Την επόμενη μέρα, το φορτηγάκι τής επιχείρησης φορτώθηκε με τα
εξαρτήματα τών ερευνητικών κέντρων. Ο Άρης, προτίμησε να το οδηγήσει ο ίδιος ως
το σπίτι του. Ξεφόρτωσαν τα υλικά με τον Ανδρέα, και άρχισαν αμέσως το
μοντάρισμα τού Δέκτη Ταχυονίων. Μπροστά σ’ αυτό το νέο μηχάνημα, το πρώτο
έμοιαζε με παιχνίδι. Σ’ αυτό, υπήρχαν ενσωματωμένα, μηχανήματα εγγραφής
κασετών, CD, βιντεοκασετών, ένα ταχύτατο τετράχρωμο φαξ δύο όψεων με υψηλή
ευκρίνεια, και μια οθόνη. Το όλο σύστημα συνδέθηκε με έναν μεγάλο υπολογιστή,
και με μια συστοιχία κεραιών ακαθορίστου σχήματος, η οποία τοποθετήθηκε στην
ταράτσα.
Οι δύο
επιστήμονες εργάστηκαν σκληρά, αλλά αργά τη νύχτα, ο νέος δέκτης ήταν έτοιμος.
Έμενε τώρα να περιμένουν ως το πρωί, που θα άρχιζε η εκπομπή τού νέου κώδικα.
Πράγματι, την επόμενη μέρα, στις 10 το πρωί, η οθόνη τού παλιού δέκτη έδωσε το
τελευταίο της μήνυμα. Αμέσως μετά, η οθόνη τής νέας συσκευής έγραψε:
‘Εκπομπή ταχυονίων. Κώδικας Β΄’
Οι δύο
φίλοι, έμειναν για λίγο να κοιτούν την οθόνη, όταν ξαφνικά ένας πραγματικός
καταιγισμός ταχυονίων, έκανε και τις δύο συσκευές να ηχούν. Με απροσδόκητη
ταχύτητα, άρχισαν να βγαίνουν σελίδες, η μία πίσω από την άλλη, τυπωμένες με
κάθε λογής θέματα, σχέδια, φωτογραφίες και διαγράμματα. Ταυτόχρονα, άρχισαν να
γράφονται βιντεοκασέτες, CD, κασέτες, και δισκέτες. Η οθόνη πληροφορούσε για το
τι έφθανε, και το τι θα φθάσει στη συνέχεια, καθώς και τις ανάγκες σε
τροφοδοσία τής συσκευής με σελίδες, και άλλα μέσα καταγραφής πληροφοριών. Μετά
από κάθε εγγραφή, η συσκευή σταματούσε για να αντικαταστήσει αυτόματα ό,τι
χρειαζόταν. Έτσι, το μόνο που είχαν να κάνουν πλέον, ήταν να συλλέγουν
πληροφορίες και να τροφοδοτούν τη συσκευή.
Το μεσημέρι
εκείνο, ειδοποιήθηκαν ότι ήταν έτοιμα και τα υπόλοιπα εξαρτήματα, και ο Ανδρέας
πετάχτηκε να τα φέρει, για να κατασκευάσουν και τη συσκευή φωτογραφικής μνήμης.
Η συσκευή αυτή ήταν μικρή, και ο Ανδρέας τη μοντάρισε σε 2 μόνο ώρες. Έμοιαζε
με ένα ζευγάρι χονδρά γυαλιά, μόνο που ο σκελετός τους ήταν πολύ χονδρός, και
κάλυπτε και όλο το κρανίο. Θύμιζε τα κράνη που φορούσαν οι πιλότοι στις αρχές
τού 20ού αιώνα.
Όταν η
συσκευή τελείωσε, ο Άρης κατάπιε ένα χάπι. Πέρασαν λίγα λεπτά, και φόρεσε τη
συσκευή. Στάθηκε μπροστά στις σελίδες που έβγαιναν γρήγορα από τη συσκευή, και
άρχισε να τις κοιτάζει τη μία πίσω από την άλλη. Σε λίγα δευτερόλεπτα, γύρισε
προς τον Ανδρέα, δίνοντάς του τα γυαλιά.
