Το Άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 5-Μέρος 5ο) - Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως

Η διαδρομή ήταν μακρινή και από το μυαλό μου περνούσαν χιλιάδες σκέψεις. Ασυναίσθητα, την έσφιξα περισσότερο κοντά στο στήθος μου, για να την κρατήσω ζεστή και προστατευμένη. Προστατευμένη από το είδος μου, προστατευμένη από αυτό που υπήρξα και από αυτό που είμαι. Σκοτάδι, μία μαύρη τρύπα που ανέκαθεν ρουφούσε κάθε τι καλό κα αγαθό στο διάβα της και που τώρα ετοιμαζόταν να ρουφήξει και την ίδια.
Τη στιγμή που φθάναμε στο διαμέρισμά μου, η Κάιλα μου είπε έχοντας υιοθετήσει ένα σοβαρό ύφος, «Σε παρακαλώ, σκέψου πολύ καλά τα όσα είπαμε πριν. Αν την αγαπάς, απλά σκέψου τα και δώσε της μία ευκαιρία να ζήσει μία φυσιολογική, ανθρώπινη ζωή. Εσύ εξάλλου, δεν ανήκεις καν στο ανθρώπινο είδος» είπε και έφυγε.
«Θα συμφωνήσω με την δεσποινίδα Μουρ, Αφέντη. Δεν ανήκεις στο ανθρώπινο είδος και καλά θα κάνεις να μείνεις μακριά της, διαφορετικά η τιμωρία θα είναι πολύ μεγάλη».
«Φύγε» ήταν η μόνη λέξη που βγήκε από το στόμα μου.
Χρησιμοποιώντας τη δύναμη της τηλεπάθειας, μάζεψα όπως όπως το διαμέρισμα, ενώ ήξερα πως κάτι έπρεπε να κάνω και με το ημίγυμνο σώμα της Αντέιρα. Στη σκέψη και μόνο, πως αυτός ο άξεστος την είχε αγγίξει, μου ερχόταν να σπάσω ό,τι υπήρχε γύρω μου σε γυαλί, εντούτοις κράτησα την ψυχραιμία μου, καθώς με περίμενε δύσκολο έργο. Έπρεπε να πλησιάσω προς το μέρος της και να βγάλω από πάνω της το βρώμικο κουρέλι που την τύλιγε, τουτέστιν να δω απόκρυφα σημεία του κορμιού της και κατόπιν να της δανείσω κάποια μπλούζα του αφιλότιμου, πρώην ιδιοκτήτη. Όλο αυτό ήταν πολύ βαρύ για εμένα και πρωτόγνωρο, παρά το γεγονός πως και εγώ σαν Αρχάγγελος κάποτε, κυκλοφορούσα ημίγυμνος, ενώ δεν έβρισκα τίποτε το παράξενο στη θέα γενικά του γυμνού σώματος. Εξάλλου, είχα πάρει μάτι και την Εύα, πριν από αρκετούς αιώνες και ομολογώ πως ουδεμία εντύπωση μου είχε κάνει. Προφανέστατα, αφού εκτός από απωθητική, δεν έτρεφες και κανένα απολύτως συναίσθημα για εκείνη και ξέρεις γιατί; Γιατί τότε είχες μυαλό, ενώ τώρα σου έχει μείνει μονάχα το κουκούτσι, κραύγασε το υποσυνείδητο.
Έκατσα για λίγο στον καναπέ προσπαθώντας να σκεφτώ την επόμενή μου κίνηση. Από το να ξυπνήσει και να σε δει να την κοιτάς σαν ξελιγωμένος, τρέχα τώρα και γδύσε την, ε, συγγνώμη ντύσε την με ό,τι βρεις, προτού να είναι εντελώς αργά για τα αποκαΐδια της υπόληψής σου. Καθώς την ίδια την υπόληψη την έχεις προ πολλού κάψει, συνέχισε να μου δίνει εντολές η σπαστική φωνή.
