Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 24) - "Punishment"

Damien's POV
Καθόμουν στο πάτωμα με την πλάτη μου να ακουμπά στο άγριο ξύλο της ντουλάπας για ώρα. Κοιτούσα τον άγγελο που κοιμόταν ήσυχα στο κρεβάτι μου και είχα χαθεί στις σκέψεις μου για μια ακόμα φορά. Δυο ανθρώπινες μέρες είχαν περάσει από τότε που μου είχε ζητήσει να τη μάθω να πετάει. Που είχε σπάσει την αυστηρή μου μάσκα και είχε πλημμυρίσει ζεστασιά όλο μου το κορμί. Που είχα υποκύψει σε αυτά τα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια και στην αθωότητα που έκπεμπε και... Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να αποτινάξω από την μνήμη μου την εικόνα της. Πληγωμένη και διαλυμένη. Όπως εγώ.
Από τότε την απέφευγα. Δεν έδειχνε να την ενοχλεί, καθώς πλέον την είχα λυτή, αλλά κλειδωμένη στο δωμάτιο. Η Στέφενι μου είχε πει ότι ήταν σα να μην υπήρχε. Δεν αντιδρούσε σε όποιον μπαινόβγαινε στο δωμάτιο. Όχι ότι άφηνα κάποιον άλλον πέρα από την αδερφή μου φυσικά, αλλά και πάλι. Ο Τζέικ, αν και φρουρούσε μέρα-νύχτα την πόρτα, δεν είχε κάνει βήμα προς το εσωτερικό του δωματίου. Ήταν φανερό ότι ντρεπόταν για το ατυχές περιστατικό, αλλά είχα και την υποψία ότι την φοβόταν. Φοβόταν την επιρροή που ασκούσε επάνω του. Και το χειρότερο; Και εγώ φοβόμουν την επιρροή που ασκούσε επάνω μου.
Αναστέναξε βαθιά και τεντώθηκα. Προσπάθησα να ήμουν όσο πιο αθόρυβος γινόταν. Εύκολο για κάποιον που έχει μάθει να κινείται στις σκιές, αλλά δεν ήξερα κατά πόσο τα αγγελικά αυτιά της μπορούσαν να καταγράψουν τον ήχο. Δεν ήμουν έτοιμος να την αντιμετωπίσω, άμα ξυπνούσε. Ευτυχώς όμως απλά άλλαξε πλευρό. Συνοφρυώθηκα, καθώς κάτι βαρύ ελευθερώθηκε από το κράτημα της και έσκασε στο παχύ χαλί χωρίς να κάνει κανέναν θόρυβο. Πλησίασα αθόρυβα και έπιασα το σκληρόδετο βιβλίο από το χαλί. Ώστε αυτό έκανε τόσες ώρες. Τόσο ενδιαφέρον είχε βρει στις μεσαιωνικές τιμωρίες; Βέβαια, σε εμάς εφαρμοζόντουσαν ακόμα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το ξέρει αυτό. Μπορούσε; Την κοίταξα ξανά. Άκουσα ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα, που έκανε το σώμα μου να σφιχτεί και το κεφάλι μου να καρφωθεί πάνω της. Γρήγορα, στάθηκα όρθιος και βγήκα από το δωμάτιο για να έρθω αντιμέτωπος με τον Τζέικ. Ήμουν έτοιμος να του τα ψάλλω, όταν είδα το κατακόκκινο πρόσωπό του. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο και απέφευγε το βλέμμα μου.
«Ο Άρχοντας σας ζητάει στην αίθουσα του Θρόνου». Συνοφρυώθηκα αλλά το μάτι μου έπιασε γρήγορα τους δυο φρουρούς που κρύβοντας στις σκιές πίσω του. Ώστε γι’ αυτό ο πληθυντικός ευγενείας. Μάλιστα. Σήκωσα το κεφάλι μου υπερήφανα και προχώρησα προς την αίθουσα. Οι δυο φρουροί βγήκαν γρήγορα από τις σκιές και με ακολούθησαν, σφραγίζοντας μου ταυτόχρονα την έξοδο. Λες και δεν μπορούσα να διαφύγω, αν το επέλεγα. 
Ο αδερφός μου στεκόταν μπροστά από τον Θρόνο του κρατώντας μια φλεγόμενη λεπίδα στα χέρια του. Γέλασα με το που την είδα.
«Ώστε έμαθες για την επίσκεψη μου στη Γη» με κοίταξε με το φρύδι του σηκωμένο.
«Τίποτα δε μένει κρυφό από εμένα, Ντάμιαν» κούνησα το κεφάλι μου ειρωνικά.
«Σωστά...» Οι φρουροί του μου τράβηξαν την μπλούζα και με έκαναν να γονατίσω μπροστά του.
«Ξέρεις γιατί το κάνω αυτό σωστά;» Έβγαλε το κουτί από γρανίτη από την κρυψώνα του και εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Έβλαψα ανθρώπινο ον για προσωπικούς λόγους χωρίς να κερδίσω κάτι και η τιμωρία μου είναι έξι φλεγόμενες λεπίδες να μπηχτούν αργά στο στέρνο μου» είπα χωρίς κανένα ίχνος συναισθήματος στην φωνή μου. Ο Τζέικ ήταν σε μια γωνιά και με έβλεπε με το χέρι του να τρεμοπαίζει πάνω από την λαβή του ξίφους του. Τον κοίταξα καρφώνοντας το βλέμμα μου στο δικό του και απομάκρυνε αργά το χέρι του. Αυτή ήταν μια τιμωρία που έπρεπε να μου επιβληθεί. Πάσχισα τόσο πολύ για να θέσω κανόνες σε αυτήν την κοινωνία που δε θα μπορούσα να κάνω τα στραβά μάτια στο δικό μου παράπτωμα.
«Θες να μας πεις τον λόγο που έβλαψες εκείνα τα ανθρώπινα όντα;» Ο αδερφός μου με κοίταξε καχύποπτα. Ώστε δεν ήξερε τι κοινό είχαν οι άντρες και οι γυναίκες που σκότωσα. Και πιο σημαντικό, δεν ήξερε τι είχαν κάνει.
«Για πλάκα» Απάντησα με ένα σαδιστικό χαμόγελο που γρήγορα μετατράπηκε σε μορφασμό πόνου, ενώ έμπηγε την πρώτη λεπίδα βαθιά στη σάρκα μου. Είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ότι, μετά τη φυλάκιση μου, δε θα επέτρεπα κραυγή πόνου να ξαναβγεί από το στόμα μου. Και όσο κι αν πονούσαν οι λεπίδες, μόνο το πρόσωπό μου μαρτυρούσε τη δυσαρέσκεια μου. Είκοσι βασανιστικά λεπτά αργότερα και συριγμούς ευχαρίστησης από τις ορδές οπαδών του αδερφού μου και το μαρτύριο μου είχε τελειώσει. Όταν ο αδερφός μου απομάκρυνε την τελευταία λεπίδα από το σώμα μου, δέκα χιλιοστά πιο αριστερά από εκεί που οι άνθρωποι έχουν την καρδιά τους, η Στέφενι έτρεξε στο πλάι μου σιωπηλή και με βοήθησε να σηκωθώ. Ο αδερφός μας κάτι πήγε να της πει, αλλά βλέποντας το επικριτικό βλέμμα της αδερφής μας, αλλά και τον αηδιασμένο μορφασμό της Λίλιθ, έμεινε σιωπηλός. Η Στέφενι με βοήθησε να προχωρήσω αργά προς τους κοιτώνες μας. Κοίταξα την πόρτα μου και ύστερα την πόρτα της Στέφενι. Σιχαινόμουν να εξαρτώμαι από άλλους και αφού αφουγκράστηκα την ανάσα της Λιλιάνας και βεβαιώθηκα ότι ήταν ακόμα κοιμισμένη, εγκατέλειψα με έναν μορφασμό πόνου την αγκαλιά της αδερφής μου και μπήκα στο δωμάτιο μου. Χρειαζόμουν ένα μπάνιο, καθώς το δωμάτιο πλημμύρισε από τη μυρωδιά του αίματός μου. Μπήκα όσο πιο γρήγορα γινόταν στο μπάνιο και άνοιξα το καυτό νερό. Το νερό έτρεχε κόκκινο πάνω μου και κάπου εκεί έχασα τις αισθήσεις μου.
Ξύπνησα από τον απαλό ήχο της ανθρώπινης καρδιάς που βαρούσε στα αυτιά μου ρυθμικά. Άνοιξα τα μάτια μου για να δω το περίτεχνο, σκαλιστό ταβάνι του δωματίου μου.
«Ησύχασε. Πέρασε» μια μελωδική φωνή με καθησύχασε και γύρισα να κοιτάξω τη Λιλιάνα που καθάριζε με ένα λευκό πανί τις πληγές μου. Έκανα να σηκωθώ, αλλά ένιωθα τον πόνο να κόβει στα δυο το κορμί μου.
«Μην κουνιέσαι. Το φίλτρο δεν έχει δράσει ακόμα». Η Στέφενι βρισκόταν στην άλλη πλευρά του κρεβατιού ανακατεύοντας κάτι που μύριζε σαν χαλασμένο τυρί. Γύρισα το κεφάλι μου να κοιτάξω το σώμα μου. Ήμουν ντυμένος με μια καθαρή φόρμα και χωρίς μπλούζα. Κοίταξα την Λιλιάνα καχύποπτα και μπόρεσα να δω ένα ελαφρύ κοκκίνισμα να βάφει τα μάγουλα της παρά την αυστηρή της έκφραση. Χαλάρωσα και άφησα τις γυναίκες να με περιποιηθούν. Ένιωθα το βλέμμα της Λιλιάνα να με καίει περισσότερο από τα τραύματα μου, καθώς κοιτούσε τις κακογιατρεμένες πληγές που μου είχαν χαρίσει οι μάχες, αλλά και η φυλάκιση τόσων χρόνων. Την είδα να θλίβεται και υπέθεσα ότι στο μυαλό της ήρθαν μνήμες από τις δικές της ουλές. Με όσο κουράγιο μου είχε απομείνει και ξεχνώντας τελείως την αδερφή μου που βρισκόταν στο προσκεφάλι μου, έπιασα το χέρι της πάνω στο στέρνο μου. Έδειξε να εκπλήσσεται και με κοίταξε.
«Συγνώμη...» είπε τελικά κοιτώντας με στα μάτια. «Ξέρω ότι η τιμωρία αυτή είναι δικό μου σφάλμα...»
«Δε με ανάγκασε κανένας να το κάνω» τη διέκοψα. Ένιωσα το αίμα της να ρέει γρηγορότερα κάτω από την παλάμη μου «Εγώ το διάλεξα και δεν το μετανιώνω. Έξι φλεγόμενες λεπίδες είναι πταίσμα μπροστά σε ό,τι έκαναν εκείνοι. Ακόμα και για εμάς τους δαίμονες υπάρχουν όρια». Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό της πια, καθώς το φίλτρο άρχιζε να επιδρά και να θολώνει την όρασή μου. Ένιωσα το σώμα μου να χαλαρώνει και τη γλώσσα μου να λύνεται. Αυτό ήταν κακό. Ενώ πάλευα να μην ενδώσω στον ύπνο και να μην αφήσω κανέναν να με δει να υποφέρω, πόσο μάλλον έναν άγγελο και την αδερφή μου, ένιωσα ένα χέρι να ακουμπά τις ουλές μου από τις αλυσίδες. Μπορούσα να νιώσω τον γρήγορο παλμό και ήξερα αμέσως ότι αυτό το άγγιγμα δεν ήταν της Στέφενι. Χαμογέλασα, ενώ ένιωθα τα βλέμματα μου να βαραίνουν. Με όση δύναμη είχα μαζέψει άνοιξα το στόμα μου για να πω το εξής: «Μια ουλή είναι απόδειξη ότι επέζησες. Ότι βγήκες νικητής. Και κανένα σημάδι, ποτέ, δε θα καταφέρει να σου κλέψει την ομορφιά». 
Και κάπου εκεί τα πάντα μαύρισαν...

NADIA