Το Άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 3ο) - Λύτρωση ή τιμωρία;

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Στον Παράδεισο, η αγαπημένη συζήτηση όλων, ήταν η δύναμη που είχε η προσευχή, καθώς και η προσφορά της στις ζωές των θνητών. Φυσικά εγώ έμενα αμέτοχος, καθώς τέτοιου είδους συζητήσεις, τις θεωρούσα χάσιμο πολύτιμου χρόνου. Εξάλλου, οι προσευχές και οι παρακλήσεις απασχολούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή κατ’ αποκλειστικότητα τον Πατέρα, ο οποίος όμως άλλαξε γνώμη εξαιτίας του υπερβολικού φόρτου εργασίας. Πόσες μουρμούρες να ακούς καθημερινά και ταυτοχρόνως μέσα στο κεφάλι σου και να μην τρελαίνεσαι; Διόλου τον αδικούσα. Αποφάσισε λοιπόν μία μέρα, να μοιράσει τις προσευχές στον αντίστοιχο φύλακα Άγγελο του κάθε θνητού, ώστε να αναλαμβάνει να τις πραγματοποιεί ο ίδιος. Τώρα θα αναρωτιέστε, γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Φυσικά, όχι για να εμπλουτίσω τις εγκυκλοπαιδικές σας γνώσεις περί θρησκείας και βίου στον Παράδεισο, αλλά για να τολμήσω να ομολογήσω δημοσίως, πως αγιοποιούμουν. Ναι, μονάχα έτσι μπορούσα να εξηγήσω το γεγονός, πως τα τελευταία λεπτά άκουγα μέσα στο μυαλό μου μία προσευχή. Μία έντονη παράκληση από μία φωνή ιδιαιτέρως οικεία.

Σηκώθηκα μουδιασμένος από τον τόπο αυτοεξορίας μου, κλείνοντας όσο πιο σφιχτά μπορούσα τα αυτιά μου. Μα, τι μου συνέβαινε; Εγώ δεν ήμουν Άγγελος, αλλά Έκπτωτος και μάλιστα ο Αρχηγός της Κόλασης, επομένως η περίπτωση να φθάνουν σε εμένα προσευχές, ήταν απλά αδύνατη. Εξάλλου, τέτοιου είδους παρακλήσεις που προέρχονταν από ψυχές αθώες και καθάριες, ενώ τις τύλιγε η αύρα της αγνότητας του περιεχομένου τους, έφθαναν μονάχα και αποκλειστικά στους Άγγελους και Αρχαγγέλους του Παραδείσου. ΄΄Βοήθησέ με, αν με ακούς σε παρακαλώ΄΄ ήχησε ξανά η φωνή μέσα στο κεφάλι μου και πλέον, μπορούσα να υποστηρίξω με βεβαιότητα, πως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, καθώς η χροιά αυτής της φωνής, ανήκε στην Αντέϊρα. Κινδύνευε και γι’αυτό με καλούσε. Ωστόσο. Κάτι τέτοιο ήταν απίθανο, καθώς ο αληθινός φύλακας Άγγελός της, ήταν ο Μιχαήλ. Κοίταξα γύρω μου για μία τελευταία φορά τον λευκό καμβά, που τώρα έμοιαζε με ραγισμένο κάτοπτρο, έτοιμο να τινάξει επάνω μου, όλα του τα κομμάτια. Ανάμεσα από τις ραγισματιές, διέκρινα την απόκοσμη μορφή του Ασμοδαίου. ΄΄Την είχε βρει΄΄ συλλογίστηκα και σφίγγοντας στο στήθος μου ένα μικρό, μεταλλικό κλειδί που κρεμόταν αιώνες τώρα και που αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο για να ανοίξει κανείς την ένατη Πύλη, ξεκίνησα με προορισμό το σπίτι της πολυαγαπημένης μου βοηθού, ευχόμενος να κατορθώσω να φθάσω εγκαίρως.

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Το άυλο σώμα μου κινούταν με εξωφρενική ταχύτητα ανάμεσα από τους ουρανοξύστες και πάνω από την πολυφημισμένη γέφυρα του Μπρούκλιν. Φθάνοντας έξω ακριβώς από την πόρτα του διαμερίσματός της, άκουσα μία γνώριμη, σατανική φωνή να λέει : ΄΄Ανόητη θνητή, μάθε πως οι προσευχές δεν λειτουργούν. Αποτελούν μονάχα ένα παραμυθάκι ελπίδας για την άθλια ανθρωπότητα΄΄. Η φωνή, ανήκε φυσικά στον Ασμοδαίο και τότε, δίχως να διστάσω, διαπέρασα την πόρτα και βρέθηκα μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Η Αντέϊρα αιωρούταν δίπλα από τον γιγαντόσωμο Δαίμονα, πνιγμένη στο αίμα, ενώ εκείνος μόλις με αντίκρυσε, έφτυσε στο πρόσωπό της, προκειμένου να την ταπεινώσει.
«Αδερφούλη, μα τι έκπληξη είναι αυτή; Πριν λίγα λεπτά εξηγούσα σε αυτήν την άθλια θνητή, τον λόγο που αποφάσισες να της πουλήσεις έρωτα και λατρεία» πρόφερε με μίσος ο Ασμοδαίος και ένιωσα τα κυανά μου μάτια να λάμπουν από θυμό. Κατόπιν, αρπάζοντας βίαια το πρόσωπό της, συνέχισε : «Τελικά έπεσες πολύ χαμηλά διαλέγοντας αυτό το πλάσμα»
«Σκάσε!» ήρθε η απάντηση μου και ο Ασμοδαίος, εναπόθεσε με βία στο πάτωμα την Αντέϊρα. «Αν τολμήσεις να της κάνεις κακό, σου ορκίζομαι πως θα διαλύσω ολόκληρη την Κόλαση, με εσένα πρώτο και καλύτερο. Δεν σου αξίζει να υπάρχεις σε αυτή τη γη, ούτε και σε καμία άλλη διάσταση» μούγκρισα ανοίγοντας διάπλατα τα μαύρα μου φτερά.
«Τι έγινε φτωχέ μου δαιμονάκο; Δεν λαμπυρίζεις σήμερα;» ξεκίνησε να με χλευάζει και εγώ τον άρπαξα από τον λαιμό στριμώχνοντάς τον στον τοίχο.
Ωστόσο, δεν είχα προσέξει τον δαιμονικό σουγιά που κρατούσε στο χέρι του και τον οποίο μου κάρφωσε με όλη του τη δύναμη στον ώμο, ρίχνοντάς με κάτω. Η ανάσα μου, μονομιάς κόπηκε και εκείνος βρέθηκε ακριβώς από πάνω μου, κοιτάζοντάς με μέσα στα μάτια και φέρνοντας την τραυματισμένη Αντέϊρα κοντά μου.
«Θα πρέπει να της ανακοινώσω κάτι, προτού πεθάνει. Πως εξαιτίας της χάθηκε από μέσα σου το φως του Παραδείσου, χάρη στα συναισθήματα μίσους που τρέφει για εσένα» πρόφερε και ένιωσα την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο και την όρασή μου να θολώνει. Κατόπιν, τον είδα να γυρνά το κεφάλι του προς το μέρος της Αντέϊρα, της οποίας τα δάκρυα είχαν μουσκέψει το πρόσωπό της. «Πριν σου αφαιρέσω τη ζωή, θα ήθελα να σου ψιθυρίσω κάτι» της είπε και κόλλησε τον σουγιά στο λαιμό της «Σε αγάπησε αληθινά μίασμα, μα εσύ το πρόδωσες γιατί πολύ απλά είσαι άνθρωπος και οι άνθρωποι είστε προδότες!» ούρλιαξε, μα τη στιγμή που ήταν έτοιμος να της κόψει το νήμα της ζωής, μία κραυγή ξέφυγε από το απόκοσμο στόμα του και ο σουγιάς πετάχτηκε μακριά, με τον ίδιο να βαστά το χέρι του και να ουρλιάζει από τον πόνο, καθώς το δάχτυλό του είχε μόλις κοπεί. Μαύρο αίμα ξεπήδησε, λεκιάζοντας το πάτωμα και ένα χέρι άρπαξε την Αντέϊρα από την σατανική αγκαλιά του.
«Μιχαήλ!» φώναξα ξέπνοα και ο Αρχάγγελος με έναν ελιγμό, βρέθηκε δίπλα μου.
«Αδερφέ, ξεκουράσου και θα αναλάβω εγώ αυτό το μίασμα» μου είπε και τον είδα να ορμά σαν αστραπή στον Ασμοδαίο ρίχνοντάς τον κάτω. Ο δαίμονας κάλεσε πίσω τον σουγιά του και τον εκτόξευσε προς το μέρος μου. Με έναν πιο αργό ελιγμό, κατάφερα και τον απέφυγα, μολαταύτα η ζημιά είχε γίνει, καθώς το κλειδί που κρεμόταν στο στέρνο μου τινάχτηκε στον αέρα.
«Μιχαήλ, μην τον αφήσεις να το πάρει!» ξεκίνησα να φωνάζω, μα ήταν πλέον αργά.
Ο Ασμοδαίος εξαφανιζόταν μέσα από ένα πυκνό σύννεφο μαύρου καπνού, αφήνοντας πίσω του, εκτός από τα συντρίμμια και ένα απόκοσμο γέλιο, προερχόμενο από τα σπλάχνα της Κολάσεως.
Σηκώθηκα αργά και με πολύ κόπο, βαστώντας τον ώμο μου, ενώ η ματιά μου πλανήθηκε στον χώρο, προκειμένου να εντοπίσω την Αντέϊρα και να βεβαιωθώ πως ήταν καλά και ασφαλής. Είδα τον Μιχαήλ να την βαστά στην αγκαλιά του και η καρδιά μου ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας. Την εναπόθεσε τρυφερά στον καναπέ και εκείνη, έχοντας ανοίξει τα μάτια της, τον κοίταξε σαστισμένη.
«Εσύ, ποιος είσαι;» τον ρώτησε βουτηγμένη στην αγωνία.
«Ησύχασε Αντέϊρα. Είμαι ο φύλακας Άγγελός σου από τότε που ήσουν μικρό παιδί. Έχω ζήσει μαζί σου πολλές όμορφες, μα και άσχημες στιγμές σου και ήμουν εκείνος που φρόντιζε να πάρει μακριά τον πόνο σου, όποτε το είχες ανάγκη. Όπως και τώρα» της είπε και ακουμπώντας τα χέρια του πάνω στις πληγές της, τις γιάτρεψε αμέσως. «Ονομάζομαι Μιχαήλ» της είπε και εκείνη ανασηκώθηκε αμέσως.
«Ο Αρχάγγελος; Ο γνωστός Αρχάγγελος είναι ο φύλακάς μου;» συνέχισε εκείνη.
«Πάντοτε ήμουν και νομίζω πως η διαίσθησή σου, το είχε καταλάβει» της είπε δείχνοντάς της προς την κατεύθυνση του διπλανού διαμερίσματος.
« Η ηλικιωμένη γειτόνισσα! Εσύ ήσουν! Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Μιλούσες για τους Αγγέλους και…Τον Εωσφόρο σαν να τους ήξερες. Σαν να ήταν κάτι τελείως φυσιολογικό για εσένα» του είπε και ένιωσα το βλέμμα μου να χαμηλώνει.
«Είσαι πολύ όμορφος Μιχαήλ, αλλά μου είπες και εσύ ψέματα παριστάνοντας τη γειτόνισσα» πρόφερε και ο Μιχαήλ της χαμογέλασε ζεστά.
