες γόβες. Σιχαινόμουν την σωματική επαφή, με μοναδική εξαίρεση την θνητή-εισιτήριο στον Παράδεισο, ωστόσο δεν έβλεπα άλλη λύση. Έτρεξα προς το μέρος της και την σήκωσα στην αγκαλιά μου, μπας και φθάσουμε αυτόν τον χρόνο στον προορισμό μας.
«Τελικά σας διακατέχει μία γοητεία. Μπορώ να την καταλάβω τη φίλη μου» ακούστηκε η φωνή της και εγώ σχημάτισα ένα ψεύτικο χαμόγελο.
Στο μετρό μέχρι το Μπρούκλιν, παραμείναμε και οι δύο σιωπηλοί, ενώ εμένα το μυαλό μου σχημάτιζε εκατοντάδες πιθανές υποθέσεις. Όλες άσχημες. Φθάνοντας μπροστά στην πόρτα, χτύπησα μερικές φορές, αλλά κανένας δεν απάντησε. Λες να σκότωσαν και τη γριά; σκέφτηκα, αλλά μετά από πέντε λεπτά, η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε η γειτόνισσα αναμαλλιασμένη.
«Κοιμόσουν καλή μου;» την ειρωνεύτηκα και η Κάιλα με σκούντηξε.
«Μην μου πεις πως ήρθες ως εδώ για να μου ευχηθείς;» απάντησε.
«Ω, θα ήσουν ανόητη αν το πίστευες και αυτός ο τίτλος δεν σου ταιριάζει» απάντησα. «Πού είναι η Αντέιρα;» ρώτησα για πολλοστή φορά και την είδα να ξαφνιάζεται.
«Υποθετικά ήταν μαζί σου» μου είπε.
«Εξαφανίστηκε» πρόφερα και την είδα να ταράζεται.
«Μήπως να καθόσασταν;» πετάχτηκε η Κάιλα και όλοι μας κατευθυνθήκαμε στον καναπέ του σαλονιού. Μέγα λάθος και ακριβοπληρωμένο στην πορεία.
«Ακούστηκε πως έφυγε με αυτόν τον αλήτη τον Ντάνιελ» της είπα και την είδα σκεπτική.
«Κοίτα, γνωρίζω τον Ντάνιελ, ο πρώην αρραβωνιαστικός της. Πράγματι, είχε πολλά και εμφανή προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά ποτέ δεν θα έκανε κακό στην Αντέιρα» απάντησε και την στιγμή που ήμουν έτοιμος να αρθρώσω λέξη, το ουρλιαχτό της δεσποινίδας Μουρ, μου τρύπησε τα αυτιά.
«Μα τις Σειρήνες δεσποινίς! Τι σας έπιασε;» της φώναξα και την είδα να μου δείχνει κατάχλωμη προς την μεριά ενός καθρέπτη που βρισκόταν ακριβώς απέναντί μας και που φυσικά εγώ δεν είχα προσέξει.
Μέσα του, καθρεπτιζόταν ένας γιγαντόσωμος, μαύρος άγγελος με αγκαθωτά φτερά και παραμορφωμένο πρόσωπο. Το σώμα του ήταν μυώδες και τα χέρια του κατέληγαν σε γαμψά και κοφτερά νύχια. Κοινώς το είναι μου σε όλο του το μεγαλείο.
«Πρέπει να φταίει το αλκοόλ, δεν εξηγείται διαφορετικά» ξεκίνησε να τραυλίζει και σηκώθηκε τρέμοντας από δίπλα μου. «Όμως μέσα από τον καθρέπτη βλέπω πως εγώ κινούμαι κανονικά, ενώ αυτό κάθεται όπως εσύ. Σήκω!» τσίριξε και αγανακτισμένος ακολούθησα την προσταγή της. «Και αυτό σηκώθηκε μαζί σου. Θεέ μου, τι είσαι; Λέγε τι είσαι! Θέλω να φύγω...» συνέχισε να φωνάζει ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, παρασέρνοντας το μακιγιάζ και αφήνοντας πίσω ένα αποτέλεσμα που μου προκαλούσε γέλιο.
«Ηρέμησε» της είπα.
«Μη με ακουμπάς!» τσίριξε.
«Ποιος σου είπε πως θέλω; Απλά κλείσε επιτέλους το στόμα σου και άφησέ με να μιλήσω» της γρύλισα. «Καταρχάς, να σου κάνω την τιμή να δεις την μορφή και εκτός καθρέπτη ή δεν θα το αντέξεις; Να ξέρεις πάντως πως αυτή εδώ η γυναίκα το άντεξε, που είναι μεταξύ ογδόντα και τάφου. Άρα και η δική σου καρδιά μπορεί» της είπα και την είδα να κουνά αρνητικά το κεφάλι της.