«Είναι
φοβερό! μπορώ να σου απαγγείλω όλες εκείνες τις σελίδες. Μπορώ να φέρω τη
στιγμή αυτή μπροστά μου κάθε λεπτομέρεια! Την ώρα αυτή που μιλάμε, ο εγκέφαλός
μου καταγράφει ένα - ένα τα νοήματα απ’ όσα είδα. Πάρε τα γυαλιά να δεις!» είπε.
Ο Ανδρέας
που είχε πάρει κι αυτός ένα χάπι, φόρεσε τα γυαλιά, και κοίταξε κι αυτός τις
σελίδες που έβγαιναν. Στάθηκε εκεί για λίγο, κι άρχισε να φωνάζει «Αυτό
είναι! τώρα μπορούμε να γνωρίσουμε όλες τις επιστήμες! Τώρα οι γνώσεις μας θα
αυξάνουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα!»
Άφησε τα
χαρτιά τής συσκευής, και έτρεξε στο τραπέζι, όπου υπήρχε το σχέδιο τών
«γυαλιών». Το κοίταξε, και φώναξε: «Το απομνημόνευσα! Τώρα μπορώ να το
λύσω και να το ξαναμοντάρω με κλειστά μάτια!»
Κοίταξε
μερικές σελίδες ακόμα, και ύστερα έβγαλε τα γυαλιά, και έτρεξε στον πάγκο
εργασίας.
«Τι κάνεις;» ρώτησε ο
Άρης.
«Απομνημόνευσα τη συσκευή ‘ύπνου’, και τώρα τη μοντάρω!» απάντησε ο Ανδρέας, ενώ ο Άρης φόρεσε κι αυτός τα γυαλιά,
κοιτάζοντας τις ίδιες σελίδες. «...Αυτή τη νύχτα, θα διαβάσουμε στον ύπνο μας
τόμους ολόκληρους για 8 ώρες με αυτή τη συσκευή. Θα την μοντάρω σήμερα, για να
μη χάσω αυτές τις ώρες» συμπλήρωσε
ο Ανδρέας.
«Να μοντάρεις και τον 2ο πομπό, για να τα μεταδίδει και σ’ εμένα!» Είπε ο Άρης.
Όταν
τελείωσε η Συσκευή Ύπνου, ήταν πια νύχτα. Ο δέκτης ταχυονίων είχε σταματήσει τη
μετάδοση, και οι δύο φίλοι, ξάπλωσαν σε κοντινά κρεβάτια, συνδεδεμένοι με τη
νυχτερινή συσκευή Φωτογραφικής Μνήμης. Τοποθέτησαν στην υποδοχή τής συσκευής τα
απαραίτητα βιβλία και σελίδες, και αφού φόρεσαν τα «Γυαλιά», έκλεισαν τα μάτια.
Ώσπου να κοιμηθούν, αλλά και αργότερα, όλη τη νύχτα, η συσκευή πρόβαλε στα
οπτικά τους νεύρα, μία-μία τις σελίδες που είχαν τοποθετήσει για ανάγνωση.
Ως το πρωί
που ξύπνησαν, οι σελίδες είχαν πια τελειώσει, και ο δέκτης ταχυονίων έδινε σήμα
για προετοιμασία έναρξης τής μετάδοσης. Εκείνη τη νύχτα, οι δύο επιστήμονες
έμαθαν όσα θα μάθαιναν σε πέντε διδακτικά έτη στο Πανεπιστήμιο.
Ο Ανδρέας,
έσπευσε να τηλεφωνήσει γρήγορα στη Ρίτα, πριν αυτή φύγει από το σπίτι της. Την
κάλεσε για εκείνο το απόγευμα στο σπίτι τού Άρη. Έδωσαν ραντεβού στον ηλεκτρικό
τής Καλλιθέας, απ’ όπου θα την έπαιρνε με το αυτοκίνητό του. Ύστερα, έδωσε
εντολές στους βοηθούς του, για την πρωινή αγοραπωλησία τών μετοχών. Είχε
απομνημονεύσει τους πίνακες, και ακόμα, μπορούσε να συγκρίνει τις πρώτες
αποκλίσεις από τις προβλέψεις. Τον εντυπωσίαζε το γεγονός, ότι τα έξοδα τών
πανάκριβων συσκευών που κατασκεύασαν, είχαν ήδη αποσβεστεί, από τις επενδύσεις
τών τριών εκείνων ημερών στο χρηματιστήριο.
