Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 29) - "Ugly Truth"

Damian's POV

Είχαν περάσει τρεις μέρες από το μικρό μας «ατύχημα» και δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε καλημέρα. Είχαμε μπει σε μια σιωπηλή ρουτίνα. Σηκωνόταν το πρωί στις 10, έφτιαχνε πρωινό χωρίς να της το ζητήσω κι έφευγε για το γυμναστήριο. Εκεί έπρεπε να παίρνω άυλη μορφή και να τη βλέπω να φλερτάρει με όποιο αρσενικό βρισκόταν στον δρόμο της. Και ειδικά με αυτόν τον κρετίνο τον Άαρον. Μου την έδινε αυτός ο ποταπός θνητός. Όλο χαμόγελα και μύες και αγγίγματα «τρυφερότητας» και καλά. Να τη ρίξει στο κρεβάτι ήθελε και μόνο. Και μετά ερχόταν το Ντέστινι. Και να απομακρύνω όλο το βράδυ ξελιγωμένους άντρες από κοντά της. Ηλίθια αγγελική σαγήνη. Και φτου κι από την αρχή. Και τώρα; Τώρα καθόμουν απέναντί της στο τραπέζι της κουζίνας, όπως πάντα σιωπηλοί, και την παρακολουθούσα να ετοιμάζει άλλη μια κούπα καφέ. Η τρίτη της για σήμερα. Κοίταξα το περιεχόμενο της δική μου κούπας αβέβαιος.

«Θες;» Σήκωσα το κεφάλι μου απότομα και την είδα να στέκεται από πάνω μου ατάραχη, με μια κανάτα περιμένοντας υπομονετικά να της απαντήσω. Αυτή ήταν η πρώτη της λέξη μέσα σε τρεις μέρες; Αλήθεια; Πέταξα την κούπα στο πάτωμα, συνθλίβοντάς την και σηκώθηκα από την καρέκλα νευριασμένος. Εκείνη αναστέναξε. «Θα την αντικαταστήσεις ξέρεις» είπε ατάραχα και, αφήνοντας τη γεμάτη κανάτα στη βάση της, άρχισε να μαζεύει τα μεγάλα κομμάτια πορσελάνης από το πάτωμα με γυμνά χέρια.

«Με δουλεύεις;» της φώναξα. «Έχεις τρεις μέρες να μου μιλήσεις και το πρώτο πράγμα που μου λες είναι, εάν θέλω άλλον καφέ;» Με κοίταξε με βλέμμα που έκαιγε και μου γύρισε την πλάτη.

«Οκ» μου απάντησε αδιάφορα και σηκώθηκε. Την άρπαξα από το χέρι και την ανάγκασα να γυρίσει να με κοιτάξει.

«Άκου να σου πω, κοριτσάκι...» ξεκίνησα, αλλά με διέκοψε η δική της φωνή γεμάτη θυμό που σιγόβραζε.

«Όχι εγώ θα σου πω, δαίμονα. Ξέρω ότι, εάν συνεχίζαμε το μικρό μας...» έκανε μια παύση και δάγκωσε τα χείλη της, αλλά δε σταμάτησε «ότι ήταν τέλος πάντων, θα έπεφτα. Και θα έκανα μεγάλη χάρη σε εσένα και σε αυτό το καθίκι που αποτελείς Άρχοντα και αδερφό σου, αλλά μάντεψε! Μπορεί κανένας από αυτούς τους άχρηστους τους αγγέλους να μη νοιάζεται για εμένα, αλλά εγώ νοιάζομαι. Και μπορεί να μη με έχουν αναζητήσει και να μη δίνουν δεκάρα, εάν ζω ή εάν πέθανα, εγώ όμως δε θα κάνω τη χάρη στον άχρηστο τον πατέρα μου, τον αδερφό σου και πόσο μάλλον σε εσένα, να πέσω τόσο εύκολα. Αυτή είναι μια μάχη που δε θα χάσω!» Με έσπρωξε δυνατά προς τα πίσω ρίχνοντας με στα ντουλάπια με μια έκρηξη πλάσματος από τα γυμνά της χέρια. «Γαμώτο!» φώναξε, ενώ είδα αίμα να αναβλύζει από δύο ανοιχτές πληγές, μια σε κάθε παλάμη της. Έτρεξε στο μπάνιο και άκουσα το ντουλαπάκι με τα φάρμακα να ανοίγει και να κλείνει με δύναμη. Σηκώθηκα αργά και προχώρησα προς την πόρτα του μπάνιου για να τη δω να πνίγει στο οξυζενέ τις βαθιές χαρακιές της. Δεν είχε μάθει να χειρίζεται το πλάσμα και η δύναμη της επίθεσης γυρνούσε σε έναν βαθμό πίσω σε εκείνη.

«Ο πατέρας σου που κολλάει; Ο βιολογικός; Είναι άγγελος;» Το μυαλό μου έπαιρνε απίστευτα γρήγορες στροφές. Όλες οι πληροφορίες και οι υποψίες μου για εκείνη στροβιλίζονταν σε έναν τυφώνα στο κεφάλι μου κάνοντάς με να ζαλίζομαι. Με κοίταξε με απόγνωση κι αναστέναξε.

«Ναι» απάντησε μονάχα και έσφιξε τα δόντια της, ενώ έριχνε λίγο ακόμα από το διάφανο υγρό στα χέρια της. Προχώρησα προς το μέρος της, αγνοώντας τον πόνο στην κοιλιά μου από την ένταση του πλάσματος που εκτόξευσε κι έπιασα τα χέρια της. Πήρα λίγο καθαρό βαμβάκι και τη βοήθησα να τα περιποιηθεί.

«Γνώρισες τον πατέρα σου στον χρόνο σου στον Παράδεισο;» Η φωνή μου ακούστηκε αδύναμη, χαμηλόφωνη. Φοβόμουν την απάντησή της. Εάν οι υποψίες μου για εκείνη ήταν σωστές, αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε...

«Ναι» μου απάντησε το ίδιο χαμηλόφωνα. Κατάπια με θόρυβο το σάλιο που είχε συγκεντρωθεί στο στόμα μου.

«Θα πρέπει να είναι σπουδαίος για να έχεις τη δύναμη του πλάσματος. Είναι σπάνια ξέρεις...» Με κοίταξε, ενώ εγώ κάρφωνα το βλέμμα μου στον επίδεσμο με τον οποίο κάλυπτα τις πληγές της.

«Είναι». Έκλεισα τα μάτια μου. Μη συνεχίσεις, Λιλιάνα. Σε παρακαλώ, μη... «Θες να μάθεις ποιος είναι;» Την κοίταξα αβέβαιος. Χρειαζόμουν πραγματικά αυτήν τη γνώση; Ήταν ένα πλεονέκτημα να ξέρω ποιανού σπόρος ήταν το κορίτσι που είχα στα χέρια μου ως αποστολή να κάνω έκπτωτο. Εάν ήξερα σε ποιο τάγμα ήταν ο πατέρας της, ίσως μου ήταν πιο εύκολο να την αποπλανήσω. Όλοι οι άγγελοι είχαν μια αδυναμία που την κληρονομούσαν στα Νέφελιμ παιδιά τους είτε το θέλανε είτε όχι. Όμως όπως είχαμε δει, δε χρειαζόταν να πατήσω πάνω σε καμία αδυναμία της για να την αποπλανήσω. Η ακατανίκητη έλξη μεταξύ μας ήταν αρκετή για να κάνει και τους δυο μας να ενδώσουμε. Εκείνη στην Πτώση κι εγώ στον Πειρασμό.

«Όχι» είπα τελικά και πήρα τα χέρια μου απρόθυμα από εκείνη. «Καλύτερα να μείνεις σπίτι απόψε. Δε νομίζω να μπορέσεις να πιάσεις στύλο με τέτοιες εκδορές». Κοίταξε τα μπανταρισμένα χέρια της και χαμογέλασε πικρά.

«Ναι...» είπε περισσότερο στον εαυτό της.

Γύρισα στο σαλόνι, κάθισα στον καναπέ και έτριψα το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. Ήθελα να φύγω από εδώ. Ήθελα ένα διάλειμμα. Αυτή η κατάσταση με διέλυε. Η έλξη μεταξύ μας με διέλυε. Έκλεισα τα μάτια και κάλεσα τον Τζέικ. Η μορφή του εμφανίστηκε μπροστά μου, οπλισμένος και έτοιμος για μάχη. Μόλις είδε την κουρασμένη μου φιγούρα το βλέμμα του μαλάκωσε από εκείνο του πολεμιστή σε αυτό του αιώνια φίλου και συνεργάτη μου.

«Ντάμιαν; Τι έγινε;» Η Λιλιάνα ακούγοντας την άγνωστη φωνή βγήκε από το μπάνιο με το χέρι της έτοιμο να επιτεθεί. Βλέποντας τον Τζέικ σταμάτησε και με κοίταξε. Έμεινε εκεί, έξω από την πόρτα του μπάνιου κοιτάζοντάς μας.

«Πρέπει να λείψω για λίγο. Ο Τζέικ θα μείνει μαζί σου». Την άκουσα να γελάει χωρίς να γυρίσω να την κοιτάξω.

«Φυσικά».

«Ντάμιαν;» η φωνή του Τζέικ χάθηκε, ενώ τηλεμεταφερόμουν στο κρεβάτι μου στην Κόλαση. Έπεσα πίσω στα μαξιλάρια μου με θόρυβο. Πόσο παιδιάστικο εκ μέρους μου να φεύγω από τα προβλήματά μου έτσι απλά και να τα φορτώνω σε κάποιον άλλο; Η αλήθεια όμως ήταν ότι η Λιλιάνα δεν ήταν το πρόβλημά μου. Αν έπρεπε να της χρεώσω κάτι, αυτό θα ήταν ότι είχε έρθει στη ζωή μου την πιο ακατάλληλη στιγμή. Συνεπήρε τον κόσμο μου έτσι όπως τον ήξερα εν μια νυκτί και με έκανε να αμφιβάλλω για όλες τις επιλογές μου έως τώρα.

«Αυτά κάνει ο Πειρασμός...» γύρισα τα μάτια μου. Ούτε εδώ δε θα μπορούσα να έχω λίγη ησυχία λοιπόν; Ανασήκωσα τον κορμό μου για να δω τη Λίλιθ να στέκεται απέναντί μου με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της.

«Πού είναι ο αδερφός μου; Δε θέλει σεξ;» Κοίταξα το ρολόι μου επιδεικτικά και μετά εκείνη με το ένα μου φρύδι σηκωμένο. «Ώρα σας δεν είναι;» Η Λίλιθ μου χαμογέλασε.

«Ο αδερφός σου δεν είναι εδώ». Γέλασα ανόρεκτα.

«Ω. Κυνηγάει εκτός σπιτιού;» Αντί να θυμώσει, χαμογέλασε πλατύτερα.

«Ναι. Αλλά δεν είμαι εδώ για να μιλήσω για τον Λούσιφερ». Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και κάθισε στο κρεβάτι πλάι μου. «Η Λιλιάνα πώς είναι; Γιατί δεν είσαι μαζί της;» Η ερώτησή της με παραξένεψε και φάνηκε στο πρόσωπό μου.

«Ήθελα ένα διάλειμμα» απάντησα κουρασμένα. «Ο Τζέικ είναι μαζί της».

«Δε θα τολμήσεις να τη βλάψεις». Δεν με ρωτούσε. Μου το δήλωνε και την κοίταξα συνοφρυωμένος.

«Ορίστε; Από πότε θα μου κάνεις κουμάντο;» Η Λίλιθ σηκώθηκε και βημάτισε νευρικά. Τι σκατά την είχε πιάσει; Φαινόταν ανήσυχη και ότι κάτι την βασάνιζε. Κάτι σκοτεινό και άρρωστο και φαινόταν να θέλει να το βγάλει από μέσα της.

«Η Λιλιάνα είναι κόρη του Μιχαήλ» είπε τελικά και ένιωσα το σαγόνι μου να χτυπάει τα γόνατά μου. Άρχισα να χειρονομώ έντονα προσπαθώντας να μιλήσω, αλλά δεν έβγαινε φωνή. Πώς; Γιατί; Αυτό σήμαινε ότι ο πρώτος Αρχάγγελος είχε πέσει; Γιατί δεν τιμωρήθηκε; Πότε έγινε αυτό; Με σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού της. «Και το ξέρω γιατί εγώ είμαι η μητέρα της...»

Liliana's POV

Είχα δεχτεί χωρίς διαμαρτυρία την απόφαση του Ντάμιαν. Όχι πως, και να πρόβαλα αντίσταση, είχα ελπίδα να του αλλάξω γνώμη. Ο Τζέικ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας από την ώρα που είχε φύγει ο Αρχηγός του, έχοντας όλον τον πολεμικό του εξοπλισμό πάνω του, πράγμα που του καθιστούσε την παραμικρή κίνηση δύσκολη και σίγουρα θα έπρεπε να ήταν κουραστικό. Άνοιξα τη συρταριέρα μου και έβγαλα μια αλλαξιά ρούχα του Άαρον. Επέστρεψα στην κουζίνα και τα ακούμπησα στο τραπέζι μπροστά του. Με κοίταξε ενοχλημένος.

«Δεν μπορείς να περιφέρεσαι στη Γη λες και βρισκόμαστε στο 1823 και είσαι έτοιμος να κατακτήσεις το Ηνωμένο Βασίλειο. Βάλε αυτά». Με κοίταξε καχύποπτα και ύστερα τα ρούχα, πιάνοντάς τα με τα ακροδάχτυλά του κι έκανε έναν μορφασμό αηδίας.

«Δε νομίζω...»

Γέλασα δυνατά.

«Δε θα σε δηλητηριάσω, Ηρακλή. Δεν είμαι η Δηιάνειρα». Τον είδα να σμίγει τα φρύδια του και να εκπλήσσεται με τις γνώσεις μου. Γύρισα τα μάτια μου και πήρα την μπλούζα αποφασισμένη. «Εάν δε γδυθείς μόνος σου, θα σε γδύσω εγώ» είπα με στόμφο και πετάχτηκε όρθιος, αρπάζοντας την μπλούζα από τα χέρια μου και αφήνοντας τον βαρύ του οπλισμό στο πάτωμα. Κοίταξα την ασημένια λεπίδα που έλαμπε στο φως του πρωινού που έμπαινε από τις ανοιχτές τζαμαρίες. Μια τέτοια να είχε δηλητηριάσει άραγε τον πατέρα μου; Από τότε που είχε συμβεί αυτό το περιστατικό με τον Ντάμιαν τρεις νύχτες πριν, τον σκεφτόμουν όλο και περισσότερο. Άραγε να ήξερε για εμένα και τον Κάιλ; Να είχε δει τι συνέβη μεταξύ εμού και του Ντάμιαν; Ήθελε άραγε να πέσω; Να σταματήσω να αποτελώ απειλή για τα τάγματα του Παραδείσου με τη θηλυκή μου υπόσταση; Να σταματήσω να είμαι το λάθος που ήθελε να «διορθώσει»; Ή ήθελε να παλέψω να κερδίσω μια θέση στον τόσο πολύτιμο Παράδεισό του; Μισούσα τις καινούργιες μου σκέψεις όσον αφορούσαν τον Παράδεισο και τη θέση μου εκεί. Δεν ήμουν φτιαγμένη γι’ αυτό. Έπρεπε να το βάλω καλά στο μυαλό μου. Εάν έμπηγα αυτήν τη λεπίδα απευθείας στην καρδιά μου, μήπως θα γλίτωνα από αυτές τις σκέψεις; Άραγε θα καταλάβαινε κανείς την απουσία μου; Ένιωσα δυο χέρια να με πιάνουν από τους ώμους και μια φωνή να με βγάζει από τις σκέψεις μου. Ο Τζέικ με κοιτούσε ανήσυχος με τη γνώριμη μυρωδιά πλέον του θειαφιού να εισβάλλει στα ρουθούνια μου. Όμως στον Τζέικ με έπνιγε, δε με ηρεμούσε όπως στον Ντάμιαν. Σαν να μην ταίριαζε αυτή η μυρωδιά στον Τζέικ. Έκανα δυο βήματα πίσω ξεφεύγοντας από το άγγιγμα του Τζέικ και τον κοίταξα.

«Είσαι καλά;» με ρώτησε ανήσυχος.

«Ναι» απάντησα υπερβολικά γρήγορα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου προσπαθώντας να αποφύγω περαιτέρω ερωτήσεις.

«Ο Ντάμιαν θα με σκοτώσει, εάν πάθεις κάτι». Γέλασα και η πλάτη μου ακούμπησε στο ψυγείο. «Αλήθεια...» απέφυγα το βλέμμα του «Μήπως στεναχωριέσαι που ο Κάιλ δε σε έχει αναζητήσει;» Οκ, αυτό μου τράβηξε την προσοχή.

«Πού ξέρεις εσύ για τον Κάιλ;» τον ρώτησα απότομα.

«Χαλάρωσε. Αυτή είναι η δουλειά μου».

«Να με κατασκοπεύεις;»

«Να ξέρω το πώς και το γιατί των αγγελικών Ταγμάτων». Κάθισα στον καναπέ και με ακολούθησε κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας. Φαινόταν πολύ πιο ήρεμος και άνετος τώρα με τα ρούχα του Άαρον. «Δεν έχει πολλές επιλογές να σε ψάξει. Εάν δεν έχεις γεννηθεί άγγελος και δημιουργηθείς, δεν έχεις πολλά δικαιώματα». Δεν ήθελα να ακούσω τις μπούρδες του, αλλά εκείνος συνέχισε. «Ξέρεις... Σε μια άλλη ζωή... Ο Κάιλ και ο Ντάμιαν ήταν φίλοι. Ο Κάιλ ήταν ο πρώτος άγγελος που δημιουργήθηκε. Ήταν άνθρωπος. Όπως και ο δίδυμός του, ο Λίο. Ήταν μαζί από την ημέρα που γεννήθηκαν, μέχρι την ημέρα που πέθαναν. Δεν ήταν όμως αδέρφια όπως νομίζουν οι περισσότεροι. Απλά ο Μιχαήλ πίστευε ότι θα ήταν καλύτερο μαζί με τον Κάιλ να γίνει άγγελος και κάποιος οικείος του, ώστε να υπάρξει καλύτερο αποτέλεσμα αφομοίωσης στο σύνολο».

«Μόνο ο Μιχαήλ το πίστευε αυτό;» Οκ, η διήγηση του μου είχε τραβήξει την προσοχή.

«Όχι. Οι υπόλοιποι πέντε Αρχάγγελοι είχαν την ίδια άποψη».

«Πέντε;» Ο Τζέικ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ, ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Μάμμωνας ή αλλιώς ο Ντάμιαν και ο Λούσιφερ». Είμαι σίγουρη ότι εκτός από το στόμα μου που έχασκε ανοιχτό, τα μάτια μου ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους.

«Ο... Ο Ντάμιαν ήταν...» Κούνησε πάλι το κεφάλι του καταφατικά.

«Αρχάγγελος; Ναι ήταν. Εκείνοι δίνανε φτερά τότε. Αιώνες πριν. Πριν την δημιουργία του Χριστιανισμού. Ο Κάιλ τώρα... Επιλέχτηκε γιατί η ζωή στη Γη ήταν λίγη για εκείνον. Μπορούσε να προσφέρει περισσότερα κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από εκείνους. Ο Ντάμιαν, αν θες να ξέρεις, πρότεινε να του δοθούν φτερά και τον πήρε υπό την προστασία του. Ήταν ένα αθώο αγόρι που πίστευε ότι υπήρχε κάτι μεγαλύτερο που κινούσε τον κόσμο. Ακόμα και αν δεν είχε καμία γνώση. Ήταν γιος ενός ψαρά και γεννήθηκε στη θάλασσα γι’ αυτό και έχει το νερό σαν στοιχείο.»

«Και πώς πέθανε;»

«Πνίγηκε. Η θάλασσα ήταν ανεξερεύνητη τότε. Ο πατέρας του ήταν από τους πρώτους ψαράδες και σε ένα ταξίδι τους, ο Κάιλ κουράστηκε και κοιμήθηκε στις σανίδες. Δεν ξύπνησε ποτέ». Έσκυψα το κεφάλι για να μη δει τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά μου. «Μη στεναχωριέσαι. Δεν το θυμάται».

«Ο Ντάμιαν τον έσωσε;»

«Ναι. Ήταν φίλοι στον Παράδεισο και ας τον ζήλευε, γιατί εκείνος ήταν γεννημένος Άγγελος».

«Τον ζήλευε;»

«Ναι. Δεν το ξεστόμισε ποτέ όμως. Είναι αμαρτία» ο Τζέικ πήρε μια ανάσα. «Στην Πτώση εκείνος ήταν που επιτέθηκε πρώτος. Είναι μαχητής...» χαμογέλασα αχνά. «Γι’ αυτό θα είναι και ο πρώτος που θα σκοτώσει στην επόμενη επίθεση ο Ντάμιαν. Πρέπει να μηδενίσουμε τους μαχητές». Σηκώθηκα αναστενάζοντας.

«Ώρες-ώρες ξεχνάω ότι θέλετε να καταστρέψετε τον Παράδεισο». Ο Τζέικ ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους.

«Και εγώ ώρες-ώρες ξεχνάω ότι μπορείς να ρίξεις τον αδερφό μου στον Πειρασμό». Τον κοίταξα να απομακρύνεται προς το μπάνιο, αφήνοντας με πίσω με ένα σωρό ερωτήσεις να βουίζουν στο κεφάλι μου...


NADIA