Ωστόσο, ήταν πολύ αργά για να αλλάξω γνώμη. Η ανθρώπινη μορφή μου, έδωσε τη θέση της στο τερατούργημα της Κόλασης. «Να ξανασυστηθώ, Εωσφόρος» της είπα και σαν απάντηση, πήρα τον ήχο από το πέσιμο του κεφαλιού της στο πάτωμα.


Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, ήταν ιδρωμένη, αναμαλλιασμένη και παραμιλούσε. Η ανθρώπινη μορφή μου είχε επιστρέψει, αν ήθελα να αποφύγω το γεγονός να την στείλω στο τρελάδικο.
«Όλα καλά δεσποινίς;» την ρώτησα και εκείνη μου χαμογέλασε στραβά.
«Είδα ένα παράξενο όνειρο με τον έξω από εδώ. Τελικά το ποτό με πείραξε πιο πολύ από ότι περίμενα» μου είπε και τη στιγμή που σηκωνόταν, είδε πάλι τη μορφή μου στον καθρέπτη.
«Όχι, δεν μπορεί, δεν ήταν όνειρο, ήσουν εσύ. Θεέ μου που έχει πάει και έχει μπλέξει η φίλη μου; Σε επικαλέστηκε μέσα από τελετές; Είναι εν αγνοία μου αμαρτωλή;» ξεκίνησε το παραλήρημα.
«Όχι, συνήθως έρχομαι απρόσκλητος. Επίσης πίστεψέ, εσύ έχεις τις δεκαπλάσιες αμαρτίες σε σχέση με εκείνη» της απάντησα.
«Ώστε, αυτό είναι! Ήρθες για εμένα και με προσέγγισες μέσω εκείνης» συνέχισε.
«Για την ακρίβεια, ήρθα για εμένα και η αιώνια ατυχία που με δέρνει, πέταξε και εσένα στο διάβα μου, σαν να μην μου ήταν αρκετά τα δικά μου προβλήματα» ξεκίνησα να γρυλίζω.
«Έχεις και εσύ προβλήματα;» ρώτησε αθώα.
«Ω, δεν φαντάζεσαι πόσα και εσύ αποτελείς σίγουρα ένα από αυτά»
Τότε, είδα την ηλικιωμένη να στέκεται παράμερα και να με κοιτάζει με νόημα.
«Πες το» της είπα επιτακτικά.
«Την αγαπάς έτσι δεν είναι;» μου είπε θρασύτατα.
«Αυτήν;» ρώτησα κοιτάζοντας την Κάιλα.
«Την Αντέιρα εννοώ. Χάθηκε και εσύ έχεις χάσει τη γη κάτω από τα πόδια σου» συνέχισε η γυναίκα.
«Το εισιτήριο του Παραδείσου έχασα θες να πεις και άντε βρες το» συνέχισα.
«Μην λες ψέματα σε εμένα» συνέχισε πονηρά. «Για μία φορά, στάσου με θάρρος και παραδέξου την αλήθεια υιέ της Αυγής»
«Ναι» ήταν η μόνη κουβέντα που ξεστόμισα με απελπιστική δυσκολία, ενώ είδα την Κάιλα να βάζει την παλάμη της στο στόμα, ώστε να μην αρχίσει εκ νέου να ουρλιάζει.
«Εκείνη;» συνέχισε η γυναίκα.
«Φαίνεται να ανταποκρίνεται» απάντησα ξανά λακωνικά, ενώ κάθε μου κουβέντα έκανε την καρδιά μου να χτυπά σε γοργούς ρυθμούς.
«Ανταποκρίνεται στον Λύαμ, όχι στον Εωσφόρο» συνέχισε, αλείφοντας τις κουβέντες της με ειρωνεία.
«Γνωρίζω πως είμαι ένα τέρας, δεν χρειάζεται να μου το χτυπάς»
«Η αλήθεια να λέγεται…» ακούστηκε ο ψίθυρος της Κάιλα, αλλά ένα βλέμμα μου την επανέφερε στην τάξη.
«Είμαστε αυτό που επιλέγουμε και εσύ επέλεξες να είσαι ένα τέρας. Κανείς και ποτέ δεν πρόκειται να σε αγαπήσει με μία εικόνα βασισμένη στο ψέμα. Είναι κάτι που στο χώρο της αγάπης, της ειλικρινούς και ανιδιοτελούς αγάπης, δεν έχει θέση. Άρα, δεν την αγαπάς αρκετά» συνέχισε η γυναίκα και ένιωσα να οργίζομαι.
«Αυτό που λες δεν είναι αλήθεια και δεν έχεις δικαίωμα να με κρίνεις! Είσαι μία καταραμένη θνητή. Δεν με ξέρεις για να με κρίνεις, κανείς δεν με ξέρει» σχεδόν μονολόγησα.
«Ω, σε ξέρω καλύτερα από όσο νομίζεις» χαμογέλασε εκείνη και για πρώτη φορά, το βλέμμα μου έπεσε σε εκείνον τον αναθεματισμένο καθρέπτη του σαλονιού.
