Το Άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 3ο) - Το σπαθί του Αρχάγγελου

ΚΟΛΑΣΗ
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύπη, από την αναπόληση της ευτυχίας στις δυστυχισμένες ημέρες» λέει ένα γνωστό, θνητό απόφθεγμα καθρεπτίζοντας απόλυτα την ψυχολογική μου κατάσταση τις τελευταίες ώρες. Η αποσυναρμολόγηση και η επανασυναρμολόγησή μου με τελικό προορισμό το κλουβί με τις τρελές εδώ κάτω, μου είχε προκαλέσει απίστευτη ναυτία. Η Κόλαση, αυτός ο παιχνιδιάρικος και τρελούτσικος τόπος μάζωξης κάθε πικραμένου εγκληματία, κάθε κατακαθιού και αποβράσματος της ανθρώπινης και αγγελικής κοινωνίας μαζί, με καλωσόριζε για χιλιοστή φορά στην αγκαλιά της. Πόσες φορές να χρειαστεί να πέσω ο ανεπρόκοπος; Ωστόσο, γνώριζα πως αυτή η φορά, ήταν εντελώς διαφορετική από τις υπόλοιπες. Ήταν άτεγκτη και αιώνια, δίχως επιστροφή. Το σώμα μου πονούσε ολόκληρο και το κλουβί αποδείχτηκε ανεπαρκές για το μέγεθός μου, ωστόσο δεν είχα κανένα περιθώριο διαμαρτυρίας και φυσικά κανέναν που θα την άκουγε. Είχα ακουμπήσει την πλάτη μου πίσω, ενώ τα χέρια μου κρέμονταν άψυχα στο πλάι.
Για λίγο, συλλογίστηκα σαν να παρακολουθούσα κάποια μικρού μήκους ταινία, τι τελικά είχα βιώσει στον κόσμο των θνητών και τι τελικά είχα διαπράξει το τόσο απεχθές, ώστε να μου αξίζει ένα τέτοιο τέλος. Για αρχή παραδέχομαι ανοιχτά, πως είχα προσπαθήσει να κοροϊδέψω τον Πατέρα και κάθε θνητό που θα βρισκόταν στο διάβα μου. Μέγα λάθος το ομολογώ, μα όχι θανάσιμο. Έπειτα, χάρη σε εκείνη τη θνητή, έμαθα πώς να συμπεριφέρομαι στους ανθρώπους, ξεσκουριάζοντας κάποια συναισθήματα που είχαν πέσει για τα καλά σε χειμερία νάρκη. Είχα μάθει να χαμογελάω και να γελάω με την αθωότητα της Κάιλα και την αγνότητα της Αντέιρα, όταν έβλεπα το πόσο πιο απλοϊκός ήταν ο θνητός τους νους σε σχέση με τον δικό μας. Είχα αποκτήσει αληθινούς οπαδούς, οι οποίοι δεν λάτρευαν ένα τραγόμορφο, ψεύτικο είδωλο, αλλά εμένα, το αληθινό εμένα. Είχαν δει την εμφάνισή μου και αρκετές φορές τις ικανότητές μου, σκοτεινές και μη, αλλά δεν με είχαν απορρίψει όπως φοβόμουν. Με είχαν αγκαλιάσει κοιτάζοντάς με στα μάτια, με είχαν ερωτευτεί δίχως αντάλλαγμα.
Τότε, η εικόνα της Αντέιρα πολιόρκησε το μυαλό μου. Η αίσθηση του να σε αγγίζει και να σε φιλά εκείνος για τον οποίο νιώθεις και εσύ ανάλογα συναισθήματα, ήταν μοναδική. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, είχα ζηλέψει την όμορφη εμφάνιση του Μιχαήλ. Εγώ, που κάποτε όμοιός μου δεν υπήρχε, μα ούτε και καλύτερος και που την ζήλεια, αντί να την φυτέψω στην καρδιά κάποιου θνητού, την είχα καλλιεργήσει στη δική μου. Είχα ερωτευτεί δίχως επιστροφή, έχοντας την πρώτη μου επαφή με μία θνητή, την οποία διακαώς ποθούσα ψυχή τε και σώματι. Μολαταύτα, τιμωρήθηκα γιατί αγάπησα. Τιμωρήθηκα γιατί πέταξα σε ένα λάκκο το εσωτερικό μου τέρας, για να γίνω καλύτερος για εκείνη. Για να μπορέσω να ανέβω εγώ ψηλά, καθώς εκείνη ήδη στεκόταν στην κορυφή. Το εδώ και τώρα με καλωσορίζει στην αγκαλιά του Ασμοδαίου, ως ένα άβουλο και αδύναμο πιόνι, έναν παθητικό θεατή μίας τραγωδίας. Ο Ασμοδαίος είχε το κλειδί της Ένατης Πύλης και μαζί με αυτό θα άνοιγε και όλες τις υπόλοιπες Πύλες των οχτώ αμαρτιών. Της Οκνηρίας, της Αλαζονείας, της Λαιμαργίας, της Λαγνείας, της Απληστίας, της Οργής, της Ζηλοφθονίας και της Μοιχείας. Η Ένατη ανήκε σε εμένα και κατ’ επέκταση στους τέσσερις Πρίγκιπες της Κόλασης. Είναι η πιο ζοφερή Πύλη με τα πιο ολέθρια αποτελέσματα, για όποιον δεν γνωρίζει πως να τη χειρίζεται κατάλληλα.


Ύστερα από τόσους αιώνες, θα άνοιγε επιτέλους την πόρτα της αίθουσας που ανήκε κατ’ αποκλειστικότητα στους τέσσερις Πρίγκιπες της Κόλασης. Έχοντας στο πλευρό του τον Αζαζήλ, ο Ασμοδαίος προχώρησε περήφανα χαϊδεύοντας με τα γαμψά, μαύρα του νύχια τους θρόνους έναν προς ένα. Μετά την Πτώση του ελαφροκέφαλου Εωσφόρου, ακολούθησαν στο πλευρό του οι τέσσερις πιο δυνατοί Άγγελοι. Ο Μπελιάλ που εκπροσωπούσε το στοιχείο της φωτιάς και ανήκε στο Τάγμα των Αρχών, ο Ασταρώθ που ανήκε στα πανίσχυρα Χερουβείμ και στο στοιχείο του αέρα και αυτοί οι δύο, με τον Ασμοδαίο να εκπροσωπεί τη γη και τον Αζαζήλ το νερό. Φυσικά, ο πανίσχυρος Εωσφόρος, εκπροσωπούσε το φως, του οποίου η δύναμη ήταν ασυναγώνιστη, ενώ έκλεινε μέσα του και τις άλλες τέσσερις δυνάμεις των στοιχείων της φύσης.
Μολαταύτα, εξαιτίας της υπερβολικής επικινδυνότητας της ύπαρξης αυτών των εκ πεσόντων αγγέλων, η δύναμη τους είχε αφαιρεθεί σε μεγάλο βαθμό, καταδικάζοντας και πετρώνοντας τις δύο σκοτεινές υπάρξεις, τον Μπελιάλ και τον Ασταρώθ και ενσωματώνοντάς τους στους θρόνους τους. Ο Ασμοδαίος και ο Αζαζήλ, είχαν υποστεί μερική αφαίρεση δυνάμεων ύστερα από απόφαση του Εωσφόρου, καθώς είχαν θεωρηθεί μικρότερης επικινδυνότητας. Ωστόσο, με τον εκείνον κλεισμένο και αποδυναμωμένο, εξαιτίας της θείας τιμωρίας στο κλουβί, ο Ασμοδαίος ήταν έτοιμος να ξυπνήσει επιτέλους και τους άλλους δύο Αρχιδαίμονες και Δούκες του κολαστήριου, προκειμένου όχι μόνο να κυριαρχήσουν στον Παράδεισο, όπως ήθελε ο Εωσφόρος και απέτυχε, αλλά να κατακτήσουν και την γη, καθιστώντας τους ανθρώπους δικούς τους υποτακτικούς.
Φυσώντας και ξεφυσώντας, ο Ασμοδαίος κάθισε στον πέτρινο, απόκοσμο θρόνο του. Στο μέσον της αίθουσας, υπήρχε μία στρογγυλή, εστία φωτιάς. Τα κίτρινα, διαπεραστικά μάτια του Αζαζήλ, έλαμπαν στον φως της φλόγας, ενώ τα μαύρα, καταχθόνια του Ασμοδαίου, καθρέπτιζαν πάντοτε το απόλυτο χάος.
«Για να ξυπνήσουμε τους αδερφούς μας, θα χρειαστούμε θυσίες, αγνών και αθώων ανθρώπων. Όσες περισσότερες γίνουν, τόσο θα αυξάνεται και η επικείμενη δύναμή τους. Προτείνω να ξεκινήσουμε με όλα τα αγαπημένα πρόσωπα του μεγάλου μας αδερφού» κόμπασε ο Ασμοδαίος, αποκαλύπτοντας το απόκοσμο χαμόγελό του.
«Εσύ μπορείς να κινείσαι στη γη, ενώ εγώ όχι. Δεν έχω τόση δύναμη ακόμη. Μονάχα ο Εωσφόρος έχει αυτή τη δικαιοδοσία και εσύ» του απάντησε ο Αζαζήλ με έναν συριγμό.
«Μην ανησυχείς, θα με ακολουθείς από την στιγμή που είσαι το δεξί μου χέρι. Με αυτόν τον τρόπο τον κυνήγι θα γίνεται ευκολότερο και γρηγορότερο» συνέχισε ο Ασμοδαίος και τεντώνοντας το μυώδες κορμί του, στάθηκε μπροστά από τον μισογκρεμισμένο θρόνο του Αζαρώθ. «Γλυκέ μου αδερφέ, σε καρτερώ με ανυπομονησία. Τα χρόνια του αναγκαστικού εγκλεισμού μας εδώ κάτω, φθάνουν στο τέλος τους. Μαζί με το θνητό γένος, θα δω να καταστρέφεται και ο αρχιστράτηγος του Πατέρα, ο γλυκύτατος Μιχαήλ, το δίδυμο αδελφάκι του Εωσφόρου» τελείωσε χώνοντας τα νύχια του με μανία στα τσιμέντα.
Με βαρύ βηματισμό, έκλεισε πίσω του την πόρτα, κατευθυνόμενος στην αίθουσα τιμωρίας των ψυχών των δολοφόνων. «Θα μπορούσα να διδαχθώ πολλά από εκείνους. Για το πώς να οργανώσεις το τέλειο έγκλημα ας πούμε» κάγχασε και με τον Αζαζήλ στο πλάι του αποχώρησε.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη