Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 34) - "The truth that you will never know"


Liliana's POV

«Τι είναι εδώ;» Στεκόμουν στη μέση μιας υγρής, βρώμικης σήραγγας. Τα γκράφιτι στους τοίχους φαίνονταν καχύποπτα ζωγραφισμένα με κάτι που δεν ήταν κόκκινη μπογιά, ενώ η μυρωδιά της σήψης σε συνδυασμό με τα κόκκαλα που βρισκόντουσαν σε κάθε γωνιά που μπορούσε να φτάσει το μάτι σου μου έδιναν μια πολύ καλή εικόνα σχετικά με το ότι δεν έπρεπε να βρισκόμουν εδώ. Ο Ντάμιαν ήταν ανήσυχος όλο το πρωί. Δεν είχε πάρει τα μάτια του από την οθόνη του κινητού του και είχε αποτύχει να μεταφερθεί και τις δέκα φορές που το είχε προσπαθήσει. Επέστρεφε πάντα θυμωμένος και κλοτσούσε τα πόδια του καναπέ μου με μανία. Δεν είχα πει τίποτα. Καταλάβαινα ότι δεν ήμουν εγώ η πηγή του εκνευρισμού του και δεν ήθελα να ξεσπάσει πάνω μου. Πριν από μισή ώρα είχε ουρλιάξει από χαρά και είχε αρπάξει το χέρι μου προτού προλάβω να διαμαρτυρηθώ. Βρισκόμουν τώρα σε μια υπόγεια τρύπα που βρωμούσε, ντυμένη με τις πιτζάμες μου και ξυπόλητη. Φανταστικά!
«Είναι ένα από τα 5 μέρη στον κόσμο που μπορείς να εισέλθει ένας άνθρωπος στην κόλαση». Τον κοίταξα με το ένα φρύδι σηκωμένο και καχύποπτα. Κοίταξα πάλι γύρω μου. Έπρεπε να το είχα καταλάβει από τα οστά ζώων και τα παγανιστικά σύμβολα στους τοίχους. Από τότε που είχα αποκτήσει τα φτερά μου, είχα αποκτήσει ικανότητες και πληροφορίες που ο ανθρώπινος νους δεν μπορούσε να συλλάβει. Και χωρίς καν να το προσπαθήσω. Αναγνώριζα τώρα τα σύμβολα στο λιγοστό φως που δημιουργούσαν τα παιχνιδίσματα του νερού και ας μην τα είχα δει ποτέ στη ζωή μου ξανά. Μια κουκουβάγια, σύμβολο σοφίας και ισχύος, ένας οβελίσκος, δείγμα εξουσίας που δίνει και αφαιρεί ζωή και μια πυραμίδα, σύμβολο της ιεραρχίας με τη μύτη της να αντιπροσωπεύει την ελίτ και τη βάση το ανθρώπινο γένος που ζει παρασιτικά από την ελίτ ανάμεσα σε πεντάλφες και τον αριθμό του θηρίου που επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά. Ηλίθιοι άνθρωποι.
«Πού είμαστε;» ρώτησα καθώς το μέρος μου φαινόταν επικίνδυνα γνωστό.
«Στη Νέα Υόρκη. Στις σήραγγες του Clifton στο Νιου Τζέρσει» απάντησε λες και ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο.
«Και τι κάνω εδώ;» Τα πέλματα μου ακουμπούσαν το υγρό δάπεδο προκαλώντας μου αηδία.
«Θέλω να βρεις την είσοδο. Μόνο οι δαιμονισμένοι μπορούν να βρουν το πέρασμα, καθώς ο ίδιος ο Άρχοντας τους οδηγεί» γέλασα ανόρεχτα και τον κοίταξα πάνω από τον ώμο μου.
«Πιστεύεις ότι είμαι δαιμονισμένη ή ότι θα μου δείξει τον δρόμο;»
«Τίποτα από τα δυο. Για αυτό θέλω να δω, αν θα το βρεις». Οκ, αυτό δεν το περίμενα.
«Δεν καταλαβαίνω...»