«Μιχαήλ;» ψιθύρισα.
«Γειά σου αδερφέ» είπε η γυναίκα, μονάχα που την θέση της είχε πάρει μία αντρική φιγούρα.
Η Κάιλα είχε μείνει να μας κοιτάζει άναυδη και για την ακρίβεια, είχε καρφώσει το βλέμμα της στο υπέροχο πρόσωπο του Μιχαήλ, με τα ανάλαφρα καστανά μαλλιά και τα κυανά, σκούρα μάτια. Θυμάμαι πως κάποτε, όταν ακόμη βρισκόμουν στον Παράδεισο, τον πείραζα λέγοντάς του πως ο Πατέρας είχε κάνει λάθος και είχε δώσει σε εκείνον τον αγριεμένο ωκεανό στο βλέμμα, ενώ σε εμένα τον φωτεινό και ξάστερο ουρανό. Τώρα όμως, βρισκόμουν απέναντί του, ένα παραμορφωμένο και λυσσασμένο κτήνος, έτοιμο να τον ξεσκίσει.
«Με κορόιδεψες!» του ούρλιαξα. «Όλον αυτόν τον καιρό, παρίστανες δήθεν τη σακατεμένη γριά γειτόνισσα, προκειμένου να με πλησιάσεις. Ο Πατέρας σε έστειλε έτσι; Γιατί είμαι βέβαιος πως αυτή τη στιγμή, θα γελούν όλοι εις βάρος μου» ξεκίνησα.
«Δεν με έστειλε ο Πατέρας, αδερφέ. Είμαι ο φύλακας Άγγελος της Αντέιρα από τότε που γεννήθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια, την προσέχω και την φροντίζω. Με την μορφή της ηλικιωμένης γειτόνισσας, συνειδητοποίησα το πόσο μεγάλη είναι η καρδιά της. Έκανε μέχρι και εσένα να την αγαπήσεις με τον τρόπο σου και αυτό και αν είναι άθλος» μου πέταξε, μα εμένα με είχε τυφλώσει το μίσος.
«Θέλεις να πεις πως δεν έχω καρδιά;» μούγκρισα.
«Εδώ και πολλούς αιώνες, η αληθινή σου καρδιά παραμένει θαμμένη και ξεχασμένη»
«Κλείσε το στόμα σου και φύγε από εδώ» του πέταξα.
«Έχω έρθει να σε προειδοποιήσω για δύο πράγματα. Πρώτον, ο Πατέρας είναι πολύ οργισμένος μαζί σου, γιατί τόλμησες να τον κοροϊδέψεις και να υποτιμήσεις τη νοημοσύνη του. Η ευκαιρία σου να επιστρέψεις στον Παράδεισο, πέθανε απόψε. Δεύτερον, μείνε μακριά από την Αντέιρα, καθώς μονάχα πόνο μπορείς να της προκαλέσεις. Η θέση σου είναι πίσω στα Τάρταρα, αν και αμφιβάλλω αν σε δέχονται πλέον και εκεί. Το μόνο καλό που μπορείς να προσφέρεις, είναι να με βοηθήσεις να την βρούμε» τελείωσε και με μία μου κίνηση έσφιξα τον λαιμό του.
«Η δύναμή μου υπηρέτη του Πατέρα, γιατί αυτό είσαι, δεν συγκρίνεται με την δική σου. Η Αντέιρα μου ανήκει και εσύ καλά θα κάνεις να επιστρέψεις πίσω στο υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό» τελείωσα και φλόγες ξεπήδησαν από τα χέρια μου.
Η Κάιλα, είχε εκ νέου λιποθυμήσει και έτσι εγώ την σήκωσα ψηλά, βάζοντας ταυτόχρονα φωτιά σε όλο το διαμέρισμα. Τα πάντα πίσω μου γκρεμίζονταν και εγώ δεν γύρισα ποτέ το κεφάλι μου να κοιτάξω. Φυσικά την φωτιά, ανέλαβε να σβήσει ο αδερφός μου, ο οποίος από την οργή του, προέταξε το ξίφος του τραυματίζοντάς με στο χέρι.
«Θα μετανιώσεις για πολλά πράγματα, αλλά τότε θα είναι αργά. Πόσες αμαρτίες μπορεί να σηκώσει η αιώνια ζωή σου; Ελπίζω την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε, να μην είναι και ο τελικός πόλεμος της κρίσης. Η Αντέιρα κινδυνεύει εξαιτίας σου και εξαιτίας των ομοίων σου, καθώς όπως πάντα, η αγάπη σου είναι βουτηγμένη στον εγωισμό. Ντρέπομαι για αυτό που είσαι και λυπάμαι γι’ αυτό που υπήρξες. Δεν σου άξιζε» άστραψε ο Μιχαήλ και αμέσως εξαφανίστηκε.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη