Χρονικές Παρεμβολές (Κεφάλαιο 7) Πρόταση για γάμο

Το βράδυ εκείνο, ολοκληρώθηκαν οι εκπομπές για την κατασκευή τής «φωτογραφικής μνήμης», τού πίνακα τών τιμών τών μετοχών τής επομένης εβδομάδας, τών τιμών τών διεθνών νομισμάτων για τον επόμενο μήνα, και κυρίως για την κατασκευή τού νέου δέκτη ταχυονιων.
Το Ερευνητικό Κέντρο Πληροφορικής, πήρε εντολή απ’ τον Ανδρέα, για την κατασκευή των αναγκαίων εξαρτημάτων τού δέκτη, με άμεση προτεραιότητα, και η φαρμακευτική τους επιχείρηση, για την παρασκευή τών αναγκαίων ουσιών, για το χάπι τής μνήμης. Κανείς άλλος όμως δεν έμαθε σε τι χρειάζονταν αυτά. Κι ενώ ο Άρης παρέμεινε απασχολημένος με τη λήψη τών πρώτων στοιχείων, ο Ανδρέας κάλεσε σε γεύμα, την «εκλεκτή τής καρδιάς του».
Συναντήθηκαν στις 16 τού μηνός, στην Κηφισιά, στο σταθμό τού ηλεκτρικού, και πήραν ένα ταξί, για να τους μεταφέρει σ’ ένα πολυτελές εστιατόριο. Ήταν ένα κρύο, συννεφιασμένο μεσημέρι, και διάλεξαν μια θέση πλάι στο τζάκι τού μαγαζιού.

