Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 3ο-Κεφάλαιο 3)


ΠΟΤΑΜΟΣ ΜΠΕΡΘ
«ΆΦΗΣΕ ΜΑΣ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΚΙΛΙΑΝ. Η Άισλιν δεν είναι κτήμα σου». Είπε ο Ίθαν.
«Όχι δεν είναι. Αλλά μόνο εγώ μπορώ να την κρατήσω ασφαλή. Εσύ ούτε από εμένα δεν μπορείς να την κρύψεις». Απάντησε ο άντρας.

«Αν δεν ήμουν εγώ και ήταν κάποιος άλλος εκείνος που την απήγαγε; Κάποιος που θα ήθελε να την θυσιάσει; Τι θα έκανες; Τώρα θα ήταν νεκρή κι εσύ δεν θα είχες καταφέρει να τη προστατέψεις. Βλέπεις, είναι καλύτερα μαζί μου». Τα λόγια του Ίθαν πυροδότησαν μια φλόγα οργής μέσα στον Κίλιαν.
   Τα μάτια του άντρα προσηλώθηκαν στο λιθόστρωτο. Ξεκίνησε να βηματίζει προς τον Ίθαν και την Άισλιν. Η κοπέλα τρεμούλιασε τρομαγμένη από την ψύχρα που απέπνεε. Έκανε μερικά βήματα πίσω σε μια προσπάθεια να μεγαλώσει την απόσταση που τους χώριζε. Ο Κίλιαν στάθηκε μπροστά από τον Ίθαν και οι ματιές τους συναντήθηκαν. Ήταν αιχμηρές και οργισμένες. Δίχως να πει άλλη λέξη προσπέρασε τον άντρα που τον είχε προσβάλλει και πλησίασε την Άισλιν.
    Η κοπέλα έμεινε ακίνητη και απέφυγε την παγωμένη ματιά του. Όταν ο Κίλιαν απείχε από εκείνη μόνο μερικά εκατοστά, αναγκάστηκε να σύρει το βλέμμα της στα μάτια του. Περίμενε να τρομάξει ξανά από την παγερή του στάση και τα σκληρά του μάτια. Μα εκείνος είχε ηρεμήσει. Την κοίταζε με ένταση, αλλά όχι με οργή. Έκανε ένα βήμα ακόμη, και βρέθηκε τόσο κοντά της που η ανάσα του πλημμύρισε τις αισθήσεις της. Ήταν οικεία ακόμη κι αν δεν την είχε εισπνεύσει ποτέ ξανά, όσο θυμόταν τον εαυτό της. Της χαμογέλασε στραβά μα τα μάτια του εξέπεμψαν λίγη θλίψη.
«Έλα Άισλιν πάμε να φύγουμε». Η φωνή του Ίθαν την ανάγκασε να τραβήξει τα μάτια της από τον Κίλιαν και να εστιάσει σε εκείνον. «Πες του». Η Άισλιν βαριανάσανε και κοίταξε το έδαφος ενώ τα μάτια του Κίλιαν την περιεργάζονταν.
«Άισλιν τι συμβαίνει;» Η ανησυχία στη φωνή του λύγιζε την κοπέλα, την έκανε να αισθάνεται τύψεις για την απόφαση που είχε πάρει. Μα θυμήθηκε πως ακόμη και εκείνη η Άισλιν που κρυβόταν μέσα της πίστευε πως δεν ένιωθε τίποτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανάγκασε τον εαυτό της να τον κοιτάξει κατάματα.
«Κίλιαν ο Ίθαν κι εγώ θα πάμε στην Έις. Δεν θέλω να επιστρέψω στην Έραμπορν μαζί σου». Τα μάτια του άλλαξαν. Η Άισλιν για μια στιγμή διέκρινε θλίψη μα σύντομα κάθε συναίσθημα μέσα τους πάγωσε. Δεν έμοιαζε θυμωμένος, αλλά άψυχος. Μειδίασε και χάιδεψε το πιγούνι του σκεπτικά.
«Καταλαβαίνω». Μονολόγησε. Κοίταξε τον άντρα πίσω από τον ώμο του. «Την στιγμή που θα την πειράξεις, είσαι νεκρός». Είπε απειλητικά προς τον Ίθαν. Εκείνος γέλασε ειρωνικά μα ο Κίλιαν παρέμεινε ήρεμος και παγωμένος. Ψαχούλεψε το εσωτερικό του σακακιού του και έβγαλε από αυτό το δερματόδετο βιβλίο. Ήταν εκείνο το χειρόγραφο που είχε ξεκινήσει να διαβάζει η Άισλιν. «Ίσως να θέλεις να πάρεις μαζί σου αυτό». Της είπε αδιάφορα. Εκείνη ένευσε και της το έδωσε.
    Χωρίς να πει αντίο, γύρισε τη πλάτη του και απομακρύνθηκε από την Άισλιν. Εκείνη ένιωσε μια ακαταμάχητη ανάγκη να του ζητήσει συγνώμη που είχε επιλέξει να μείνει με τον Ίθαν, μα ήξερε πως αυτό ήταν λάθος. Γιατί έκανε το σωστό. Πήγαινε στη μητέρα της, στην λευκή αυτοκρατορία. Εκεί όπου δεν επιτρεπόταν η μαύρη μαγεία. Εκεί όπου δεν επιτρεπόταν η μαγεία του Κίλιαν. Αναστέναξε και προσπάθησε να διώξει το βάρος που είχε πλακώσει το στομάχι της. Έσφιξε στην αγκαλιά της το βιβλίο και για μια στιγμή τα μάτια της έγιναν υγρά. Για μια στιγμή μόνο. Άισλιν. Ο άντρας ξεφύσησε κουρασμένα μέσα στο κεφάλι της. Θα ξανασυναντηθούμε εμείς. Με αυτά τα λόγια εγκατέλειψε τις σκέψεις της κι εκείνη ξεκίνησε να περπατάει. Προχωρούσε γρήγορα σε μια προσπάθεια να διώξει μακριά από τις σκέψεις της τον άντρα. Ο Ίθαν προσπάθησε να την προφτάσει και προσπέρασαν μαζί την πύλη του Άσπερ.
«Πού ήσουν χαμένη λίγο πριν ακούσουμε τους στρατιώτες;» Η ερώτηση του Ίθαν την έπιασε απροετοίμαστη. Ακόμη κι εκείνη δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς της είχε συμβεί. Έσφιξε την γροθιά της. Ακόμη κρατούσε το μενταγιόν που της είχε δώσει η Φιέρα. Βλασφήμησε από μέσα της ενοχλημένη που δεν το είχε δώσει στον Κίλιαν.
«Ήμουν απλά αφηρημένη». Του είπε αδιάφορα.
«Σου μιλούσα και δεν μου απαντούσες. Ήταν σαν να μην με άκουγες. Το μυαλό σου βρισκόταν αλλού». Η Άισλιν αναστέναξε ενοχλημένη από την επιμονή του Ίθαν.
«Ναι βρισκόταν αλλού, φυσικά και βρισκόταν. Δεν ξέρω αν πρόσεξες πως βρισκόμασταν σε ένα έρημο χωριό». Η φωνή της πρόδιδε τον εκνευρισμό της.
«Έρχεται πόλεμος Άισλιν». Τα λόγια του την ξάφνιασαν. Στράφηκε προς το μέρος του.
«Πόλεμος;»
«Ναι. Τα δύο βασίλεια έχουν ξεκινήσει να στρατολογούν τους υπηκόους τους». Η Άισλιν ξεκίνησε να καταλαβαίνει.
    Ήταν η λευκή αυτοκρατορία που αντιπαρατεθόταν σε εκείνη του Κέζελθ. Το Άσπερ είχε ερημωθεί ύστερα από διαταγές του για στρατολόγηση. Δεν εμπιστευόταν τον Ίθαν, μα είχε μόλις γίνει μάρτυρας αυτού που συνέβαινε. Υπέροχα, σκέφτηκε πικρά. Ένας πόλεμος ερχόταν κατά πάνω της. Το ένα άτομο για το οποίο νοιαζόταν βρισκόταν στον αντίπαλο στρατόπεδο από τη μητέρα της, κι εκείνη δεν είχε αναμνήσεις.
    Έφτασαν ξανά στον ποταμό Μπερθ όταν ο ήλιος έδυε. Περπάτησαν για ώρες κατά μήκος του. Μιλούσαν για την μαγεία. Ο Ίθαν την εξήγησε πως αυτό που είχε συμβεί εκείνη την νύχτα τον είχε αλλάξει. Δεν ήθελε να καταστρέφει τώρα πια, αλλά να δημιουργεί. Όταν είχε ξυπνήσει και είχε δει την κοπέλα που είχε σκοτώσει λιπόθυμη αλλά ζωντανή, είχε συγκλονιστεί. Ως τότε δεν είχε σκεφτεί πως κάτι τέτοιο ήταν δυνατό. Της είπε πως είχαν πάρει μαζί το σκοτεινό μονοπάτι που τους διέφθειρε. Αυτό εξηγούσε την υστερική Άισλιν που κρυβόταν μέσα στο κεφάλι της. Όμως τώρα φαινόταν διαφορετικός κι ο Ίθαν. Είχε ελέγξει τον κακό εαυτό που έκρυβε μέσα του, τον είχε χαλιναγωγήσει. Τα μάτια του ήταν πολύ πιο ζεστά από ότι ήταν στην ανάμνησή της.
    Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασαν επιτέλους στο σημείο του ποταμού που θα διέσχιζαν. Εκεί υπήρχε μία γέφυρα που αποτελούταν από ελαφριούς λίθους με μεγάλες επιφάνειες. Οι τεράστιες πέτρες έμοιαζαν σαν μαύρα πετράδια που επέπλεαν πάνω στα ασημένια νερά του ποταμού. Το τοπίο ήταν πανέμορφο, μα η γέφυρα ήταν δυσπρόσιτη. Οι πέτρες απείχαν αρκετά μεταξύ τους και για να διασχίσει κάποιος το ποτάμι, έπρεπε να έχει ισορροπία. Το πέρασμα από την μία όχθη του ποταμού στη άλλη φαινόταν τρομακτικό.
    Ο Ίθαν προσπέρασε την κοπέλα που αγνάντευε την γέφυρα, και ξεκίνησε να προχωράει πάνω στις πέτρες. Τα πόδια της Άισλιν αρνούνταν να τον ακολουθήσουν αλλά όταν είδε την άνεσή του, βρήκε την αυτοκυριαρχία της. Οι λίθοι φαίνονταν σταθεροί, μα το νερό του ποταμού άλλοτε φούσκωνε και άλλοτε ηρεμούσε. Έτσι τα πόδια τους κατέληξαν βρεγμένα μέχρι τους αστραγάλους. Μόλις βρέθηκαν την αντίπερα όχθη η Άισλιν εξέπνευσε τον αέρα που είχε εγκλωβιστεί στα πνευμόνια της. Άφησε το σώμα της να κυλιστεί στα χαμηλά χορτάρια και ο Ίθαν ακολούθησε το παράδειγμά της.
«Δεν ήταν τόσο τρομακτικό τελικά, έτσι;» Κοιτάχτηκαν και γέλασαν. Εκείνος με την κουρασμένη της έκφραση. Η Άισλιν για να εκτονώσει την ένταση που ένιωθε.
«Ήταν». Τον πληροφόρησε εκείνη τελικά. «Τι θα έλεγες.».
«Αν ξεκουραζόμασταν εδώ για σήμερα;» Την διέκοψε ο Ίθαν συνεχίζοντας την πρότασή της. Εκείνη ένευσε και ο άντρας της έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα. «Να σου πω την αλήθεια αν δεν το έλεγες εσύ, θα αναγκαζόμουν να στο ζητήσω εγώ. Και αυτό θα πλήγωνε τόσο τον εγωισμό μου». Της είπε συνωμοτικά και για άλλη μια φορά γέλασαν μαζί. Έμειναν ξαπλωμένοι εκεί, μπροστά από το ποτάμι. Η δροσερή αύρα της νύχτας δεν τους ενοχλούσε, τους αναζωογονούσε. Και σύντομα αποκοιμήθηκαν.
    Η Άισλιν κοίταξε μπερδεμένη γύρω της. Επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Δεν μπορούσε να δει που βρισκόταν. Πήρε μια ανάσα και το στομάχι της δέθηκε κόμπος. Ήταν εκείνη η μυρωδιά, της ανάσας του Κίλιαν. Μπορούσε σχεδόν να την γευτεί. Κοίταξε πίσω της και τον είδε. Λίγα μέτρα μακριά υπήρχε μια λάμπα που φώτιζε τον δρόμο. Ο Κίλιαν ήταν εκεί, λουσμένος με το κίτρινο φως. Τον πλησίασε και πίεσε τον εαυτό της να θυμηθεί πως είχε βρεθεί εκεί. Τίποτα. Οι μνήμη της την πρόδιδε για μια ακόμη φορά. Όταν έφτασε αρκετά κοντά του εκείνος τράβηξε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. Αφού φίλησε τον καρπό της τύλιξε τη μέση της και ξεκίνησαν να προχωρούν στον δρόμο. Η κοπέλα δεν σκεφτόταν καθαρά. Οι σκέψεις της ήταν θαμπές. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να τις καθαρίσει μα έγινε το αντίθετο αφού ο αέρας ήταν πλημμυρισμένος με την ανάσα του. Μα γιατί συνέβαινε αυτό; Ένιωθε μια περίεργη ζαλάδα, σαν μέθη. Όταν σταμάτησαν να φωτίζονται από την κοντινή λάμπα, η Άισλιν κοντοστάθηκε και τον κοίταξε εξεταστικά.
«Που βρισκόμαστε;» Απαίτησε να μάθει. Οι σκέψεις της ξεκινούσαν να καθαρίζουν. Θυμόταν πως έπρεπε να βρίσκεται με τον Ίθαν και πως είχε αφήσει πίσω της τον Κίλιαν. Εκείνος της χαμογέλασε και πείραξε μια τούφα των μαλλιών της.
«Σε ένα όνειρο». Ή της μιλούσε αινιγματικά, ή της έλεγε την αλήθεια.
«Ονειρεύομαι;» Εκείνος ατένισε το σκοτάδι σκεπτικά.
«Όχι ακριβώς, σε έχω παρασύρει στο δικό μου όνειρο. Μάλλον εγώ είμαι αυτός που ονειρεύεται».
«Ήθελες να μου μιλήσεις;» Περίμενε για μια απάντηση μα ο άντρας την τράβηξε κοντά του.
    Τα πρόσωπά τους βρέθηκαν πολύ κοντά. Ήταν κρυμμένοι στο σκοτάδι, μα το ασθενές φως της λάμπας φώτιζε ακόμη τα μάτια τους. Ο Κίλιαν την κράτησε και την έσφιξε στα χέρια του, σαν να ήθελε να την φέρει ακόμη πιο κοντά. Τα σώματά τους ήταν κολλημένα το ένα στο άλλο. Η ανάσα της Άισλιν έγινε γρήγορη και η καρδιά της προσπάθησε να ξεπηδήσει από το στέρνο της. Την ξάφνιαζε η αντίδραση του κορμιού της, μα ακόμη περισσότερο η κίνηση του Κίλιαν. Η ανάσα του την ζάλιζε ακόμη περισσότερο τώρα που η απόσταση ανάμεσά τους είχε μειωθεί αισθητά. Τα μάτια του κοίταξαν βαθιά στα δικά της και ύστερα ταξίδεψαν στα χείλη της. Όσο η ώρα περνούσε, τόσο πιο δύσκολο της ήταν να ανασάνει. Τελικά η ανάσα της κόπηκε όταν είδε την  λίγη απόσταση που τους χώριζε να συνθλίβεται. Ο άντρας πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της και τα χείλη τους ενώθηκαν. Τα χείλη του ήταν τόσο απαλά, που η Άισλιν ασυνείδητα άνοιξε το στόμα της λαίμαργα για να τα γευτεί. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε. Θυμήθηκε τα πάντα.


Ράνια Ταλαδιανού