Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 21)


ΡΕΙΒΕΝ

               Όταν βρίσκομαι στον διάδρομο, που κρατούν αιχμάλωτο τον αδερφό μου, τα μάτια μου βουρκώνουν και το σώμα μου σφίγγεται. Τι κάνω εδώ, αφού δεν είμαι έτοιμη να τον δω; Δαγκώνω τα χείλη μου για να πάψουν να τρέμουν και προχωράω κρατώντας το κεφάλι μου ψηλά. Κρυμμένη κάτω από την κουκούλα της μεταξωτής μαύρης κάπας μου προσπερνώ τους στρατιώτες, που με παρατηρούν ζωηρά και σφυρίζουν χυδαία.

               «Αλτ!» φωνάζει ένας από τους δύο, που στέκουν άγρυπνοι έξω από την πόρτα του ακουμπώντας την αιχμή του σπαθιού του στον λαιμό μου. Ο άλλος έρχεται πίσω μου τρυπώντας ελαφρά την πλάτη μου με τη λόγχη του. «Τι θέλεις εδώ;»
               «Ήρθα για τον αδερφό μου». Βγάζω την κουκούλα και τον σπρώχνω ενοχλημένη, για να περάσω.
               «Δεν έχουμε τέτοιες διαταγές, αλλά μπορείς να μείνεις μαζί μας…» λέει ο στρατιώτης χαμογελώντας πρόστυχα. Πιάνοντάς με από τον αυχένα με τραβά δυνατά, έτσι που τα πρόσωπά μας ακουμπούν φευγαλέα. Η νοτισμένη με ποτό ανάσα του μου φέρνει αναγούλα, και τα γένια του γρατσουνίζουν το μάγουλό μου.
               «Έχω εντολή από τον γιο της βασίλισσας». Αποκρίνομαι δυνατά με ύφος, που δεν σηκώνει αμφισβήτηση.
               Ο φρουρός δειλιάζει για μια στιγμή, σαν να ζυγίζει τα λόγια μου. Κάτι τον πείθει ότι λέω ψέματα, αφού σηκώνει το χέρι του για να με χτυπήσει.
               «Έμαθα ότι σας κάνει τρομερά πράγματα, όταν τον παρακούτε». Βιάζομαι να προσθέσω, καθώς προσπαθώ να προστατευτώ. «Είμαι σίγουρη, ότι δεν θέλετε να τον θυμώσετε, όχι τουλάχιστον αυτήν την φορά…» συνεχίζω.
               Οι φρουροί κοιτάζονται μεταξύ τους σκεπτόμενοι ξανά τις επιλογές τους. Γρήγορα λογικεύονται και με αφήνουν. Αυτός που με κρατά, ανοίγει την πόρτα του μικρού δωματίου και ο άλλος με σπρώχνει βίαια με την λόγχη του. Την νιώθω να τρυπάει την πλάτη μου, όμως εξαιτίας της μεταξωτής κάπας δεν με πληγώνει. Παρ’ όλα αυτά χάνω την ισορροπία μου κι πέφτω γδέρνοντας τις παλάμες και τα γόνατά μου. Ειρωνικά γέλια ακούγονται από τους φρουρούς, πριν η πόρτα σφραγίσει πίσω μου.
               «Μπάσταρδοι!» βλαστημάω τινάζοντας το φόρεμά μου -ένα από τα πολλά δώρα της βασίλισσας Μοργκάνα.
Μετά επικεντρώνομαι στον αδελφό μου. Πλησιάζω με θλίψη και τραβάω μια καρέκλα. Μουσκεύω ένα πανί στο νερό της κανάτας και το απλώνω στο μέτωπό του, που γυαλίζει ιδρωμένο. Έχει πυρετό.
               «Νερό…» διαβάζω στα χείλη του.
Η φωνή του ίσα που ακούγεται. Παίρνοντας πάλι την πήλινη κανάτα στα χέρια μου γεμίζω την κούπα ως τη μέση και την φέρνω στα σκασμένα χείλη του. Με το ελεύθερο χέρι μου τον ανασηκώνω ελαφρά πιάνοντάς τον από τον αυχένα του, αλλά παρά την προσοχή μου, αρχίζει να βήχει δυνατά. Τραντάζεται και αρκετό νερό τρέχει στο σαγόνι και τον λαιμό του. Δαγκώνομαι από τον πόνο που μου προκαλεί η εικόνα του.
               «Ω Ντάριον. Πόσο, μα πόσο λυπάμαι». Σφίγγω το χέρι του δακρυσμένη. «Συγχώρεσέ με».
               «Ρέιβεν…» ψιθυρίζει με τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν. «Ρέιβεν…»
               «Εδώ είμαι κοντά σου». Σκύβω και τον φιλώ τρυφερά στο μάγουλο. «Θα σε φροντίσω».
               «Συγγνώμη…» καταφέρνει να πει. Μισανοίγει τα μάτια του και δάκρυα γλιστρούν από τις γωνίες τους. «Ποιος να το έλεγε, ότι θα συναντιόμασταν έτσι… Και οι δύο αιχμάλωτοι της Μοργκάνα… Κι ας προσπαθήσαμε τόσο για να ξεφύγουμε…».
               «Τι σου συνέβη;» ρωτάω γονατίζοντας δίπλα του. «Ποιος σου το έκανε αυτό; Η Μοργκάνα κατηγόρησε τους Φύλακες, αλλά δεν μπορώ να την πιστέψω. Δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο».
               «Οι Φύλακες δεν υπακούν στους νόμους των Ζοφερών και των Φωτοφόρων. Μπορεί να τους υπηρετούν μερικές φορές αλλά είναι άρχοντες με καθήκον απέναντι σε όλη την ανθρωπότητα. Η κρίση τους πρέπει να είναι πάντοτε σωστή».     Σηκώνει το χέρι του και χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Τα γαλάζια του μάτια με ψάχνουν ανήσυχα δίνοντάς μου όλες τις απαραίτητες απαντήσεις. Διαβάζω στο βλέμμα του την αλήθεια: Εκείνοι του το έκαναν. Κι εμένα μου είπαν, ότι δεν ήξεραν, τι απέγινε.
               «Όσο ήμουν με το μέρος σου, τους βόλευε να βρίσκομαι κοντά σου. Όταν όμως σου επιτέθηκα και τόλμησα να σε σκοτώσω, τα πράγματα άλλαξαν. Έκαναν αυτό που θεωρούσαν σωστό». Συνεχίζει διαλύοντας μέσα μου κάθε αμφιβολία.
               «Να κόψουν τα πόδια του αδερφού μου και να τον αφήσουν παράλυτο για την υπόλοιπη ζωή του; Αυτό θεώρησαν σωστό; Πες μου γιατί;» φωνάζω μπερδεμένη. «Γιατί απλά δε σε σκότωσαν; Δεν… είναι στο στιλ τους, να βασανίζουν κάποιον».
               «Θεωρούμαι λιποτάκτης. Κανένας δεν μπορεί να συγχωρέσει τους προδότες. Ούτε καν οι Φύλακες. Ήξερα τι θα μου έκαναν και δεν προσπάθησα να το σκάσω. Εγώ το επέλεξα». 
               «Τι είναι αυτά που λες, Ντάριον; Θεέ μου!»
               «Η Μοργκάνα με επανάφερε από την Κόλαση, όπως κι εσένα, και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα περισσότερο απ’ το ότι έχει ένα σχέδιο, για να καταστρέψεις τους Φύλακες».
               «Δεν ξέρω». Λέω ξερά και σηκώνομαι σκουπίζοντας τα μάτια μου με την ανάστροφη της παλάμης μου. «Είναι αλήθεια λοιπόν ότι με πούλησε σ’ εσάς για να με προστατέψει;»
               «Η Μοργκάνα ποτέ δεν νοιάστηκε για σένα, παρά μόνο για την Φλόγα. Την ήθελε… την θέλει τόσο απεγνωσμένα… Απλώς εσύ…»
               Γυρίζω και τον κοιτάζω έντρομη μαντεύοντας τι θα πει.
               «Μας ζήτησε να σε μεγαλώσουμε Ρέιβεν, με αντάλλαγμα την αθανασία που τόσο ήθελαν οι γονείς μου. Οι Λάντεν ποτέ τους δεν σε αγάπησαν -αν κι ο πατέρας σε συμπαθούσε μερικές φορές. Εγώ όμως σε αγάπησα με όλη μου την ψυχή. Ήσουν η μικρή μου αδερφή Ρέιβεν».
               «Αλλά ποτέ σου δεν μου αποκάλυψες ποια πραγματικά ήμουν. Με άφησες να ζω σ’ ένα ψέμα. Με χρησιμοποίησες και εσύ όπως όλοι οι άλλοι». Λέω πικρά.
               «Υπάκουα σε διαταγές. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο». Η φωνή του σπάει, φοβάται, πως ποτέ μου δεν θα τον συγχωρήσω. «Πρέπει να με συγχωρέσεις, Ρέιβεν…».
               «Δεν σου κρατάω κακία Ντάριον παρά τα όσα συνέβησαν ανάμεσά μας. Μα όλα έπεσαν μαζεμένα και δεν ξέρω τι να κάνω. Η Μοργκάνα θέλει να της φέρω την Φλόγα, όμως δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω».
               «Μην το κάνεις! Η Μοργκάνα είναι κακιά όσο ο ίδιος ο διάβολος. Η εξουσία είναι το παν γι’ αυτήν. Είναι άτιμη κι εγωίστρια! Σε μαστίγωσε για να πονέσει τους φίλους σου, σε έφερε πίσω για να σε χρησιμοποιήσει. Ο βασικός της στόχος είναι η μητέρα σου. Πάντα την μισούσε…».
               Σαστίζω. Από που να την πιάσω αυτή την ιστορία και που να την αφήσω;
«Περιμένει την απάντησή μου σήμερα. Όμως δεν ξέρω αν μπορώ να της πω αυτό που θέλει ν’ ακούσει. Φοβάμαι ότι θα σε σκοτώσει Ντάριον».
               «Θα με σκοτώσει έτσι κι αλλιώς. Και η αλήθεια είναι ότι… χάρη θα μου κάνει! Πώς να ζήσω σακάτης για όλη μου την ζωή; Να εξαρτώμαι από τους άλλους για την κάθε μου ανάγκη…».
               Η πόρτα ανοίγει απότομα και μέσα ορμάει σαν αφηνιασμένο άλογο ο παππούς Βίκτορ.
 «Άτιμε!» φωνάζει στον Ντάριον τραβώντας το σπαθί του και υψώνοντάς το πάνω από το κεφάλι του. Το βλέπω να τυλίγεται σε απόκοσμες φλόγες και φρικάρω. Μα τι κάνει;
Πετάγομαι όρθια δίχως δεύτερη σκέψη και προσπαθώ να του αποσπάσω το όπλο, όμως ως βρικόλακας είναι πιο γρήγορος. Με αρπάζει από τα μαλλιά και χτυπάει το κεφάλι μου στον τοίχο ζαλίζοντάς με. Βογκάω από τον πόνο και πέφτω κάτω, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να τον αφήσω να αγγίξει τον αδερφό μου. Και για πιο λόγο άλλωστε; Τίποτα δεν του έκανε.
               Αρπάζω την πήλινη κανάτα και του την πετάω στο πρόσωπο σκίζοντάς του το μάγουλο. Γρυλίζει έξαλλος προς το μέρος μου. Τώρα έχω την αμέριστη προσοχή του, αλλά καμία ιδέα που να θέλει να μας βγάλει από αυτή την κατάσταση. Τι τον έπιασε; Τι κάναμε που τον πείραξε; Αυτή τη φορά ο Ντέιμον ή η Μοργκάνα δεν βρίσκονται πουθενά κοντά για να μας γλιτώσουν.
               «Αναθεματισμένη γυναίκα!» βλαστημάει σκουπίζοντας το αίμα με την ανάστροφη της παλάμης του και με χαστουκίζει ρίχνοντάς με πάλι κάτω κάνοντας το αυτί μου, να ματώσει. Μέσα στην παραζάλη μου ακούω τον Ντάριον, να φωνάζει κάτι και τους φρουρούς απ’ έξω, να γελούν. «Πολύ θα χαρώ να σε σκοτώσω». Κραυγάζει ο Ντέιμον και σκύβει από πάνω μου.
               «Δεν ξέρω αν σε πληροφόρησαν, αλλά είμαι ήδη νεκρή». Καγχάζω και σηκώνω το γόνατό μου. Τον χτυπάω ανάμεσα στα πόδια και την ώρα που σωριάζεται κάτω κρατώντας τα’ αχαμνά του, σέρνομαι στο πλάι και βουτάω την καρέκλα από την πλάτη. Όμως όταν προσπαθώ να τον ξαναχτυπήσω στέκεται ήδη όρθιος και με πρόσωπο κατακόκκινο από το θυμό.  Η κλοτσιά του με βρίσκει κατάστηθα κολλώντας με στον τοίχο ξέπνοη. Σηκώνει το σπαθί του απ’ το πάτωμα και ρίχνοντάς μου πλάγιες ματιές, πλησιάζει τον ανάπηρο εγγονό του.
               «Όχι!» φωνάζω και ξαναμπαίνω αποφασισμένη στο «παιχνίδι» -αλλά μάλλον και εκείνος αυτό ήθελε.
Αφήνοντας το σπαθί του να πέσει, με αρπάζει από τους ώμους και με γυρνάει έτσι, ώστε να βρίσκομαι με την πλάτη μου στο στήθος του. Τραβάει κάτι άλλο από τη ζώνη του, που μοιάζει με σφραγίδα και πυρώνοντάς τη με μαγεία, όπως είχε κάνει και με το σπαθί του, μου την καρφώνει στο στήθος ακριβώς στο σημείο όπου χτυπά ξανά η καρδιά μου καλύπτοντας τη σφραγίδα που είχε σχεδιάσει ο Μισέρις όταν με ξύπνησε. Ουρλιάζω νιώθοντας το ύφασμα του φορέματός μου, να λιώνει από τη θερμοκρασία, να κολλάει στο δέρμα μου και μετά να καίγεται και το ίδιο. Ο πόνος είναι αφόρητος, δάκρυα τρέχουν ακατάπαυστα απ’ τα μάτια μου και δαγκώνομαι, για να μην κραυγάσω.
               «Το νιώθεις αυτό;» καγχάζει στο αυτί μου και γδέρνει το δέρμα τού λαιμού μου με τα δόντια του. Παλεύω να του ξεφύγω. Με σπρώχνει προς την πόρτα. Διπλώνομαι στα δύο σαν μπάλα και γυρνώντας μπρούμυτα αφήνω μια άηχη κραυγή, που την ακούνε μόνο οι ρωγμές του πατώματος. Θεέ μου! Μπρόουν, πού είσαι; Σε χρειάζομαι… Άσερ…
               Η Μοργκάνα και ο Ντέιμον μας βρίσκουν σε μια άθλια κατάσταση. Ο Ντάριον έχει πέσει από το κρεβάτι και προσπαθεί να πιαστεί από κάπου, για να ανασηκώσει τον κορμό του και εγώ κλαίω σιωπηλά ζαρωμένη στη γωνία με το σώμα μου, να τρέμει ανεξέλεγκτα απ’ το κρύο και να συσπάται από τον πόνο. Ο παππούς Βίκτορ πάλι κάθεται στη μια καρέκλα και έχει απλωμένα τα πόδια του στην άλλη, ενώ κάθε τόσο φέρνει στο στόμα του ένα φλασκί και ρουφάει το κοκκινωπό του υγρό.
               «Άχρηστο φίδι τι έκανες;» γρυλίζει ο Μισερις και μπαίνει πρώτος μέσα. Οι μπότες του τρίζουν πάνω στα σπασμένα κομμάτια της πήλινης κανάτας, καθώς έρχεται προς το μέρος μου. Δεν έχω το κουράγιο, ούτε να σηκώσω τα μάτια, να τον αντικρίσω. Ακουμπάω εξαντλημένη το κεφάλι μου στον τοίχο. Η πληγή με τσούζει και το αυτί μου με καίει.
               «Φρόντισέ την!» τον προτρέπει η μητέρα του. Τον χτυπάει απαλά στο μπράτσο και του κάνει νόημα, να βιαστεί. Μετά πλησιάζει τον Ντάριον, για να τον βοηθήσει, να σηκωθεί όμως αυτός αποδιώχνει αηδιασμένος το άγγιγμά της και έτσι τον άφησε πεσμένο στο πάτωμα, να παλεύει μόνος του. Στρέφεται έξαλλη προς τον Βίκτορ.  
               Ο Μισερις με σηκώνει στην αγκαλιά του και με βγάζει έξω. Δεν παίρνω καθόλου τα μάτια μου από τον Ντάριον, ώσπου οι φρουροί κλείνουν την πόρτα. Βάζω τα κλάματα. Καημένε αδερφέ… Με οδηγεί στο δωμάτιό μου και με αφήνει στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι μου. Η Μοργκάνα έρχεται λίγο αργότερα.
«Τι συνέβη;» με ρωτάει.
               Την κοιτάζω με ταλαιπωρημένο βλέμμα και αναστενάζω.
«Μιλούσα με τον Ντάριον, όταν ο παππούς Βίκτορ όρμησε μέσα απειλώντας τον μ’ ένα σπαθί. Προσπάθησα να τον προστατέψω. Αυτό!»
               «Εκείνος είπε ότι τον χτύπησες και αναγκάσθηκε ν’ αμυνθεί». Λέει η Μοργκάνα σαν να το διασκεδάζει. «Ποιον απ’ τους δυο σας να πιστέψω;»
               «Πίστεψε όποιον θες. Αν όμως είχα την ευκαιρία, θα τον σκότωνα, να είσαι σίγουρη γι’ αυτό! Κανείς δεν αγγίζει τον αδερφό μου!».
               «Τι ακριβώς είπες και αρπάχτηκε;» ζητάει να μάθει ο Μισέρις. Όση ώρα η Μοργκάνα με ανακρίνει εκείνος ετοιμάζει ένα ρόφημα μάλλον τσάι. Το κοιτάζω καχύποπτα. «Μην ανησυχείς. Είναι αναλγητικό ανακατεμένο με υπνωτικό. Θα σε βοηθήσει με τον πόνο» με ενημερώνει.
               Στρέφομαι προς την Μοργκάνα.
«Τι ακριβώς είπα και θύμωσε; Είπα ότι δεν με αφορά η διαμάχη σας με την Φλόγα και ότι δεν μπορούσα να βοηθήσω, αλλά…»
               «Ξέρεις τι θα του συμβεί αν δεν το κάνεις…» με διακόπτει η Μοργκάνα κοιτάζοντάς με πονηρά. Το ζωηρό της χαμόγελο τα λέει όλα. Ξέρω τι θα κάνει στον αδελφό μου, ό,τι και αν αποφασίσω.
               Πίνω μια γουλιά από το ρόφημα και κάνω μια γκριμάτσα. Είναι ολοφάνερο ότι το βασικό του συστατικό είναι το αίμα.
«Ναι, ξέρω πολύ καλά…» παραδέχομαι και ξεσπάω σε κλάματα.
               «Λοιπόν; Σκέφτεσαι ακόμα να μου αρνηθείς;» ρωτάει.
               Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. Με πλησιάζει και σκουπίζει τα μάτια μου με τους αντίχειρές της. Με κοιτάζει περήφανη. Εγώ πάλι της ανταποδίδω ένα φοβισμένο, ηττημένο βλέμμα.
               «Με κάνεις χαρούμενη». Σκύβοντας μπροστά με φιλά στο μέτωπο. «Καλό κορίτσι!».
               «Αυτό είναι το καθήκον μου. Δεν θα σε απογοητεύσω βασίλισσά μου».
               «Το ξέρω».
               «Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα γυρίσω πίσω; Πώς θα εμφανιστώ και τι θα πω;» ρωτάω αγχωμένη.
               «Τίποτα πέρα από την αλήθεια». Με συμβουλεύει καθησυχαστικά η Μοργκάνα. Φεύγοντας ρίχνει μια ματιά όλο νόημα στον γιο της. Δεν μπορώ να το ερμηνεύσω. Ούτε το σφιγμένο του πρόσωπο μπορώ, να εξηγήσω. Την αλήθεια; Αναρωτιέμαι μέσα μου. Πίνω και το υπόλοιπο ρόφημα του Μισερι και αφήνω το ποτήρι στο πάτωμα δίπλα μου.
               Ο Μισέρις με πλησιάζει σιωπηλός. Στα χέρια του κρατά μια γαβάθα με νερό και πανιά. Πιάνει το πρόσωπό μου και το γυρίζει απαλά προς τα αριστερά, για να μην βλέπω το αποκρουστικό θέαμα, που μου άφησε η πυρωμένη σφραγίδα των Βεντιλάντορ.
               «Ο παππούς μου με μισεί». Καγχάζω.
               «Όλους τους μισεί αυτός ο βρικόλακας. Κάποια μέρα όμως θα τον κάνω να πληρώσει για πάρα πολλά». Λέει και τραβάει απαλά το ύφασμα του φορέματός μου γυμνώνοντας τον ώμο και την πληγή μου.
               Το δέρμα μου είναι ζαρωμένο και κόκκινο σαν γδαρμένο σ’ εκείνο το σημείο. Μόλις το αγγίζει, στάζει πύον και αίμα. Με παρατηρεί, για να δει, αν πονάω, όμως το πρόσωπό μου δεν προδίδει κανένα συναίσθημα. Το αναλγητικό που μου έδωσε, ήδη έχει μπει σε λειτουργία. Ρίχνω το κεφάλι προς τα πίσω, όσο τα επιδέξια χέρια του με φροντίζουν. Είναι τόσο καλός! Καμία σχέση με τον αδερφό του τον Μπρόουν. Τα μάτια μου αρχίζουν, να κλείνουν από την κούραση.
               Όταν ολοκληρώνει την περιποίηση του τραύματός μου, με σηκώνει όρθια και με γυρίζει από την άλλη. Λύνει τα κορδόνια του φορέματός μου και το αφήνει να γλιστρήσει στα πόδια μου. Μένω με το λεπτό μου μεσοφόρι και ανατριχιάζω, όταν τα δάχτυλά του έρχονται σε επαφή με το δέρμα μου.
               «Συγγνώμη». Ψιθυρίζει στο αυτί μου και αφήνει ένα τρυφερό φιλί στον λαιμό μου. Με ρίχνει μπρούμυτα στο στρώμα. Το υπνωτικό επιδράει στο σώμα μου παραλύοντας τα πάντα και το μόνο που θέλω, είναι να βυθιστώ στην αγκαλιά του Μορφέα που με προσκαλεί.
               «Τι θα κάνεις;» ρωτάω ανήσυχη πριν τα βλέφαρά μου αρχίσουν να βαραίνουν.
               Τον βλέπω να ξεκρεμάει από την ζώνη του ένα μαστίγιο από τρίχες αλόγων, που στην άκρη τους είναι προσαρμοσμένα μικρά μεταλλικά βαρίδια. Είμαι τόσο κουρασμένη που δεν έχω το κουράγιο να περιμένω τις εξηγήσεις του. Αμέσως βυθίζομαι σ’ έναν ταραγμένο ύπνο.


Ηλιάνα Κλεφτάκη