ΛΕΡΝΙΑΡ
Ο ΚΙΛΙΑΝ ΉΤΑΝ ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ. Η πόλη
που ονομαζόταν Λέρνιαρ έσφυζε από ζωή. Ο κόσμος δεν συνειδητοποιούσε πως
βρισκόταν μέσα στην εμπόλεμη ζώνη. Η Έις είχε καταλάβει το Μέινλοουν και το
είχε μετατρέψει σε στρατόπεδο. Αν έκανε κάποια κίνηση, θα καταλάμβανε την
κοντινή του πόλη, Λέρνιαρ. Ο Κίλιαν δεν ενοχλούταν από την άγνοιά τους. Ο
συνωστισμός τον βοηθούσε να περάσει απαρατήρητος από τα βλέμματα. Φορούσε έναν
μαύρο μανδύα που σκέπαζε το κεφάλι και το σώμα του. Είχε ανακαλύψει ένα στενό,
σκιερό σοκάκι που του επέτρεπε να παρατηρεί τους περαστικούς. Έτσι, όποιος
περπατούσε στον μεγάλο και πολυσύχναστο δρόμο δεν θα τον πρόσεχε.
Οι σκέψεις των ανθρώπων βούιζαν στο κεφάλι
του. Μια γυναίκα ήθελε να χωρίσει τον άντρα της. Ένας γελωτοποιός έκλαιγε από
μέσα του. Μία κοπέλα είχε την αδιάσειστη πεποίθηση πως ήταν μάγισσα, μα ήταν
λανθασμένη. Κάπου ανάμεσα στην βουή των ανθρώπινων σκέψεων, τον βρήκε.
Ανάμεσα στον κόσμο υπήρχε ένα κενό. Δεν άκουγε τίποτα. Κατέβαλλε μεγαλύτερη προσπάθεια να εισχωρήσει μέσα στις σκέψεις του μα επικρατούσε σιγή. Ένα στραβό χαμόγελο χαράχθηκε στα χείλη του την ίδια στιγμή που μια γροθιά χτύπησε το πρόσωπό του. Μπορούσε να το έχει αποφύγει, μα δεν ήθελε. Ήταν μια ευχάριστη συνήθεια. Το σώμα του ξεχύθηκε στο βρωμερό έδαφος του στενού δρόμου. Αισθάνθηκε ένα έντονο τσούξιμο γύρω από το μάτι του και λίγο ζεστό αίμα κύλισε από τη μύτη του. Έσταξε και έφτασε στα χείλη του ποτίζοντας με μια μεταλλική γεύση το στόμα του.
Ανάμεσα στον κόσμο υπήρχε ένα κενό. Δεν άκουγε τίποτα. Κατέβαλλε μεγαλύτερη προσπάθεια να εισχωρήσει μέσα στις σκέψεις του μα επικρατούσε σιγή. Ένα στραβό χαμόγελο χαράχθηκε στα χείλη του την ίδια στιγμή που μια γροθιά χτύπησε το πρόσωπό του. Μπορούσε να το έχει αποφύγει, μα δεν ήθελε. Ήταν μια ευχάριστη συνήθεια. Το σώμα του ξεχύθηκε στο βρωμερό έδαφος του στενού δρόμου. Αισθάνθηκε ένα έντονο τσούξιμο γύρω από το μάτι του και λίγο ζεστό αίμα κύλισε από τη μύτη του. Έσταξε και έφτασε στα χείλη του ποτίζοντας με μια μεταλλική γεύση το στόμα του.
«Αντρέ, φίλε μου». Αναφώνησε πονεμένα.
Μισάνοιξε τα μάτια του και είδε πως ένα
χέρι βρισκόταν μπροστά του. Το έπιασε και ο Αντρέ τον τράβηξε μέχρι που
στηρίχτηκε στα πόδια του. Φορούσε μια μάσκα που κάλυπτε το πρόσωπό του από τα
μάτια και κάτω. Μία μεταλλική λωρίδα ήταν στερεωμένη κάτω από τα μάτια του και
συγκρατούσε ένα δερμάτινο ύφασμα. Πάνω στο χοντρό δέρμα υπήρχαν μερικές τρύπες
για να αναπνέει με ευκολία. Το τριγωνικό σχήμα της μάσκας στο κάτω μέρος έκρυβε
επαρκώς το πρόσωπό του και ένα μέρος του λαιμού του. Το σώμα του κρυβόταν από
έναν σκούρο κόκκινο μανδύα και το πρόσωπό του σκιαζόταν από τη μαύρη κουκούλα
του. Τα μάτια του άντρα έλαμπαν ακόμη και μέσα στις σκιές. Ήταν γαλάζια και
έμοιαζαν με κρυστάλλους.
