Χρονικές Παρεμβολές (Κεφάλαιο 17) Επίσκεψη στην 1η εκδοχή

Ο Άρης, αιωρήθηκε για λίγο, και κατόπιν «κολύμπησε» στο κενό ως το παράθυρο. Βρισκόταν σ’ ένα μικρό διαστημόπλοιο, σε τροχιά γύρω από τη γη. Το είχαν κατασκευάσει τα ρομπότ τού Μπάρναρντ, με υλικά εκείνου τού συστήματος, και είχε ταξιδέψει για δεκαετίες ώσπου να φθάσει.
 «Να είχα μαζί μου τον Ανδρέα!» σκέφτηκε. Έπλευσε προς την κονσόλα ελέγχου, και έψαξε στον υπολογιστή κάποιες συντεταγμένες. Ρύθμισε το διαστημόπλοιο, και προσδέθηκε. Με μια εντολή του, ο κινητήρας σύντηξης πυροδοτήθηκε, και το διαστημόπλοιο άρχισε να απομακρύνεται σπειροειδώς από την τροχιά του. Αναζήτησε τη θέση τών συντεταγμένων, και τέθηκε στην τροχιά τους. Αυτή, ήταν μια διαδικασία που διήρκεσε αρκετές ώρες.
Μόλις έφθασε, ρύθμισε τον Ανιχνευτή ταχυονίων και περίμενε. Πράγματι, σε λίγες ώρες, ο ανιχνευτής κατέγραψε δύο ταχυονικά σήματα, με διαφορά δύο λεπτών. Το πρώτο ήταν 500.000, και το δεύτερο 400.000 Κm/Sec. Ταυτόχρονα, ο Πομπός ταχυονίων τού σκάφους, εξέπεμψε δύο πανομοιότυπα σήματα προς τον προορισμό τους, σαν να μην είχαν συλληφθεί ποτέ.

«Αυτό είναι το σήμα που έστειλε η 3η εκδοχή στην 1η. Ώρα λοιπόν να μπω στην 1η εκδοχή!» σκέφτηκε ο Άρης, καθώς άλλαζε τροχιά, με κατεύθυνση το σμήνος τού Ηρακλέους. Ταυτόχρονα, τέθηκε σε λειτουργία ο δορυφόρος παρακολούθησης τής γης, που είχε τοποθετηθεί ενωρίτερα από το ρομπότ. Από τη στιγμή εκείνη, ο δορυφόρος θα παρακολουθούσε τις κινήσεις τού Άρη, τού Ανδρέα και τής Ρίτας σ’ αυτή την εκδοχή. Ως τη στιγμή τής επέμβασής του, θα γνώριζε την κάθε τους κίνηση. Η επιτάχυνση ήταν συνεχής. Ο Άρης, αισθανόταν πάλι εκείνη τη γνωστή δύναμη, που είχε συνηθίσει να ονομάζει βαρύτητα. Μπορούσε πλέον, να βαδίζει ή να στέκεται όρθιος στο πίσω μέρος τού διαστημοπλοίου. Θα κινείτο έτσι με σχετικιστικές ταχύτητες για λίγες ημέρες, και κατόπιν θα επέστρεφε πίσω, κάνοντας έναν κύκλο γύρω από το ηλιακό μας σύστημα. Μόνο που οι δικές του 5 ημέρες, θα ήταν για τη γη 34 χρόνια! Μετά από το ταξίδι στο παρελθόν, θα έκανε τώρα ένα ταξίδι στο μέλλον.
Ο Άρης προτίμησε να ταξιδέψει αυτές τις 5 ημέρες, όχι επειδή δεν μπορούσε να τηλεμεταφερθεί μέσω ραδιοκυμάτων, αλλά επειδή ήθελε να πειραματιστεί με αυτού τού είδους τα ταξίδια, που στην εκδοχή του ήταν μόνο θεωρητικά. Ήθελε ακόμα να μελετήσει την ιστορία τής 1ης εκδοχής, παρακολουθώντας την άμεσα, με τη βοήθεια τού δορυφόρου. Περισσότερο όμως, ήθελε να γνωρίζει τη ζωή του και τών φίλων του με λεπτομέρειες, μια και από την 1η εκδοχή είχε τις πιο φτωχές πληροφορίες.
Έτσι, οι μέρες πέρασαν βρίσκοντας τον Άρη να ετοιμάζει διάφορα προγράμματα. Πρώτα προγραμμάτισε τα ρομπότ να κατασκευάσουν και να θέσουν έναν ακόμα μικρό δορυφόρο σε Σεληνιακή τροχιά, μικρό σαν μπάλα, όσο ήταν και ο άλλος γύρω από τη γη. Έτσι, ακόμα και στον προηγμένο 21ο αιώνα, δεν θα γίνονταν αντιληπτοί. Κατόπιν, κατασκευάστηκε ένα ακόμα διαστημόπλοιο, με υλικά από τη ζώνη τών αστεροειδών, και έναν ακόμα Αναπαραγωγέα ύλης. Όλα αυτά, θα έπρεπε να είναι έτοιμα, πριν από τις 14-12-1994, γι’ αυτό, ο προγραμματισμός έγινε με ταχυόνια, ώστε να κατασκευαστούν σε παρελθόντα χρόνο. Στο τέλος κάθε κατασκευής, λάμβανε σήμα, ότι όλα είναι έτοιμα. Τώρα, μπορούσε να αφοσιωθεί στην παρακολούθηση τής γης.
Καθώς ο χρόνος γι’ αυτόν διαστελλόταν, έβλεπε τις κινήσεις στη γη να επιταχύνονται. Όσο πλησίαζε την ταχύτητα τού φωτός, τόσο πιο γρήγορος γινόταν ο ρυθμός τής ζωής στη γη. Στο τέλος, μόνο σε αργή βιντεοσκοπημένη κίνηση μπορούσε πια να βλέπει τη ζωή τών φίλων του.
Παρατηρούσε τη ζωή τού Ανδρέα και τη δική του σ’ αυτόν τον κόσμο, ακόμα και τη Ρίτα, την οποία εντόπισε να εργάζεται σ’ ένα ιατρικό κέντρο. Όλα αυτά, ήταν γι’ αυτόν, μια ιστορία άγνωστη, που στην δική του εκδοχή κανείς τους δεν έζησε.
Είδε τη Ρίτα να παντρεύεται με άλλον, χωρίς ποτέ να γνωριστεί με τον Ανδρέα. Την είδε να κάνει παιδιά και να ζαρώνει. Είδε τον εαυτό του να γερνάει στη βιοπάλη, και τον Ανδρέα να δουλεύει στη Σελήνη. Μια ολόκληρη ζωή δική τους, για κείνον 5 μέρες...
Την 5η ημέρα, ήδη βρισκόταν σε διαδικασία επιβράδυνσης, και οι κινήσεις ήταν πάλι φυσιολογικές. Ο Ανδρέας βρισκόταν πάλι στη γη, και εργαζόταν πλέον για τον Άρη. Ο υπολογιστής, έδειχνε ημερομηνία: 2 Αυγούστου 2028. Σε λίγες ώρες, θα έπρεπε να σώσει τον Ανδρέα.
Γνώριζε το σπίτι τού Ανδρέα, και ήταν ήδη νύχτα. Έβαλε σε λειτουργία το πρόγραμμα που δημιουργούσε παράσιτα, και κατέβηκε με το μικρό του αεροδιαστημοπλάνο, αόρατος από τα ραντάρ, σ’ ένα δάσος στα προάστεια τής Αθήνας. Στις 3:00 τη νύχτα, κανένας δεν θα τον έβλεπε. Αφού έκρυψε τη συσκευή τηλεμεταφοράς όσο καλά μπορούσε, έβγαλε από το διαστημόπλοιο ένα διθέσιο ιπτάμενο όχημα, εξωτερικά όμοιο με αυτά τής 1ης εκδοχής. Μόνο που αυτό ήταν ταχύτερο και οικονομικότερο. Το είχαν κατασκευάσει τα ρομπότ σε παρελθόντα χρόνο, σύμφωνα με τον προγραμματισμό τών 5 εκείνων ημερών στο διάστημα. Πριν ξεκινήσει, έβαλε ένα δίσκο στον υπολογιστή, και εκτύπωσε μερικά αντίγραφα από εφημερίδες τής επόμενης ημέρας, και με αεροφωτογραφίες τού δυστυχήματος από δορυφόρο. Μετά, έδωσε εντολή στο διαστημόπλοιο να επιστρέψει στην τροχιά του. Αφού διαπίστωσε με ακρίβεια την ώρα και τις συνθήκες τού δυστυχήματος, τα έβαλε όλα σε μια τσάντα, φόρεσε στον καρπό του τον υπερυπολογιστή του, και απογειώθηκε με το «ιπτάμενο», ενώ το αεροδιαστημοπλάνο απογειωνόταν.
