Insomnia (Κεφάλαιο 3)

Μερικές φορές χρειάζεται να βαδίσουμε στο σκοτάδι, για να φτάσουμε στο φως…

Ο ουρανός είναι γκρι, γεμάτος με διάστικτα μπαλώματα που θα μπορούσαν να είναι σύννεφα, ενώ μια δυνατή βροχή επιβάλλει την παρουσία της χτυπώντας με μανία τα παραθυρόφυλλα της μπαλκονόπορτας του σαλονιού. Ωραία! Ο καιρός ταιριάζει γάντι με τη διάθεσή μου.

Γεμίζω ένα ποτήρι με ουίσκι και κάθομαι μπροστά στο τζάκι πίνοντας μερικές γουλιές για να καθαρίσω το μυαλό μου απ’ όλες τις αρνητικές σκέψεις που το κατακλύζουν. Γέρνω προς τα πίσω και ακουμπάω την πλάτη μου στο τραπεζάκι του καφέ. Τα μάτια μου κλείνουν από την κούραση και την αγωνία που με συγκλονίζει από την κορυφή ως τα νύχια, ενώ ο μεθυστικός χορός της φωτιάς και το δυνατό ποτό δεν βοηθούν καθόλου. Δεν μπορώ να πάψω να αναρωτιέμαι, μήπως δεν έπρεπε να δεχτώ την πρόταση τού Τόμας.

Δεν είμαι καν σίγουρος, αν είμαι έτοιμος να το κάνω. Από τη μια, αν μείνω πράος το δημιούργημά μου, όλα τα χρόνια που ξόδεψα δουλεύοντας πάνω σε αυτόν τον τομέα, θα πάνε χαμένα. Όχι ότι έχει και πολύ σημασία, εφόσον μπορώ να δημιουργήσω άλλον. Όμως…ακόμα αναρωτιέμαι, αν πέρα από την ανθρώπινη παρέμβαση, οι αντικαταστάτες θεωρούνται άνθρωποι. Δεν τους βλέπω μόνο σαν μηχανές και αντικείμενα και αν κρίνω από την προσαρμοστικότητά τους, την επικοινωνία τους με εμάς, δεν διαφέρουν.

Αλλά από την άλλη… Aν ενδώσω στην επιθυμία μου να σώσω τον κλώνο μου, κινδυνεύω να χάσω πολλά περισσότερα, απ’ όσα θα κερδίσω. Δεν ξέρω τι επιπτώσεις θα έχω κάνοντας κάτι παράνομο σε μια παράνομη εταιρεία. Προφανώς έτσι και με τσακώσουν, δεν πρόκειται να πάω φυλακή για κλοπή. Θα με βγάλουν από τη μέση τόσο αθόρυβα, όσο αθόρυβα λειτουργούν. Και μετά τι θα γίνει με την Κάμερον;

Ξεφυσάω τσατισμένος με τον εαυτό μου που είναι ανίκανος να πάρει μια απόφαση σύντομα και πετάω με δύναμη το άδειο πλέον ποτήρι στο πάτωμα. Σπάει σε πολλά μικρά κομμάτια, τα οποία τινάζονται προς την κατεύθυνση του τζακιού. Όσα έχουν πάνω τους ξεχασμένες σταγόνες με αλκοόλ, κάνουν τη φωτιά να τσιτσιρίσει και έπειτα να θεριέψει σαν αγρίμι που δεν το ευχαριστεί το γεύμα του.

Το κινητό μου κουδουνίζει στην μπροστινή τσέπη του πουκαμίσου μου και ξέρω ήδη ποιος είναι.

«Όλα είναι έτοιμα. Θα βρίσκομαι εκεί στην ώρα μου» απαντάω κοφτά στον Τόμας.

«Είστε καλά κύριε; Ακούγεστε κάπως… μήπως θέλετε να το αναβάλλουμε;»

«Δεν υπάρχει χρόνος για αναβολές. Θα σε δω σε λίγο. Ετοίμασε το κορίτσι. Είναι ώρα να δούμε τι μπορεί να κάνει» λέω με ένα νευρικό χαμόγελο και το κλείνω τρίβοντας κουρασμένα το πρόσωπό μου.

Η απόφαση πάρθηκε, οπότε, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει…

«Πίτερ… ήρθες» ακούω την Κάμερον να ψιθυρίζει σιγανά.

Σε κάποια γωνιά του μυαλού μου σκέφτομαι ακόμα, όσα έγιναν νωρίτερα στο σπίτι. Την προετοιμασία του μυστικού εργαστηρίου μου κάτω στο κελάρι για την άφιξη του κλώνου, την απίστευτη φλυαρία του Τόμας για το πώς θα την κάνουμε να νιώσει άνετα μέσα στο σπίτι. Λες και το αντικείμενο από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα βγει από τη δεξαμενή του, θα αποκτήσει αντίληψη του χώρου γύρω του. Χαμογελάω, καθώς τον θυμάμαι να συμπεριφέρεται σαν κάποιος που πρόκειται να βγει τυφλό ραντεβού.

Κοιτάζω για λίγο σιωπηλός έξω τη σκοτεινή νύχτα και τη βροχή που δεν έχει στιγμή σταματήσει να πέφτει και έπειτα στρέφομαι προς το μέρος της ελπίζοντας το πρόσωπό μου να μην προδώσει την νευρικότητά μου. Στο μυαλό μου συνεχίζει να υπάρχει το ενδεχόμενο πως κάτι μπορεί να πάει στραβά απόψε. Κάτι που πρόκειται να τα διαλύσει όλα. Όχι μόνο εμένα, αλλά και εκείνη.