«Έχω μια υποψία για σένα, Λιλιάνα». Τα μάτια μου στένεψαν. Άλλαζε βάρος από το ένα πόδι στο άλλο ανήσυχα και ανυπόμονα. Κάτι μου έκρυβε. Κάτι σημαντικό και την ίδια στιγμή ανησυχούσε. Για εμένα; Για τον αδερφό του;
«Τι υποψία;»
«Θα σου πω, όταν βεβαιωθώ». Αναστέναξα. Φυσικά και δε θα μου έλεγε. Κάθισα ακίνητη στη μέση της σήραγγας κοιτώντας το κενό μπροστά μου περιμένοντας. Τι σκατά περίμενα; Είχαν περάσει πάνω από δέκα λεπτά και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σταγόνες της υγρασίας που έπεφταν ρυθμικά και ο ήχος της ανάσας μου.
«Δεν έχει νόημα!» ούρλιαξα απηυδισμένη. «Δεν ξέρω καν από πού να...» Σταμάτησα καθώς ένιωσα έναν δυνατό πόνο στο στήθος. Μυρωδιά από σήψη και θειάφι εισέβαλλε στους αισθητήρες της όσφρησής μου και γύρισα το κεφάλι μου προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που στεκόμουν. Ένιωθα μια τρελή έλξη προς το σκοτάδι της σήραγγας και τα πόδια μου κινούνταν με δική τους θέληση. Ένιωσα τον εγκέφαλο μου να κατεβάζει τα ρολά και προχωρούσα σαν το κορμί μου να μην ανήκε σε εμένα. Ένιωθα το νερό να πιτσιλάει τις γάμπες μου, ενώ οι πατούσες μου βυθίζονταν γρήγορα στα λιμνάζοντα νερά, ενώ έτρεχα. Δεν ήξερα, εάν ο Ντάμιαν με ακολουθούσε. Δεν μπορούσα καν να σκεφτώ εκείνον τη δεδομένη στιγμή. Δεν έβλεπα. Τα μάτια μου ήταν γυάλινα, καθώς έστριβα σε αδιέξοδα και κατευθύνσεις που έμοιαζαν να μη βγάζουν πουθενά. Παρόλα αυτά ήμουν σίγουρη ότι πήγαινα σωστά, καθώς μια φωνή στο μυαλό μού ψιθύριζε ότι βρίσκομαι στον σωστό δρόμο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα γι' αυτό και δεν τρόμαξα, αλλά είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά. Εκείνη η απαλή, βαθιά φωνή ήταν ο λόγος που είχα κερδίσει το πρώτο μου στοίχημα. Μου είχε ψιθυρίσει το άλογο που θα τερμάτιζε πρώτο, όταν ο δεύτερος πατριός μου με είχε πάρει στον ιππόδρομο σε μια «εκπαιδευτική» εκδρομή. Ήταν εκείνη που μου είχε πει να σκύψω, όταν η τρίτη μητριά μου είχε πετάξει το σίδερο ατμού προς το μέρος μου γιατί «Δεν επιτρέπω τους ψηλούς κότσους». Ήταν εκείνη η φωνή που μου έκανε παρέα σε όλο το δημοτικό, όταν τα άλλα παιδάκια της ηλικίας μου με φωνάζαν «βρωμιάρα» και «σιχαμένη» και ήταν εκείνη που με είχε συμβουλέψει να την εμπιστευτώ και να πηδήξω από το παράθυρο στα οχτώ μου, όταν ο τότε πατριός μου είχε μπει στο δωμάτιο μου με το παντελόνι του κατεβασμένο και την ανάσα του να βρωμάει αλκοόλ. Η όρασή μου επανήλθε, όταν τα πόδια μου σταμάτησαν. Πόση ώρα έτρεχα; Πού βρισκόμουν; Κοίταξα γύρω μου το δωμάτιο που βρισκόμουν. Κοφτερές πέτρες, ανθρώπινα κρανία σε ψηλές γιρλάντες και μαύρα ανοίγματα στους τοίχους. Χαμηλή οροφή και διάφανο πάτωμα. Ένα πηχτό υγρό κυλούσε από ένα άνοιγμα στον τοίχο, μέχρι τα γυμνά μου πόδια. Προχώρησα αργά αλλά σταθερά σε εκείνο το άνοιγμα και έβαλα το χέρι μου μέσα σαν υπνωτισμένη. Ένιωσα έναν οξύ πόνο στο δάχτυλο μου και το επόμενο δευτερόλεπτο όλα σκοτείνιασαν.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου μια στιγμή μετά, ήμουν στο δωμάτιο του Ντάμιαν. Δυο δυνατά χέρια τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση μου και με στριφογύρισαν. Το γέλιο του γέμισε το δωμάτιο.