Το βλέμμα του εστίαζε στα μάτια του Κίλιαν
και ήταν θανάσιμο. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας. Ο Αντρέ
συνέχισε να κοιτάζει προσεκτικά, και σχεδόν εχθρικά τον Κίλιαν. Ξαφνικά όλη η
σοβαρότητα χάθηκε από το πρόσωπό του. Το βλέμμα του μαλάκωσε και η έκφρασή του
συσπάστηκε σε ένα χαμόγελο. Τα χείλη του δεν φαίνονταν, μα οι ρυτίδες που είχαν
χαραχτεί κάτω από τα μάτια του τον πρόδιδαν.
«Κίλιαν». Είπε βροντερά ο άντρας
και του χάρισε μια μεγάλη αδερφική αγκαλιά. «Έλα πάμε να σε φτιάξουμε. Σου έχω
πει να μην εμφανίζεσαι έτσι». Ο Αντρέ τον προσπέρασε και χώθηκε βαθύτερα στο
σοκάκι κι εκείνος ακολούθησε.
«Αφού ξέρεις πως δεν γίνεται αυτό
που λες». Ο Κίλιαν γέλασε και ο Αντρέ τον κοίταξε εξαντλημένα.
«Για να ήρθες μέχρι εδώ, έχει
συμβεί κάτι σημαντικό». Μάντεψε ο άντρας με τον σκούρο κόκκινο μανδύα. Ο Κίλιαν
δεν απάντησε, απλώς συνέχισε να προχωράει.
Τελικά έφτασαν στον προορισμό
τους. Ήταν ένα ερείπιο φαινομενικά. Οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν σπασμένες.
Το ταβάνι φαινόταν πως είχε καταρρεύσει από καιρό. Ολόκληρο το μέρος καλυπτόταν
από μια παχιά στρώση σκόνης και θραυσμάτων γυαλιού. Ο Αντρέ ανέβηκε τα τρία
σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε ότι είχε απομείνει από το σπίτι. Ύστερα το σώμα του
εξαφανίστηκε. Ο Κίλιαν ακολούθησε και βρέθηκε μέσα στο σπίτι του φίλου του.
Είχε καταλήξει σε ένα πολυτελές διαμέρισμα.
Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με γκρίζες ταπετσαρίες.
Το ταβάνι ήταν κόκκινο. Χαμογέλασε, αφού αυτό ήταν αναμενόμενο. Ο πολυέλεος
απεικόνιζε πολυάριθμα φίδια από το στόμα τον οποίων έβγαινε φωτιά. Απέναντί του
σιγόκαιγε η φωτιά σε ένα χτιστό τζάκι. Δύο κόκκινες πολυθρόνες ήταν
τοποθετημένες στα δεξιά και στα αριστερά του. Ο Αντρέ τοποθέτησε το χέρι του
μπροστά από τον Κίλιαν. Η παλάμη του τυλίχτηκε από φλόγες οι οποίες γαργάλησαν
το πονεμένο πρόσωπο του άντρα. Μόλις επουλώθηκε κάθε πληγή του, ο Αντρέ τον
προσπέρασε. Πλησίασε τις πολυθρόνες και
σωριάστηκε σε μία από αυτές.
Ο Κίλιαν ήταν έτοιμος να ακολουθήσει όταν η
ματιά του έπεσε πάνω στο σύνθετο. Ένα παλαιωμένο καλό ουίσκι φλέρταρε μαζί του.
Ο Αντρέ το πρόσεξε και του έκανε νόημα να βάλει λίγο και σε εκείνον. Τελικά
βρίσκονταν και οι δυο καθισμένοι στις πολυθρόνες. Η θέρμη της φωτιάς έφτανε στο
πρόσωπό τους. Στα χέρια τους βρίσκονταν δύο γυάλινα ποτήρια με ουίσκι και πάγο.
Ο Κίλιαν έψαχνε τον κατάλληλο τρόπο για να ξεκινήσει την συζήτηση. Ήπιε μια
γουλιά από το ποτήρι του και πήρε μια βαθειά ανάσα. Έβγαλε από την εσωτερική
τσέπη του σακακιού του το κόσμημα και το κράτησε μπροστά από το φως της φωτιάς.
«Το θυμάσαι αυτό;» Ρώτησε με ήπια
φωνή.
«Φυσικά και το θυμάμαι. Ήταν το
δώρο μου προς τη Φιέρα την μέρα που σας γνώρισα. Νόμιζα πως είχε χαθεί». Ο Κίλιαν
αδιαφορούσε για τα λόγια του Αντρέ.
«Θέλω να βρεις την αδερφή μου». Η
ανακοίνωση του άντρα προκάλεσε το γέλιο του φίλο του.
«Φυσικά, δώσε μου ένα λεπτό».
Είπε ενώ ακόμη γελούσε πνιχτά. «Την βρήκα, είναι στον παράδεισο αυτή τη στιγμή
που μιλάμε». Ο Κίλιαν τον κοίταξε με σοβαρότητα και ο Αντρέ ανασκουμπώθηκε.
«Μιλάς σοβαρά;» Αυτή τη φορά δεν κρυβόταν κάποια ειρωνεία στη φωνή του, και δε
γέλασε.
«Απλά προσπάθησε να
επικοινωνήσεις μαζί της. Αυτή είναι η ειδίκευση σου». Ο Αντρέ τον κοίταζε
δύσπιστα μα ο Κίλιαν δεν αστειευόταν. Τελικά ένευσε με μια μικρή κίνηση του
κεφαλιού του.
Κούνησε τον δείκτη του και το κόσμημα έφυγε
από τη παλάμη του Κίλιαν. Αιωρήθηκε ανάμεσά τους και ένα λευκό φως ξεχύθηκε από
μέσα του. Ο Αντρέ ξεκίνησε να επαναλαμβάνει με δυνατή φωνή τη φράση ‘βένι
πρόπε’. Στην αρχή δεν συνέβη τίποτα. Το κόσμημα αιωρούταν και σκορπούσε λευκό
φως. Ο Κίλιαν το κοίταζε ενώ με την καρδιά του να σφυροκοπάει. Και ο Αντρέ
σκεφτόταν πώς θα έπειθε τον Κίλιαν για μια ακόμη φορά πως η αδερφή του ήταν νεκρή.
Ύστερα ξεκίνησαν να ακούγονται κλάματα παιδιού. Ήταν η Φιέρα. Βαριανάσανε σαν
να πονούσε και μετά ησύχασε.
«Κίτζι;» Ρώτησε κουρασμένα. Ο
Αντρέ τρεμούλιασε στην θέση του και το πρόσωπό του πάνιασε σαν να είχε δει
φάντασμα.
«Φιέρα». Της απάντησε ο αδερφός της.
«Είσαι ζωντανή; Που είσαι;» Ρώτησε με αγωνία. Η Φιέρα κλαψούρισε ξανά.
«Δεν μπορώ να σου πω». Οι λέξεις
της ήταν απόμακρες. Αλλά η φωνή της λύγιζε τον άντρα.
«Σε κρατάει κάποιος;» Η Φιέρα
κλαψούρισε ξανά. Κάθε φορά που ο Κίλιαν τη ρωτούσε κάτι εκείνη έκλαιγε σαν να
πονούσε.
«Κίτζι μη». Του είπε
εξουθενωμένα.
«Φιέρα απάντησέ μου!» Φώναξε ο
άντρας και στάθηκε όρθιος.
«Πρέπει να φύγω». Αυτή τη φορά η
φωνή της ήταν μόνο ένας ψίθυρος. «Προστάτευσε την Α-.». Η φωνή της σταμάτησε να
ακούγεται και το κόσμημα έπαψε να εκπέμπει φως. Ο Κίλιαν κοίταξε τον Αντρέ. Το
πρόσωπό του ήταν ακόμη πανιασμένο και τα μάτια του απειλούσαν να πεταχτούν από
τις κόγχες τους. Ο Κίλιαν αισθανόταν την καρδιά του να πάλλεται στο στέρνο του.
«Προστάτευσε την Άισλιν. Αυτό μου
ζήτησε». Μονολόγησε ψύχραιμα.
«Την κόρη της Έις, Άισλιν;»
Ρώτησε εμβρόντητος ο Αντρέ. Ο Κίλιαν ένευσε.
«Ναι. Θα κάνω αυτό που μου
ζήτησε». Έσφιξε τις γροθιές του. Τώρα έπρεπε να ανησυχεί και για την αδερφή
του, και για εκείνη.
«Και ο Κέζελθ;» Ο Κίλιαν γέλασε
με τον φίλο του.
«Ο Κέζελθ θα μάθει τα πάντα, και
θα με διατάξει να κάνω ότι μου είπε η Φιέρα. Χρειάζεται την Άισλιν ζωντανή».
Έκλεισε τα μάτια του σκεπτικά. «Προς το παρόν».
Ράνια Ταλαδιανού