Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 1) - "Η κόρη του κάπελα"

Ήτανε κρύα, παγερή, εκείνη η νύχτα του Γενάρη στη Λακεδαίμονα, μ’ έναν τρελό βοριά να ροβολάει με χλαπαταγή απ’ τη μεριά που έσμιγαν Ταΰγετος και Πάρνωνας. Σύννεφα πυκνά ασημόγκριζα είχανε κρύψει τα άστρα, και το λειψό φεγγάρι έπλεε μονάχο στον σκοτεινό ουράνιο πόντο, καράβι θλιβερό, ακυβέρνητο, φωτίζοντας με οίκτο την κεραμένια στέγη ενός σπιτιού που απόψε το πλησίαζε ο μαύρος καβαλάρης. Δίπλα στο παραγώνι, όπου τα ξύλα της φωτιάς τριζοβολούσαν, μια νεαρή γυναίκα ούτε τριάντα χρόνων κείτονταν ξαπλωμένη σε φτηνό στρώμα γεμισμένο μ’ άχυρα· υπέφερε μέρες τώρα από βαριά πνευμονία, και το ωραίο της πρόσωπο έλιωνε αργά σαν το κερί. Μόνο σημείο ζωής είχανε μείνει απάνω του τα μάτια της, δυο μάτια σκούρα και γλυκά, που ολοένα βυθίζονταν στις κόγχες τους.

    «Λάλησε ο πετεινός;» ρώτησε με κόπο μέσα απ’ τις κοφτές ανάσες του πονεμένου στήθους της τον άντρα που την παρέστεκε γονατιστός, κρατώντας στοργικά το αδύναμο χέρι της, στου οποίου τη μορφή η αγωνία της στιγμής είχε χαράξει τραχιές αυλακιές ρυτίδες.
«Όχι, Βανθώ μου, είναι νωρίς ακόμα… Μόλις διαβήκαν τα μεσάνυχτα» της αποκρίθηκε εκείνος κι έτρεμε ανεπαίσθητα η φωνή του. «Τους έδιωξα όλους τους παρωρίτες απόψε, το σχόλασα το καπηλειό κι ήρθα στο πλάι σου…»
«Πώς θα ’θελα να δω ένα ακόμα ξημέρωμα!» αναστέναξε βαθιά η άρρωστη. «Μα πολύ φοβάμαι πως αύριο δε θα με βρει ζωντανή το φως του ήλιου…»
«Κυρά, τι λες;» αντέδρασε θορυβημένος ο σύζυγός της. «Θα ζήσεις, θα δεις! Δε θα σ’ αφήσω γω να πεθάνεις! Τον καλύτερο γιατρό θα βρω για να σε γιάνει, ας είναι να γυρίσω όλη την Πελοπόννησο…»
Έκανε να απαντήσει η Βανθώ, μα μια καταιγίδα άγριου βήχα ξέσκισε τα σωθικά της. Φλέμα κακό μαζί με αίμα ξέφυγε απ’ τα ωχρά της χείλη και λέκιασε το προσκεφάλι της, και μόλις ο δαίμονας έπαψε να τη συνταράζει έγειρε στο πλάι το κεφάλι της κι έμεινε εκεί ασάλευτη, σχεδόν χωρίς πνοή.
«Βανθώ! Βανθώ, μίλα μου, για τ’ όνομα του Θεού!» την ταρακούνησε ο κάπελας τρελός από το φόβο του, μην ήτανε ήδη αργά για την αγαπημένη του γυναίκα. Κι αυτή, παίρνοντας λίγη δύναμη, γύρισε σε κείνον το βλέμμα της, τον κύτταξε θλιμμένη, με τη μελαγχολία του ανθρώπου που έχει επίγνωση ότι σιμώνει το τέλος του, και του μίλησε σιγά, ψιθυριστά, αρθρώνοντας με βάσανο την κάθε λέξη:
«Κρατερέ… Δε μου μέλει πια να γιάνω… Σώθηκε το λάδι στο καντήλι μου…»
«Όχι, Βανθώ! Δε γίνεται, δε μπορώ να το δεχτώ αυτό! Είσαι πολύ νέα, και το παιδί μας σε χρειάζεται!..» έκανε ο Κρατερός απελπισμένος σφίγγοντας πιο πολύ τις χούφτες της στις δικές του.
«Σύχασε, Κρατερέ μου… Σύχασε, αγαπημένε μου άντρα» ψέλλισε παρηγορητικά η Βανθώ και λευτερώνοντας το ένα χέρι της έφερε τις άκρες των δαχτύλων της να χαϊδέψουν απαλά τους κροτάφους του. «Εκεί που πάω, δεν υπάρχει πόνος, μόνο χαρά, ουράνια χαρά… Μη φοβάσαι…»
Η ανάσα της γινόταν λεπτό το λεπτό όλο και πιο κοφτή, πιο δύσκολη. Πείσμωσε να την κρατήσει όσο το δυνατόν παραπάνω, για να προλάβει να του δώσει μια στερνή ορμήνια:
«Την κόρη μας, Κρατερέ, την Αναστασώ μας… Πρόσεχέ την… Είναι μικρή, πολύ μικρή… παιδούλα… Μην αφήσεις κανέναν να της κάνει κακό…»
«Θα την προσέχω, Βανθώ μου, μάρτυς μου ο Θεός» υποσχέθηκε εκείνος πνιχτά, αφού οι λυγμοί που συγκρατούσε είχαν πληθύνει κι έγιναν όμοιοι με σκοινί γύρω απ’ το λαιμό του. «Το ξέρεις πόσο πολύ την αγαπώ τη μονάκριβή μας, ως αγαπώ κι εσένανε… Αν πάθει κάτι ποτέ η Αναστασώ, χτύπα ξύλο, κάλλιο να πέσω την ίδια ώρα ν’ αποθάνω…»
Ένα αμυδρό χαμόγελο χαράχτηκε στην όψη της Βανθώς. Μισόκλεισε τα βλέφαρα, δυο δάκρυα χύθηκαν απ’ τις κόγχες των ματιών της στα μαραμένα μάγουλα, κι όταν μετά από δυο στιγμές τα ξανάνοιξε, μία γαλήνη αγγελική βασίλευε στο θώρι της.