Την
υπόλοιπη ημέρα, απομνημόνευε σελίδες με τον Άρη, και τροφοδοτούσαν εναλλάξ τον
δέκτη ταχυονίων. Όμως, η σκέψη του δεν έφευγε από το απογευματινό ραντεβού.
Στις 4:30
το απόγευμα, ο Ανδρέας περίμενε έξω από το σταθμό τού ηλεκτρικού, ενώ πυκνή
βροχή χαράκωνε το χώρο γύρω από τα υπόστεγα. Η Ρίτα έφθασε με κάποια
καθυστέρηση. Έτρεξε κάτω από την ομπρέλα τού Ανδρέα. Μαζί, σχεδόν
αγκαλιασμένοι, πέρασαν το δρόμο, και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Σε 10 μόνο λεπτά,
κατέβαιναν στο χώρο του γκαράζ τού Άρη. Το σπίτι, εκείνη την ημέρα ήταν
συγυρισμένο για πρώτη φορά, μετά από αρκετά χρόνια.
Ο Άρης, την
υποδέχθηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, και τής συστήθηκε. Τους οδήγησε στο σαλόνι,
και αφού κάθισε μαζί τους για λίγα λεπτά, ζήτησε συγνώμη και χάθηκε πίσω από
την πόρτα τού εργαστηρίου. Η Ρίτα, άκουσε τον θόρυβο τού δέκτη ταχυονίων και
απόρησε.
«Τι κάνει τόσο θόρυβο μέσα;» ρώτησε.
«Είναι ένα επιστημονικό πείραμα. Θα σου το δείξω αργότερα» απάντησε ο Ανδρέας ξεφεύγοντας. «...Θα πιεις έναν καφέ;» ρώτησε καθώς κατευθυνόταν προς την κουζίνα.
«Ναι, γλυκό παρακαλώ!» απάντησε η
Ρίτα. Ο Ανδρέας, γέμισε δύο ποτήρια από την αχνιστή καφετιέρα, και έριξε μέσα
τη ζάχαρη.
«Κι εγώ έτσι τον πίνω! Σου είπα πως ταιριάζουμε!» έσπευσε να συμπληρώσει εκείνος.
Η Ρίτα
γέλασε χωρίς να απαντήσει.
«...Τι έγινε; βρήκες την απάντηση στην πρότασή μου;» τη ρώτησε δίνοντάς της το φλιτζάνι.
«Πειράζει να μου πεις το μυστικό σου πρώτος;» ρώτησε κι εκείνη με τη σειρά της.
«Θέλεις να διαπιστώσεις πρώτα αν είμαι στα καλά μου;» την αιφνιδίασε ο Ανδρέας.
«Ναι,...όχι! συγνώμη!» είπε η Ρίτα
κοκκινίζοντας. Εκείνος γέλασε.
«Δεν πειράζει!» είπε. «...αυτό
είναι κάτι φυσικό. Κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα ‘κανα. Άλλωστε, δεν φοβάμαι
την κρίση σου. Με όσα θα μάθεις σήμερα, είμαι βέβαιος πως θα σε πείσω για την
πνευματική μου διαύγεια» Και
συνέχισε: «...Να δούμε λίγη τηλεόραση;»
«Είναι απαραίτητο;» ρώτησε η
Ρίτα με κάποια απογοήτευση, πιστεύοντας πως ο Ανδρέας θέλει ν’ αλλάξει θέμα.
«Ναι! είναι κάτι που έχει σχέση με όσα σου έλεγα στην Κηφισιά» και ταυτόχρονα άνοιξε το βίντεο. Στην οθόνη, φάνηκε η φωτογραφία
ενός μωρού.
«Αυτή η φωτογραφία είναι δική μου! πού τη βρήκες;» Είπε με έκπληξη η Ρίτα.
«Μη βιάζεσαι! έχω κι άλλες!» απάντησε ο
Ανδρέας, και συνέχισε. «...Θυμάσαι που σου είπα πως σε γνωρίζω καλά,
γι’ αυτό σε εμπιστεύομαι; Αυτή είναι η πρώτη απόδειξη, πως ήξερα καλά τι έλεγα».
Ταυτόχρονα,
άλλες φωτογραφίες φάνηκαν στην οθόνη. Η Ρίτα σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, με
τους γονείς της, μόνη της, με τ’ αδέλφια της... Το βίντεο έδειχνε φωτογραφίες
τη μία πίσω από την άλλη, με την υπόκρουση μιας απαλής μουσικής, που το είδος
της δεν θύμιζε τίποτα παρόμοιο στη Ρίτα. Η Ρίτα, έβλεπε τη ζωή της να
ξετυλίγεται καρέ - καρέ, μέσα σ’ αυτές τις φωτογραφίες. Κάποια στιγμή, η Ρίτα
αναπήδησε φωνάζοντας:
«Στάσου! την τελευταία φωτογραφία, δε γίνεται να την έχεις, γιατί την
έβγαλα την περασμένη εβδομάδα, και είναι ακόμα τυπωμένη στο φιλμ! ακόμα δεν την
έδωσα για εμφάνιση!»
«Σου είπα, πως όσα άκουσες στην Κηφισιά, δεν είναι τίποτα, μπροστά σε όσα
θα σου πω απόψε!» την
«τσίγγλισε» ο Ανδρέας γελώντας.
«Πότε φωτογραφήθηκα μαζί σου; Ποιο μέρος είναι αυτό; Εκεί δεν θυμάμαι να
έχω πάει!» φώναξε πάλι
έκπληκτη, καθώς σε μια φωτογραφία στεκόταν πιασμένη χέρι - χέρι με τον Ανδρέα.
«Σσσστ! υπομονή! και τώρα η έκπληξη! Θυμάσαι αυτόν τον γάμο;» ρώτησε ο Ανδρέας που το διασκέδαζε αφάνταστα, ενώ ο Άρης κρυφά,
είχε σκάσει στα γέλια από το διπλανό δωμάτιο.
Στην οθόνη,
εμφανίστηκε ο Ανδρέας ντυμένος γαμπρός, περιμένοντας με αγωνία τη νύφη, στα
σκαλιά τού Ναού. Ήταν ένας βιντεοσκοπημένος γάμος.
«Είσαι ξαναπαντρεμένος;» πρόλαβε να
ρωτήσει η έκπληκτη Ρίτα.
«Μόνο μ’ εσένα!» απάντησε
αινιγματικά ο Ανδρέας, καθώς η νύφη εμφανίστηκε να βγαίνει από το αυτοκίνητο,
περιστοιχισμένη από τους γονείς της. Η Ρίτα δεν πίστευε στα μάτια της.
«Έχεις αλλάξει τις εικόνες με υπολογιστή! το βρήκα! έτσι δεν είναι;» ρώτησε θριαμβευτικά. «...Πού βρήκες όμως όλους αυτούς τους συγγενείς
μου; μερικούς απ’ αυτούς, τους είχα ξεχάσει ακόμα κι εγώ!»
«Δεν είναι μοντάζ! βρες άλλη λύση!» απάντησε ο Ανδρέας διασκεδάζοντας με την απορία της. Στο μεταξύ,
το Μυστήριο τού γάμου προχωρούσε, και τα αποσπάσματα στο βίντεο, διαδέχονταν το
ένα το άλλο. Όλα φαίνονταν τόσο πραγματικά!
Ο γάμος
έφτασε στο τέλος του, και οι νεόνυμφοι έδωσαν το καθιερωμένο φιλί. Η Ρίτα
κοίταξε τον Ανδρέα, που στο μεταξύ είχε αρχίσει να γελάει έντονα με την απορία
της.
«Πες μου! πώς τα έκανες όλα αυτά;» τον παρακάλεσε.
-«Τώρα σε κρατάω στο χέρι! πες μου το: «Ναι», και θα σου πω!» θριαμβολόγησε ο Ανδρέας γελώντας. «...δεν τελειώσαμε όμως!»
Η υπόλοιπη
κασέτα, ήταν γεμάτη από φωτογραφίες και εγγραφές βίντεο από την έγγαμη ζωή
τους. Ο γάμος τους, το ταξίδι τού μέλιτος στη Χαβάη, φωτογραφίες τους σε
διάφορες επιχειρήσεις τους, στο αεροδιαστημοπλάνο, στον διαστημικό σταθμό... Η
Ρίτα κοιτούσε με τα μάτια γουρλωμένα, και κάποια στιγμή παρατήρησε:
«Όσο προχωρούν οι εικόνες, μοιάζουμε και οι δυο μεγαλύτεροι! έχεις
αλλάξει και τα πρόσωπα, ανάλογα με την υποτιθέμενη ηλικία μας!»
«Δεν έχω αλλάξει τίποτα! η ηλικία είναι πραγματική!» είπε σοβαρεύοντας ο Ανδρέας.
Οι εικόνες
συνέχιζαν, και η Ρίτα έβλεπε έκπληκτη εικόνες διαφόρων μηχανημάτων, τής
Σεληνιακής Βάσης, τού Άρη και τών δορυφόρων του. Και ξαφνικά, σε κάποια εικόνα,
παραξενεύτηκε πάλι.
«Εδώ, μοιάζουμε πάλι νέοι. Όμως, αυτές οι εικόνες είναι στον δορυφόρο τού
Άρη. Κοίτα! και ο φίλος σου πάλι νέος φαίνεται!»
«Δεν άκουσες ποτέ για γενετικές επεμβάσεις;» Ρώτησε πάλι ο Ανδρέας.
Η κασέτα
τελείωνε, και στην τελευταία εγγραφή έδειχνε σε φάσεις την κλωνοποίηση ενός
κυττάρου τού Άρη. Μέσα σε γυάλινο περίβλημα, σταδιακά, το κύτταρο μεταβλήθηκε
σε ένα πλήρες μωρό, και τελικά το αποσύνδεσαν. Το ίδιο συνέβη και με ένα άλλο,
(κοριτσάκι), που το κρατούσαν αργότερα αγκαλιά η Ρίτα και ο Ανδρέας.
Τέλος, στην
εικόνα εμφανίστηκαν ο Άρης, με το αγόρι του σε ηλικία περίπου 10 ετών, και η
Ρίτα με τον Ανδρέα και το κοριτσάκι τους σε ηλικία 8 περίπου ετών, να
χαιρετούν. Εκεί τελείωσε η προβολή.
Η Ρίτα,
κοιτούσε τον Ανδρέα αμίλητη, περιμένοντας να μάθει τη σημασία τής
βιντεοταινίας.
«Αυτή είναι η ζωή μας, σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν άλλο χωροχρόνο!» της είπε
σοβαρά ο Ανδρέας.
«Και πώς τα σκέφτηκες όλα αυτά; πώς τα μοντάρισες;» είπε πάλι η Ρίτα.
«Ούτε τα σκέφτηκα, ούτε τα μοντάρισα! οι εικόνες μου στάλθηκαν από εκείνη
την «πραγματικότητα», όπως θα
έλεγε και ο Ασίμωφ»
«Και περιμένεις να σε πιστέψω;» ρώτησε η Ρίτα.
«Έφερες το δυσκολότερο βιβλίο τών σπουδών σου;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Ναι!» απάντησε
εκείνη, ανοίγοντας την τσάντα της, ενώ ο Ανδρέας έφερε τη συσκευή «Φωτογραφικής
Μνήμης».
«Τι το ήθελες;» ρώτησε η
Ρίτα δίνοντάς το.
«Μου είπες ότι αυτό το βιβλίο είναι το πιο δύσκολο, και δυσκολεύεσαι να
θυμάσαι όλα αυτά τα ονόματα, και τις ουσίες που αναφέρονται. Βάλε σε παρακαλώ
αυτά τα γυαλιά, και γύρνα μία - μία τις σελίδες του, και θα δεις!» απάντησε αινιγματικά ο Ανδρέας, δίνοντάς της τη συσκευή. Εκείνη,
με αργές κινήσεις και με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, φόρεσε τα
γυαλιά, και άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο. Ύστερα από λίγες σελίδες, έβγαλε τα
γυαλιά, και φώναξε:
«Τα θυμάμαι όλα! Τι έγινε; είναι σαν να έχω μπροστά μου την κάθε σελίδα,
ακόμα και χωρίς γυαλιά!»
«Φόρεσέ τα πάλι, και ξεφύλλισε σε παρακαλώ όλο το βιβλίο» είπε ο Ανδρέας.
Η Ρίτα
υπάκουσε, και για λίγα λεπτά, το ξεφύλλιζε. Όταν έφθασε στην τελευταία σελίδα,
το έκλεισε, και στάθηκε για λίγο σκεφτική, βγάζοντας τα γυαλιά. Ο Ανδρέας την
κοιτούσε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
«Τα θυμάμαι όλα! έμαθα όλο το βιβλίο σε λίγα λεπτά! αυτά τα γυαλιά είναι
φοβερά! εσύ τα έφτιαξες;» ρώτησε.
«Όχι! το σχέδιό τους, το έλαβα μαζί με τις εικόνες που σου έδειξα στο
βίντεο. Και δεν είναι μόνο τα γυαλιά. Μέσα στον καφέ σου, υπήρχε ένα χάπι, που
βοήθησε τη μνήμη σου σε συνδυασμό με τα γυαλιά. Αν σου ζητούσα να το καταπιείς,
ίσως θα φοβόσουν, και έτσι σου το έριξα στον καφέ. Είναι τελείως ακίνδυνο.
Τώρα, όταν θα φοράς τα γυαλιά, για τις επόμενες 8 ώρες, θα απομνημονεύεις
φωτογραφικά ό,τι θα βλέπεις» απάντησε ο
Ανδρέας.
«Όταν μπήκα εδώ μέσα, αμφέβαλα για την πνευματική σου ισορροπία. Τώρα
πια, αμφιβάλω και για τη δική μου!» είπε η Ρίτα, μ’ ένα χαμόγελο αμηχανίας. «...εξακολουθώ
όμως να μην πιστεύω πως αυτά είναι από έναν άλλο κλάδο τού χρόνου»
«Έλα μέσα στο εργαστήριο, και θα δεις!» είπε ο Ανδρέας και σηκώθηκε. ...Τώρα θα δεις τι κάνει αυτόν τον
θόρυβο!
Η Ρίτα
μπήκε διστακτικά μαζί με τον Ανδρέα στο εργαστήριο. Ο Άρης, φορώντας ένα
ζευγάρι «γυαλιά», ξεφύλλιζε τις σελίδες που έβγαιναν από το μηχάνημα.
«Αυτή είναι η πόρτα μας για εκείνο τον χωροχρόνο!» της είπε ο Ανδρέας, δίνοντάς της πάλι τα γυαλιά, μαζί με μια
στοίβα επιλεγμένες σελίδες, με όλο το ιστορικό τής ανακάλυψης, και τής κάθε
εκδοχής ξεχωριστά. Η Ρίτα τα ξεφύλλισε ένα - ένα με προσοχή, και τέλος
«φωτογράφισε» στη μνήμη της τα σχέδια και τις εξηγήσεις για την κατασκευή τού
1ου δέκτη ταχυονίων, τής συσκευής φωτογραφικής μνήμης και τού χαπιού, και τέλος
τού 2ου δέκτη ταχυονίων.
«Ναι! σε πιστεύω!» είπε σιγά,
καθώς ο Ανδρέας την πήρε από το χέρι έξω από το εργαστήριο. Την άφησε για λίγο
σκεφτική στον καναπέ, για να συνειδητοποιήσει ο εγκέφαλός της όλες αυτές τις
ξαφνικές πληροφορίες. Όταν τελικά την είδε να ζωηρεύει, τη ρώτησε:
«Τώρα είναι η σειρά σου να μου πεις αυτό που περιμένω. Δέχεσαι να
μοιραστείς μαζί μου την πολυτάραχη ζωή μου;»
«Ναι! δέχομαι! Είμαι αρκετά τρελή για να δεχθώ!» απάντησε η Ρίτα.
«Η ώρα η καλή!» ακούστηκε η
φωνή τού Άρη από την πόρτα τού εργαστηρίου, που όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε
κρυφά. «...καλώς ήλθες στην παρέα μας!»
Χρόνης Πάροικος