Η Κάμερον είναι ξαπλωμένη στο ανατομικό της κρεβάτι, εντελώς ακίνητη. Όχι ότι έχει τη δυνατότητα να κάνει και πολλά με τα τόσα μηχανήματα συνδεδεμένα πάνω της. Φαίνεται χλωμή και αδύναμη, υπερβολικά εύθραυστη σε σχέση με αυτό που ήταν, ενώ μαύροι κύκλοι τονίζουν τα κοκκινισμένα της μάτια. Φαίνεται κουρασμένη και καταβεβλημένη που μου σπαράζει την καρδιά.

Τραβάω μια καρέκλα από τον τοίχο και την σέρνω κοντά της. Κάθομαι παίρνοντας το χέρι της και φυλακίζοντάς το ανάμεσα στα δικά μου. Στεναχωριέμαι που την βλέπω έτσι. Στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να την βοηθήσω, δίχως να την καταστρέψω.

«Πίτερ» ξαναλέει και μου χαμογελάει θλιμμένα.

«Πονάς; Θες να φωνάξω τις νοσοκόμες;»

«Όχι, εντάξει είμαι. Απλά κουρασμένη. Μου έδωσαν ηρεμιστικό για να κοιμηθώ, αλλά δε νομίζω πως μπορώ» ρίχνει μια περίεργη ματιά στο δωμάτιο, σαν να ψάχνει για κάτι. «Είσαι μόνος;»

«Ναι» απαντάω απότομα και σφίγγω τα χείλη μου πονηρά. «Γιατί ρωτάς; Ποιον άλλον ήθελες να φέρω;»

«Να… Νόμιζα πως… Υποσχέθηκες πως θα έφερνες και το παιδί που θα υιοθετήσουμε. Μου είπες ψέματα;» ρωτάει σουφρώνοντας κατσουφιασμένη τα χείλη της.

«Υποσχέθηκα ότι θα στη φέρω, εφόσον κάνεις την εγχείρηση. Η εγχείρηση έχει κανονιστεί για αύριο, οπότε έχω ακόμα μια μέρα διορία. Δε νομίζεις;»

«Πφφ. Εγώ νομίζω ότι απλά με κοροϊδεύεις» τραβάει εκνευρισμένη το χέρι της από το άγγιγμά μου και το σφίγγει σε γροθιά. Γελάω.

Γέρνω απότομα κοντά της και την αγκαλιάζω σφιχτά κάνοντάς τη να φωνάξει σοκαρισμένη. Με σπρώχνει για να την αφήσω, ενώ παράλληλα με απειλεί πως θα βάλει τις φωνές, αν δεν απομακρυνθώ.

«Μη, δεν κάνει. Πρέπει να είμαι ήρεμη» λέει με δασκαλίστικο, θυμωμένο ύφος.

«Θες ακόμα να το κάνεις έτσι; Δεν άλλαξες γνώμη;» τη ρωτάω στα ξαφνικά κάνοντάς τη να σωπάσει απότομα.

Νιώθω να αγχώνομαι, να φοβάμαι μήπως την τελευταία στιγμή αρνηθεί την εγχείρηση. Μήπως αρνηθεί την ευκαιρία για ζωή και τα παρατήσει, όπως έχει κάνει δυο φορές ως τώρα, απ’ όταν το έμαθε. Τρέμω στη σκέψη ότι όλα μπορεί να τελειώσουν από μια απόφαση της στιγμής.

«Όχι, δεν έχω αλλάξει. Όμως αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι το κάνω επειδή το θέλω. Δεν το θέλω και το ξέρεις» λέει πεισμωμένα. «Όμως καλύτερα να μην ανοίξουμε πάλι αυτό το θέμα».

«Εντάξει. Για… τι θες να μιλήσουμε τότε; Έχουμε πολλές επιλογές. Πολιτικά, αθλητικά, κουτσομπολιό; Έχω φέρει και μερικές εφημερίδες στην περίπτωση που ενδιαφέρεσαι να ρίξεις καμιά ματιά ή μήπως…» μένω μερικά λεπτά σκεφτικός, παρόλο που ήδη γνωρίζω τι είναι αυτό ακριβώς που θέλει να συζητήσουμε.

«Μπορούμε να μιλήσουμε για το παιδί; Θέλω να πω… Θα καταφέρουμε να υιοθετήσουμε ή πρόκειται να παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα; Πώς είναι; Είναι υγιές ή είναι άρρωστο…» ακουμπάω το δάχτυλό μου στα χείλη της για να την κάνω να σωπάσει.

«Έχει τόσο μεγάλη σημασία για σένα να ξέρεις;» σφυρίζω έκπληκτος από τις ερωτήσεις της. «Γλυκιά μου, δεν πρόκειται να αγοράσουμε σκύλο. Για παιδί μιλάμε».

«Ναι, το ξέρω… Δεν εννοούσα… Τέλος πάντων. Μπορώ τουλάχιστον να την ονομάσω εγώ;» ρωτάει με τα μάτια της να λάμπουν από έξαψη. Γνέφω καταφατικά.

«Ποιο θες να είναι το όνομά της; Μην της δώσεις όμως το όνομα της μητέρας σου. Δε θα το αντέξω».

«Χα χα χα… Γιατί τι έχει το Γιολάντα;» γελάει στην ασυναίσθητη γκριμάτσα που παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. «Εντάξει, ούτε εμένα μου αρέσει. Χμμ… Τι λες για το Ρουθ;»

«Ρουθ;»

«Ναι… Ρουθ Κοβέλ. Ακούγεται πολύ ωραίο. Και μου αρέσει πολύ».

«Ρουθ Κοβέλ, λοιπόν. Δεν είναι άσχημο» επαναλαμβάνω δοκιμάζοντάς το. Θα ταιριάζει στο αντικείμενο μια χαρά, εφόσον πρόκειται να αλλάξω ριζικά τη νέα Κάρμεν Μέρφι.

Μια νοσοκόμα με μπλε φόρμα και λαστιχένια λευκά σαμπό ξεροβήχει ανυπόμονα από το άνοιγμα της πόρτας τραβώντας μας την προσοχή. Στο χέρι της κρατά ένα πιεσόμετρο και στο λαιμό της έχει περασμένο ένα στηθοσκόπιο.

«Συγγνώμη για τη διακοπή, αλλά η ασθενής πρέπει να ξεκουραστεί» λέει χτυπώντας το καντράν του ρολογιού της.

«Σωστά. Έχει ένα σημαντικό ραντεβού αύριο» αποκρίνομαι κοιτώντας την Κάμερον που έχει λουφάξει αγχωμένη. «Μην κάνεις καμιά ανοησία και όταν ξυπνήσεις, είμαι σίγουρος πως θα σε περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη. Εντάξει;»

«Θα σε δω αύριο, Πίτερ. Καλό βράδυ» μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και με αφήνει να φύγω.

Φεύγω βιαστικά από το έρημο νοσοκομείο με κατεύθυνση προς το χώρο στάθμευσής του και μπαίνω στο αυτοκίνητο, μια παλιά σεβρολέτ του ’86, που κάποτε χρησιμοποιούσε η Κάμερον και της δίνω ζωή γυρίζοντας το κλειδί στη μίζα. Οδηγώντας μακριά από το νοσοκομείο και με εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη του λατομείου βάζω μπρος το σχέδιο του Τόμας. Σταματάω στην άκρη του δρόμου και σβήνω τη μηχανή. Βγάζοντας από την τσέπη του παντελονιού μου το καρτοκινητό που αγόρασα για την περίσταση και βλέπω ένα σωρό μηνύματα σταλμένα από τον Τόμας.




02:43. Οι φύλακες έκλεισαν την παροχή οξυγόνου στη δεξαμενή S5-320A.




02:46. Το αντικείμενο είναι αναίσθητο.




02:48. Το αντικείμενο δεν ανταποκρίνεται στις εντολές μου.




02:55. Έχω πρόβλημα. Το σχέδιο διάσωσης ματαιώνεται. Τι να κάνω;




04:00. Φύγε! Στέλνω.




Ο ξαφνικός θυμός συσσωρεύεται στα μάτια μου κάνοντας τα νεύρα στους κροτάφους μου να πρηστούν. Σφίγγω τα δόντια και τις γροθιές μου παλεύοντας να κρατήσω τις κραυγές μου μόνο για μένα.

«Ανάθεμά σε την τύχη μου!» φωνάζω πετώντας με δύναμη το κινητό στο τζάμι του παρμπρίζ. Η συσκευή αναπηδάει βγάζοντας έναν ήχο σαν κάτι που σπάει και πέφτει πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού με ένα μοτίβο σαν ιστό αράχνης χαραγμένο στην οθόνη του.

Γέρνω πάνω στο κάθισμα και μένω ακίνητος με κλειστά μάτια αναπνέοντας και εκπνέοντας αργά, ώσπου το τρέμουλο που έχει κυριέψει τα μέλη μου να υποχωρήσει.

«Συγγνώμη, Κάμερον» μουρμουρίζω απογοητευμένα και κάνω αναστροφή με κατεύθυνση το σπίτι. «Θα αθετήσω την υπόσχεσή μου αύριο».

Τη φαντάζομαι να μας περιμένει με ανυπομονησία έχοντας στο πρόσωπό της εκείνη την αγχωμένη έκφραση που υιοθετούσε κάθε φορά που έκανε μαθήματα οδήγησης και έπειτα το χαμόγελό της, όταν θα αντίκριζε τη Ρουθ. Τη μέλλουσα κόρη της. Όμως τώρα τίποτα από αυτά δε θα δω, παρά μόνο τα δικαιολογημένα δάκρυά της. Τον πόνο και τη θλίψη στα μάτια της. Χτυπάω με τη γροθιά μου το τιμόνι θέλοντας να ξεσπάσω τον θυμό μου κάπου και με δυσκολία καταπολεμάω την ξαφνική επιθυμία για κάτι παιδιάστικο και επικίνδυνο. Η Κάμερον και η αγάπη που έχω για τη δουλειά μου είναι τα μόνα δυο πράγματα που έχουν σημασία για τη ζωή μου. Το πείραμά μου, το αντικείμενό μου προφανώς θα εξολοθρευθεί σύντομα και η εργασία χρόνων θα πέσει στο κενό. Αν για κάποιο λόγο χαθεί και η Κάμερον τίποτα άλλο δε θα υπάρχει για μένα εδώ. Τίποτα άλλο δε θα έχει πια σημασία.

Το βάρος των σκέψεων και των ανησυχιών είναι τόσο μεγάλο που λυγίζει και τον πιο σκληροτράχηλο άντρα. Τα μάτια μου αρχίζουν να με καίνε κάνοντας την όρασή μου να θολώνει και τον λαιμό μου να σφίγγεται και να κλείνει. Το χέρι μου τρέμει πάνω στο τιμόνι, σαν να μην είναι βέβαιο για την επόμενη κίνησή του. Ένα απότομο γύρισμα και είναι ικανό να βγάλει το αυτοκίνητο έξω από τον δρόμο. Για να πω την αλήθεια, όχι ότι δεν το έχω σκεφτεί. Μόνο μια κίνηση και ότι είναι ο Πίτερ Κοβέλ θα ανήκει στο παρελθόν.

Παίρνω βαθιά ανάσα και πατάω το γκάζι δίνοντάς του λίγη περισσότερη ώθηση. Η θάλασσα χτυπάει με ορμή στα βράχια του γκρεμού από κάτω, η βροχή συνεχίζει να πέφτει ασταμάτητα και ο άνεμος να μαστιγώνει τα δέντρα στην άκρη του δρόμου και από τις δυο πλευρές. Η αποψινή νύχτα είναι δική μου. Με καλεί να χαθώ στην αγκαλιά της, όπως ένα εραστής χάνεται στην αγκαλιά της ερωμένης του. Και έχω σκοπό να υποκύψω να βυθιστώ στον εγωισμό μου και να μη νοιαστώ για το τι θα αφήσω πίσω. Την Κάμερον…

Ο δρόμος τελειώνει δημιουργώντας μια στενή στροφή και αντί να κόψω, όπως θα έπρεπε συνεχίζω να τρέχω προς το μέρος της. Η θάλασσα και το σκοτάδι με προσμένουν. Θα πηδήξω. Το πόδι μου γλιστράει ξαφνικά από το γκάζι και ενστικτωδώς πατάω το φρένο. Το αυτοκίνητο σπινάρει στη βρεγμένη άσφαλτο παίζοντας μαζί του, σαν να είναι σβούρα και με στέλνει κατευθείαν πάνω στην ασφάλεια του φράχτη από την άλλη άκρη του δρόμου, μακριά από την απειλή του θανάτου.

Η πρόσοψη του αυτοκινήτου ξηλώνει τα ξύλινα δοκάρια από εκεί που αρχίζει η γη μου και σβήνει αρκετά μέτρα μέσα στο χωράφι, μέσα σε μια πλημμύρα από καλαμπόκια βγάζοντας καπνούς. Πέφτω πίσω στο κάθισμα έκπληκτος και με ένα ειρωνικό μειδίαμα να χαράζει τα χείλη μου. Απ’ ό,τι φαίνεται υπάρχει Θεός. Δε με θέλει στο πλευρό του ακόμα. Όχι, αν δεν αντιμετωπίσω πρώτα την Κάμερον για μια τελευταία φορά. Τρίβω νυσταγμένα τα μάτια μου και χασμουριέμαι, καθώς η αδρεναλίνη υποχωρεί σιγά σιγά από το σώμα μου αφήνοντάς το καταπονημένο και πιασμένο. Είμαι εξαντλημένος και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ τούτη τη στιγμή, είναι ένα ζεστό μπάνιο και το μαλακό μου κρεβάτι. Ένας ύπνος θα είναι ό,τι πρέπει, για την ταλαιπωρημένη μου ψυχή.

Μια σκιά περνάει μπροστά από το αυτοκίνητο και ένα πρόσωπο κολλάει από το πουθενά στο τζάμι μου κάνοντάς με να αναπηδήσω τρομαγμένος. Μένω ασάλευτος και με γουρλωμένα μάτια να κοιτάζω το σκοτεινό πρόσωπο του άντρα που προσπαθεί με μανία να ανοίξει την πόρτα μου. Μια αστραπή φωτίζει τον ορίζοντα μαζί και αυτόν.

«Τόμας!» αναφωνώ σοκαρισμένος επιτρέποντας στον φόβο μου και τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας περί τερατόμορφων ανθρώπων να υποχωρήσουν.

Απενεργοποιώ την ασφάλεια και ανοίγω την πόρτα μου για να αντικρίσω έναν ταλαιπωρημένο, λαχανιασμένο, ανήσυχο, επιφυλακτικό και βρεγμένο ως το κόκαλο Τόμας. Δεν προλαβαίνω να ανταλλάξω την παραμικρή κουβέντα μαζί του και κατευθύνεται προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου σέρνοντας πίσω του μια μεγάλη, μαύρη τσάντα. Άνετα χωράω εκεί μέσα. Με βιαστικές, νευρικές κινήσεις ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και χώνει την ύποπτη τσάντα του μέσα, ενώ στο τέλος εκείνος καταλήγει στη θέση του συνοδηγού με τις φλέβες του να έχουν πεταχτεί στο μέτωπό του από την ένταση.

«Τι κάνεις;» τον ρωτάω προβληματισμένος. «Τι έχεις μέσα στην τσάντα;»

«Θα σας εξηγήσω αργότερα. Προς το παρόν πρέπει να πάμε στο σπίτι. Έχουμε άλλες εξηγήσεις να δώσουμε» περνάει τσιτωμένος τα δάχτυλά του μέσα από τα ανακατεμένα του μαλλιά και τα τινάζει πιτσιλώντας παντού βροχόνερο.

«Τι εννοείς ακριβώς; Θα ήθελες για μια στιγμούλα να με ενημερώσεις;» επιμένω.

Ο Τόμας ξεφυσάει ενοχλημένος, αλλά δε τολμά να μου φέρει αντίρρηση.

«Με δυο λόγια… Έκλεψα το αντικείμενο και η ασφάλεια της εταιρείας με κυνηγά. Γι’ αυτό καλύτερα αφήστε εμένα να απαντάω στις ερωτήσεις τους. Έχω σκεφτεί τα πάντα. Μένει μόνο τα πράγματα να ακολουθήσουν τον ρυθμό που θέλω» ξεφυσάει. «Μπορούμε να φύγουμε τώρα;»

«Όχι. Δεν μπορούμε. Το αυτοκίνητο τα έπαιξε. Στην περίπτωση που έχεις αντιρρήσεις σου δηλώνω πως θα πάμε με τα πόδια».

