ΤΑΪ ΧΑΛΙΓΟΥΕΛ:
Η ευχή μου δεν πραγματοποιείται ποτέ και έτσι μερικά
δευτερόλεπτα αργότερα, τηλεμεταφέρομαι έξω από την πόρτα του δωματίου του Κα
για να του ζητήσω εξηγήσεις. Η ώρα έχει πάει ήδη οκτώ, αλλά δεν μου καίγεται
καρφί. Ελπίζω μόνο τα υπόλοιπα αδέρφια μου να μη με περίμεναν και να έχουν
φύγει.
Τον πετυχαίνω λίγα βήματα πριν φτάσει.
«Η Μπόνι είναι κοπέλα σου; Είστε μαζί δηλαδή;»
«Μα που νομίζεις ότι ήμουν όλο το βράδυ;» μου απαντά
ανασηκώνοντας το δεξί του φρύδι αρκετές φορές, θέλοντας να μου περάσει κάποιο
υπονοούμενο και για το τι έκαναν όλο το βράδυ.
Σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές όσο πιο δυνατά μπορώ
για να συγκρατηθώ και να μην τον χτυπήσω στη μάπα. Αυτήν την ηλίθια, αυτάρεσκη
μάπα.
«Ώστε είναι αλήθεια».
«Φυσικά και είναι. Τώρα φύγε από μπροστά μου να μπω
μέσα».
«Και ήσασταν όλο το βράδυ... μαζί;» τον ρωτώ με φωνή
που τρέμει από οργή.
«Αυτό δεν είπα πριν; Λειτουργείς με περισσότερη
καθυστέρηση απ’ ότι συνήθως ή μου φαίνεται;»
«Ώστε η Νόρα έλεγε την αλήθεια».
«Η Νόρα; Α, ναι. Όχι και τόσο. Τότε δεν είμασταν
ακόμα μαζί. Ήμουν στη φάση που προσπαθούσα να την κλέψω από σένα. Τελικά δεν
ήταν και τόσο δύσκολο. Αλλά να σε ρωτήσω κάτι ρε ξάδερφε» λέει και αλλάζει
ύφος. Παίρνει έκφραση- δήθεν- απορίας και μου το σκάει: «Πώς είναι δυνατόν να
είχες αυτό το σώμα στα χέρια σου και να μην μπήκες στον πειρασμό να το
απολαύσεις;» Έπειτα σκάει στα γέλια. Αψυχολόγητος τελείως. «Α, συγγνώμη,
συγγνώμη, τώρα το σκέφτηκα. Παίζεις σε άλλο γήπεδο μπάλα. Μήπως ο Ντι Κάρλο
είναι το αγόρι σου; Γι’ αυτό τόσα κολλητηλίκια;»
Ειλικρινά δεν ξέρω ποια φράση του να επιλέξω ως
δικαιολογία για να τον βαρέσω. Τα χέρια μου σφίγγουν με τόση δύναμη σε γροθιές
που νιώθω τα νύχια μου να σκάβουν πλέον το δέρμα μου.
«Εσύ; Εσύ το απόλαυσες;» ρωτάω τόσο σιγανά που μόλις
ακούγομαι, ενώ τα λόγια του παίζουν σε επανάληψη ξανά και ξανά στο μυαλό μου.
‘Τότε δεν
είμασταν ακόμα μαζί. Ήμουν στη φάση που προσπαθούσα να την κλέψω από σένα’.
Πώς μπορεί να καυχιέται για κάτι τέτοιο; Πώς είναι
δυνατόν να θέλει να μου κλέψει την κοπέλα ο ίδιος μου ο ξάδερφος; Εγώ δεν θα το
έκανα ποτέ αυτό. Ακόμα και στον ίδιο τον Κα, που με τόση ικανοποίηση και
περηφάνια καυχιέται για το αποτέλεσμα των ανήθικων προσπαθιών του, που τόσες
φορές έχει προσπαθήσει να με ενοχλήσει ή να με βλάψει, όχι, δεν θα του το έκανα
αυτό. Ακόμα και τώρα που με διαβεβαιώνει πως η Μπόνι μου είναι πλέον δικιά του.
Ακόμα και τώρα που όχι απλά μου έχει καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά, αλλά το
στρίβει κιόλας με μανία πάνω στην πληγή μου.
‘Πώς είναι
δυνατόν να είχες αυτό το σώμα στα χέρια σου και να μην μπήκες στον πειρασμό να
το απολαύσεις;’
Μα πώς μπορεί να το ξέρει αυτό; Είναι δυνατόν να
μίλησαν με την Μπόνι για μένα;
‘Παίζεις σε
άλλο γήπεδο μπάλα. Μήπως ο Ντι Κάρλο είναι το αγόρι σου;’
Προσπαθώ να ελέγξω τον θυμό μου παίρνοντας βαθιές,
αργές αναπνοές αλλά η απάντηση του Κα με φτάνει στα όρια της σκοτοδίνης.
«Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως το λουλουδάκι
σου δεν θα μείνει αγνό για πολύ ακόμα».
Το ύφος του είναι σοβαρό αλλά τα μάτια του με κοιτάζουν με μια λάμψη πονηράδας ανάμεικτη
με θυμό και... και μίσος;
«Τι εννοείς ‘αγνό’;»
τον ρωτάω μόλις συνειδητοποιώ τι μου είπε πριν από λίγο.
«Το προφανές» μου απαντά και με κοιτά σα να μιλά με
κάποιον εντελώς χαζό.
«Η Μπόνι είναι παρθένα».
Η πληροφορία με χτυπά κατακούτελα μαζί με τη
συνειδητοποίηση του πόσο βλάκας ήμουν το προηγούμενο βράδυ. Πόσο βλάκας και
πόσο ηλίθιος που σκέφτηκα πως η απόρριψη από μέρους της οφειλόταν στη σχέση της
με τον Κα.
«Όχι, μη,
περίμενε...».
Αυτές οι λέξεις αποκτούν ξαφνικά νέα υπόσταση στο
μυαλό μου.
Φόβος. Ήταν φόβος αυτό που έκρυβαν τα λόγια της.
Φόβος για το άγνωστο. Φόβος για το τέρας που της είχε επιτεθεί τόσο ξαφνικά και
απροκάλυπτα απαιτώντας την ανταπόκρισή της στον έρωτά του χωρίς περιστροφές και
εξηγήσεις.
Θεέ μου, τι της έκανα;
«Όχι για πολύ ακόμα» σχολιάζει ο Κα με ένα πονηρό
γελάκι στο πρόσωπό του και με σπρώχνει στην άκρη για να περάσει προς την πόρτα
του.
Ε, αυτή του η κίνηση ξεχύλησε το ποτήρι. Όχι ότι
ήθελα πολύ ακόμη για να ξεσπάσω.
«Δεν θα σε αφήσω να την αγγίξεις» του φωνάζω την
στιγμή που τον αρπάζω από το μπράτσο και τον κολλάω με δύναμη στον τοίχο. «Αν
της κάνεις το οτιδήποτε...»
«Θα μου κλάσεις τα’ αρχίδια!» μου απαντά γελώντας
και με μια κίνηση με το ελεύθερο χέρι του, χρησιμοποιεί τηλεκίνηση για να μου
φέρει το κάδρο του τοίχου στο κεφάλι και να απελευθερωθεί από τη λαβή μου. Το
χτύπημα με ζαλίζει για λίγο και παραπατάω προς τα πίσω. Τα σπασμένα γυαλιά
γρατζουνούν το πρόσωπό μου, το οποίο θεραπεύεται σχεδόν αμέσως και ο Κα βρίσκει
φυσικά την ευκαιρία να μου αντεπιτεθεί.
Αποφεύγω με επιτυχία τις προσπάθειες του να με
χτυπήσει με τις γροθιές του στο πρόσωπο αλλά ο Κα χρησιμοποιεί και πάλι το
χάρισμά του για να μου φέρει και δεύτερο κάδρο στο κεφάλι. Όμως θα ήμουν σκέτη
απογοήτευση για όλους όσους αφιέρωσαν χρόνο στην εκπαίδευσή μου αν την πατούσα
με το ίδιο κόλπο δυο φορές. Σε δευτερόλεπτα σχηματίζω στα χέρια μου ένα σπαθί
από λευκούς κεραυνούς, το οποίο χρησιμοποιώ για να κάνω κομμάτια το κάδρο, πριν
φτάσει πάνω μου. Τα θραύσματα από τα σπασμένα γυαλιά μένουν μετέωρα στον αέρα,
πράγμα που σημαίνει ότι ο Κα χρησιμοποιεί και πάλι τηλεκίνηση για να μου
επιτεθεί. Αυτήν την φορά όμως δεν θα τον αφήσω να ολοκληρώσει την κίνησή του.
Τηλεμεταφέρομαι αμέσως πίσω του και αφού
του σκάω μια γονατιά στα πλευρά, ορμάω πάνω στην πλάτη του και τον ακινητοποιώ,
κρατώντας το ένα του χέρι πίσω από την πλάτη ενώ το άλλο χέρι του προσπαθεί να
κρατήσει με το χάρισμά του μια απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στον λαιμό του και το
κεραυνοσπαθί μου.
Την ίδια στιγμή, με την περιφερειακή μου όραση πιάνω
κάτι κινήσεις λίγο πιο πέρα, στο τέρμα του διαδρόμου.
Foni Nats