Μπήκα τρέχοντας στο υπνοδωμάτιό μου και άρπαξα την πρώτη μπλούζα που βρήκα στην ντουλάπα. Με προσοχή την σήκωσα και αφού πέρασα τη μπλούζα αργά από το κεφάλι της, την κατέβασα και την σκέπασα με μία κουβέρτα. Η θέα της Νέας Υόρκης, τη στιγμή που χάραζε ήταν εντυπωσιακή. Το φως θα έπαιρνε ξανά τη θέση της μαύρης νύχτας και ο ίδιος κύκλος θα επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Έκλεισα με θλίψη τις κουρτίνες και αποσύρθηκα στην κρεβατοκάμαρά μου. Εκεί στεκόταν και ο ένας και μοναδικός ολόσωμος καθρέπτης, που μου υπενθύμιζε ποιος ήμουν και ας ήθελα να το ξεχάσω. Ναι, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ήθελα να ξεχάσω τη δαιμονική μου όψη, μα κανείς δεν με άφηνε. Ο Μιχαήλ είχε δίκιο, το ίδιο και η Κάιλα, αλλά και ο Αλάστορας. Αυτός ήμουν, ένας δαίμονας επικίνδυνος, ζοφερός και άκαρδος. Ένας άθλιος επαναστάτης που πίστεψε πως κρατούσε τη γη στα χέρια του και πως καθόριζε μόνος εκείνος τη ζωή του. Παντοδύναμος, αθάνατος και αψεγάδιαστος. Ωστόσο, τελικά συνειδητοποίησα, πως δεν είχα απολύτως τίποτε υπό τον έλεγχό μου. Κυρίως τα συναισθήματά μου.
Γύρισα για μία τελευταία φορά προς το μέρος του καθρέπτη και ένα λεπτό αργότερα, η γροθιά μου τον έσπασε σε χιλιάδες, μικρά κομμάτια. Η ανάσα μου έβγαινε γρήγορη και κοφτή. Την απόφασή μου την είχα πάρει και για μία φορά στην αιώνια ζωή μου θα έκανα το σωστό. Θα άφηνα την Αντέιρα στην ησυχία της, να συνεχίσει τη ζωή της, ακόμη και αν έπρεπε να την κάνω να με μισήσει. Προτού όμως συμβεί αυτό, θα ήθελα να χαρίσω στον εαυτό μου μία και μοναδική ημέρα για να απολαύσει για τελευταία φορά, κάποια πράγματα που ίσως όλοι να θεωρούσαν δεδομένα. Τα χρώματα. Ήθελα να δω τα χρώματα αυτού του κόσμου, καθώς από εδώ και στο εξής, θα με περίμενε ξανά το σκοτάδι και ο φριχτός μου θρόνος στο κέντρο της Κολάσεως. Θα άκουγα ξανά τα ουρλιαχτά των ψυχών που θα βασανίζονταν για τα επίγεια αμαρτήματά τους και θα άκουγα επίσης, τον σιωπηλό λυγμό της δικής μου ψυχής, που αιώνες τώρα επέμενα να αγνοώ παριστάνοντας τον δυνατό.
Ο ήχος του καθρέφτη που έσπασε, φάνηκε να ξύπνησε απότομα την Αντέιρα.
«Βοήθεια! Σας παρακαλώ, που είμαι; Βοηθείστε με!» ξεκίνησε να φωνάζει και εγώ έτρεξα προς το μέρος της. Μόλις με είδε, στα μάτια της καθρεπτίστηκε ο φόβος.
«Λύαμ; Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Εγώ πάλι τι γυρεύω εδώ και μάλιστα… Γυμνή!» ούρλιαξε και προσπάθησα να την πλησιάσω, με καθησυχαστικό τρόπο. «Μην με πλησιάζεις! Πες μου αυτή τη στιγμή τι έγινε!» συνέχισε να ουρλιάζει και να τρέμει από το σοκ.
«Αντέιρα, σε παρακαλώ ηρέμισε. Φαίνεται πως έπεσες θύμα ληστείας. Κάποιος σε απήγαγε τη στιγμή που άλλαζε ο χρόνος. Ήσουν δίπλα μου και μετά εξαφανίστηκες μέσα στο σκοτάδι. Είχα ένα δύσκολο βράδυ. Εγώ και η δεσποινίδα Μουρ σε βρήκαμε και σε σώσαμε. Ευτυχώς ο ληστής δεν είχε προλάβει να πάει και πολύ μακριά, ωστόσο φαίνεται πως κατάφερε και… έκλεψε τα ρούχα σου» της είπα, αλλά δεν φάνηκε να πείθεται.
«Αδύνατον! Ήμουν μαζί με τον Ντάνιελ και ξαφνικά, δεν ξέρω τι συνέβη, αλλά δεν θυμάμαι τίποτε» απάντησε και ανακουφίστηκα. Τέλεια! Και τώρα πλάσε το σενάριο όπως θέλεις εσύ. Στα ψέματα δεν σε πιάνει κανείς, σκέφτηκα.
«Λυπάμαι Αντέιρα, μα ο Ντάνιελ δεν τα κατάφερε. Οι ληστές τον..»
«Σταμάτα…» με πρόσταξε και είδα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της. «Μπορεί ο Ντάνιελ να μην ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για εμένα, μπορεί να αντιμετώπιζε προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά αυτό δεν του άξιζε. Φτωχέ μου Ντάνιελ, πήγε φαίνεται να αντισταθεί» ξεκίνησε να μονολογεί. Συγχαρητήρια! Τον ηρωποίησες κιόλας! Τι ακριβώς αναφέραμε προηγουμένως για το μυαλό σου; Α, ναι. Πως έμεινε μονάχα το κουκούτσι. Εύγε!, συνέχισε η φωνή το βιολί της.
«Λυπάμαι Αντέιρα, μα φθάσαμε πολύ αργά» της είπα.
«Να σε ρωτήσω κάτι; Αν και γνωρίζω ήδη την απάντηση» μου είπε και οι τρίχες στον σβέρκο μου σηκώθηκαν μία προς μία. «Με είδες γυμνή;» μου πέταξε και άμεσα ξεκίνησα να της αραδιάζω ένα τσουβάλι δικαιολογίες.
«Δεσποινίς, δεν είχα άλλη επιλογή. Σε βρήκα τυλιγμένη με ένα παλιό και βρώμικο ύφασμα. Μάλιστα, μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να σε βοηθήσω να πλυθείς από όλη αυτή τη βρωμιά, ωστόσο δεδομένου ότι είμαι ένας κύριος με Κ κεφαλαίο, έδιωξα αμέσως αυτήν την κολασμένη σκέψη από το μυαλό μου και…» πήγα να συνεχίσω, αλλά με σταμάτησε. Μία υποψία χαμόγελου φώτισε στιγμιαία το πρόσωπό της.
«Σε πιστεύω και εσένα και τις προθέσεις σου. Εξάλλου, σε γνωρίζω». Εδώ στην θέση σου, δεν θα έπαιρνα και όρκο, σκέφτηκα.
«Θα ήθελες να πάμε μία βόλτα; Έξω από τον θόρυβο της μεγαλούπολης. Εξάλλου, είναι αργία, αν φυσικά δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις» τη ρώτησα αστραπιαία καρτερώντας την άρνηση.
Αρχικά την είδα να διστάζει, κατόπιν με πλησίασε αμήχανα.
«Εντάξει. Μετά από αυτήν την άθλια νύχτα, αλλά και με όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, νομίζω πως χρειάζομαι και εγώ ένα διάλειμμα. Θα σε πάω σε ένα μέρος που συνήθιζα να επισκέπτομαι, όταν ήμουν παιδί για διακοπές μαζί με την οικογένειά μου» μου απάντησε και της χαμογέλασα στραβά. Μα τίποτε δεν κάνεις ίσιο τέλος πάντων; ρώτησε η φωνή περιπαικτικά.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη