Διηγήματα Φαντασίας από τα όρια της ύπαρξης και της ζωής (Διήγημα 8ο) - "Η Πρώτη"

Η βροχή όλο και δυνάμωνε και η ηλικιωμένη γυναίκα κρύφτηκε τρέμοντας όσο πιο κοντά μπορούσε στο κοίλωμα του βράχου. Σε όλη της τη ζωή δε θυμόταν να είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Λες και οι καταρράχτες του ουρανού ξεχείλιζαν όλοι μαζί.

Τίναξε με τα χέρια της τρέμοντας τα νερά από τη βρεγμένη γούνα της, μάταια όμως. Όπου κι αν στεκόταν, το νερό τη χτυπούσε αλύπητα. Σκέφτηκε με ανακούφιση τα παιδιά της. Σίγουρα ήταν καλά και στέκονταν όλα στεγνά στη ζεστή σπηλιά της φυλής τους. Οι «έξυπνοι» θα φρόντιζαν και τους «κουτούς». Όλοι θα ήταν καλά!

Οι ρευματισμοί στη μέση της την πονούσαν πολύ και τα χέρια της είχαν ξυλιάσει. Καταλάβαινε ότι, αν η βροχή συνεχιζόταν για λίγη ακόμα ώρα, θα ήταν πολύ αργά γι’ αυτήν. Δε θα είχε πια τη δύναμη να περπατήσει ως τη σπηλιά. Θα πέθαινε εκεί μόνη, αντίθετα απ’ ό,τι είχε φανταστεί για τις τελευταίες της στιγμές, πως θα τις περνούσε ξαπλωμένη ανάμεσα στα παιδιά της και θα τα αποχαιρετούσε με ένα φιλί...

Είχε υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις της. Πίστευε ότι θα έβρισκε το «Μεγάλο Αρσενικό», τον σύζυγό της, και θα γύριζαν μαζί σώοι στη σπηλιά. Εκείνος είχε τη δύναμη κι εκείνη το μυαλό. Θα τον βοηθούσε να βρει τον δρόμο μέσα από τη δυνατή βροχή και με το κυνήγι στον ώμο, θα γύριζαν στη φυλή τους. Όμως η βροχή ήταν αυτή τη φορά δυνατότερη απ’ ό,τι νόμιζε. Τα μονοπάτια σκίστηκαν, τα δένδρα του δάσους ξεριζώθηκαν και το ποταμάκι έγινε χείμαρρος που την απέκοψε, μόνη στο αντικρινό βουνό. Τουλάχιστον τα παιδιά της και τα παιδιά των παιδιών τους ήταν καλά. Πού να ήταν όμως το «Μεγάλο Αρσενικό»; Θα είχε τη στοιχειώδη λογική για να επιβιώσει σ’ αυτή την καταιγίδα;

Η ώρα περνούσε και η βροχή συνέχιζε με αμείωτη ένταση. Εκεί που κάποτε ήταν το μικρό ρυάκι, τώρα είχε σχιστεί η γη και οι γύρω λόφοι είχαν γίνει απότομες όχθες που έλιωναν μέσα του. Οι αστραπές την τρόμαζαν και οι βροντές έκαναν την καρδιά της που σπαρταρούσε, να αναζητάει τη δυνατή αγκαλιά του «Μεγάλου Αρσενικού». Πού να ήταν; Θα τον ξανάβλεπε; Θα επιζούσε τουλάχιστον αυτός; Τυλίχτηκε με τα πλατιά φύλα του πλαϊνού δένδρου, παγωμένα κι αυτά, όπως οι χοντρές σταγόνες της βροχής και έκλεισε τα μάτια. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν και έγειρε το κουρασμένο σώμα της στο λασπωμένο χώμα. Ο θάνατος ένιωσε πως ήταν κοντά και η νοσταλγία την κυρίευσε.




Θυμήθηκε με νοσταλγία τη ζωή της. Μια ζωή παράξενη, μια ζωή μοναχική, ώσπου γνώρισε το «Μεγάλο Αρσενικό». Ως τότε, ένιωθε πάντοτε μόνη. Ένιωθε πάντοτε ξεχωριστή από τον λαό της. Από τότε που θυμόταν τον κόσμο, από μικρό παιδάκι, έβλεπε πως ήταν διαφορετική. Έβρισκε τα παιχνίδια των άλλων παιδιών ανόητα και τα άλλα παιδιά έβρισκαν τα δικά της παιχνίδια πολύ δύσκολα.

Καθώς μεγάλωνε, έβρισκε και τους μεγάλους πολύ ανόητους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν απλά πράγματα, που εκείνη τα καταλάβαινε με την πρώτη ματιά. Κι όταν τους έδειχνε κάτι, συχνά αντί να χαρούν, ζήλευαν και την έδιωχναν. Άσε που δεν το μάθαιναν εύκολα!

Τότε γνώρισε το «Μεγάλο Αρσενικό». Αυτός ήταν ο μόνος νεαρός που την αγάπησε πραγματικά. Οι άλλοι την ήθελαν μόνο για να κατευνάσουν τις ορμές τους. Γι’ αυτό τους έδιωχνε και γι’ αυτό τη μίσησαν. Γι’ αυτό την έδιωξαν από τη φυλή της. Αυτός όμως την ακολούθησε όπου κι αν πήγε. Δεν ήταν εξυπνότερος από τους άλλους, ήταν όμως καλύτερος.

Την ακολούθησε στη νέα τους πατρίδα, σε μια σπηλιά στην εύφορη κοιλάδα, πλάι στο ποτάμι. Εκεί γεννήθηκαν τα πρώτα τους παιδιά. Δεν ήταν όλα έξυπνα. Μερικά ήταν κουτά σαν τον υπόλοιπο λαό της, τα πιο πολλά όμως ήταν λογικά. Με χαρά τα παρατηρούσε, καθώς μεγάλωναν, να μαθαίνουν εύκολα αυτά που τους έδειχνε και μέρα με την ημέρα να αποκτούν νέες δεξιότητες. Με χαρά παρατηρούσε τα παιχνίδια τους, έξυπνα και χαρούμενα σαν τα δικά της, όταν ήταν παιδί. Τότε για πρώτη φορά μπόρεσε κι αυτή να εκφραστεί. Σκέψεις που παρέμεναν για χρόνια ανέκφραστες, βρήκαν τις κατάλληλες λέξεις. Λίγες, μα ήταν λέξεις. Και κάθε μέρα, κάποια καινούργια λέξη έμπαινε στη ζωή τους. Μόνο το «Μεγάλο Αρσενικό» και λίγα απ’ τα παιδιά της παρέμεναν σχεδόν «βουβά», δείχνοντάς της την αγάπη τους μόνο μ’ ένα τρυφερό χάδι...

Κι όταν τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά της απέκτησαν τα δικά τους παιδιά, έφυγαν από τη μικρή εκείνη σπηλιά, και βρήκαν σ’ αυτό τον τόπο μια μεγαλύτερη. Έγιναν λαός ολόκληρος, συλλέκτες, κυνηγοί, γυναίκες και παιδιά. Κι οι πιο πολλοί, ήταν έξυπνοι όπως εκείνη. Μιλούσαν, κι έσπαγαν την πέτρα με μεγάλη μαεστρία για τα καθημερινά τους εργαλεία...




Όλοι αυτοί, τα παιδιά της, τα εγγόνια της, και τα εγγόνια των παιδιών της, θα την περίμεναν μάταια στη σπηλιά, με το «Μεγάλο Αρσενικό». Ίσως να την έβρισκαν το πρωί νεκρή και παγωμένη, αν δεν την κατασπάραζε πρώτα κάποιο θηρίο, πεινασμένο από την περιπέτεια της καταιγίδας.




Ήταν η ώρα της δοκιμασίας. Ήταν κοντά στον θάνατο και το 'ξερε. Τώρα η ζωή της έμοιαζε κενή, ανούσια. Έζησε τόσα χρόνια! Και λοιπόν; Ποιο το όφελος; Σε λίγο θα ήταν ένα ακόμα ψοφίμι ριγμένο στις λάσπες της βροχής. Έστρεψε τα μάτια της στον γεμάτο αστραπές ουρανό και αναρωτήθηκε για την πηγή αυτής της δύναμης, που έκανε τα πάντα να λυγάνε στο πέρασμά της.

«Τι θ’ απογίνουν τα παιδιά μου;» αναρωτήθηκε. «Σε τι με ωφέλησε που ήμουν διαφορετική; Θα χαθώ κι εγώ όπως τόσοι πριν από εμένα και τα παιδιά μου και τα παιδιά των παιδιών μου, όσο υπάρχει ο κόσμος... Αυτό ήταν όλο;» σκέφτηκε. «Ποιο το νόημα της ζωής μου; Γιατί υπήρξα εγώ η “Έξυπνη Μητέρα”;»




Μια αστραπή ακόμα φάνηκε και έσκασε μπροστά της, μπροστά στο κοίλωμα του βράχου που ήταν γερμένη. Πετάχτηκε τρομαγμένη, όμως αυτή η αστραπή δεν ήταν σαν τις άλλες. Λουσμένο στο φως, ένα μεγάλο φτερωτό αρσενικό στεκόταν μπροστά της. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, ποτέ κάτι τόσο όμορφο. Το τρίχωμά του ήταν ολόχρυσο και φορούσε ρούχα πλεγμένα από φύλλα φοίνικα. Κρατούσε ένα λαμπερό πέτρινο ραβδί με αμέτρητα χρώματα, που άστραφταν σαν την καταιγίδα. Γύρω τους η καταιγίδα έπαψε και μια ζεστασιά απλώθηκε ανάμεσά τους. Η Μεγάλη Έξυπνη Μητέρα γαλήνεψε. Το σώμα της έπαψε να τρέμει και έσκυψε ασυναίσθητα μπροστά του.




«Ειρήνη σ’ εσένα, Έξυπνη Μητέρα! Μη φοβάσαι, Μητέρα των Λαών της Γης» είπε με γλυκιά ποιητική φωνή.

«Ποιος είσαι; Πώς έχεις φτερά;» τον ρώτησε εκείνη με τα μάτια χαμηλωμένα.

«Δεν είμαι άνθρωπος! Βοηθός είμαι και στάλθηκα να απαντήσω στις απορίες σου και να σε παραλάβω για το Μεγάλο Ταξίδι. Εσύ αναρωτήθηκες για το πέρασμά σου από τη Γη, για τα παιδιά σου και για τη ματαιότητα της ύπαρξης και του θανάτου. Μάθε λοιπόν, πως τίποτα δεν είναι μάταιο σ’ αυτόν τον κόσμο. Μάθε πως είσαι η Πρώτη που θα κάνει το ταξίδι αυτό και θα σ’ ακολουθήσουν κάποια μέρα τα παιδιά σου και τα παιδιά των παιδιών σου, όσα μπορούν να έχουν λογική και αθάνατη ψυχή».

Ο Αγγελιαφόρος την άγγιξε και το γέρικο σώμα της απέκτησε και πάλι δύναμη. Σηκώθηκε διστακτικά, στηριζόμενη στα δυνατά μαλλιαρά του μπράτσα. Ο Άγγελος έδειξε ίσα μπροστά και μπρος στο χέρι του η καταιγίδα κόπασε και ο ορίζοντας φωτίστηκε. Η Μεγάλη Έξυπνη Μητέρα κοίταξε και είδε τα παιδιά της. Κατάλαβε πως ήταν μόνο μια εικόνα, μια φαντασία, ένα όνειρο, που έσκιζε τη δύναμη της καταιγίδας. Είδε σε δευτερόλεπτα τα εγγόνια της να μεγαλώνουν, να κάνουν και αυτά παιδιά (έξυπνα σαν κι εκείνη) και να χωρίζονται οι φυλές τους σε όλο το δάσος.

Στο πέρασμά τους τα θηρία λούφαξαν και τα βουνά υποκλίθηκαν. Οι παλιές φυλές σκορπίστηκαν και οι απόγονοί της έγιναν σαν τα άστρα του ουρανού. Πέρασαν βουνά και θάλασσες και τίποτα δε στάθηκε εμπόδιο στο πέρασμά τους. Τα δένδρα τα ψηλά μαράθηκαν και τα βουνά βυθίστηκαν κι οι άνθρωποι συνέχισαν ν’ αυξάνουν.

Πέρασαν χρόνια σαν την άμμο και οι άνθρωποι έχασαν το τρίχωμά τους. Φυλές γιγάντιες σαν τον Άγγελο στάθηκαν στη γη. Φορούσαν παράξενα ρούχα και είχαν παράξενα επίπεδα πρόσωπα. Έμεναν σε σπίτια, μα ένας απ’ αυτούς, γεννήθηκε σε μια σπηλιά, όπως εκείνη, και τον προσκύνησε η γη κι ο ουρανός.

Κτίρια τρανά ορθώθηκαν στο πέρασμά τους και τα ζώα έγιναν υπηρέτες τους. Λαοί πολλοί, όπως η άμμος, βγήκαν από τα σπλάχνα της και πάλεψαν για τη γη και για την εξουσία. Ποτάμια αίμα χύθηκαν και όπλα τρομερά απλώθηκαν στα πέρατα του κόσμου. Όλο και πιο πολλά, όλο και πιο δυνατά. Κατασκευές τρομερές, πέρα από κάθε φαντασία άλλαξαν το πρόσωπο της γης και Άγγελοι ανεβοκατέβαιναν κάθε στιγμή απαρατήρητοι.

Ώσπου οι άνθρωποι πετούσαν κι έφτασαν στο φεγγάρι κι ακόμα πιο ψηλά. Κι η εξουσία τους δυνάμωνε και η δύναμή τους ήταν απερίγραπτη.

Και τότε, στα τέλη των αιώνων οι ουρανοί τυλίχτηκαν σαν ξερό φύλλο και η γη διαλύθηκε με ό,τι ήταν πάνω της. Κι όταν καθάρισαν οι καπνοί, εκεί, σ’ ένα καινούργιο κόσμο, στάθηκε αυτή, η ΄Εξυπνη Μητέρα, μαζί με τα παιδιά της, προσκυνώντας Εκείνον που γεννήθηκε στο σπήλαιο. Και γύρω της λαοί λευκοντυμένοι, ψάλλοντας στον Πλάστη του ουρανού.




Η οπτασία διαλύθηκε και η Μεγάλη Μητέρα έδωσε το χέρι της στον Άγγελο. Η καταιγίδα συνεχιζόταν γύρω τους, εκείνη όμως ένιωθε στεγνή κι ευτυχισμένη.

Σαν αστραπή έσκισαν τον ουρανό, αφήνοντας μέσα στη λάσπη ένα κοκαλωμένο σώμα...





Χρόνης Πάροικος