Η Ρίτα, ήταν ένα κεφάτο καστανό κορίτσι, και έδειχνε χαρούμενη γι’ αυτό το ραντεβού. Αφού παράγγειλαν το φαγητό στο σερβιτόρο, άρχισαν να μιλούν για το καινούριο τμήμα γενετικής. Όμως, ο Ανδρέας σκεφτόταν κάποιον τρόπο για να φέρει τη συζήτηση στο ζήτημα τού γάμου, κι αυτό δεν ξέφυγε από την προσοχή της.
«Σκεφτικός μου φαίνεσαι!» του είπε.
«Α, ναι! σκεφτόμουν κάποια θεωρία, για την οποία μου μίλησε ο Άρης, ο καθηγητής τής φυσικής που σου έλεγα» απάντησε ο Ανδρέας ξαφνιασμένος, αλλά ετοιμόλογος.
«Τι θεωρία;» ρώτησε η Ρίτα.
«Έχεις ακούσει για τα παράλληλα σύμπαντα;» ανταπέδωσε την ερώτηση ο Ανδρέας.
‘Έχω δει κάποιες ταινίες επιστημονικής φαντασίας γι’ αυτό το θέμα, και μάλιστα κάποτε διάβασα ένα βιβλίο τού Ισαάκ Ασίμωφ, με τίτλο: ‘Το τέλος τής αιωνιότητας’. Μιλούσε για μια ομάδα ανθρώπων, που άλλαζαν τα γεγονότα τής ιστορίας, δημιουργώντας διάφορες ‘πραγματικότητες’, όπως τις ονόμαζαν. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία».
«Πιστεύεις πως μπορεί να συμβεί στ’ αλήθεια;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Δεν το νομίζω! πιστεύω πως ο Θεός έφτιαξε έναν συγκεκριμένο κόσμο. Δεν βλέπω την αιτία για κάτι τέτοιο!» απάντησε η Ρίτα και συνέχισε: «...άλλωστε, εκείνη η ιστορία που είχα διαβάσει, είχε κάποια λογικά λάθη».
«Ίσως θα μπορούσε να συμβαίνει με τρόπο διαφορετικό από εκείνη την ιστορία. Πάντως, ένα θα σου πω: Μη βάζεις αυθαίρετους περιορισμούς στο έργο τού Θεού. Κανείς δεν ξέρει τις βουλές Του» αμύνθηκε ο Ανδρέας.
Η Ρίτα πήγε κάτι να πει, μα τη στιγμή εκείνη διέκοψε τη συζήτηση το γκαρσόνι με τα φαγητά. Αυτή η παύση, έκανε τον Ανδρέα να θυμώσει, όμως δε φάνηκε τίποτα στην ευγένεια τής φωνής του:
«Αφήστε τα εδώ παρακαλώ!... ευχαριστούμε!»
Καθώς ο σερβιτόρος απομακρυνόταν, είπε σοβαρά στη Ρίτα:
«...Ξέρεις, εγώ πιστεύω πως αυτή η θεωρία είναι αληθινή. Γιατί θα έπρεπε εγώ κι εσύ να είμαστε σήμερα εδώ μαζί; Είναι εξ’ ίσου πιθανό, να μην είχαμε γνωριστεί ποτέ, ή να μη βγαίναμε μαζί σήμερα για γεύμα...»
«Άγνωσται αι βουλαί τού Κυρίου!» τον ισοφάρισε η Ρίτα.
Ο Ανδρέας, συνέχισε σαν να μην άκουσε:
«...Μπορεί σε κάποιο άλλο σύμπαν, αυτό το εστιατόριο να είναι διαφορετικό, κι εμείς να καθόμαστε στο διπλανό τραπέζι. Μπορεί κάπου αλλού να μη σ’ έχω γνωρίσει, κι αλλού να είσαι η γυναίκα μου...»
Στην τελευταία αυτή φράση, την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Με φλερτάρεις, ή μου φαίνεται;» ρώτησε η Ρίτα με ένα πονηρό, απορημένο χαμόγελο. Ο Ανδρέας, χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει.
«...Πολύ παράξενο τρόπο βρήκες!» συνέχισε η Ρίτα.
«Ακόμα δεν άκουσες τίποτα από τα παράξενα που έχω να σου πω, και σοβαρολογώ!» είπε ο Ανδρέας γελώντας αμήχανα, και συνέχισε: «...δεν θέλω να νομίσεις πως συνηθίζω να καλώ κοπέλες σε ραντεβού και να τις φλερτάρω. Θέλω να ξέρεις, πως είναι η πρώτη φορά που κάνω κάτι τέτοιο, εδώ και αρκετά χρόνια, από το Λύκειο. Ούτε θέλω να πιστέψεις πως πάω για μια παροδική περιπέτεια. Αυτό που θέλω να σου προτείνω, είναι να ζήσουμε μαζί την υπόλοιπη ζωή μας».
«Δηλαδή; μου κάνεις πρόταση γάμου;» ρώτησε η Ρίτα έκπληκτη.
«Ακριβώς!» απάντησε μονολεκτικά ο Ανδρέας, ενώ η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την ταραχή.
«Μα με ξέρεις μόνο λίγες μέρες! αν δεν ταιριάζουμε;» απόρησε η Ρίτα.
«Ταιριάζουμε! αυτό μπορώ να το εγγυηθώ εγώ! σε κάποιον άλλο κόσμο, σε κάποιον άλλο χρόνο, ζήσαμε μαζί δεκαετίες...»
«Παράξενο επιχείρημα!» είπε χαμογελώντας αμήχανα η Ρίτα. «Δεν σου κρύβω ότι μου αρέσει η παρέα σου, και ας είσαι παράξενος. Θα πρέπει όμως να το σκεφτώ...»
«Έχω την απαραίτητη οικονομική ευχέρεια, ώστε να μη σου λείψει τίποτα. Αυτό το ξέρεις. Όσο για το αν ταιριάζουμε, μπορώ να σου το αποδείξω. Για την αγάπη μου όμως, μπορώ μόνο να σου εγγυηθώ, αν μ’ εμπιστεύεσαι! «
«Δηλαδή, θέλεις να σου απαντήσω τώρα;» ρώτησε η Ρίτα.
«Όχι αν δεν είσαι απολύτως βέβαιη. Μόνο ένα θέλω να σε ρωτήσω: Αν με παντρευόσουν, θα ήσουν πρόθυμη να με ακολουθήσεις οπουδήποτε αν χρειαζόταν; και στο εξωτερικό;»
«Μα φυσικά! αν ήσουν άντρας μου... άλλωστε, μ’ αρέσουν τα ταξίδια!»
«Ξέρω πως κι αυτό θα σου φανεί παράξενο, αλλά θα με ακολουθούσες και έξω από τη γη;» ρώτησε διστακτικά ο Ανδρέας.
«Ώρα είναι τώρα, να μου πεις ότι είσαι εξωγήινος!» αστειεύτηκε η Ρίτα, προσπαθώντας να καταλάβει «πού το πάει» ο Ανδρέας με αυτές τις παράξενες ερωτήσεις.
«Πες μου!» επέμεινε εκείνος.
«Θα ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία...»
«Εντάξει! αυτό ήθελα ν’ ακούσω! Τώρα γνωρίζω την απάντησή σου, κι ας μην την ξέρεις ούτε εσύ ακόμα. Άκουσε Ρίτα, είτε δεχθείς να παντρευτούμε είτε όχι, ξέρω ότι μπορώ να σου εμπιστευτώ τα πάντα. Έχουμε ένα μυστικό με τον Άρη, που δεν το ξέρει κανένας σε αυτόν τον κόσμο...»
«Σε αυτόν τον κόσμο; τι υπονοείς; θέλεις να πεις...
«Το τι θέλω να πω, θα το μάθεις στην ώρα του. Ο Άρης συμφωνεί να μοιραστούμε το μυστικό αυτό μαζί σου. Θα προτιμούσα να είσαι κοντά μου σύντροφος, μα θα ‘μαι ευχαριστημένος να σε έχω κοντά μου και σαν απλό συνεργάτη».
«Τι είδους μυστικό;» άναψε η περιέργεια τής Ρίτας.
«Αααα! υπομονή! τώρα είμαστε πάτσι. Θα σου το πω, όταν θα σε καλέσω στο σπίτι τού Άρη, για να σε γνωρίσει. Τότε θα μου δώσεις κι εσύ την απάντησή σου. Και να ξέρεις, δεν είμαι τρελός! τότε θα καταλάβεις τι σήμαιναν όλα αυτά τα παράξενα που σου έλεγα πριν».
«Με βάζεις σε αγωνία!» είπε γελώντας η Ρίτα.
«Εγώ να δεις! πιθανότατα μέσα σ’ αυτή την εβδομάδα θα σε ειδοποιήσω».

Τελείωσαν το φαγητό, και ύστερα έμειναν να συζητούν για αρκετή ώρα πλάι στη φλόγα που τρεμόπαιζε στο τζάκι. Ήταν μια μέρα, που ποτέ δεν ξέχασαν.



Χρόνης Πάροικος