Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 3ο-Κεφάλαιο 6)


ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ

    Η ΜΙΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΣΥΝΕΡΧΕΤΑΙ. Βρισκόταν ξαπλωμένη στο εσωτερικό μιας σκηνής. Μισάνοιξε τα μάτια της και το φως ενός πυρσού της επιτέθηκε. Τα έκλεισε ξανά. Τότε συνειδητοποίησε πως δεν πονούσε. Θα έπρεπε να υποφέρει ακόμη από τον πόνο. Μία λόγχη είχε διαπεράσει τον αστράγαλό της. Άθελά της γύρισε πίσω σε εκείνη τη μέρα που οι πληγές της είχαν γιατρευτεί από την Άισλιν. Ανασηκώθηκε και κοίταξε επίμονα το πόδι της. Ήταν όπως είχε φανταστεί. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος πληγής.

    Η σκηνή μέσα στην οποία βρισκόταν ήταν τόσο μεγάλη και καλά διακοσμημένη που έμοιαζε με δωμάτιο. Είχε παραλληλόγραμμο σχήμα και από το «ταβάνι» της κρεμόταν, με τη βοήθεια πολλών αλυσίδων, ένας ασημένιος πυρσός. Απέναντι από το κρεβάτι της Μία βρισκόταν ένα ασημένιο γραφείο. Ναι η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη σε ένα υπερμέγεθες και απαλό στρώμα. Δίπλα της πρόσεξε πως υπήρχε ένα μεταλλικό κομοδίνο. Πάνω σε αυτό είδε ένα σημείωμα.
Συνάντησέ με στις επτά έξω από το Μέινλοουν. Εστέφαν.
    Η Μία τσαλάκωσε το χαρτί μέχρι που πήρε τη μορφή μιας μπάλας στο εσωτερικό της παλάμης της. Το σημείωμα που της είχε αφήσει ήταν παράξενο. Θα μπορούσε απλώς να πάει εκεί και να της πει ότι τον απασχολούσε. Αλλά εκείνος είχε φερθεί με μεγάλη μυστικοπάθεια. Η Μία μισόκλεισε τα μάτια της εκνευρισμένα και αναστέναξε. Τι μπορεί να θέλεις; Αναρωτήθηκε. Ο δείχτης ενός ρολογιού ήχησε δυνατά καθώς άλλαζε θέση. Τα μάτια της Μία εκτοξεύτηκαν προς την πηγή του ήχου και ύστερα γούρλωσαν.
    Το ρολόι ήταν κάτι που ως τότε έμοιαζε με απλό διακοσμητικό τοίχου. Αποτύπωνε τον ήλιο δίπλα στη μισοφωτισμένη σελήνη. Ήταν κρεμασμένο και οι ακτίνες του ήλιου άγγιζαν το μισοφέγγαρο. Όμως εκείνη τη στιγμή μια μεγάλη ακτίνα είχε κινηθεί και ένας δυνατός μεταλλικός ήχος την είχε συνοδέψει. Η κοπέλα απέμεινε να κοιτάζει για ώρα το ρολόι μέχρι που συνειδητοποίησε τι ώρα ήταν. Αν οι δείκτες δεν ψεύδονταν, ήταν είκοσι λεπτά πριν τις επτά. Η Μία σηκώθηκε πανικόβλητη από το βολικό κρεβάτι.
    Την ίδια στιγμή μπήκε μέσα μια γυναίκα. Η κοπέλα πρόσεξε πως ο «τοίχος» του «δωματίου» ήταν απλό ύφασμα. Κοίταξε εξεταστικά τον χώρο γύρω της και συνειδητοποίησε πως όλη εκείνη την ώρα βρισκόταν μέσα σε σκηνή. Το πρόσωπό της γυναίκας, που έμπαινε στη σκηνή, ήταν κρυμμένο από τα θαμπά καστανά μαλλιά της. Οι κόμποι που σχημάτιζαν ήταν οικείοι για τη Μία. Φορούσε ένα φαρδύ χρυσαφένιο φόρεμα που ήταν αρκετά μακρύ για να σέρνεται στο πάτωμα. Η γυναίκα σήκωσε το πρόσωπό της και κοιτάχτηκε κατάματα με τη Μία. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα και μεγάλα. Έτρεξε προς τη κοπέλα και την αγκάλιασε.
«Μία! Έμαθα τι σου συνέβη». Της είπε όσο την έσφιγγε στην αγκαλιά της. «Ευτυχώς ήταν μόνο ένας μικρός τραυματισμός». Έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε.
«Λύριο τι κάνεις εδώ;» Η Μία ήταν χαρούμενη που την έβλεπε όμως την είχαν αφήσει πίσω στο χωριό Στορμ.  Ένιωθε μπερδεμένη.
«Ετοίμασα τα πάντα για τον πόλεμο γλυκιά μου». Της ανακοίνωσε τραγουδιστά. «Ξόρκια για να σας δώσω δύναμη, ξόρκια για να ρίξω σε λήθαργο τους αντιπάλους».
 Σταμάτησε να μιλάει και πλησίασε τα χείλη της στο αυτή της Μία. «Ξόρκια δηλητηρίασης». Της είπε συνωμοτικά και της έκλεισε το μάτι.
«Αυτό είναι υπέροχο». Η Μία της χαμογέλασε εγκάρδια. Οι χτύποι του ρολογιού ξεκινούσαν να της προκαλούν ταχυπαλμία. Κοίταξε τη Λύριο που φαινόταν ενθουσιασμένη.
«Τώρα ας μπούμε στο ψητό. Δεν θέλω να βρίσκεσαι ποτέ ξανά στη πρώτη γραμμή γιατί πολύ απλά.».
«Λύριο θα σε πειράξει πολύ αν μιλήσουμε λίγο αργότερα για ότι σε απασχολεί; Πρέπει να πάω κάπου». Το βλέμμα της κοπέλας κοίταζε επίμονα το πάτωμα.
«Μα φυσικά. Θα σε περιμένω εδώ. Θα σου ετοιμάσω και κέικ κολοκύθας, το αγαπημένο μας». Τα μωβ μάτια της Λύριο υπνώτιζαν τη Μία αλλά το λόγια της την αγρυπνούσαν. Κέικ κολοκύθας; Ίου. Σκέφτηκε πικρά. Της χαμογέλασε όσο καλύτερα μπορούσε και προχώρησε προς το μυστικό άνοιγμα της σκηνής. Έσπρωξε το ύφασμα και εκείνο την υπάκουσε. Ήταν έτοιμη να φύγει όμως δίστασε και κοίταξε σκεπτικά τη Λύριο.
«Μόνο ένα πράγμα πες μου. Πως έφτασες εδώ τόσο γρήγορα;»
«Έχουν και μερικά καλά πράγματα αυτά τα μάτια». Της απάντησε με ενθουσιώδη φωνή. Μαγεία, κατέληξε η Μία.
    Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο. Όσο ήταν λιπόθυμη η άδεια έκταση στο εσωτερικό της πόλης είχε παραγεμίσει με σκηνές και στρατιώτες. Μάλλον το συμβάν με την ενέδρα είχε κρούσει το καμπανάκι του κινδύνου. Ιαχές και κλαγγές όπλων τρυπούσαν τα τύμπανα της Μία. Όλοι εξασκούνταν και προετοιμάζονταν για τις επερχόμενες μάχες. Οι σκηνές είχαν τοποθετηθεί κυκλικά έτσι ώστε να υπάρχει αρκετός χώρος για εξάσκηση και για μάχη. Η Μία αναστέναξε κουρασμένα καθώς παρατηρούσε την διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσει. Πρώτα έπρεπε να περάσει από το κέντρο του στρατοπέδου. Ξεκίνησε να περπατάει δυναμικά. Προσπέρασε δύο άντρες που πάλευαν με σπαθιά. Αναγκάστηκε να αποφύγει δύο μαχαίρια που κάποιος άλλος είχε αποκρούσει. Είχε φτάσει στο κέντρο του Μέινλοουν και ήταν περασμένες επτά. Ασφυκτιούσε από τη ζέστη αφού ο ήλιος βρισκόταν ακόμη καυτός πάνω από τη πόλη.
«Μία Μόλτεν. Πάλεψε μαζί μου».
    Η κοπέλα δεν πρόλαβε να κοιτάξει τον άντρα. Φρόντισε ο ίδιος να σταθεί μπροστά της και να φέρει το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από το δικό της. Τα χαρακτηριστικά του του ήταν αρρενωπά και εξέπεμπαν κάτι ζωώδες. Τα μάτια του ήταν καστανά και απλά μα ο τόπος που κοίταζαν ήταν ιδιαίτερος. Το βλέμμα του ήταν δυναμικό και φλογερό. Ήταν φανερό πως αυτός ο άντρας διψούσε για μάχη. Τα μαλλιά του ήταν λιονταρίσια αφού στέκονταν πάνω στο κεφάλι του απτόητα από τη βαρύτητα. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, όμως το σώμα του ήταν ογκώδες και καλλίγραμμο.
«Λίον». Είπε εκείνη μέσα από τα δόντια της. Ο άντρας την τράβηξε στην αγκαλιά του κι εκείνη τον έσπρωξε.
«Ξινή όπως πάντα». Το μεγαλοπρεπές χαμόγελό του πρόδιδε πως το ευχαριστιόταν. Η Μία μόρφασε ενοχλημένα.
«Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι». Του απάντησε υπονοώντας πόσο αδιαφορούσε για εκείνον. Γύρισε τη πλάτη της προς τον άντρα και ξεκίνησε να απομακρύνεται.
«Περίμενε, περίμενε. Έλα να παλέψουμε πρώτα». Δεν του απάντησε τίποτα με μια ελπίδα πως θα την άφηνε ήσυχη. Εκείνος αντί για αυτό την έκανε μια σβούρα και την κόλλησε πάνω του. «Που νομίζεις ότι πας;» Αυτή τη φορά δεν της χαμογελούσε. Το βλέμμα και το πρόσωπό του ήταν σοβαρά.
«Λίον δεν έχω ούτε διάθεση ούτε χρόνο για σένα αυτή τη στιγμή». Τα μάτια του φωτίστηκαν.
«Πηγαίνεις στον δράκο;» Τα λόγια του την τάραξαν. Είχε υποθέσει πως όποιος την είχε γιατρέψει είχε κάνει το ίδιο και στον Σάντεν. Όμως τώρα συνειδητοποιούσε πως δεν είχε δει πουθενά τον δράκο της ως τώρα.
«Ξέρεις που είναι;» Ο Λίον της χαμογέλασε ερωτικά και τα μάτια του ταξίδεψαν στο σώμα και το πρόσωπό της.
«Αν σου πω τι κερδίζω;» Η Μία πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και να μην του ρίξει μπουνιά.
«Για να δούμε». Είπε σκεπτικά. «Τίποτα;» Του έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα κι εκείνος την κοίταξε πληγωμένα.
«Το ήξερα ότι η καρδιά σου είναι παγωμένη σαν το Σόντερν». Υπήρχαν ποιητικές νότες στη φωνή του. «Έμαθα πως βρίσκεται σε ένα μεγάλο κτήριο για να μην πανικοβάλλει τους στρατιώτες». Η καρδιά της Μία πετάρισε ανακουφισμένη και για πρώτη φορά χαμογέλασε αυθόρμητα στον Λίον.
«Σε ευχαριστώ». Με αυτά τα λόγια συνέχισε την πορεία της. Γύρισε πίσω και είδε το εκνευρισμένο του βλέμμα του. «Την επόμενη φορά». Του φώναξε για να ακουστεί πάνω από τους κρότους των σπαθιών. Τα μάτια του άλλαξαν και έγιναν ξανά φλογερά, όπως ήταν μόλις την είχε δει.
    Μισή ώρα αργότερα η κοπέλα έφτασε επιτέλους στη πύλη του Μέινλοουν. Οι φύλακες της έκαναν πολλές ερωτήσεις όμως το πείσμα της αποδείχθηκε δυνατός σύμμαχος. Βγήκε από την πόλη-φρούριο και ξεκίνησε να προχωρά χωρίς να γνωρίζει που βρισκόταν ο Εστέφαν. Η αλήθεια ήταν πως είχε αργήσει πολύ. Αλλά αν εκείνος ήθελε να της μιλήσει, έπρεπε να περιμένει. Το έρημο τοπίο που τύλιγε τη πόλη ξεκίνησε να αλλάζει. Η χαμηλή βλάστηση έδωσε τη θέση της σε δέντρα. Η Μία προχώρησε κι άλλο μέχρι που κρύφτηκε από τις σκιές των δέντρων. Συνέχισε να περπατάει αν και ξεκινούσε να αμφιβάλλει πως θα έβρισκε τον Εστέφαν.
    Ένας ήχος γαργάλησε τις αναμνήσεις της. Ήταν επαναλαμβανόμενος και μουντός. Κοίταξε στο δέντρο από όπου ερχόταν ο περίεργα γνώριμος ήχος και τον είδε. Ο Εστέφαν καθόταν κάτω από το δέντρο και ακόνιζε το μαχαίρι του. Η εικόνα του μπροστά από τη λίμνη επιτέθηκε στο μυαλό της Μία. Τις τελευταίες μέρες είχε ξεκινήσει να τρέφει μια υποτυπώδη εμπιστοσύνη για εκείνον. Ακόμη περισσότερο, από εκείνη τη νύχτα και μετά είχε πάψει να τον φοβάται. Μα αυτός ο ήχος την τρόμαζε. Το μαχαίρι στα χέρια του την πανικόβαλλε. Ακόμη περισσότερο όμως ήταν η αγέρωχη στάση του. Εκείνη τη φορά είχε αισθανθεί πως κινδύνευε μόλις τον είχε αντικρύσει. Αυτή τη φορά ένιωθε ανησυχία και φόβο, κάτι πιο περίπλοκο.
    Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο στο μαχαίρι. Μετά από αρκετές στιγμές πήρε τα σκληρά του μάτια από αυτό και την κοίταξε. Η Μία αντιλαμβανόταν μια μεγάλη διαφορά στον Εστέφαν που έβλεπε εκείνη την στιγμή και σε εκείνον που ήξερε. Φυσιολογικά ήταν εύθυμος και ρηχός, ακόμη και λίγο αστείος κι ερωτικός. Αυτή τη στιγμή τα μάτια του ήταν κενά και το πρόσωπό του ανέκφραστο. Της έκανε νόημα να τον πλησιάσει και να καθίσει δίπλα του. Η Μία κούνησε το κεφάλι της απορρίπτοντας τη πρότασή του.
«Μία». Κοίταξε τα δέντρα που γίνονταν ολοένα και πυκνότερα με κουρασμένο βλέμμα. «Αν βασάνιζαν κάποιον άνθρωπο που αγαπάς, τι θα έκανες για να τον σώσεις;» Η εξεταστική ματιά της Μία μαλάκωσε μόλις άκουσε την ερώτησή του. Τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του.
«Τα πάντα». Ο Εστέφαν μειδίασε και συνέχισε να παρατηρεί τα δέντρα.
«Ακόμη κι αν κατέληγες να αλλάξεις; Ακόμη κι αν κατέληγε να μην σε αναγνωρίζει πια αυτός που έσωσες;» Η Μία ένευσε και συνοφρυώθηκε.
«Αν ήταν η μόνη λύση ναι. Θα προτιμούσα να ξέρω πως είναι καλά κι ας με μισούσε». Τον κοίταξε κουρασμένα. «Γιατί μου κάνεις αυτές τις περίεργες ερωτήσεις;» Ο Εστέφαν γέλασε για μια στιγμή.
«Δεν θα περίμενα ποτέ να βρεθώ σε μια τόσο πολύπλοκη κατάσταση Μία». Ο άντρας εξακολουθούσε να της μιλάει με γρίφους.
«Εστέφαν θέλεις να μου πεις κάτι;» Όταν την κοίταξε τα μάτια του έλαμπαν.
«Ναι. Ήθελα να σου πω ότι με κάποιον περίεργο τρόπο.». Κοίταξε μακριά της και ατένισε τον πράσινο ορίζοντα. «Έγινες σημαντική για μένα». Το στομάχι της Μία σφίχτηκε και η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη. «Για αυτόν τον λόγο θέλω να φύγεις μακριά από το Μέινλοουν. Αν μείνεις θα σου συμβεί κάτι κακό. Και εγώ δεν θα κάνω τίποτα για να το αποτρέψω».


Ράνια Ταλαδιανού