Ο Τόμας γυρίζει προς τα πίσω και για λίγο αφουγκράζεται την ησυχία των άδειων καθισμάτων. Κάνω το ίδιο, όμως δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημά του. Δεν υπάρχει κανένας εκεί πίσω, ούτε και ολόγυρά μας.

«Υποθέτω πως θα είναι καλά» μουρμουρίζει περισσότερο στον εαυτό του, παρά για να το ακούσω εγώ.

«Τι! Έχεις το αντικείμενο εκεί μέσα; Στην τσάντα;» εκπλήσσομαι και αγχώνομαι ταυτόχρονα για την υγεία της. Νεύει καταφατικά και μου χαμογελά, σαν μεγάλη ιδιοφυία. «Εσύ είπες ότι το σχέδιο ματαιώνεται. Πώς την πήρες;»

«Λοιπόν, είναι μεγάλη ιστορία» αποκρίνεται με βλέμμα σκοτεινιασμένο. «Θα σας πω κάποια στιγμή».

«Να’ σαι σίγουρος» εκνευρίζομαι που μου κρύβει πράγματα και ιδιαίτερα κάτι τόσο σημαντικό όσο το αντικείμενό μου.

«Τέλος πάντων. Μάλλον θα είναι καλύτερα εδώ. Έτσι δεν πρόκειται να την ανακαλύψουν» παραμιλάει μόνος του και βγαίνει σφαίρα από το αυτοκίνητο παρατώντας την πόρτα ανοιχτή. «Άσε που δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Οι αισθήσεις της είναι εντελώς κάτω από το μηδέν και ώσπου να αναβαθμιστούν έχουμε άπλετο χρόνο».

Αρχίζω να τρέχω ξωπίσω του για να τον προλάβω παραμερίζοντας βιαστικά τα ψηλά καλαμπόκια που επιμένουν να με χαστουκίζουν στο πρόσωπο. Νιώθω τα χρόνια που η θλίψη μου στέρησε να επιστρέφουν ένα ένα δίνοντάς μου μια δεύτερη ευκαιρία για να κρατηθώ στη ζωή. Ρίχνω μια ματιά προς το μέρος της παλιάς Σεβρολέτ της Κάμερον που χάνεται πίσω από την κουρτίνα των καλαμποκιών και δεν μπορώ να μην ευχηθώ για ένα καλύτερο αύριο. Να ξυπνήσει η Ρουθ, να πετύχει η εγχείρηση της Κάμερον και για μια μοναδική φορά τα πράγματα στη ζωή μας να πάνε καλά.

Η μοναδική αναμμένη λάμπα στη βεράντα της μπροστινής εισόδου ταλαντεύεται ρυθμικά μπρος πίσω ρίχνοντας σκιές σε πρόσωπα ανέκφραστα, βλοσυρά, ανυπόμονα ή αυστηρά. Η αυλή και η περίμετρος ολόγυρα έχει γεμίσει με μαύρα τζιπ και μαυροντυμένους άντρες με το έμβλημα της εταιρείας. Ένα κόκκινο ερωτηματικό μέσα σε λευκό πεντάγωνο.

«Δεν μπορούσαν να μου κουβαλήσουν καλύτερα έναν ολόκληρο στρατό;» γρυλίζω αποδοκιμαστικά.

Ο Τόμας σαρκάζει συμφωνώντας και μου κάνει νόημα να παραμείνω λίγο πιο πίσω. Βγαίνει μπροστά ανοίγοντας τα χέρια του διάπλατα, σαν να επρόκειτο να τους αγκαλιάσει όλους.

«Κύριοι, γιατί τόση φασαρία;» δείχνει αδιάφορα τη ντουζίνα των μελών της ομάδας τους. «Και τέτοια ώρα στο σπίτι μου; Η βάρδιά μου νομίζω ότι τελείωσε».

«Εκλάπει κάτι σημαντικό από την εταιρεία. Και με βάση τους κανονισμούς ήρθαμε να το πάρουμε πίσω, καθώς και τους ενόχους» λέει ο επικεφαλής. «Έχουμε εντολές να εξολοθρεύσουμε το αντικείμενο και όποιον μας σταθεί εμπόδιο».

Κοιτάζει εμένα, σαν με κάποιο τρόπο να θέλει να με προκαλέσει. Σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου δίχως να αντιδράσω.

«Α, όσον αφορά αυτό…» ο Τόμας τρίβει το πιγούνι του και σωπαίνει. Νιώθω πως θα εκραγώ. «Νομίζω πως είναι αδύνατο, διότι ο κλώνος μας, το περίφημο αντίγραφο της Κάρμεν Μέρφι έχει ήδη καταστραφεί. Οπότε μάλλον θα γυρίσετε πίσω με άδεια χέρια» τους ενημερώνει με εκείνο το περίεργο χαμόγελο που φοράει σαν ασπίδα.

Το στομάχι μου σφίγγεται και τα πόδια μου τρέμουν, σαν να είναι φτιαγμένα από το μαλακότερο βούτυρο. Μα τι κάνει; Ο επικεφαλής τον πιάνει από τον γιακά του πουκαμίσου του και σηκώνει την γροθιά του έτοιμος να τον χτυπήσει. Βγαίνω μπροστά.

«Και σε εμάς δόθηκαν εντολές να καταστρέψουμε το αντικείμενο, όμως δεν ήταν σαφείς για το που θα το κάνουμε. Σαν δημιουργός του δεν μπορούσα απλά να το βάλω στον κλίβανο και να το δω να λιώνει σαν παλιοσίδερα. Ήθελα μια… πιο προσωπική στιγμή μαζί του» λέω δείχνοντάς τους πως δεν μπλοφάρω, ούτε κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου.

«Ναι, αυτό συμβαίνει» επαναλαμβάνει ο Τόμας τρομοκρατημένος υπό την απειλή της γροθιά του άντρα. «Την κάψαμε και έπειτα τη θάψαμε».

«Πού;» με ρωτάει. Δαγκώνομαι.

«Κοντά στον αχυρώνα» τους ενημερώνει ο Τόμας. Ο επικεφαλής ρουθουνίζει εκνευρισμένος.

«Χτενίσαμε την περιοχή και δε βρήκαμε τίποτα».

«Χα! Και τι νόμιζες; Ότι θα φτιάχναμε και κανέναν πολυτελή τάφο; Μου αρκεί που ξέρω πού είναι» καγχάζω. «Γι’ αυτό αν έχεις την καλοσύνη φύγε από τη γη μου. Μπορείς να πάρεις τον κλώνο μου πίσω στην εταιρεία και αύριο να κάνεις τα παράπονά σου στην επιτροπή. Σε βεβαιώνω πως θα είμαι εκεί για να σε αντικρούσω».

«Με απειλείτε, Δόκτωρ;» σπρώχνει τον Τόμας μακριά, ο οποίος παραπατάει και πέφτει και γραπώνει εμένα. Οι άντρες του κινούνται νευρικά πίσω του. Χαμογελάω μειλίχια.

«Ναι. Είσαι ένας απλός φύλακας, ενώ εγώ μπορώ να κάνω πολλά περισσότερα. Εγώ δίνω ζωή. Επίσης μπορώ να την πάρω πίσω, αν το θελήσω. Μπορώ να δημιουργήσω έναν νέο κόσμο, εσύ μπορείς;»

«Κύριοι, νομίζω πως… πρέπει να ηρεμήσουμε. Οι εντάσεις δε βοηθούν. Ιδιαίτερα μια νύχτα σαν και αυτή. Θέλετε μια κούπα ζεστή σοκολάτα; Νομίζω πως θα είναι ό,τι πρέπει για να καλμάρουν τα νεύρα μας» προτείνει ο βοηθός μου κάνοντάς με να τον αγριοκοιτάξω προειδοποιητικά. «Εντάξει, ίσως όχι».

«Δώσε μας τον κλώνο και θα φύγουμε» ζητάει πιο ήρεμος. «Βάζεις τις γνώσεις σου, αλλά τα υλικά και το χρήμα η εταιρεία. Έκανες ό,τι έκανες, όμως θα πάρουμε το αντικείμενο πίσω».

«Έφερα καμιά αντίρρηση;» στρέφομαι προς το σπίτι. «Τόμας, οδήγησε σε παρακαλώ τους κυρίους. Είμαι κουρασμένος. Θα με βρεις στο σπίτι».

Κουνάω το χέρι μου σε έναν αδιάφορο χαιρετισμό και μπαίνω μέσα κοπανώντας πίσω μου την πόρτα. Ελπίζω να ξέρει τι κάνει. Γέρνω ελαφρά στο πλάι και κρυφοκοιτάζω από το παράθυρο την ομάδα των μαυροντυμένων αντρών και με οδηγό τον βοηθό μου, οι οποίοι κατευθύνονται με γρήγορο βάδισμα προς τον αχυρώνα. Ειλικρινά, ας ξέρει τι κάνει. Αλλιώς είμαστε και οι δυο χαμένοι.

Με τη σκέψη πως το σχέδιο του Τόμας θα πάει καλά να στριφογυρίζει επιφυλακτικά μέσα στο μυαλό μου, ανεβαίνω δύο δύο τα σκαλιά με κατεύθυνση το δωμάτιο-ντουλάπα δίπλα στον πρώτο ξενώνα. Βουτάω ένα πάπλωμα με λουλούδια που είναι διπλωμένο σε μια ψηλή στοίβα με σκεπάσματα και ψάχνω για μια μεγάλη πετσέτα μπάνιου ή κάποιο μπουρνούζι. Κάτι τέλος πάντων που θα κρατήσει προστατευμένο το δημιούργημά μου από τη δυνατή βροχή.

Ο ήχος ενός παραθύρου που σπάει κάνει αισθητή την παρουσία του στην ατμόσφαιρα διώχνοντας με ταχύτητα φωτός τη Ρουθ από το μυαλό μου και δημιουργώντας εικόνες με τους μαυροντυμένους άντρες της εταιρείας να εισβάλλουν στο σπίτι.

«Τόμας;» ρωτάω διστακτικά βγαίνοντας στον διάδρομο. «Εσύ είσαι;» μήπως κανένα κλαδί έσπασε κάποιο παράθυρο; Από τον βοηθό μου πάντως ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.

Ακουμπάω τα σκεπάσματα σε μια καρέκλα στο διάδρομο και κατεβαίνω προσεχτικά τη σκάλα. Μια μικροκαμωμένη φιγούρα βγαίνει σερνάμενη από την κουζίνα. Ένα κορίτσι. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της είναι πεσμένα και κολλημένα από τη βροχή στο πρόσωπο και το γυμνό της σώμα. Στα χέρια της έχει βαθιές γρατσουνιές, όμως αίμα δεν τρέχει. Πλησιάζω κοντύτερα και όταν το χέρι μου αγγίζει τον ώμο της, σηκώνει το κεφάλι της ανοίγοντας δυο μάτια πράσινα, σαν το χλωρό χορτάρι την άνοιξη.

«Μπαμπά…» μουρμουρίζει σιγανά και καταρρέει. Βάζω τις παλάμες μου προστατευτικά από κάτω της και την πιάνω, πριν το κρανίο της βροντήξει στο πάτωμα. Όχι ότι θα πάθαινε κάτι σε σχέση με το παρκέ μου.

Πώς ήρθε ως εδώ; Ο Τόμας την έφερε ή σύρθηκε μόνη της ως το σπίτι; Οι άντρες της εταιρείας έφυγαν; Μήπως την είδαν; Και ο Τόμας πού είναι; Αφήνοντας τα ερωτηματικά να με κυριεύσου και ελπίζοντας σύντομα για απαντήσεις, την τυλίγω με το σακάκι μου. Περνάω τα μπράτσα μου κάτω από τα δικά της και τη σέρνω πίσω στην κουζίνα. Εξήντα κιλά ατσάλι δεν είναι και ό,τι καλύτερο για τη μέση μου. Ανοίγω το καπάκι της καταπακτής που βγάζει στο κελάρι και κατεβάζω το αντικείμενο προσεχτικά κάτω. Το μετακινώ ως το μυστικό μου εργαστήριο και το ξαπλώνω πάνω στον πάγκο.

«Κύριε, κύριε» ακούω τον Τόμας να φωνάζει γεμάτος αγωνία.

«Εδώ κάτω» απαντάω με ένα αμυδρό χαμόγελο να παραμορφώνει τα χείλη μου.

«Το κορίτσι… Απέδρασε» κατεβαίνει τη σκάλα με ένα άλμα και ξεπροβάλλει από την πόρτα. Είναι έτοιμος να πει και άλλα, όμως στη θέα της σωπαίνει. «Μα πώς…»

«Μη με ρωτάς, δεν ξέρω. Έφυγαν οι λύκοι;»

«Μάλιστα κύριε. Επέστρεψαν στην εταιρεία με τον σκελετό που έφτιαξα» λέει λάμποντας από έξαψη. «Ε, δε θα μας ενοχλήσουν σύντομα».

«Μμμ, τότε μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι όλα αυτά;» τον ρωτάω, αλλά δε μου απαντά. Ξεφυσάω παραιτημένος. «Θέλω να ξέρω;»

«Υποθέτω πως καλύτερα όχι. Το σχέδιό μας πέτυχε. Αυτό έχει μόνο σημασία και…»

Σηκώνει το χέρι του και ακουμπάει το δάχτυλό του στο μέτωπο της Ρουθ κουνώντας το κεφάλι της δεξιά αριστερά. Το αποδιώχνω εκνευρισμένος, λες και θα χαλάσει τον ήρεμο ύπνο της.

«Το κορίτσι τώρα. Βέβαια δεν μπορεί να εμφανιστεί σαν Κάμερον Μέρφι που σημαίνει, ότι θα χρειαστεί κάποιες αλλαγές. Τι λέτε;»

«Τι προτείνεις;» την παρατηρώ από την κορυφή ως τα νύχια τρίβοντας το σαγόνι μου σκεφτικός. Πως μπορούμε να διορθώσουμε κάτι τόσο τέλειο;

«Να αλλάξουμε το χρώμα των μαλλιών και των ματιών της. Να σβήσουμε κάποια κομμάτια της μνήμης της που αφορούν πολύ προσωπικές στιγμές της Κάρεν Μέρφι και φυσικά να βελτιώσουμε την προσωπικότητά της. Δεν μπορεί να χρησιμοποιεί πλέον την ταυτότητα ενός υπαρκτού προσώπου. Έστω και νεκρού».

«Κατάλαβα πού το πας. Θα την προγραμματίσω από την αρχή. Ανάλαβε την εμφάνισή της» τον διατάζω και κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο.

Είναι περασμένες τέσσερις και έχω τουλάχιστον πέντε ώρες μέχρι την εγχείρηση της Κάμερον. Ελπίζω ότι θα προλάβω να ετοιμάσω τη Ρουθ έγκαιρα. Βάζω τον φορητό υπολογιστή μου σε ένα καρότσι και τον σπρώχνω κοντά στον πάγκο, ώσπου τα καλώδιά του να φτάσουν, να συνδεθούν στο κεντρικό σύστημα του εγκεφάλου της που βρίσκεται στον αυχένα της. Ο Τόμας ανάβει τον προβολέα πάνω από τα κεφάλια μας και την γυρνάει στο πλάι οπλίζοντας το χέρι του με νυστέρι και τανάλια.

«Τι νομίζεις, ότι κάνεις; Νάρκωσέ τη πρώτα».

«Μα… είναι ήδη αναίσθητη» διαμαρτύρεται. «Και είναι μηχανή».

«Επειδή δεν είναι άνθρωπος, μη νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνει τον πόνο. Μην ξεχνάς πως δημιουργήθηκε καθ’ ομοίωση ενός ανθρώπου» του περνάω το μπουκαλάκι με το αναισθητικό, όσο περιμένω να φορτώσει το λειτουργικό της στον υπολογιστή μου.

Όλα είναι θέμα οργάνωσης. Τα προγράμματα επιδεξιοτήτων και οι πληροφορίες που θέλουμε φορτώνονται στο κεντρικό τσιπ του αντικειμένου. Το τσιπ ή αλλιώς ο εγκέφαλός του δίνει τις εντολές που κάνουν το υβρίδιο ζωντανό και κινούν το υδρογόνο που ρέει στις φλέβες του. Το ψύχουν, όταν το αντικείμενο είναι ήρεμο και το βράζουν, όταν το αντικείμενο βρίσκεται σε εγρήγορση. Ο ατσάλινος σκελετός, αν και αρκετά βαρύς φροντίζει να το κρατά σταθερό στη γη, ενώ το χοντρό δέρμα από καουτσούκ το προστατεύει από πληγές.

Σηκώνω το νεκρό χέρι της Ρουθ και το στριφογυρίζω παρατηρώντας τις γρατσουνιές της που προκλήθηκαν, όταν πέρασε μέσα από την πόρτα της κουζίνας. Αν ήταν ξύπνια και οι μηχανισμοί της λειτουργούσαν κανονικά, θα έστελναν μια στρώση υδρογόνου, το οποίο θα ένωνε τους κομμένους ιστούς και θα έκανε τις πληγές της παρελθόν. Όμως κοιμάται και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Άσχετα με το αναισθητικό του Τόμας δεν έχει λόγο να το κάνει. Οι μπαταρίες της φαίνονται γεμάτες, αλλά εκείνη αρνείται να αντιδράσει.

Ενημερώνω το πρόγραμμά της με νέες πληροφορίες σβήνοντας και γράφοντας αυτά που εγώ θέλω, ενώ ο Τόμας γεμίζει με μπλε και λευκή μπογιά τις χαρακτηριστικές πράσινες ίριδες της Κάρεν Μέρφι. Στον πάγκο ολόγυρά της έχει απλώσει καμιά δεκαριά από τις κούκλες που κάποτε μάζευε η Κάμερον και συγκρίνει τα μαλλιά της με τα δικά τους.

«Το μαύρο είναι καλό, νομίζω» προτείνω δείχνοντάς του τη μεγαλύτερη κούκλα.

«Ναι, αλλά ξεχωρίζει σε αυτή τη χώρα. Το κόκκινο είναι πιο συνηθισμένο» μουρμουρίζει προβληματισμένος.

«Μοιάζει ψεύτικο. Το κορίτσι φαίνεται από μακριά πως δεν είναι από εδώ. Το μαύρο καλύτερα» επιμένω και χασμουριέμαι. «Θα αντέξεις να την τελειώσεις; Τα μάτια μου κλείνουν».

Τρεκλίζω προς τον καναπέ και ξαπλώνω σκεπάζοντας το σώμα μου με μια λεπτή καρό κουβέρτα. Για λίγο χαζεύω τις κινήσεις του Τόμας, καθώς αφαιρεί προσεχτικά το δέρμα του κεφαλιού της και κόβει τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Οι τρίχες πέφτουν στο πάτωμα σαν λιωμένο χρυσάφι. Το βλέμμα μου χάνεται στο σκοτάδι και όνειρα έρχονται να πάρουν τη θέση της πραγματικότητας.

Δεν ξέρω πόσες ώρες περνούν, όταν τα όνειρα υποχωρούν. Ο Τόμας στέκεται από πάνω μου και με σκουντάει απαλά. Φαίνεται εξαντλημένος, έτοιμος να καταρρεύσει. Τα μάτια του είναι κόκκινα και έχουν έντονους μαύρους κύκλους χαραγμένους ανεξίτηλα από κάτω. Σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο γεμάτος έκπληξη.

«Πήγε κιόλας οχτώ;» ρωτάω παραπονιάρικα. Ο βοηθός μου γνέφει.

«Το κορίτσι είναι έτοιμο κύριε. Απλά…» τινάζομαι όρθιος από ανυπομονησία και τρέχω κοντά της. «Δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Και ό,τι και αν δοκίμασα, δεν ωφελεί. Δεν ανταποκρίνεται».

«Δεν πειράζει. Θα την επανεξετάσουμε αργότερα, όταν θα είσαι πιο ξεκούραστος. Ξάπλωσε να κοιμηθείς. Έκανες πολλά».

Τον χτυπάω περήφανος στον ώμο και χαϊδεύω το πρόσωπο της ανανεωμένης Κάρμεν. Της Ρουθ πλέον. Μαύρα μαλλιά στεφανώνουν ένα πρόσωπο χλωμό και λευκό σαν το χιόνι. Φρύδια συμμετρικά τονίζουν τα αμυγδαλωτά της μάτια που πλαισιώνονται από μαύρες πυκνές βλεφαρίδες. Το δέρμα της είναι λείο σαν σμιλεμένο σε πέτρα. Χέρια λεπτά που καταλήγουν σε μακριά δάχτυλα φανερώνοντας ένα από τα κρυφά ταλέντα της παλιάς Κάρμεν. Το πιάνο. Γιατί κάτι τόσο όμορφο δεν έχει ζωή; Γιατί δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της ζωής;

«Εσείς θα φύγετε;»

«Ναι, Τόμας. Πρέπει να είμαι στο πλευρό της γυναίκας μου σήμερα. Ό,τι κι αν συμβεί, σε παρακαλώ, τηλεφώνησέ μου».

«Εντάξει, κύριε. Μείνετε ήσυχος» με διαβεβαιώνει πριν ξαπλώσει. Ο ύπνος τον παίρνει πριν προλάβω να φύγω από το δωμάτιο και ένα αμυδρό ροχαλητό πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα κάνοντάς με να χαμογελάσω.






Ηλιάνα Κλεφτάκη