Η Αθήνα τού 2028 ήταν αγνώριστη. Θύμιζε φωτογραφίες τών Αμερικανικών πόλεων με τους κατάφωτους ουρανοξύστες, μόνο που εδώ υπήρχαν εναέριοι σηματοδότες για τα ιπτάμενα οχήματα, και πύργοι ελέγχου τής κυκλοφορίας. Αυτή την ώρα όμως, ελάχιστα οχήματα κινούνταν, είτε στους δρόμους, είτε στον αέρα. Κάποιος τσιγγάνος πέρασε με το ιπτάμενο φορτηγάκι του, για τη λαχαναγορά τού Ρέντη, και από το ανοιχτό παράθυρο ακούστηκαν αμανέδες.
«Μπα! ακόμα ακούνε αυτό το τραγούδι;» αναρωτήθηκε ο Άρης, καθώς οδηγούσε πάνω από τους κατάφωτους δρόμους. Τριγύρω, όλα τα μαγαζιά φωτίζονταν από εναλλασσόμενες φωτεινές επιγραφές, που συναγωνίζονταν σε ομορφιά και ευρηματικότητα η μία την άλλη. Δεν κατασκευάζονταν πια όπως παλιά, αλλά χρωματιστές δέσμες λέιζερ, σχημάτιζαν τρισδιάστατες εικόνες συμβολής στο χώρο. Ανάμεσά τους, δέσποζαν πολλές επιγραφές και εικόνες, τεράστιες, από εταιρίες και προϊόντα γνωστά στον Άρη από το παρελθόν, που πρόβαλλαν ολονύχτια διαφημιστικά μηνύματα. Αν δεν είχε παρακολουθήσει αυτές τις 5 ημέρες την Αθήνα, θα χανόταν.
Κατά τις 4:00, εντόπισε την πολυκατοικία τού Ανδρέα στον Κορυδαλλό, και προσγείωσε το όχημά του πλάϊ στο πεζοδρόμιο. Το κλείδωσε, και χτύπησε το κουδούνι που έγραφε το όνομα τού φίλου του. Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα, και από το θυροτηλέφωνο ακούστηκε μία νυσταγμένη βραχνή φωνή:
«Ποιός είναι;»
«Ο Άρης! Άνοιξε Ανδρέα! Είναι ανάγκη!»
Η πόρτα άνοιξε, ενώ ένα μουρμουρητό ακούστηκε στο θυροτηλέφωνο. Ο Άρης κοίταξε την κάμερα τής πόρτας. Ήταν σπασμένη, κι έτσι δεν μπορούσε να τον δει ο Ανδρέας.
Ανέβηκε τη σκάλα, κοιτώντας ένα - ένα κουδούνι, για να δει πού έμενε ο Ανδρέας. Στον 3ο όροφο, τη βρήκε λαχανιασμένος, και στάθηκε να ξαποστάσει. Είχε ξεσυνηθίσει τη γήινη βαρύτητα, και ακόμα και το βάδισμα του προξενούσε μεγάλη κούραση. Κάθισε στο σκαλοπάτι, ενώ τα πόδια του έτρεμαν, και η καρδιά του χτυπούσε σαν να είχε τρέξει μαραθώνιο. Πριν συνέλθει εντελώς, η πόρτα άνοιξε, και στο μισοσκόταδο, φάνηκε η φιγούρα ενός ηλικιωμένου με ρόμπα.
«Τι κάνεις τόση ώρα; Πού είσαι;» είπε ανυπόμονα, ενώ ο Άρης τον τράβηξε μέσα και έκλεισε την πόρτα, πριν να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι τού διαδρόμου.
«Ποιός είσαι εσύ! Άρη! Πώς έγινες έτσι! Είσαι νέος όπως στο Πολυτεχνείο... και τα μαλλιά σου! Πότε αδυνάτισες! Μήπως δεν είσαι...» είπε με γουρλωμένα μάτια ο Ανδρέας μόλις τον είδε.
«Εγώ είμαι! Θυμάσαι την ημέρα τού πειράματος ταχυονίων στον ηλεκτρικό τι μου έλεγες; Πως θα πέσουν τα μαλλιά μου και θα καραφλιάσω... ε, λοιπόν, αποφάσισα να σε διαψεύσω! Πες μου, ποιός είναι πιο γέρος τώρα;» απάντησε ο Άρης γελώντας.
«Έλα! άσε τ’ αστεία! Πες μου τι θέλεις νυχτιάτικα εδώ, και πώς έγινες έτσι;» ρώτησε.
«Είναι μεγάλη ιστορία! Θα σου τα πω περιληπτικά, και τα υπόλοιπα θα τα μάθεις στο διαστημόπλοιο...»
«Στο ποιό; Τι μου λες;» τον διέκοψε ο Ανδρέας.
«Άσε με να σου πω, και θα καταλάβεις!» είπε ο Άρης, και άρχισε να του διηγείται περιληπτικά τα γεγονότα.
«Δηλαδή, θέλεις να πεις πως είσαι από το παρελθόν;» τον διέκοψε πάλι ο Ανδρέας.
«Και κάτι παραπάνω! Είμαι από άλλο κόσμο!» τον διόρθωσε ο Άρης.
«Και γιατί ήρθες εδώ;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Για να σε σώσω! Σήμερα το πρωί, θα σκοτωθείς μ’ ένα «ιπτάμενο μαραφέτι», όπως το λέμε στη δική μου εκδοχή» και λέγοντάς του αυτά, τού έδειξε τα αποκόμματα από τις εφημερίδες τής επομένης ημέρας, και τις φωτογραφίες τού δυστυχήματος.
«Και πώς έχεις τις φωτογραφίες αυτές και τις εφημερίδες, αφού δεν πήγες ακόμα στο μέλλον; Και αν με σώσεις, πώς θα γίνει το δυστύχημα για να τις βρεις;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Τις εικόνες και τις εφημερίδες, τις έλαβα από το παρελθόν, με ταχυονικό μήνυμα από την ερχόμενη μέρα, επειδή σε λίγες ώρες, θα τις στείλω στο παρελθόν. Όσο για το πώς θα σε σώσω, θα το δεις αμέσως. Ντύσου, με τα ρούχα και τα πράγματα που θα έπαιρνες το πρωί στη δουλειά!» τού είπε, και τον τράβηξε να σηκωθεί από τον καναπέ. Ο Ανδρέας, πήγε για λίγο στο διπλανό δωμάτιο, και γύρισε ντυμένος, μ’ ένα χαρτοφύλακα.
«Έτοιμος! Πού πάμε;» είπε, καθώς ο Άρης τον έσπρωχνε προς το ασανσέρ.
«Στο γκαράζ!» είπε ο Άρης πατώντας το κουμπί για το Ισόγειο.
«Ποιό ισόγειο καημένε! ιπτάμενο είναι το όχημα! στην ταράτσα το έχω!» είπε ο Ανδρέας γελώντας, ενώ τον έπιασε ένας γεροντόβηχας.
Βγήκαν από το ασανσέρ, και ο Ανδρέας ξεκλείδωσε την πόρτα τής ταράτσας. Εκεί, υπήρχαν αρκετά οχήματα, κλειδωμένα στο γκαράζ. Ήταν νύχτα, και το γκαράζ ήταν έρημο. Ο Ανδρέας, του έδειξε το ιπτάμενο, και ο Άρης έβγαλε από τον καρπό του τον μικρό υπολογιστή, και τον συνέδεσε στην κονσόλα.
«Τι κάνεις;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Σήμερα, το αυτοκίνητό σου θα απογειωθεί και θα πετάξει μόνο του. Θα το οδηγεί ο υπολογιστής. Την κατάλληλη στιγμή, θα το ρίξει στην ταράτσα που θα γίνει το δυστύχημα. Έτσι, εσύ θα είσαι σώος μαζί μου, και η ιστορία δεν θ’ αλλάξει»
«Και τα πράγματά μου;» ρώτησε πάλι ο Ανδρέας.
«Μόνο ό,τι θα έπαιρνες μαζί σου! δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα, αλλιώς, θα περάσουμε σε άλλη εκδοχή, και σε μια άλλη θα σκοτωθείς πάλι» απάντησε ο Άρης.
«Και δεν θ’ αλλάξει τίποτα που δεν θα βρουν το πτώμα μου;»
«Κάτι θα βρούνε! Στην τσάντα μου, έχω ένα μεγάλο κομμάτι σάρκα, με τον γενετικό σου κώδικα. Το καλλιεργώ σε μια συσκευή «Ταχείας Ανάπτυξης Ιστών» μέρες τώρα, από τη στιγμή που έφυγα από την εκδοχή μου. Πήρα κύτταρα από τον Ανδρέα τής εκδοχής μου. Άλλωστε, δεν βρήκαν και πολλά πράγματα από εσένα! Κοίτα τι γράφουν οι εφημερίδες!» Και με τα λόγια αυτά, ξεδίπλωσε πάλι τις σελίδες, με υπογραμμισμένες τις φράσεις:
‘Ο μεγάλος Έλληνας Νομπελίστας χάθηκε για πάντα». «...Τίποτα σχεδόν δεν έμεινε από αυτόν. Η εξακρίβωση τού θανάτου του, έγινε από γενετική ανάλυση τών ιστών στον τόπο τού ατυχήματος...» «...όλα χάθηκαν σε μια κόλαση φωτιάς...’
«Εσείς πόσα Νόμπελ πήρατε;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Κανένα! τα θυσιάσαμε όλα για να πετύχουμε σπουδαιότερα πράγματα. Έλα τώρα, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο. Σε λίγο θα αυξηθεί η κίνηση, και μπορεί να έχουμε προβλήματα. Πάμε κάτω στο δικό μου Ιπτάμενο»
«Κάτω το έχεις; Πάμε γρήγορα, γιατί απαγορεύεται να παρκάρεις Ιπτάμενα στο πεζοδρόμιο, και μπορεί να το δει κανένας αστυνομικός» Είπε ο Ανδρέας.
«...Πώς είναι τόσο όμοιο με τα δικά μας; στην εποχή σου δεν υπήρχαν καν αυτές οι εταιρίες» συνέχισε, βλέποντάς το.
«Α! Είναι αντιγραφή από τα δικά σας, για να μη με καταλάβει κανείς. Στις εκδοχές 3 και 4, τα έχουμε σε βιομηχανική παραγωγή, σε δικές μας εταιρίες. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ταχύτερο και τελειότερο από τα δικά σας» απάντησε με καμάρι ο Άρης.
Μπήκαν στο ιπτάμενο, και απογειώθηκαν. Σε λίγη ώρα, βρίσκονταν στο δασάκι που ήταν κρυμμένη η συσκευή τηλεμεταφοράς. Βγήκαν από το όχημα, και ο Άρης ξεσκέπασε τη συσκευή από τα κλαδιά.
«Πού είναι το διαστημόπλοιο;» ρώτησε ο Ανδρέας, ψάχνοντας γύρω του.
«Περίμενε λίγο, και θα εκπλαγείς!» είπε ο Άρης με μυστηριώδες ύφος. «...Βοήθησέ με να μεταφέρουμε τη συσκευή αυτή στο ξέφωτο μαζί με το ιπτάμενο! Έχω ξεσυνηθίσει τη γήινη βαρύτητα, και δεν μπορώ μόνος μου!»
Η συσκευή μεταφέρθηκε, και ο Άρης προγραμμάτισε το ιπτάμενο, και την τοποθέτησε στο κάθισμα. Μετά, στάθηκε με τον Ανδρέα μπροστά στη δέσμη ανάλυσης.
«Κοίτα! Τώρα θα βγει το πουλάκι!» είπε δείχνοντας τη συσκευή, και αμέσως μετά, μια φωτεινή δέσμη τους χτύπησε, εξαϋλώνοντάς τους. Την επόμενη στιγμή, βρέθηκαν μέσα στο διαστημόπλοιο, σε τροχιά γύρω από τον ήλιο.
«Τι έγινε; Πώς βρεθήκαμε εδώ;» ρώτησε ο Ανδρέας έκπληκτος, χτυπώντας το κεφάλι του στην οροφή, εξ’ αιτίας τής έλλειψης βαρύτητας.
«Τηλεμεταφερθήκαμε! Τώρα, μπορείς να δεις το διαστημόπλοιο που έλεγες...»
«Και το ιπτάμενο; τι έγινε;» ρώτησε πάλι ο Ανδρέας.
«Το προγραμμάτισα, να πάει να φουντάρει στη θάλασσα μαζί με τη συσκευή. Αυτή τη στιγμή απογειώνεται, και ο υπολογιστής τού διαστημοπλοίου θα το καθοδηγήσει ως τη θάλασσα. Όταν θα επιστρέψουμε στη γη, θα είναι 2036. Θα ήταν λοιπόν άστοχο να μείνουν αυτές οι συσκευές τόσα χρόνια εκεί, και θα ήταν κουτό να ξανακατεβάσουμε το διαστημόπλοιο τώρα που ξημερώνει. Να, κοίτα την οθόνη! Ήδη πετάει προς το Φάληρο...»
«Πώς το έκανες και τηλεμεταφερθήκαμε; Ως αυτή τη στιγμή, δεν σε είχα πιστέψει, νόμιζα πως κάποιος μου κάνει πλάκα, και σε ακολούθησα για να δω ως πού θα πάει η πλάκα! Μετά απ’ αυτό όμως, συνειδητοποιώ πως όλα είναι αλήθεια! Δηλαδή, πράγματι θα πάμε στο μέλλον;»
«Ναι φίλε μου! και στις επόμενες ημέρες που θα είμαστε μαζί, θα μάθεις πολλά ακόμα, και θα σου λυθούν όλες οι απορίες. Στο μεταξύ, ώσπου να γίνει το δυστύχημα, έλα εδώ, να σε εξετάσω με τον Αναλυτή, γιατί κάτι υποψιάζομαι»
Ο Ανδρέας κινήθηκε προς το κάθισμα που του έδειξε ο Άρης. Τότε, με εντολή τού Άρη, μια πλατειά δέσμη φωτός τον έλουσε, και στην οθόνη τού υπολογιστή, εμφανίστηκαν κάποια νούμερα.
«Όπως το κατάλαβα!» είπε ο Άρης. «...Υπάρχει οργανικό πρόβλημα, γι’ αυτό θα έπεφτες πάνω σ’ εκείνη την ταράτσα. Από στιγμή σε στιγμή, κινδυνεύεις να πάθεις έμφραγμα. Ελπίζω να μη φοβάσαι τις ενέσεις!» είπε, και άνοιξε το φαρμακείο τού διαστημοπλοίου. Πήρε από μέσα μία σύριγγα, και τη γέμισε με κάποιο υγρό. Κατόπιν, το μετάγγισε στη φλέβα τού Ανδρέα, που κοιτούσε σαν χαμένος τα όσα παράξενα τού συνέβαιναν.
«Αυτό θα σε κρατήσει, ώσπου να σου κάνω Γενετική Επέμβαση» είπε ο Άρης.
«Τι επέμβαση είναι αυτή;» ρώτησε ο φίλος του.
«Είναι αυτό που έκανα κι εγώ, και μου φυτρώσανε μαλλιά, και μου έφυγαν κάποιες ρυτίδες» τού απάντησε εκείνος, και τού εξήγησε: «...Παίρνουμε ένα υγιές κύτταρο από κάποιον, το αναπλάθουμε, το προγραμματίζουμε γενετικά, και το τοποθετούμε στο αίμα του. Αυτό, πολλαπλασιάζεται, και πάει σ’ όλα τα μέρη τού σώματος. Διαφοροποιείται ανάλογα με την περιοχή που βρίσκεται, και αντικαθιστά σιγά - σιγά τα γεροντικά που πεθαίνουν. Μέχρι πριν λίγο καιρό (για την εκδοχή μου), δεν μπορούσαμε να αναπλάσουμε τα νευρικά κύτταρα, και ο εγκέφαλος ήταν καταδικασμένος να γερνάει συνεχώς. Λίγο πριν έρθω όμως, καταφέραμε να ολοκληρώσουμε μια πλήρη θεωρία για τον εγκέφαλο, και έτσι βρήκαμε τι χρειαζόταν για την ανανέωση τού νευρικού συστήματος. Τώρα, μπορούμε να αναπλάσουμε και τον εγκέφαλο. Τις ημέρες που θα είμαστε στο διαστημόπλοιο, θα είσαι ο πρώτος που θα το εφαρμόσω»
«Ελπίζω να επιζήσω!» είπε ο Ανδρέας. «...Και πώς τα θυμάσαι όλα αυτά;» ρώτησε απότομα.
«Α! ναι! Πάρε αυτό το χάπι, και θα θυμάσαι κι εσύ ό,τι βλέπεις και ό,τι ακούς. Εκεί, πλάι στον υπολογιστή, υπάρχει μια βαλίτσα με δίσκους. Βάζε μέσα έναν - έναν, και θα φωτογραφίσεις από την οθόνη στη μνήμη σου, όσα θέλεις να μάθεις. Έτσι θα καταλάβεις πολλά»
Ο Ανδρέας υπάκουσε, ενώ ο Άρης ετοίμαζε το διάλυμα με τα βελτιωμένα κύτταρα τού Ανδρέα.
«Τα έχω έτοιμα! Τα πήρα από τον Ανδρέα τής εκδοχής μου!» του είπε, καθώς τού έκανε την ένεση στο μπράτσο.
«Αρκετά σε τρύπησα σήμερα» του είπε. «...Αύριο θα σε εμβολιάσω για τους ιούς τού 2036»
Σε λίγο, είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν στην οθόνη το ιπτάμενο που καταποντιζόταν στη θάλασσα. Δεν έμενε πλέον, παρά μόνο το παρ’ ολίγον δυστύχημα.
Το ιπτάμενο τού Ανδρέα, απογειώθηκε και άρχισε να κατευθύνεται στον τόπο τής συντριβής του. Ο δορυφόρος, ανίχνευε τα εμπόδια εγκαίρως, και ο υπολογιστής το οδηγούσε. Τέλος, τη συγκεκριμένη στιγμή που έπρεπε, το ιπτάμενο συνετρίβη στο προκαθορισμένο μέρος. Οι αεροφωτογραφίες τού δορυφόρου, εμφανίστηκαν στην οθόνη όμοιες και απαράλλακτες με αυτές που είχε πάρει ο Άρης λίγες ώρες πριν. Προτού ξεκινήσουν, ο Άρης τις εξέπεμψε σε ταχυονική μορφή προς τον εαυτό του, λίγες ώρες πριν. Τώρα, όλα ήταν έτοιμα για το ταξίδι τους στο 2036. Στις επόμενες 4 ημέρες, θα διένυαν αυτά τα 8 χρόνια, ως τις 15 Ιουνίου, που έστειλε το μήνυμα ο Άρης, από την 1η εκδοχή.

Σε όλο το ταξίδι, ο Ανδρέας είχε αποχαυνωθεί από τις πληροφορίες που μάθαινε με τη βοήθεια τής φωτογραφικής μνήμης. Τα μάτια του πονούσαν από το συνεχές κοίταγμα τής οθόνης. Παράλληλα όμως, αισθανόταν όλο και καλύτερα, καθώς το τονωτικό διάλυμα και τα τροποποιημένα κύτταρα, μετέτρεπαν το κουρασμένο σώμα του σε νεανικό.



Χρόνης Πάροικος