Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 4)

Την ξύπνησαν τα χτυπήματα στην ξύλινη πόρτα του δωματίου και ο Άγγελος που φώναζε το όνομά της.
Σκηνές από το προηγούμενο βράδυ έκαναν την εμφάνισή τους και η Χλόη προσπάθησε να τις διώξει. Γύρισε ανάσκελα και έτριψε τα μάτια της. Τι ήθελε αυτός πρωί πρωί;
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Άγγελος, ντυμένος στα μαύρα, έτοιμος για μάχη, με τη στρατιωτική του ταυτότητα πάνω από την μπλούζα.
«Ακόμα κοιμάσαι;»
«Όπως βλέπεις, μόλις ξύπνησα, οπότε όχι, δεν κοιμάμαι και αυτό χάρη σε σένα!», απάντησε με βραχνή φωνή. «Τι θες και με ξυπνάς από τόσο νωρίς;»
«Νωρίς το μεσημέρι ναι, αλλά όχι και νωρίς το πρωί».
Τον κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απορία. «Τι ώρα είναι;»
«Δώδεκα και μισή μετά μεσημβρίας, ωραία κοιμωμένη».
«Είχα την αίσθηση πως ήταν πιο νωρίς», μουρμούρισε η Χλόη και έτριψε τα μάτια της.
«Δεν είναι, όμως, νωρίς, γι’ αυτό ντύσου μιας που σε περιμένουμε τρία άτομα μέσα στο σαλόνι. Δεν έχουμε όλη τη μέρα ξέρεις», της είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφού άνοιξε πρώτα το φως του δωματίου.
Τρία άτομα;
Το ένα ήταν ο Άγγελος, το δεύτερο μάντευε ότι ήταν το Φάντασμα
, το οποίο τη βρήκε το προηγούμενο βράδυ, αλλά το τρίτο ποιο ήταν;
Θα μάθαινε σε δύο λεπτά.
Φόρεσε το μαύρο σορτσάκι που φορούσε όταν έφυγε από το σπίτι και το ίδιο μαύρο αμάνικο μπλουζάκι. Να φορούσε και παπούτσια; Είχαν σκοπό να βγουν έξω; Δεν γνώριζε, οπότε αρκέστηκε απλά στο να φορέσει κάλτσες. Αν ήταν να πάνε κάπου, τότε θα φορούσε τα αρβυλάκια της. Χτένισε όπως όπως τα μακριά μαλλιά της με τα δάχτυλα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.
«Άργησες», δήλωσε ο Άγγελος και η κοπέλα του χάρισε ένα δολοφονικό βλέμμα και στη συνέχεια γύρισε να χαιρετήσει και τους υπόλοιπους στο χώρο.
«Καλησπέρα».
Η υπόθεση που είχε κάνει πριν βγήκε σωστή, καθώς ο ένας ήταν το Φάντασμα από το προηγούμενο βράδυ.
Ο δεύτερος καλεσμένος ήταν, επίσης, ένα Φάντασμα. Ήταν ψηλός, γύρω στο ένα και ενενήντα, με φαρδιά πλάτη, ένα κατάνα ζωσμένο στην αριστερή του πλευρά και φωτεινά γαλανά μάτια. Της πήρε λίγο να διαπιστώσει πως ήταν το ίδιο Φάντασμα με τις γαλάζιες φλόγες, το ίδιο που είχε αντιμετωπίσει δύο χρόνια πριν, δύο μέρες πριν φύγει από το Μαύρο Ρόδο μια και καλή. Εκείνη τη νύχτα που είχε χάσει για μία και μοναδική φορά τον έλεγχο του Σμαραγδένιου Δράκου όταν πολεμούσαν, με αποτέλεσμα το Φάντασμα να ενεργοποιήσει στο έπακρο τη δική του δύναμη και ο τόπος να γεμίσει γαλάζιες φλόγες.
Η Χλόη σφίχτηκε αλλά προσπάθησε να το παίξει άνετη κάτω από τα επικριτικά βλέμματα και των τριών.
«Χλόη, τα πράγματά σου», είπε το Φάντασμα με τα πράσινα μάτια και της έτεινε τη δερμάτινη θήκη με τις πένες της και το κοντό της σπαθί.
«Για να είμαι ειλικρινής, νόμιζα πως δεν θα μου τα έδινες πίσω ποτέ».
«Θα σου χρειαστούν για την αναζήτησή μας», της απάντησε και άλλαξε το θέμα, «από εδώ είναι ένας συνάδερφος, ένας σύντροφός μου όπως θες πες το που θα μας βοηθήσει».
Το δεύτερο Φάντασμα έτεινε το χέρι του για χειραψία και η κοπέλα την ανταπέδωσε. «Χάρηκα», είπαν ταυτόχρονα.
«Λοιπόν, από πού σκέφτεστε να αρχίσουμε;», ρώτησε η Χλόη και έκατσε οκλαδόν στον καναπέ.
Την απάντηση της την έδωσε ο Άγγελος, ο οποίος τόση ώρα την παρατηρούσε σιωπηλός, με το μυαλό του να δουλεύει πυρετωδώς. «Μην βολεύεσαι, πρέπει να φύγουμε».