«Τώρα μπορώ να φύγω ήσυχη… Δέξαι, Κύριε, την δούλη σου» είπε, νιώθοντας ήδη το φτερούγισμα του Αρχαγγέλου πλάι της. Λίγες πνοές πήραν ακόμα τα ταλαίπωρα πνευμόνια της, ύστερα ένας τελευταίος ρόγχος βγήκε απ’ το λαρύγγι της, κι η Βανθώ παρέδωσε το πνεύμα της στον ουράνιο Πατέρα…
Σαν είδε ο Κρατερός πως η συμβία του είχε ξεψυχήσει, έσκυψε πάνω στο κορμί της κι άφησε λεύτερα τα δάκρυα που μέχρι πρότινος τον έπνιγαν. Έτσι, χαμένος στον σιγανό του θρήνο, δεν άκουσε το βήλο στην πόρτα του ανωγιού που τραβήχτηκε, κι ένα κορίτσι οκτάχρονο μπήκε δειλά στην κάμαρη, μελαχρινό, λιγνούτσικο, ντυμένο πράσινο μακρύ σκουτί, με μια πήλινη πλαγγόνα στο ένα χέρι και την πλεξούδα του να πέφτει μισολυμένη στην πλατούλα του. Ήταν αυτή η Αναστασώ, η θυγατέρα του Κρατερού και της Βανθώς, που ακίνητη τηρούσε με τα μεγάλα μαύρα μάτια της το λυπηρό σύμπλεγμα των γονιών της.
«Πατέρα…» πρόφεραν τα τρυφερά χειλάκια της, κι ο κάπηλος ξαφνιασμένος ανασηκώθηκε αργά και στράφηκε προς το μέρος της.
«Δεν κοιμάσαι, Αναστασία;» τη ρώτησε, προσπαθώντας να καταπιεί τη βραχνάδα στη λαλιά του, όμως προδόθηκε. Στο ημίφως της φωτιάς που αργόσβηνε στο τζάκι, η μικρή είδε τα μάτια του να γυαλίζουν δακρυσμένα, τη μάνα της ξερή στο στρώμα, χωρίς να αγροικά ούτε καν μια συριχτή πνοή της, και πήρε η δόλια να τρέμει σύγκορμη.
«Π-πατέρα…» τραύλισε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Η… η μάνα… Έφυγε;... Πάει;..»
«Ναι, κόρη μου… Έφυγε πια, αναπαύτηκε η άμοιρη…» της είπε ο Κρατερός, σκύβοντας το μαύρο του κεφάλι με τα πυκνά ομόχρωμα γένια στις παρειές. Τι να της έλεγε άλλωστε, γιατί να της το κρύψει; Μες στη ζωή κι ο θάνατος βρισκότανε, όσο οδυνηρή κι αν ήταν πάντα η έλευσή του…
«Όχι! Όχι, μανουλίτσα μου!» σπάραξε ωστόσο η Αναστασώ, κι ο γογγυσμός της ξέσκισε την πατρική καρδιά του ταβερνιάρη. Τρεκλίζοντας ήρθε κοντά της, την έκλεισε στα μπράτσα του και φιλούσε απανωτά το πρόσωπο και τα μαλλάκια της για να την κατευνάσει, να ηρεμήσει την παιδική ψυχούλα που βαλάντωνε στο κλάμα για το χαμό της μάνας, και το αγνό λιανό κορμάκι που τρανταζόταν από τα αναφιλητά τόσο ισχυρά, σαν μίσχος λουλουδιού σε μανική ανεμοζάλη…

Τέτοια νύχτα είχε έρθει το κοράσι τους στον κόσμο, καρδιά του χειμώνα το 941. Μόνη της τη γέννησε η Βανθώ, την πιάσανε οι πόνοι απότομοι κι ώσπου να προλάβει να μηνύσει του Κρατερού να φέρει τη μαμή, σπάσανε τα νερά της, και λίγη ώρα αργότερα, στο μισοσκόταδο της μοναδικής κάμαρης του ανωγειού που στέγαζαν τη φτωχική ζωή τους, κρατούσε στα χέρια το μωρό της. Του έκοψε τον λώρο, το έπλυνε μέσα σε χλιαρό νερό μ’ αλάτι, το τύλιξε στις φασκιές και το ξάπλωσε στην κούνια του, που δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα σκαφίδι για το ζύμωμα. Μαρμάρωσε ο Κρατερός, όταν μπήκε κατόπι στο δωμάτιο και συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα του είχε λευτερωθεί μονάχη, μα η Βανθώ μες στη χαρά της που ’γινε μάνα και το πρωτότοκό της βγήκε υγιέστατο, ούτε που το λογάριασε αυτό, κι ούτε την ένοιαζε που έκαμε κορίτσι. Με ηρεμία λοιπόν τον καθησύχασε και ψιθυριστά, να μην ξυπνήσει το νινί, προσκάλεσε τον άντρα της να ’ρθει κοντά στο λίκνο. Και ήρθε εκείνος, και μόλις αντίκρισε τη νεογέννητη κορούλα του, το πλατύ του στέρνο το δασύτριχο πλημμύρισε από αγάπη, κάηκε γλυκά από στοργή για κείνη. Με χείλη τρεμάμενα από συγκίνηση έσκυψε και φίλησε το διάφανο σχεδόν μετωπάκι της, κι ορκίστηκε με το νου και την καρδιά του να την προστατεύει πάντα - τον ίδιο όρκο που ’δωσε κι απόψε με το στόμα, οκτώ χρόνια μετά, στην άμοιρη Βανθώ, που θα κοιμότανε στο εξής κάτω από έναν ξύλινο σταυρό στο προαύλιο της εκκλησιάς…

Η Σπάρτη την εποχή εκείνη, η Λακεδαίμονα ή Λακεδαιμονία όπως την ονόμαζαν, μπορεί βέβαια εδώ κι εκατονταετηρίδες να μην ήταν πλέον η ένδοξη αρχαία ηγεμονίδα με την πολεμική ορμή, είχε αρχίσει όμως να αναπτύσσεται σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις του θέματος Πελοποννήσου. Οι Σλάβοι, που απ’ τα τέλη του 6ου αιώνα δήωναν την Πελοπόννησο και είχανε δείξει ιδιαίτερη προτίμηση στην κοιλάδα του Ευρώτα, αναγκάζοντας πάρα πολλούς κατοίκους της να διασκορπιστούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα – άλλοι νότια στη Μάνη, άλλοι σε παραθαλάσσιες κώμες κι ειδικά στη Μονεμβασιά, κι άλλοι αντίπερα στη Σικελία –, στην αυγή του ενάτου απωθήθηκαν από τον στρατηγό του θέματος Λέοντα Σκληρό προς τα γύρω ορεινά. Κατόπιν ο Σκληρός έφερε Έλληνες της Μικράς Ασίας και Αρμενίους να εποικίσουν την περιοχή, ενώ κάμποσοι από τους πρώην τρομοκρατημένους Σπαρτιάτες επέστρεψαν στον τόπο τους. Η ζωή στην κοιλάδα ξαναβρήκε τον δρόμο της, επανιδρύθηκε δε κι η επισκοπή Λακεδαίμονος στα 810, κι αν θέλησαν οι αλλόφυλοι κατακτητές να εκδράμουν ξανά εναντίον της πόλης, στάλθηκε εναντίον τους στρατός και κατέστειλε την απόπειρα. Τώρα πια, αποτραβηγμένοι στις κοιτίδες τους, οι Μηλιγγοί και οι συγγενείς τους Εζερίτες Σλάβοι δεν ήταν πλέον ταραχοποιά στοιχεία, και με την προϋπόθεση ότι πλήρωναν τον φόρο υποτέλειας τους επιτρεπόταν αυτονομία, κάτω από το άγρυπνο μάτι φυσικά του στρατηγού του θέματος. Σ’ αυτή τη Σπάρτη λοιπόν, όπου γεννήθηκε και πέρασε η Αναστασώ τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της ζωής της, κατοικούσαν μαζί ο λαουτζίκος, κρατικοί και εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, έμποροι διαφόρων εθνικοτήτων, αρχοντολόγια και μια σημαντική κοινότητα Εβραίων. Κι η εύφορη πεδιάδα, σαν καλή μάνα, έδινε απλόχερα τα γεννήματά της σ’ αυτό το μωσαϊκό των ανθρώπων, τα παιδιά της τα βιολογικά και τα θετά, χαρίζοντας ωστόσο σ’ άλλα πλούτο και ανέσεις και σ’ άλλα τη φτώχεια και τη σκληρή βιοπάλη, μεταξύ αυτών και στον Κρατερό.
Το πανδοχείο με το καπηλειό το είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του κι αυτός πάλι απ’ τον δικό του, τρίτη γενεά. Ένα κτίσμα δίπατο στην εμπασιά της πόλης, εκεί που λίγο αραίωναν τα σπιτικά, ταβέρνα κάτω και χάνι απάνω, έτοιμο να εξυπηρετήσει όσους ταξιδιώτες στέκονταν στην πόρτα του, ψάχνοντας για ένα πιάτο φαΐ, μια κούπα κρασί, στρώμα να πλαγιάσουνε τη νύχτα και ξεκούραστα φαριά για να κινήσουν την άλλη μέρα ξανά τον δρόμο τους, μα και τους άντρες που γυρεύανε μια ανάπαυλα απ’ το μόχθο, την κυρά που μουρμούραγε γιατί το τσουκάλι ήταν μισοάδειο και τα κουτσούβελα που αναλόγως την ηλικία γκρίνιαζαν, έκλαιγαν ή σήκωναν τον τόπο με τις φωνές και τις αταξίες τους. Κι ο Κρατερός φρόντιζε πάντα να προμηθεύεται το καλύτερο εμπόρευμα από τα πλοία που έδεναν στο λιμάνι της Μονεμβασιάς φερμένα από τα νησιά, γεμάτα τα αμπάρια τους βαρέλια με το ιερό ποτό του Διονύσου, ή τους ντόπιους που τρυγούσαν αμπελώνες. Δεν το εκτιμούσαν βέβαια όλοι το καλό κρασί, ούτε και είχαν να το πληρώσουν, για αυτό κατέφευγαν στις πούσκες[1] και τα σίκερα[2], που στοίχιζαν πολύ λιγότερο στα ισχνά τους τα βαλάντια, με αποτέλεσμα ο πατέρας της Αναστασώς να τα φέρνει δύσκολα βόλτα, αφού δεν καταδέχτηκε ποτέ να ξεγελάσει τους συντοπίτες του με τέτοια υποκατάστατα για να βγάλει το κάτι παραπάνω. Καλύτερα φτωχός και τίμιος, αυτό έλεγε πάντα, και το εφάρμοζε και με τη γυναίκα του, που τον βοηθούσε στη δουλειά μαγειρεύοντας και σερβίροντας. Δεκαεξάχρονη ξυπόλητη και πεντάρφανη κοπέλα ήρθε από το χωριό της η Βανθώ στη Σπάρτη με την ελπίδα να βρει καλύτερη τύχη, και η μοίρα την έφερε στην πόρτα