«Δεν είχα άλλη επιλογή. Αυτές ήταν οι διαταγές από τον Πατέρα μας. Να μην αποκαλύπτουμε ποτέ την ταυτότητά μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, κρίθηκε αναγκαίο» τελείως και σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω Αντέϊρα, καθώς στον Παράδεισο επικρατεί αναταραχή. Εξάλλου, νομίζω πως με κάποιον έχετε πολλά να συζητήσετε» συνέχισε κοιτάζοντας εμένα και καθώς με πλησίασε, μου ψιθύρισε:
«Πρόσεχε αδερφέ. Είσαι ένα βήμα πριν τον απόλυτο θάνατό σου»
«Ή την στιγμιαία, απόλυτη ευτυχία μου» του απάντησα και εκείνος εξαφανίστηκε βαθιά προβληματισμένος.


Τη στιγμή που μείναμε οι δυο μας, βαθιά σιωπή βασίλεψε, καθώς κανένας δεν έκανε προσπάθεια να σπάσει την αμηχανία. Είχα πάρει ξανά την ανθρώπινη μορφή μου, μα δυστυχώς σε αρκετά σημεία του σώματός μου, το δαιμονικό δέρμα έκανε την εμφάνισή του.
«Αντέϊρα, συγχώρεσέ με για τα ψέματά μου και για το γεγονός πως η ζωή σου μπήκε σε κίνδυνο εξαιτίας μου» της είπα, μα εκείνη δεν με κοιτούσε στα μάτια.
«Δεν φοβάμαι κανέναν κίνδυνο, αρκεί να έχω δίπλα μου αυτούς που αγαπώ και με αγαπούν. Αν είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Ασμοδαίος…» πήγε να πει, μα της έκλεισα το στόμα.
«Είναι αλήθεια όλα όσα είπε. Στην αρχή σε χρησιμοποίησα, αλλά δεν υπολόγισα ποτέ μου τη σαγήνη που πηγάζει μέσα από την μυστηριώδη ανθρώπινη φύση. Με τον καιρό, άρχισα να νιώθω πράγματα για εσένα, πρωτόγνωρα και τρομακτικά για εμένα. Αντέϊρα, μέχρι πριν λίγο καιρό, ήμουν μονάχα ένας δαίμονας που ζούσε απομονωμένος στα έγκατα της Κολάσεως. Δεν είχα ποτέ ξανά επαφή με κάποιον άνθρωπο και σας υποτιμούσα, θεωρώντας πως η πιο τέλεια δημιουργία του Πατέρα, ήμουν εγώ και κατ’ επέκταση οι Άγγελοι. Όμως, τώρα βλέπω πως έκανα λάθος, καθώς δεν υπάρχει το αντικειμενικά τέλειο, αλλά αυτό που θεωρεί ο καθένας μας ξεχωριστά. Εγώ ανακάλυψα σε εσένα την τελειότητα Αντέϊρα» της είπα και την είδα να ορθώνει το κεφάλι και να με καρφώνει με τα υπέροχα, καστανά της μάτια.
«Δείξε μου την μορφή σου ξανά» μου είπε και δίστασα.
«Δεν θέλω να βλέπεις αυτό το τέρας» της είπα, μα με έναν μορφασμό, με παρακίνησε να αλλάξω.
Η όψη μου σκοτείνιασε, για να απελευθερώσει τον γιγαντόσωμο, μαύρο άγγελο. Με τα δυο μου χέρια, έκρυψα το πρόσωπό μου καμπουριάζοντας. «Δεν αντέχω να με κοιτάς. Όχι έτσι όπως είμαι» ψέλλισα με τη φωνή μου να τρέμει για πρώτη φορά.
Τότε, ένιωσα ένα απαλό χάδι και ένα χέρι να απομακρύνει με τρυφερότητα τις παλάμες από το πρόσωπό μου. Η Αντέϊρα στεκόταν εκατοστά μακριά μου, χαϊδεύοντας τώρα απαλά τα χέρια μου. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια, αγνοώντας για ακόμη μία φορά την παραμορφωμένη και τρομακτική μου όψη.
«Όσοι κρίνουν με βάση την εμφάνιση, τότε δεν ξέρουν να αγαπούν αληθινά» μου απάντησε και της χαμογέλασα παίρνοντας ξανά την ανθρώπινη όψη μου, για να μπορεί να με φθάνει καλύτερα.
Πήρα απαλά τα χέρια της στα δικά μου.
«Αντέϊρα, είσαι απόλυτα σίγουρη, πως μπορείς να αντέξεις την ιδέα του τι πραγματικά είμαι; Θέλω να πω, δεν έχω την ομορφιά και την καλοσύνη του Μιχαήλ» τη ρώτησα μουδιασμένος.
«Τι πραγματικά είσαι;» μου επέστρεψε την ερώτηση.
«Ίσως ο πιο ισχυρός Πρίγκιπας της Κόλασης, με την πιο ζοφερή μορφή» πρόφερα κάπως πιο κοφτά τις λέξεις.
«Και γιατί όχι, ο πιο ισχυρός Αρχάγγελος; Καθώς, αν δεν κάνω λάθος, σύμφωνα με την ιστορία, αυτό ήσουν. Ο πρώτος και πιο ισχυρός Αρχάγγελος» μου απάντησε χαμογελώντας.
«Γιατί επέλεξα να μην είμαι» επέμεινα.
«Δεν είσαι όμως ούτε και ο ζοφερός δαίμονας που πιστεύεις. Όχι για εμένα τουλάχιστον» τελείωσε και πιάνοντας το χέρι μου, με οδήγησε στο σαλόνι και έκατσε δίπλα μου. «Πες μου, πώς είναι να ζεις στον Παράδεισο; Πώς μοιάζει ο Θεός, καθώς από όσο γνωρίζω, μονάχα εσύ τον έβλεπες» ξεκίνησε τις επικίνδυνες ερωτήσεις.
Για λίγο, έκλεισα τα μάτια μου στην προσπάθειά μου να θυμηθώ εκείνες τις ημέρες, όπου βασίλευε η ειρήνη και η αρμονία. Προτού τα καταστρέψω όλα εγώ.
«Ο Παράδεισος, όπως και η Κόλαση, έχουν διαφορετική εικόνα και σημασία για τον καθένα. Στο δικό μου το μυαλό, Παράδεισος σημαίνει άνοιξη και ένα υπέροχο, συνεχές φως, που έκανε τα χρυσά μου τότε μαλλιά να λάμπουν και να κυματίζουν στους ρυθμούς του ανέμου, που μετέφερε μαζί του τη φρεσκάδα όλης της πλάσης. Ο Θεός, ο Πατέρας μου μοιάζει με μία άυλη πηγή φωτός και δύναμης. Έτσι, την ημέρα που δημιούργησε εμένα, μου πρόσφερε σαν δώρο, λίγη από αυτήν την ενέργεια, την οποία εγώ με την σειρά μου κράτησα μέσα μου. Θυμάμαι, τη δημιουργία των υπόλοιπων Αρχαγγέλων και κυρίως εκείνη του Μιχαήλ. Οι δυό μας, έχουμε κάτι που μας συνδέει από την ημέρα εκείνη. Μοιραζόμαστε ένα μικρό κομμάτι της ενέργειάς μας. Είμαστε κατά κάποιον τρόπο σαν δίδυμοι. Μάλιστα η όψη μας, είναι στην πραγματικότητα πανομοιότυπη, με εμένα να έχω μαλλιά στο χρώμα του ήλιου και εκείνον, στο χρώμα των πρώτων ημερών του φθινοπώρου» κάπου εδώ δίστασα να συνεχίσω την αφήγηση, καθώς μάντευα ποια θα ήταν η επόμενη ερώτηση.
«Πώς έπεσες;» με ρώτησε και κατέβασα το βλέμμα μου στη γη. «Θέλω να πω, ένα υπέρλαμπρο δημιούργημα, με τόση ομορφιά και τελειότητα» συνέχισε.
«Γιατί επιθυμούσα περισσότερα και διαφορετικά πράγματα. Γιατί ήμουν αλαζόνας και επαναστάτης. Γιατί δεν δέχτηκα την ύπαρξη του Πατέρα, ως κάτι ανώτερο, το οποίο θα μπορούσε να διατάζει εμένα και την ελεύθερή μου βούληση. Τα υπόλοιπα, σου είναι γνωστά. Το δέκατο τάγμα με ακολούθησε, ο δίδυμός μου με πολέμησε και εγώ έπεσα στα Τάρταρα, παραμορφωμένος και γεμάτος μίσος και κακία. Λίγο αργότερα, ήρθε στο φως ο άνθρωπος και εγώ ζήλεψα βλέποντάς τους όλους να ασχολούνται μαζί του, ενώ εγώ έλιωνα τιμωρημένος στην Κόλαση. Άδραξα λοιπόν την ευκαιρία και προκάλεσα το προπατορικό αμάρτημα και εν συνεχεία, ο Μιχαήλ με έκλεισε σε ένα κλουβί, το οποίο είχε ο ίδιος φτιάξει, καθώς ο Πατέρας ήταν οργισμένος μαζί μου. Μερικούς αιώνες αργότερα, η τιμωρία έπαψε και εγώ συνέχισα απλώς την άθλια ζωή μου εκεί κάτω, μέχρι που φθάσαμε στο σήμερα» τελείωσα.
«Σε ένα σήμερα εντελώς διαφορετικό» συνέχισε εκείνη.
«Σίγουρα διαφορετικό, καθώς ακόμη και τα αθάνατα πλάσματα, έχουν το περιθώριο να διδαχθούν πράγματα που ούτε καν τα φαντάζονταν. Αφιέρωσα τη ζωή μου στο να πολεμώ τον άνθρωπο, γιατί πολύ απλά δεν τον γνώριζα. Δεν ήξερα τι ήταν ικανός να διδάξει εκείνος σε εμένα» της είπα και εκείνη μετακινήθηκε ένα βήμα πιο κοντά μου. «Πώς να χαμογελώ, ή πώς να ερωτεύομαι» πρόφερα με δυσκολία και την είδα να με κοιτάζει τρυφερά.
«Τι αισθάνεσαι για εμένα;» με ρώτησε και εγώ ένιωσα, σαν να έδινα κατατακτήριες εξετάσεις για το Χάρβαρντ.
«Έλξη. Λατρεύω να με χαϊδεύεις, παρά το γεγονός πως μέχρι πριν λίγο καιρό, δεν διανοούμουν την ύπαρξη οποιασδήποτε σωματικής επαφής. Όταν είμαι μαζί σου αφήνω στις σκιές το τέρας που κρύβεται μέσα μου και διασκεδάζω σαν να μην υπάρχει αύριο. Αυτός ήταν και ο λόγος που άκουσα την προσευχή σου Αντέϊρα» της είπα και ξαφνιάστηκε.
«Την προσευχή μου;»
«Ναι. Ζήτησες απεγνωσμένα βοήθεια και εγώ σε άκουσα γιατί είμαι συνδεδεμένος συναισθηματικά μαζί σου. Με έναν άνθρωπο που ποτέ δεν έστρεψε την προσοχή του στις άσχημες ουλές μου, αλλά με αγάπησε γι’ αυτό που είμαι»
«Εωσφόρε, εγώ…Εγώ θέλω…» ξεκίνησε και την είδα να μπλέκει τα δάχτυλα της στα μαλλιά μου και το πρόσωπό της να βρίσκεται χιλιοστά από το δικό μου.
Για λίγο πάγωσα τον χρόνο, καθώς είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Τι ήμουν έτοιμος να κάνω; Αν τη φιλούσα, θα υπέγραφα αυτομάτως την καταδίκη μου για πάντα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, χώθηκαν σαν σφήνα στο μυαλό μου τα λόγια της Κάιλα. Πως η αληθινή και στιγμιαία έστω, απόλυτη ευτυχία, αξίζει όσο δέκα ζωές μαζί. Αν έκανα πίσω, θα ζούσα για πάντα μισός και μίζερος. Εξάλλου, πάντα αυτό υπήρξα. Μία δυστυχισμένη ύπαρξη που έσερνε το κουφάρι της δεξιά και αριστερά στο πυρ το εξώτερον, με μοναδικό και γνώριμο συναίσθημα, αυτό του μίσους και της εκδίκησης. Όμως, φθάνει πια. Θα ζούσα στο όριο της ευτυχίας και ας πέθαινα. Αργά λοιπόν, μετακίνησα τα χέρια μου και έκλεισα μέσα τους το πρόσωπό της.
«Σ’ αγαπώ Αντέϊρα» ξεστόμισα ο ανεπρόκοπος και τότε ένιωσα πάλι αυτή τη λάμψη, να παλεύει να βγει από μέσα μου.
«Και εγώ σε αγαπώ, Λύαμ» μου απάντησε γελώντας και τότε ένιωσα ένα βελούδινο άγγιγμα στα χείλη μου.
Με μία κίνηση, την έκλεισα στην αγκαλιά μου, ενώ ένιωθα το σώμα μου να θερμαίνεται και να λάμπει ολόκληρο. Το φιλί της ήταν τρυφερό και αργό, σαν να απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο. Ένιωσα τα χέρια της να χαϊδεύουν το στήθος μου και λίγο λίγο, να πασχίζουν να ξεφορτωθούν το γαλάζιο πουκάμισο που φορούσα σαν άνθρωπος. Δεν αντιστάθηκα, καθώς δεν μπορούσα και δεν ήθελα. Παραμερίζοντας τρυφερά τα μαλλιά της, ξεκίνησα να ξεκουμπώνω αργά το φόρεμά της και σηκώνοντάς την ψηλά, τη μετέφερα στο δωμάτιό της.
Το συναίσθημα του να κάνεις έρωτα, ξεπερνούσε σε δύναμη ακόμη και την διαμονή στον Παράδεισο. Καθώς το σώμα μου ενωνόταν με το δικό της, ένιωσα να κατακλύζομαι από δικές της αναμνήσεις και στιγμές από την ζωή της. Την είδα να τρέχει στην αυλή ενός σπιτιού, όταν ακόμη ήταν παιδί, παρέα με την αδερφή της και να υποδέχεται έναν άντρα που εν μέρει της έμοιαζε. Υπέθεσα πως θα ήταν ο πατέρας της και αν έκρινα από την λατρεία στα μάτια της, τη στιγμή που τον αντίκρυσε, θα πρέπει να της κόστισε πολύ ο θάνατός του. Καθώς η ανάσα μου γινόταν όλο και πιο γρήγορη, το φως της ψυχής μου ξεχύθηκε, κάνοντάς την να κλείσει ελαφρώς τα μάτια. Εγώ έγειρα στο πλάι της και την είδα να με κοιτά σοκαρισμένη. Την τύχη μου τη μαύρη, τι έβλεπε; Σε τι είχα μεταλλαχθεί αυτή τη φορά; σκέφτηκα, αλλά μία αμήχανη κίνηση του χεριού μου προς το μέρος του κεφαλιού μου, με έκανε να ανατριχιάσω. Στην παλάμη μου κλεισμένη, βρισκόταν μία ξανθιά τούφα.
«Ε-Εσύ είσαι; Βασικά, είσαι ό,τι πιο υπέροχο έχω δει» την άκουσα να μονολογεί και ευθύς σηκώθηκα για να κοιταχτώ στον καθρέπτη.
Μέσα του, αντικατοπτριζόταν ένας πανέμορφος άγγελος, με έντονα, ανοιχτά, κυανά μάτια και κατάξανθα μαλλιά. Ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω, είτε από τρόμο, είτε από συγκίνηση, όταν ένιωσα το καθησυχαστικό της άγγιγμα.
«Υπόσχεσαι να μην με αφήσεις ποτέ;» με ρώτησε έχοντας χωθεί στην αγκαλιά μου και τότε συνειδητοποίησα τη ζοφερή πραγματικότητα, η οποία με τίναξε απότομα από το όνειρο. Είχα τελειώσει. Η επανεμφάνιση της αληθινής μου όψης, έμοιαζε με την τελευταία και πιο εντυπωσιακή λάμψη ενός άστρου, λίγο πριν χαθεί για πάντα. Τότε, ένιωσα ένα αίσθημα πόνου και σιωπηλού λυγμού να πνίγει την ψυχή μου.
«Λυπάμαι Αντέϊρα, αλλά δεν μπορώ να σου δώσω μία υπόσχεση που ξέρω πως δεν θα κρατήσω» της είπα περίλυπα και την παρακίνησα να καθίσει μαζί μου για λίγο στο κρεβάτι, με εμένα να μην την αφήνω λεπτό από την αγκαλιά μου.
«Τι συμβαίνει; Μίλησέ μου, σε παρακαλώ» είπε ανήσυχη.
«Αντέϊρα, αυτές θα είναι και οι τελευταίες μας στιγμές μαζί» συνέχισα κομπιάζοντας και την είδα να βουρκώνει.
«Γιατί; Δεν, δεν με αγαπάς αρκετά; Δεν θέλεις να είσαι μαζί μου;» με ρώτησε ψιθυριστά.
«Σε αγαπώ τόσο, που ήθελα να μοιραστώ την ψυχή μου μαζί σου για λίγα λεπτά, με αντάλλαγμα την ίδια μου την ύπαρξη» της είπα και εκείνη έδειχνε χαμένη στις σκέψεις της.
«Δεν καταλαβαίνω»
«Η σχέση μεταξύ ενός Άγγελου ή και Δαίμονα και ενός ανθρώπου, είναι απαγορευμένη. Η τιμωρία είναι απίστευτα βαριά. Για την ακρίβεια περιλαμβάνει τον αιώνιο εγκλεισμό στο κλουβί των Ταρτάρων και αργό και βασανιστικό θάνατο με την οριστική και αργή απώλεια των αγγελικών δυνάμεων» τελείωσα και την είδα να σοκάρεται τόσο πολύ, που κάλυψε το στόμα της με το χέρι για να μην ουρλιάξει.
«Γιατί; Γιατί θυσίασες τη ζωή σου για εμένα; Γιατί το έκανες αυτό; Τι θα απογίνεις;» άρχισε να με ρωτά μέσα από λυγμούς.
«Τη ζωή μου τη θεωρούσα τελειωμένη από πριν, μέχρι που η μοίρα έφερε εσένα στο διάβα μου και απέκτησε νόημα η ύπαρξή μου. Σε ευχαριστώ για τις στιγμές που μου χάρισες» της είπα αγκαλιάζοντάς την και εκείνη μούσκεψε το στήθος μου με τα δάκρυά της. Τότε, είδα το δέρμα μου να σχηματίζει ρωγμές και να φτύνει σιγά σιγά την δαιμονική μου εμφάνιση. «Ο χρόνος μου τελειώνει Αντέϊρα. Άκουσέ με σε παρακαλώ και δώσε μου μία υπόσχεση, πως θα ακούς τον φύλακά σου το Μιχαήλ και θα φροντίσεις να ευτυχίσεις στη ζωή σου, με έναν άνθρωπο που θα δει σε εσένα, όλα όσα εγώ είδα και παραπάνω. Το υπόσχεσαι;» τη ρώτησα και τα μάτια μου για πρώτη φορά θόλωσαν.
Εκείνη ένευσε θετικά μέσα από δάκρυα, ενώ συνέχισε να με κρατά μέχρι που η λάμψη μου υποχώρησε και το σώμα μου ξεκίνησε να διαλύεται. Σ’ αγαπώ ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσα, προτού εξαφανιστώ για πάντα.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη