Summer Solstice (Πρόλογος)

Οι νύχτες στην Μπουργκότζια είναι πολύ αλλιώτικες από αυτές στο σπίτι. Είναι πιο κρύες, πιο σκοτεινές και ο ουρανός έχει πάντα μια μουντή, κοκκινωπή απόχρωση, σαν να είναι άρρωστος. Δεν μου αρέσει και με τρομάζει. Το φεγγάρι είναι τόσο μακρινό από εδώ και τα αστέρια δεν φαίνονται, σαν να μην υπάρχουν, ενώ η πνοή του ανέμου είναι ψυχρή, σαν να την φυσάει ο ίδιος ο θάνατος.

Δεκατρείς ογκώδεις, στρογγυλοί πύργοι είναι χτισμένοι σε διαφορετικά σημεία για την καλύτερη άμυνα και συνδέονται με τεράστιους, χοντρούς τοίχους φτιαγμένους από σκληρή, γκρι πέτρα. Ψηλά, αψιδωτά παράθυρα είναι διεσπαρμένα εδώ και εκεί κατά μήκος των τοίχων σε ένα ασύμμετρο μοτίβο, παράλληλα στις προεξέχοντες πολεμίστρες για τους τοξότες και το πυροβολικό.

Μια πύλη με τεράστιες, μεταλλικές, βαριές πόρτες και μεγάλες πολεμίστρες προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας σε αυτή τη κρύα, απομονωμένη γη και είναι ο μόνος τρόπος, για να μπεις στην πρωτεύουσα. Από οποιαδήποτε άλλη πλευρά η πρόσβαση θα ήταν μάταιη. Το Καπιτώλιο έχει χτιστεί σε τέτοια θέση, ώστε το εχθρικό πεζικό δεν μπορεί να το βλάψει. Είναι ανυψωμένο μέσα στα ψηλότερα βουνά της Μπουργκότζια, καθιστώντας το απόρθητο, αλλά αρκετά ευάλωτο στις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Ο χειμώνας μοιάζει να βασιλεύει αιώνια σε αυτόν τον τόπο.

Καλοδιατηρημένοι κήποι με ευώδη λουλούδια, ωραία δέντρα και πολλούς θάμνους κοσμούν τον εξωτερικό χώρο του Καπιτωλίου χαρίζοντας μια γεύση ζωντάνιας σε αυτόν τον παγωμένο τόπο. Το Ντράγκονσπαϊρ της Μπουργκότζια, το μοναδικό κάστρο σε τούτη την παγωμένη ήπειρο και, ως έδρα του Καπιτωλίου, έχει ξεκάθαρα υπάρξει χιλιάδες χρόνια∙ παρά την ηλικία του δε μοιάζει να πρόκεται να καταρρεύσει σύντομα.

«Πρέπει, να μείνω μόνη μου;» παραπονιέμαι, βλέποντας τους γονείς μου, να ετοιμάζονται για την δεξίωση. Σφίγγω νευρικά τον «κύριο αρκούδο» στο στήθος μου και σφραγίζω θλιμμένα τα χείλη μου.

Απόψε όλες οι αποικίες των τριών μεγάλων Κρατών έχουν συγκεντρωθεί, για να παρευρεθούν στην ανανέωση των Όρκων της Συνθήκης Ειρήνης και οι γονείς μου, ως οι Περιφερειάρχες του Κρέομορ που ανήκει στη Δημοκρατία της Μπουργκότζια, είναι υποχρεωμένοι, να πάνε. Όμως δεν θέλω, να μείνω μόνη. Γιατί δεν με αφήνουν, να τους συνοδεύσω; «Δε θα είμαι άτακτη!» υπόσχομαι.

«Συγγνώμη γλυκιά μου, αλλά τα μικρά παιδιά… δεν έχουν λόγο, να ακούνε τις συζητήσεις των μεγάλων». Η μητέρα μου γέρνει μπροστά και με φιλάει στοργικά στο μέτωπο. «Ο Σιρκάν είναι άρρωστος γι’ αυτό η Χούλια, θα μείνει, να σε προσέχει απόψε».

«Δεν… θα κάνεις καμία αταξία, έτσι;» με πειράζει ο πατέρας μου ανακατεύοντάς μου παιχνιδιάρικα τα μαλλιά. «Ο Σιρκάν θα στεναχωριόταν πολύ, αν πάθαινες κάτι κακό».

Βλέπω τους γονείς μου να φεύγουν, συνοφρυωμένη, και πέφτω βαριά στον καναπέ του σαλονιού, αποκαμωμένη. Η Χούλια, η νταντά μου, πλησιάζει προς το μέρος μου, κρατώντας στα μπράτσα της ένα από τα βιβλία που μου διαβάζει η μητέρα μου, για να αποκοιμηθώ. Όμως, δεν θέλω να κοιμηθώ από τώρα… και ο Σιρκάν, ως ο προσωπικός μου σωματοφύλακας, θα έπρεπε να προσέχει περισσότερο τον εαυτό του.

«Είναι αργά, καλή μου. Έλα, πάμε για ύπνο» δηλώνει η νταντά μου και με πιάνει από το μπράτσο.

Δεν της αντιστέκομαι και την αφήνω να με οδηγήσει στο μεγάλο κρεβάτι μου παρόλο που δεν νυστάζω. Θα μπορούσαμε να πάμε μια βόλτα. Έτσι και αλλιώς όλοι θα βρίσκονται στην Μεγάλη Αίθουσα του Ντράγκονσπαϊρ. Δεν θα ενοχλούσαμε κανέναν. Αλλά τίποτα από αυτά δεν σκέφτομαι φωναχτά. Αντίθετα χώνομαι κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα, ενώ η νταντά μου βολεύεται στην πολυθρόνα της. Ανοίγει ένα από τα παραμύθια και διαβάζει… ώσπου τα μάτια της αρχίζουν να βαραίνουν. Μορφάζω ενοχλημένη, όταν την παίρνει ο ύπνος, στην καρέκλα. Θα με προσέχει κατά τ’ άλλα.

Χαμογελώντας παιχνιδιάρικα ξεσκεπάζομαι και σηκώνομαι. Φορώντας το παλτό μου, βγαίνω έξω και τρέχω στον ήσυχο διάδρομο. Από απροσεξία σκοντάφτω σε κάποιον και πέφτω κάτω χτυπώντας τον πισινό μου. «Άουτς!» Αυτό πόνεσε. Χρωματιστές σελίδες πετάγονται στον αέρα και σκορπίζονται ολόγυρά μας. Σηκώνω τα μάτια μου δειλά και κοιτάζω το έκπληκτο αγόρι από πάνω μου. Τα διαφορετικά μάτια του με παρατηρούν ανήσυχα και μου απλώνει το χέρι, για να με βοηθήσει να σηκωθώ.

«Συγγνώμη…» ψελλίζω απολογητικά, βλέποντας τις σκορπισμένες ζωγραφιές του και σπεύδω να τον βοηθήσω να τις μαζέψει.

Τα ρούχα του είναι προσεγμένα και αρχοντικά. Φοράει ένα κόκκινο πουλόβερ από μερινό και καφέ, κοτλέ παντελόνι. Στο λαιμό του έχει δεμένο ένα επίσης κόκκινο φουλάρι από σατέν. Να είναι κάποιο σημαντικό πρόσωπο εδώ; Ίσως ο πρίγκιπας αυτού του τόπου. Υποκλίνομαι βιαστικά και του χαμογελάω ένοχα. Εκείνος σκύβει μπροστά.

«Δεν μπορείς, να κυκλοφορείς μόνη σου τέτοια ώρα στο κάστρο. Που είναι οι γονείς σου;» με ρωτάει αυστηρά, αν και η έκφραση του προσώπου του είναι αφύσικα ήρεμη και φιλική. Δεν φαίνεται θυμωμένος.

«Στη δεξίωση. Δεν ήθελα να μείνω μόνη μου στο δωμάτιο…»

«Ώστε το έσκασες». Σταυρώνει τα μπράτσα του μπροστά από το στήθος του και με κοιτάζει με ενδιαφέρον.

Ε… όχι ακριβώς.

«Μια βόλτα ήθελα, να κάνω. Θα γυρίσω στο δωμάτιο πριν την επιστροφή τους. Δεν θα με μαρτυρήσεις, έτσι;» τον παρακαλώ με τα μάτια. Μοιάζει να τα χάνει.

«Δεν θα το κάνω, αν δεν το κάνεις και εσύ». Ανασηκώνει τους ώμους του το ίδιο ανήσυχος με μένα. «Πηγαίνω στο θερμοκήπιο του κάστρου, για να ζωγραφίσω. Ο πατέρας μου θυμώνει, όταν κυκλοφορώ χωρίς συνοδεία και ιδιαίτερα, όταν εκείνος δεν είναι τριγύρω. Αλλά αν έχω παρέα, ίσως να αλλάξει γνώμη. Θα με συνοδεύσεις;» ρωτάει και μου απλώνει το χέρι του. Νεύω καταφατικά και τον ακολουθώ.

Με τόσους άρχοντες στο Καπιτώλιο, η φρουρά είναι πολύ περισσότερη από τους κατοίκους της πόλης. Οι διάδρομοι είναι γεμάτοι από δαύτους. Μας κοιτάζουν καθώς περνάμε και κάποιοι υποκλίνονται προς το μέρος μας. Τουλάχιστον οι προσωπικοί στρατιώτες του Οίκου μου και αυτοί της Μπουργκότζια, δίνοντάς μου, να καταλάβω κάτι, που ως τώρα αγνοούσα. Είναι ο γιος του Περιφερειάρχη της Μπουργκότζια.

«Είσαι ο…»

«Μπράιντεν Ντρέις» λέει κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. «Είναι τιμή μου, που σας γνωρίζω δεσποινίς Κίλμπορν».

Βγαίνουμε έξω στους κήπους, που εδώ και αρκετές μέρες βλέπω από το μπαλκόνι του δωματίου μου, και βαδίζουμε γοργά στην παγωμένη νύχτα για το θερμοκήπιο στο κέντρο τους. Μια κραυγή και η συνοδεία κλαμάτων πλημμυρίζει ξαφνικά την ατμόσφαιρα τρομάζοντάς με. Φωνές έρχονται μέσα από το θερμοκήπιο και για μια στιγμή πνίγω την παρόρμηση να φύγω, όμως δεν ανήκουν σε φωνές ενηλίκων. Είναι λεπτές και τσιριχτές, σαν μικρών παιδιών.

Μήπως κάποιος κινδυνεύει; Τρέχω προς τις ανοιχτές πόρτες του θερμοκηπίου αφήνοντας τον Μπράιντεν πολύ πίσω, παρά την κοφτή διαταγή του. Ψηλά δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια με κυκλώνουν, αλλά είναι τόσο πυκνά, που δεν βλέπω τα παιδιά. Ακολουθώ το κλάμα του αγοριού.

«Έι!» φωνάζω θυμωμένη μόλις τους βλέπω. «Τι νομίζετε πως κάνετε;»

Ένα αγόρι κοντά στην ηλικία μου, ίσως και μικρότερο, είναι πεσμένο μπροστά τους και κλαίει, έχοντας το πρόσωπό του χωμένο στα γόνατά του. Τα ξανθά, μακριά μαλλιά του, που έχουν ξεφύγει από την κοτσίδα του και πέφτουν μπροστά στο πρόσωπό του, έχουν μια κόκκινη ανταύγεια στο πλάι. Τον έχουν χτυπήσει!

«Μην ανακατεύεσαι, κοριτσάκι» επιτίθεται, κάνοντας ένα βήμα μπροστά.

Δεν πάω πουθενά. Δεν φοβάμαι τους τραμπουκισμούς του.

Μπαίνω μπροστά από το πεσμένο παιδί, για να το προστατέψω. Τα αγόρια απέναντί μου είναι πολύ μεγάλα, για να τα αντιμετωπίσω και τα σώματά τους έχουν όση μυϊκή μάζα χρειάζεται, για να μου δώσουν ένα καλό μάθημα. Το παιδί πίσω μου πιάνει το χέρι μου, τραβώντας με στο πλάι, όταν η γροθιά ενός αγοριού, έρχεται απότομα προς το μέρος μου. Τον χτυπούν στο πρόσωπο και τον ρίχνουν πάλι κάτω.

«Όχι μη!» Μπαίνω ανάμεσά τους και σπρώχνω τον μεγαλύτερο. «Ποιος νομίζεις, ότι είσαι και χτυπάς κάποιον που δεν μπορεί, να υπερασπιστεί τον εαυτό του;» του φωνάζω.

«Αδερφός μου είναι και τον κάνω, ό,τι θέλω» μου γρυλίζει και σηκώνει πάλι το χέρι του. Αυτή τη φορά το σταματάει ο Μπράιντεν και το ύφος του δεν είναι καθόλου, μα καθόλου φιλικό.

«Θα σας ζητήσω, να φύγετε από τον κήπο μου» λέει ήρεμα. Τα αγόρια υποχωρούν, σαν να τον φοβούνται, ενώ δεν είναι καθόλου τρομακτικός. Τα διαφορετικά μάτια του γυαλίζουν στο φως των πυρσών ολόγυρα και ρίχνουν περίεργες σκιές στο πρόσωπό του.

«Φρικιό» του πετάνε.

«Είσαι καλά;» ρωτάω το παιδί απέναντί μου. Έχει ένα άσχημο, βαθύ κόψιμο στο μέτωπό του, που σίγουρα θα αφήσει σημάδι. «Καλύτερα, να πας στον γιατρό…»

«Όχι! Μην ανακατεύεσαι». Με σπρώχνει, ενώ ο Μπράιντεν μπαίνει αμέσως ανάμεσά μας, για να με υπερασπιστεί.

«Θα έπρεπε να έχεις καλύτερους τρόπους μπροστά σε μια δεσποινίδα και ιδιαίτερα σε κάποια που σου έσωσε τη ζωή» αντιγυρίζει σε επιθετικό τόνο ο Μπράιντεν. «Δεσποινίς Κίλμπορν… είστε καλά;»

Νεύω αμέσως καταφατικά και σφίγγω το χέρι του, για να τον εμποδίσω από το να πει κάτι περισσότερο. Το αγόρι ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα και φεύγει τρέχοντας. Η μικροσκοπική, τραυματισμένη μορφή του με γεμίζει θλίψη και περιέργεια ταυτόχρονα. Δεν τον έχω ξαναδεί τριγύρω. Ποιος να είναι;

«Όσο θαρραλέα και αν θες να το παίξεις… μην τα βάζεις με τους αδερφούς Ολιβάρες. Δεν θα διστάσουν να σε βλάψουν, για να περάσει το δικό τους». Με μαλώνει ο Μπράιντεν.





Ηλιάνα Κλεφτάκη