του δέκα χρόνια μεγαλύτερού της Κρατερού, ο οποίος μόλις είχε αναλάβει το χάνι μετά τον θάνατο του κύρη του. Τον σκλάβωσε μεμιάς η ομορφιά του κοριτσιού εκείνον, και όχι μόνο την κράτησε κοντά του, μα σ’ ένα χρόνο μέσα τη στεφανώθηκε κιόλας δόξη και τιμή, παρά τις αντιρρήσεις του παπά, και την έκανε κυρά του. Έμορφη όμως καθώς ήταν η νεαρή καπήλισσα, σύντομα θέλησαν πελάτες του αντρός της να γευτούν τα κάλλη της, για να χορταίνουνε κάπου τον πόθο που τους άναβε στο σώμα και το νου το οινόπνευμα. Μα ο Κρατερός, σαν έβλεπε τις πρώτες ύποπτες κινήσεις, έσπευδε με τρόπο να την απομακρύνει από κοντά τους, πιάνοντάς της το χέρι και σπρώχνοντάς την απαλά από τη μέση προς τη σκάλα που ανέβαινε στα δώματα, λέγοντάς της νοιαστικά πως αρκετά κουράστηκε για σήμερα και πως μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Κι αφού τα έκανε αυτά, με ύφος στιβαρό επέστρεφε στους θαμώνες του, για να τους δώσει να καταλάβουν ότι μπορούσαν να πιουν, να φαν’ και να μεθύσουν όσο ήθελαν, αλλά δεν είχαν κανένα δικαίωμα ν’ αγγίξουν τη γυναίκα του.
Στον τρίτο χρόνο του γάμου τους, έγιναν πλέον οικογένεια. Μακριά από τα βλέμματα όλων το κράτησε το θυγάτριο η Βανθώ, νύχτα κι αυγή το θήλαζε ώσπου να κλείσει τα δύο χρόνια, κι ύστερα πάλι στο δώμα τη βάσταγε κλειστή να παίζει, με τόπια μαλλί και κούκλες που τις έφτιαχνε η ίδια, σαν μια πριγκίπισσα δεμένη με κρυφή κατάρα. Πριν κοιμηθεί, της έλεγε παραμύθια, την κανάκευε, τη νανούριζε γλυκά με τη μελωδική φωνή της, και τα χειλάκια της Αναστασώς αχνογελούσαν, γουργούριζε σαν γατάκι στο χάδι της μανούλας κι αποζητούσε λαίμαργα τη ζεστασιά του κόρφου της, ενώ το προσωπάκι της το αγγελικό με τα καθάρια μάτια παρέβγαινε σε λάμψη το φεγγάρι και όλα τα αστέρια του ουρανού…

Με τη θανή της μάνας της, η οκτάχρονη παιδούλα βιάστηκε να μεγαλώσει απότομα. Άλλο γυναίκειο χέρι στο σπίτι δεν υπήρχε, η μάμμη της η συνονόματη είχε συγχωρεθεί κι αυτή πολύ πριν τον παππού της, και το ’νιωσε ευθύς πως τους δικούς της ώμους βάραινε το φορτίο να σταθεί του πατέρα της. Ευτυχώς ήταν έξυπνο κι ικανό παιδί, κι έτσι χωρίς καν να της το ζητήσει ο Κρατερός βάλθηκε να σκουπίζει, να μαγειρεύει, να ζυμώνει, να πηγαίνει τα σκουτιά για πλύση στη νεροτριβή, να παστρεύει τα σκουτέλια[3] και τα μουχρούτια[4] του καπηλειού και να συγυρίζει τις κάμαρες του πανδοχείου, όλα μοναχή της· ή μάλλον, σχεδόν μονάχη της, διότι στην αρχή κάποιες καλές γειτόνισσες σπλαχνίστηκαν το ορφανό, τον Κρατερό π’ απόμεινε στον κόσμο δίχως στήριγμα, κι έρχονταν να τους βοηθούνε, φιλεύοντας το κοριτσάκι όταν έφευγαν κατιτίς φαγώσιμο, μαζί μ’ ένα συμπονετικό άγγιγμα στο κεφάλι. Κάποτε όμως κι αυτές αραίωσαν, άλλωστε η Αναστασώ μεγάλωνε, και δεν καταδεχόταν πλέον να τη λυπούνται. «Δεν έχω ανάγκη την ελεημοσύνη τους, μήτε εγώ μήτε ο πατέρας» έλεγε με πείσμα αποφασιστικό στον εαυτό της, κι άμα τύχαινε να της φέρει πάλι καμιά κυρά καλούδι, το πετούσε να το φάνε ο σκύλος κι οι όρνιθες στο κοτέτσι. Στα σωθικά της μέσα και το νου της τον προεφηβικό, είχε αρχίσει να φουντώνει τρανή η υπερηφάνεια…
Από τα έντεκα ως τα δεκατρία χρόνια της, αναπτύχθηκε πολύ η Αναστασία, ψήλωσε το λιανό κορμάκι της και η γλύπτρια Φύση με τη σμίλη της λάξευε ήδη απάνω του τεχνουργικά τα θηλυκά στολίδια, υποσχόμενη να την κάνει μία καλλονή. Τα μάτια της τα ολόμαυρα απέκτησαν μιαν άλλη λάμψη, λιγότερο αθώα και πιο φλογερή, τα τοξωτά της φρύδια που τα σκέπανε θαρρείς πως ανυψώθηκαν, σαν να ’θελαν να εκφράσουν αγέρωχη στάση ή περιφρόνηση, και ο λαιμός της ο μακρύς του κύκνου ορθωνόταν πιο στητός πάνω από κει που παίρνανε να μπουμπουκιάζουν και ν’ ανθίζουν δυο τρυφερά μαρμαρένια στήθια.
Ήταν τότε που ξεκίνησε, με δική της πρωτοβουλία πάλι, να σερβίρει στο καπηλειό, για να ξεκουράζει πιότερο τον πατέρα. Τότε που οι άντρες, βλέποντάς την ανάμεσά τους τόσο μεγαλωμένη, έμειναν με το στόμα ανοιχτό, πολλοί δεν ήξεραν καν πως ο Κρατερός είχε κόρη, και μετά την πρώτη έκπληξη η λαγνεία άστραψε σ’ αρκετών το βλέμμα. Στη φιγούρα της χαριτόβρυτης έφηβης καπηλοπούλας, είδαν μια μετενσάρκωση της μάνας της, «που ο παλιοκάπελας τη φύλαγε σαν κέρβερος, λες κι ήταν καμιά αρχόντισσα, μην του τη μαγαρίσουμε…» Την ψυχανεμίστηκε γρήγορα τη διάθεσή τους η Αναστασώ, από τα μισοψιθυριστά υπονοούμενα και τις ματιές τις πονηρές όταν τους πλησίαζε για να γεμίσει τα καυκιά τους.
«Στην υγειά σου, Αναστασώ! Στην πιο όμορφη ταβερνιάρισσα της Σπάρτης!» φώναζαν υψώνοντας το ποτήρι, κλείνοντας το ζερβό ματόφυλλο, και μόλις το κορίτσι απομακρυνόταν χασκογελούσαν δυνατά και σκουντιόντουσαν με νόημα, καρφώνοντας αδιάκριτα τα νώτα και τα οπίσθιά του. Φοβήθηκε στην αρχή, αλλά κατόπιν έμαθε να μεταμορφώνει τον φόβο της σε απάθεια. Με θάρρος πλέον τριγυρνούσε από τραπέζι σε τραπέζι, κερνούσε τα προπόματα, το κρασί και τα θερμοτραγήματα, φροντίζοντας να μη ρίχνει ούτε βλέφαρο στους ξαναμμένους χαροκόπους, που στη θέα της έψαλλαν άναρχα όποιο γνωστό σχετικό άσμα τους ερχότανε στην κούτρα τους ή το σκάρωναν επιτόπου:
Σαν αποθάνω θάψτε με μέσα εις την ταβέρνα
να με πατεί η καπήλισσα κι η κόρη που μ’ εκέρνα
Απέθανε η ταβερναρού, μα είναι η κορασιά της
χίλιες βολές ’μορφότερη από την αφεντιά της…
«Χόρεψέ μας, κοπελιά! Κούνα μας λίγο το κορμάκι σου!» την προκαλούσαν ενίοτε, μα εκείνη αρνιόταν πεισματικά να υπακούσει. Ώσπου ένα βράδυ, κάποιος χεροδύναμος και πυργωμένος, μελαψός και άγριος ωσάν Αγαρηνός πειρατής, της γράπωσε το μπράτσο και της σύριξε στ’ αυτί:
«Χόρεψε που σου λέμε, καλοκόριτσο, κι εγώ θα σε πληρώσω περισσά νουμμία[5]… Η μάνα σου δε μας έκανε τη χάρη, εσύ όμως είσαι πολύ πιο νόστιμη και θέλω να σε δω να λυγιέσαι…»
Και μ’ αυτά τα λόγια καμπάνισε επίτηδες ένα πουγκί, που το ’χε δεμένο με τρίχινη ζώνη γύρω από τη φαρδιά κοιλιά του. Η ανάσα του βρομούσε πιοτό, όλη η χοντρή του πέτσα έζεχνε ιδρώτα κι απλυσιά, τόσο που η Αναστασία ένιωσε να της έρχεται εμετός. Σκεφτόταν ωστόσο τα χρήματα που είχε ανάγκη ο πατέρας της, και που της είχε πει ότι η επιθυμία των πελατών τους ήταν διαταγή… Τελικά τραβήχτηκε μερικά εκατοστά πιο πέρα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα απάντησε, με ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη και νάζι προσποιητό στον τόνο της:
«Εντάξει λοιπόν! Θα σας χορέψω! Χαλώ εγώ ποτέ χατίρι σε κανέναν σας;..»
Έλυσε τα μαλλιά της τα μακριά, τα κορακάτα, που χύθηκαν πέπλο σκοτεινό στους ώμους της, λύγισε τους αγκώνες, έσπασε στο πλάι τον μηρό και πιάνοντας στο στόμα ένα τραγούδι πήρε να ταλαντεύει στο ρυθμό του τα χέρια κι όλο τον κορμό της. Σφύριξαν επιδοκιμαστικά το κοινό της, χειροκρότησαν, και οιστρηλατημένοι από τη λαύρα της άγουρης θηλυκότητας πέταξαν στα πόδια της νεοχρισμένης χορεύτριας ό, τι νόμισμα βρήκαν πρόχειρο στα σακούλια τους. Δεν έσκυψε να τα μαζέψει τότε η Αναστασώ, δε θα ταπεινωνόταν έτσι λες κι ήτανε ζητιάνα. Μόνο αργά το βράδυ, αφού τράβηξαν οι ντόπιοι για τα σπίτια τους κι οι ξένοι που θα διανυκτέρευαν στο χάνι ανέβηκαν στις κάμαρες να κοιμηθούν, γονάτισε και τα σύλλεξε ένα-ένα στη χούφτα της, όπως το πεινασμένο πουλάκι τα ψίχουλα του ψωμιού στο χώμα. Ντρεπόταν για την κατάντια της, μα πιο πάνω από τη ντροπή έβαζε το χρέος προς τον πατέρα της, που σκοτωνόταν ολημέρα για να μπουν λίγα χρήματα έστω στον κορβανά τους.
«Θεέ μου, συγχώρα με… Για τον πατέρα μου είναι μόνο» μουρμούρισε απολογητικά στον Ύψιστο βουρκωμένη. Έκλεισε πάντως μια συνθήκη με τον εαυτό της, ότι θ’ άφηνε δηλαδή σε τούτους τους άξεστους την ηδονή να τη βλέπουν, όμως ποτέ να την αγγίξουν. Κι αυτό επαναλήφθηκε πολλές βραδιές ακόμα. Σαν αυτόματο, μόλις της ζητούσαν να χορέψει, στεκότανε μπροστά τους, έπαιρνε τα κρόταλα και βροντώντας τα ρυθμικά εκτελούσε με μαστοριά τη διαταγή, ενώ τα κέρματα έπεφταν βροχή στο χωματένιο πάτωμα του καπηλειού, και δωσ’ του ύστερα αυτή να τα συνάζει. Μέχρι που το πήρε χαμπάρι ο Κρατερός και της είπε ταραγμένος:
«Αναστασία, παιδί μου, πούθε τα βρίσκεις ετούτα τα λεφτά; Πες μου πως δεν ξεπουλιέσαι… Πες μου πως δεν κηλίδωσες την τιμή σου! Είναι η μοναδική σου προίκα, τόσο φτωχούς που μας έκανε ο Θεός!»
«Όχι, πατέρα, μη φοβάσαι» τον καθησύχασε στέρεα η κοπελίτσα. «Ποτέ δε θα ξεπουλιόμουνα… Τι με νόμισες; Μου ρίχνουν απλώς φιλοδώρημα για τον χορό μου, κι εγώ το παίρνω, τίμια… Για σε, πατέρα, για μας τους δυο το κάνω, σ’ το υπόσχομαι!» συμπλήρωσε δίνοντάς του ένα απαλό φιλί στο μάγουλο. Μπορεί όλους εκείνους τους αρσενικούς που σύχναζαν στο καπηλειό να τους μισούσε βαθιά και να τους σιχαινόταν, τον γεννήτορά της όμως τον αγάπαγε πολύ και τον εκτιμούσε, ήταν εξάλλου ο μόνος άνθρωπος που είχε στη ζωή…
Είχε σφαλίσει πια τα δεκατέσσερα, όταν εκείνο το ανοιξιάτικο δείλι αντίκρισε μια ασυνήθιστη πομπή να σταθμεύει έξω από το πανδοχείο, που την αποτελούσαν άνδρες επιβλητικοί λαμπροντυμένοι καβάλα σε άτια πλουμισμένα, κι ένα κλειστό φορείο που το βάσταζαν υπομονετικά στο σβέρκο τους μία τετράδα δούλοι. Πεζέψαν οι άρρενες της συντροφιάς, μπήκανε μέσα και γυρέψανε τον Κρατερό, που ανασκουμπώθηκε στο λεπτό να τους διακονήσει.
«Είναι στρατοκόποι άρχοντες απ’ τη Μεθώνη, κόρη μου, έμποροι» εξήγησε απνευστί στην Αναστασία, της οποίας τα μάτια, θαμπωμένα, ρούφαγαν άπληστα τη χλιδή των ξένων καθώς τους σέρβιρε αργότερα φαΐ και κρασί. Τί μετάξια, τί βελούδα, τί χρώματα σερπετά τους έντυναν, και στα δάχτυλά τους γυάλιζαν ολόχρυσα κρικέλια με τιρκουάζ σμαράγδια και άλικα ρουμπίνια…
«Όμορφη κόρη έχεις, κάπηλε. Να τη χαίρεσαι» σχολίασε ένας απ’ αυτούς, νέος, παλικάρι ακόμα, κοιτώντας την, και σήκωσε ελαφρά την κούπα του. Κοκκίνισε η Αναστασώ μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της, με συστολή μα συνάμα κολακευμένη. Τέτοιος άντρας να την έπαιρνε κι εκείνη!..
«Σ’ ευχαριστώ, αφέντη μου. Ο Θεός να σ’ έχει καλά» αποκρίθηκε ταπεινά ο Κρατερός, κι ύστερα έγνεψε της θυγατέρας του:
«Αναστασώ, ανέβα να πας στη δέσποινα το δείπνο της. Είναι λίγο κουρασμένη και ήθελε να ησυχάσει…»
Υπάκουη η μικρή κοπέλα ανέβηκε με προσοχή τη σανιδένια σκάλα που ’βγαζε στα δώματα και χτύπησε τη θύρα που της υπέδειξε ο πατέρας της. «Εμπρός;» ακούστηκε ευθύς μια γυναικεία φωνή, και γυρίζοντας το πόμολο μπήκε μέσα κι απέθεσε με μια υπόκλιση το αχνιστό πινάκι και το ποτήρι το νερό που ’χε στον δίσκο σ’ ένα σκαμνί μπροστά από την αρχόντισσα.
«Ορίστε το δείπνο σου, αυθέντρια» της μίλησε όλο ευγένεια. «Μ’ έστειλε ο κύρης μου να σ’ το φέρω…»
«Καλώς, νεαρά μου. Μπορείς ν’ αποσυρθείς τώρα» έκανε η γυναίκα μαζί με ένα νεύμα του άσπρου ραδινού χεριού της. Όμως η Αναστασώ δεν έφυγε, μόνο πισωπάτησε λίγα βήματα κι έμεινε να τηράει την πλούσια ξένη. Παρά την ώριμη ηλικία της που τη δήλωναν ξεκάθαρα οι αχνές ρυτίδες στο πρόσωπό της, και το σουλούπι της το κοντό και τροφαντό, όλα τα άλλα πάνω της ήταν τόσο εντυπωσιακά, που μαγνήτιζαν το βλέμμα κι εξήπταν τη ζωηρή φαντασία του έφηβου κοριτσιού.
«Τι στέκεσαι εκεί σαν τιμωρημένη; Σου είπα, μπορείς να φύγεις» επανέλαβε η κυρά μόλις την αντιλήφθηκε.
«Με συγχωρείς, δέσποινά μου» απολογήθηκε η Αναστασία, μα πρόσθεσε αμέσως με τόλμη: «Θαύμαζα… θαύμαζα τα φορέματά σου, τα κοσμήματα… Είναι όλα πολύ ταιριαστά στην αφεντιά σου…»
Ξιπάστηκε η αρχόντισσα με το θάρρος της και πήγε στην αρχή να θυμώσει, αλλά κατόπιν την κοίταξε πιο ήρεμα και χαμογέλασε με συμπάθεια.
«Πώς σε λένε, κόρη μου;» τη ρώτησε ταυτοχρόνως μειλίχια.
«Αναστασώ, κυρά μου, Αναστασία…»
«Φαίνεσαι άξιο κορίτσι, Αναστασία. Είδα με πόση αφοσίωση βοηθάς τον πατέρα σου… Ο Θεός να σ’ ευλογεί πάντοτε» την επαίνεσε η Μοθωνιά και τίποτα άλλο δεν είπε την ίδια ώρα, μόνο της έγνεψε ξανά πως ήταν ελεύθερη ν’ απέλθει. Μα πριν αποχωρήσει με τους συγγενείς της την άλλη μέρα, διάλεξε από τα κάρο πολύτιμα πράγματα που σέρνανε μαζί τους κι έδωσε στην Αναστασώ ένα ολομέταξο αραχνοΰφαντο πέπλο, βαθυγάλαζο, φινιρισμένο με χρυσή κλωστή.
«Για μένα;» σάστισε εκείνη μόλις της το ’βαλε στα χέρια. «Δεν… δεν πρέπει να…»
«Μη φέρνεις αντιρρήσεις. Δέξου το, ως δώρο από εμένα» την έκοψε προτείνοντας την παλάμη της, και ο τόνος της φωνής της μαζί με το γελαστό ενθαρρυντικό της βλέμμα έκαναν το κορίτσι να υποχωρήσει ενθουσιασμένο.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ, κυρά μου! Θα το φοράω πάντοτε να σε θυμάμαι! Δε θα το βγάλω ποτέ από πάνω μου, στ’ ορκίζομαι!» είπε σφίγγοντας το πολύτιμο υφαντό στο στήθος της.
«Καλά, καλά» μειδίασε συγκρατημένα η γυναίκα μπρος στον εφηβικό αυθορμητισμό της. «Πήγαινε τώρα στην ευχή της Παναγίας, και πες του πατέρα σου ότι μας υπηρέτησε άριστα. Αν ποτέ ξαναδιαβούμε από τα μέρη της Λακεδαίμονας, θα ξέρουμε πού θα διανυκτερεύσουμε…»
Η Μοθωνιά αρχόντισσα με τους δικούς της μπορεί να μην ξαναπέρασαν από τη Σπάρτη, όμως η Αναστασία το δώρο της το φύλαξε ευλαβικά στο σεντούκι, και κάθε τρεις και λίγο το ξεδίπλωνε και απλώνοντάς το γύρω από το καλλίγραμμο παρθενικό κορμί της ή πάνω στα μαλλάκια της, έπαιρνε πόζες αυτάρεσκες σ’ όλο το χώρο του μικρούτσικου σπιτιού τους, χρησιμοποιώντας ένα παλιό, θολό μπρούτζινο κάτοπτρο χειρός για να παρατηρεί το είδωλό της. Κι όσο το περιεργαζόταν, τόσο πιο πολύ καμάρωνε, και το καμάρι αυτό ξυπνούσε μέσα της μια αίσθηση πρωτόγνωρη.
«Κοίτα, πατερούλη! Δε μου πάει πολύ αυτό το μεταξωτό;» ρώτησε τον Κρατερό, όταν κάποια στιγμή που χαριεντιζόταν εκείνος μπήκε στο ανώγι.
«Ιησούς Χριστός νικά!» σταυροκοπήθηκε εμβρόντητος ο κάπελας. «Τι είναι αυτά τα λούσα, θυγατέρα; Πού το ’βρες τέτοιο ρούχο; Μπας και το ’κλεψες απ’ την αρχόντισσα;»
«Πατέρα!» διαμαρτυρήθηκε, καθώς τον άκουγε έτοιμο να θυμώσει. «Τι είναι αυτά που λες; Γιατί να της το κλέψω; Εκείνη μου το χάρισε με τη θέλησή της… Έλα όμως τώρα, πες μου, δε μου πάει πολύ απάνω μου;»
«Μην το ξαναφορέσεις αυτό, Αναστασία» μουρμούρισε ο Κρατερός, αντίθετα στις προσδοκίες της κόρης του. «Πούλα το στην αγορά, σκίσ’ το, καψ’ το, όμως μη σε ξαναδώ έτσι! Τούτα είναι τέχνες του διαβόλου, για να μας σύρουν στην αμαρτία…»
«Πφ» αποδοκίμασε η μικρή, όταν πια έμεινε μόνη της. «Ακούς εκεί, τέχνη του διαβόλου… Δεν ξέρει να εκτιμά το καλό πράγμα ο πατέρας μου… Σάμπως φόρεσε ποτέ του τίποτα παραπάνω από φτενά μάλλινα και λινά σκουτιά; Κι η μάνα μου η μακαρίτισσα είδε ποτέ βραχιόλι ή ενώτιο χρυσό απάνω της; Αλλ’ εμένα μου πάνε τα μετάξια, τα μαλάματα κι οι πολυτέλειες! Είμαι καμωμένη για αυτά, όχι απλή χωριάτισσα!» φώναξε τέλος σχεδόν στον εαυτό της, τινάζοντας πέρα μια τούφα απ’ τα μαλλιά της.
Από τούδε και στο εξής, η Σπαρτιάτισσα καπηλοπούλα άρχισε να μεγαλοπιάνεται. Πήγαινε κρυφά από τον κύρη της στον μυρεψό και πλήρωνε όσο-όσο για ν’ αγοράσει αρώματα, ροδόνερο, δαφνέλαιο, σανταλόξυλο, μόσχο κι ο τι άλλο της ερέθιζε τη μύτη και λογάριαζε πως το απολάμβαναν οι μεγαλοκυράδες, κι άμα δεν της έφταναν τα χρήματα έφευγε μουτρωμένη. Ξεχνούσε ωστόσο κάθε δυσαρέσκεια, όταν αργότερα άλειφε στο σταρένιο καθαρό της δέρμα τα ευωδιαστά αποκτήματα και η οσμή τους έστελνε ρίγη ηδονικά στην περήφανα ευθυτενή ραχοκοκαλιά της. Στα πανηγύρια, πάλι, έτρωγε με τα μάτια τις πραμάτειες των γυρολόγων για να εντοπίσει κάποιο αντάξιο των προσδοκιών της κόσμημα, κι αφού το έβρισκε άνοιγε το πουγκί της στους έμπορες και παζάρευε σκληρά. Άλλοι την κοίταζαν περιφρονητικά και την απέπεμπαν, άλλοι όμως για καλή της τύχη υπέκυψαν και της έδωσαν το πολυπόθητο στολίδι. Κατάφερε έτσι η Αναστασώ ν’ αποκτήσει ένα γυάλινο ζωγραφιστό περικάρπιο, ένα σκαλιστό περιδέραιο κι ένα ζευγάρι ασημένια σκουλαρίκια, που τα βαστούσε ερμητικά κλειστά σ’ ένα τόσο δα μπαουλάκι κληρονομημένο από τη γιαγιά της, τη μάνα του Κρατερού, σαν μικρή ιδιωτική της περιουσία.
«Ναι», συλλογιόταν, «είναι πολύ ευτελές για χάρη τους ετούτο το δοχείο, μα κάποτε θα ’χω μεγάλους θησαυρούς, με πολλά κοσμήματα και χιτώνες πλουμιστούς μέσα τους! Θα ζω σε μέγαρα, με άντρα πλούσιο, κι έναν στρατό από δούλους και δούλες να με υπηρετούν… Τάχατες δεν είμαι άξια για όλα αυτά; Και… και για το Παλάτι στην Πόλη ακόμα θα ήμουν άξια εγώ, η Αναστασώ η Λάκαινα…»
Αυτή η σκέψη γαλβάνιζε πιο πολύ απ’ όλες το μυαλό της. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που, ενόσω χόρευε μηχανικά για τους θαμώνες του καπηλειού, στροβιλιζόμενη γύρω από τον άξονά της, έκλεινε προς στιγμήν τα μάτια και θαρρούσε πως ξέφευγε από τη στενόχωρη και μισοσκότεινη ταβέρνα, πως ένα σύννεφο την άρπαζε και την πήγαινε στα ανάκτορα της Βασιλεύουσας, τα οποία βέβαια δεν είχε δει ποτέ της, τα φαντασιωνόταν όμως αχανή, πελώρια, ολόφωτα, παντού χρυσό κι ασήμι, κι εκείνη ντυμένη πορφυρά ενδύματα, με στέμμα στο κεφάλι, να προχωρεί στους διαδρόμους τους και όλοι οι αυλικοί να σκύβουν στο πέρασμά της και να την προσκυνούν, να την πολυχρονίζουν και να την επευφημούν ως αυτοκράτειρα… Μεθούσε τότε, πύρωνε το νου, το κορμί και την καρδιά της τούτο το λάβρο εκστατικό ονειροπόλημα, και έλεγε μέσα της:
«Μα τον Θεό, εγώ θα γίνω κάποτε βασίλισσα!..»


[1] Μείγμα ξιδιού με νερό
[2] Υποτυπώδεις τύποι οίνου, όπως μηλίτης, σταφιδίτης κι απιδόκρασο
[3] πιάτα
[4] Κούπες, κρασοπότηρα
[5] Μικρής αξίας χάλκινα νομίσματα




Λίνα Δώρου