«Το ήξερα ότι θα τα καταφέρεις!» με ακούμπησε κάτω και τον κοίταξα αναγκάζοντας τον εαυτό μου να χαμογελάσει. Το γέλιο του διακόπηκε απότομα και με κοίταξε ανήσυχος.
«Τι έγινε;» Με τον αντίχειρα του απομάκρυνε ένα δάκρυ που δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι έτρεχε από το μάτι μου και με χάιδεψε τρυφερά. Κοίταξε το τρυπημένο μου δάχτυλο και το έφερε στα χείλη του να το φιλήσει. «Συγγνώμη, εάν σου έβαλα πολλά». Μπορούσα να ακούσω τις τύψεις να χρωματίζουν τη φωνή του. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Δε φταις εσύ...» ψιθύρισα.
«Κακές αναμνήσεις;» έγνεψα θετικά και με έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Στο ορκίζομαι, μια μέρα θα σε κάνω να τα ξεχάσεις όλα».
 Τον αγκάλιασα σφιχτά και έχωσα το πρόσωπο μου στο στήθος του. Η μυρωδιά του ήταν βάλσαμο για μένα. Η ασφάλεια και το πάθος που ένιωσα να κυριεύει το κορμί μου με ένα μόνο άγγιγμα. Σήκωσα το κεφάλι μου και έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπο του. Τον τράβηξα πάνω μου και τον φίλησα παθιασμένα. Τον ένιωσα να διστάζει για λίγο. Ήθελε να ελέγξει τον αδερφό του. Ήθελε να δει, εάν όλα ήταν ήσυχα ή εάν δεχόντουσαν επίθεση. Τον είδα να αφουγκράζεται τον αέρα, ενώ ακουμπούσε τα χέρια του δειλά στη μέση μου σε περίπτωση που άκουγε το οτιδήποτε να με σπρώξει μακριά. Όμως εγώ κόλλησα το κορμί μου στο δικό του κερδίζοντας ένα επιφώνημα έκπληξης από εκείνον που για εμένα ήταν ευκαιρία για να βαθύνω το φιλί μου. Σε χρειάζομαι... Το μυαλό μου προσπαθούσε να του περάσει το μήνυμα μέσω του κορμιού μου που τον έσπρωχνε τώρα πίσω. Ήξερα ότι δε δεχόμασταν επίθεση. Θα είχα νιώσει την αλλαγή στον αέρα πριν από εκείνον. Όντας στην κατάσταση «δαιμονισμού» θα μπορούσα να το έχω ακούσει πριν μπω στην κόλαση. Ακόμα και από εκείνο το μικρό δωματιάκι με το λαμπυρίζον κρανίο στην εσοχή. Αναστέναξε βαθιά και με το ένα χέρι έσφιξε τη μέση μου, ενώ το άλλο χάθηκε στα μαλλιά μου τραβώντας με προς το σώμα του. Με άφησε να τον ρίξω στο κρεβάτι και σκαρφάλωσα πάνω του. Τράβηξα τα μαλλιά μου πίσω, πριν βυθίσω το πρόσωπό μου στον λαιμό του και αφήνοντας τη γλώσσα μου να χαράξει το δέρμα του. Εκείνος αναστέναξε και έσφιξε τη μέση μου.
«Πρέπει να σου πω...» ψιθύρισε ξέπνοος.
«Όχι τώρα» μουρμούρισα, ενώ ξεκούμπωνα το παντελόνι του με μια κίνηση. Γρύλισε, όταν ένιωσε το χέρι μου να τυλίγεται γύρω του, ενώ δάγκωνα δυνατά τον λοβό του αυτιού του.
«Είναι.... Γαμώτο!» Το στόμα μου τώρα τον τύλιγε και έχωσε το χέρι του στα μαλλιά μου πιέζοντας με και άλλο πάνω του. Ό,τι είχε σκοπό να πει χάθηκε, όταν είδα τα μάτια του να μαυρίζουν και με άρπαξε και με πέταξε στο κρεβάτι λες και δεν είχα βάρος. Σκαρφάλωσε πάνω μου και πίεσε το κορμί του πάνω στο δικό μου κάνοντας με να βρίσω δυνατά τη στιγμή που έμπαινε μέσα μου και εκείνος μου ψιθύριζε δυο λέξεις που θα με είχαν κάνει να παγώσω, εάν δεν ήταν σε μια γλώσσα που δε γνώριζα...

 NADIA