Summer Solstice (Κεφάλαιο 2)

ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ
 
Σφίγγω το παλτό μου γύρω από τους ώμους μου και αναστενάζω χαζεύοντας τον κόκκινο ήλιο της ανατολής να βγαίνει μέσα από τη θάλασσα. Το «Τίβερτον» σκίζει τη θάλασσα στα δυο, καθώς περνάει σκαμπανεβάζοντας στα κύματα. Ο άνεμος φουσκώνει τα πανιά δίνοντάς μας ώθηση μπροστά, πηγαίνοντάς μας στην πατρίδα. Κοιτάζω ολόγυρα, ο καπετάνιος του πλοίου μου με χαιρετάει βγάζοντας το καπέλο του, όταν τα βλέμματά μας ανταμώνουν. Είναι ο μόνος, ξύπνιος τόσο νωρίς. Το υπόλοιπο κατάστρωμα είναι άδειο.

Το μυαλό μου τρέχει σε σκοτεινές σκέψεις. Οι περισσότερες αφορούν την αναταραχή που προκλήθηκε στην Μπουργκότζια, με τη δολοφονία του βασιλιά Ρόλοφ Γουίλκιν της Τολέντρα και την επίθεση στην κόρη του περιφερειάρχη Κάλντερ Κίλμπορν. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου το αναίσθητο κορμί της, ούτε την άνανδρη πράξη εκείνων των αντρών που την αιχμαλώτισαν και την έδεσαν, σαν να ήταν κανένα ζώο. Ο σωματοφύλακάς της πληγώθηκε θανάσιμα, όμως, είναι ένας στρατιώτης. Ο κίνδυνος αποτελεί μέρος της δουλειάς του.

Σφίγγω τη γροθιά μου θυμωμένος και την χτυπάω στο ξύλινο κιγκλίδωμα της πλώρης. Έπρεπε να την ακολουθήσω, όταν ένιωσα την ανησυχία της. Έπρεπε να την προστατέψω. Βέβαια ποτέ μου δεν πίστεψα ότι θα το έπαιζε τόσο θαρραλέα σε μια τέτοια στιγμή. Για την ακρίβεια, ανόητη το έπαιξε και όχι θαρραλέα. Μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να φέρεται παρορμητικά, δίχως να αναγνωρίζει τους κινδύνους που παραμονεύουν. Ηλίθιο κορίτσι. Να σκοτωθείς προσπαθείς;

Κάποτε με προστάτεψε ενάντια στα αδέρφια μου. Ήταν μεγαλύτερα και αρκετά ψηλότερα από εκείνη, και όμως, μπήκε ανάμεσά μας υποστηρίζοντάς με. Ένιωσα περίεργα εκείνο το βράδυ. Κανείς δε με έχει υπερασπιστεί μπροστά σε κανέναν, μα η δεσποινίς Σελέστ δε δίστασε να τα βάλει μαζί τους. Τη θαύμαζα για καιρό για το θάρρος της, αν και αργότερα κατάλαβα, ότι ήταν η πιο ηλίθια πράξη που μπορούσε να κάνει. Τα αδέρφια μου δεν είναι οι τύποι που χαρίζονται στους άλλους και, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δε θα ξεχάσουν πόσο τους εξευτέλισε ένα κορίτσι. Στη δεξίωση έδειξε αβέβαιη για την παρουσία μου και δε με αναγνώρισε. Από τη μια ενοχλήθηκα, διότι δε με θυμόταν, ενώ εγώ την είχα στο μυαλό μου όλα αυτά τα χρόνια, και από την άλλη την δικαιολογώ. Η μόνη μας συνάντηση ήταν εκείνο το βράδυ και δεν της είχα πει ούτε το όνομά μου.

Έχει αλλάξει τόσο πολύ. Έχει ομορφύνει τόσο πολύ. Με δυσκολία καταπιέζω το χαμόγελο, που αναδύεται στα χείλη μου. Κουνώντας το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά με τον εαυτό μου, επιστρέφω μέσα στη ζεστασιά του πλοίου. Πλησιάζω στην πόρτα του δωματίου της. Μετά τα συμβάντα στο Ντράγκονσπαϊρ, προσφέρθηκα να μεταφέρω εκείνη και τη μητέρα της με ασφάλεια στο Κρέομορ. Δεν είχαν άλλη επιλογή, από το να δεχτούν. Μετά την παραβίαση της Συνθήκης και τον θάνατο ενός βασιλιά, υπήρξε τόσο μεγάλη αναταραχή στο Καπιτώλιο, που όλοι προσπάθησαν να ξεφύγουν, όσο γρηγορότερα γινόταν.

Κρατάω μετέωρο το χέρι μου πάνω στο πόμολο της πόρτας, χωρίς να μπορώ να πάρω μια απόφαση σύντομα. Ανησυχώ για εκείνη και είμαι περίεργος, για το αν είναι καλά, όμως δεν είναι σωστό να δείχνω τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνη. Δε μου είναι τίποτα από μια άγνωστη εξάλλου.

«Τι κάνεις μικρέ αδερφέ;» με ρωτάει ο αδερφός μου, που ανέβηκε απρόσκλητος στο πλοίο μου, για να πάει σπίτι.

Ο Άλμπερτ στέκεται στο άνοιγμα της διπλανής καμπίνας και με κοιτάζει αγουροξυπνημένος. Τι θέλει πρωί πρωί; Ποτέ δεν ξυπνάει πριν το μεσημέρι, σήμερα βρήκε, να μου κάνει τον έξυπνο; Τα χέρια του είναι σταυρωμένα στο στήθος του και με κοιτάζει επικριτικά. Φαίνεται ότι έχει πολλά να πει.

«Δείχνεις αδύναμος αυτές τις μέρες. Τα συναισθήματά σου σε προδίδουν». Σαρκάζει. «Νοιάζεσαι τόσο γι’ αυτό το χωριατοκόριτσο;»

«Είναι απλά κάτι, για να περνάει η ώρα. Όμως… μιας και με τιμάς με την παρουσία σου τόσο νωρίς, λύσε μου μια απορία». Στενεύω πονηρά τα μάτια μου. «Εσύ ή ο Φρεντέρικο πληρώσατε τους δολοφόνους, που σκότωσαν τον βασιλιά Ρολοφ;»

«Εγώ, εκείνος, ο μπαμπάς… Τι σημασία έχει;» ανασηκώνει τους ώμους του παιχνιδιάρικα. «Το θέμα είναι, ότι θα κερδίσουμε πολλά περισσότερα εδάφη. Ποιος νοιάζεται, για το ποιος θα πεθάνει και ποιος θα ζήσει; Το Στάρενιθ είναι το μόνο κράτος, που θα θριαμβεύσει».

Το Στάρενιθ είναι το μέρος όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, όμως δεν είναι το σπίτι μου. Δεν το νιώθω σαν το σπίτι μου. Ο πατέρας μου ήταν πάντοτε πολύ αυστηρός μαζί μου και τα αδέρφια μου έδειχναν από την αρχή την απέχθειά τους. Ίσως γιατί ήμουν πιο έξυπνος από εκείνους, ίσως γιατί ενδιαφερόμουν περισσότερο για τον λαό μας. Έχω την υποστήριξή του περισσότερο από αυτούς και κάποια στιγμή… θα διεκδικήσω τον θρόνο από τους άχρηστους αδελφούς μου. Δεν πιστεύω, ότι ο πατέρας μου επιθυμεί το κράτος μας να κυριαρχήσει στον κόσμο. Ο πόλεμος μπορεί, να έχει κάποια οφέλη, αλλά θα προκαλέσει τόσο πόνο και θα φέρει τόσες απώλειες. Άλλος είναι ο λόγος, που τα αδέρφια μου ανακατεύονται τόσο πολύ. Δεν είναι στο χαρακτήρα τους, να ασχολούνται με τα πολιτικά, αν όμως αυτά που θα κερδίσουν, αξίζουν τον κόπο, τότε… γιατί όχι;



Ηλιάνα Κλεφτάκη