«Και πού θα πάμε;»
«Στο σπίτι της Ισμήνης Κορραίου», δήλωσε το Φάντασμα με τα γαλάζια μάτια.
Η κοπέλα έσφιξε ασυναίσθητα τη λαβή της στα πράγματα που κρατούσε και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Πάω να βάλω παπούτσια», ανακοίνωσε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και πήρε μία βαθιά ανάσα. Ποτέ δεν θα περίμενε πως θα συναντούσε το ίδιο Φάντασμα και δεύτερη φορά αλλά ως σύμμαχο. Απλά ήλπιζε να μη μιλούσε στους άλλους δύο για τη δεύτερή της δύναμη. Είχε να τη χρησιμοποιήσει από εκείνο το βράδυ και ήλπιζε να μην αναγκαζόταν να τη χρησιμοποιήσει ξανά. Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι υπήρχε περίπτωση να βρεθεί γρηγορότερα το Μαύρο Ρόδο.
Φόρεσε στα γρήγορα τα αρβυλάκια της, έδεσε στη ζώνη τη δερμάτινη θήκη και το σπαθί και βγήκε έξω.
***
Μόλις η Χλόη έκλεισε την πόρτα του δωματίου της, ο Άγγελος γύρισε προς το μέρος του Φαντάσματος με τα γαλάζια μάτια.
«Τη γνωρίζεις, έτσι δεν είναι, Μαξ;», ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Ναι, έχουμε συναντηθεί και παλαιότερα». Στο μυαλό του Μαξ ήρθαν σκηνές από τη μάχη τους. Εκείνη να προσπαθεί να τον νικήσει με τη δύναμη των λέξεων στην αρχή και στη συνέχεια να χρησιμοποιεί τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου και να χάνει τον έλεγχό της. Μία από τις χειρότερες βραδιές, καθώς και ο ίδιος αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει και τη δική του δύναμη στο έπακρο, πράγμα που είχε να κάνει από εκείνη τη μέρα που παραλίγο να χάσει τη Μυρτώ. Δηλαδή δύο μήνες πριν από τη μάχη με τη Χλόη.
«Πιστεύεις πως θα μπορέσει να μας βοηθήσει στην αναζήτηση του ξίφους;»
«Ναι», πρόλαβε να απαντήσει τη στιγμή που η κοπέλα έβγαινε από το δωμάτιο.
«Έτοιμη», ανακοίνωσε.
«Ωραία, φεύγουμε», είπε ο Κρίστοφερ και άνοιξε την εξώπορτα.
***
Το διαμέρισμα της Ισμήνης βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Για την ακρίβεια, ήταν ένα ρετιρέ στον δωδέκατο και τελευταίο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας, το οποίο κανείς δεν θέλησε να νοικιάσει μετά τον θάνατο της κοπέλας.
Η Χλόη και ο Άγγελος είχαν κρυφτεί στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, προσπαθώντας να αποφύγουν τους αστυνομικούς που είχα
ν περικυκλώσει την πολυκατοικία στην οποία ήθελαν να μπουν.
«Θα πρότεινα να πηδήξουμε από την ταράτσα της πολυκατοικίας σε εκείνη της διπλανής, αλλά θα έχουν σίγουρα αστυνομικούς και σε ψηλά μέρη», είπε η Χλόη. «Να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου δεν ωφελεί, καθώς όλο και κάποιον θα έχουν για ανίχνευση περίεργης δραστηριότητας».
«Τελικά είσαι έξυπνη».
«Θα το πάρω ως κομπλιμέντο για να μην χρειαστεί να σε βρίσω ή να σε σπάσω στο ξύλο».
«Δεν μπορείς να με νικήσεις σε μάχη σώμα με σώμα και αυτό έχει ήδη αποδειχθεί», απάντησε τραγουδιστά ο Άγγελος με αθώο βλέμμα.
«Έχεις να προτείνεις κάτι ή απλά θα συνεχίσουμε αυτή την ανούσια κουβέντα;»
«Παρά την κοινή πεποίθηση πως δεν έχω καθόλου καλές ιδέες, στην πραγματικότητα έχω».
«Άσε τον πρόλογο και μπες στο ψητό, μιας που εσύ βιαζόσουν σε όλη τη διαδρομή».
«Θα μπούμε από την κεντρική είσοδο. Απλά θα παίξουμε λίγο θέατρο. Τι εννοώ; Εγώ θα κάνω πως σε έπιασα και πως με εντολές του επιθεωρητή Γκρέις πρέπει να σε ανεβάσω στο ρετιρέ», πρότεινε, «και μετά απλά θα κάνουμε τη δουλειά μας».
«Δεν είσαι τόσο χαζός όσο νόμιζα».
«Θα το πάρω ως κομπλιμέντο», απάντησε ο Άγγελος επαναλαμβάνοντας τα λόγια της κοπέλας. «Τώρα, βγάλε το σπαθί και τη θήκη και δώσ' τα μου».
Η κοπέλα σκέφτηκε προς στιγμή ότι μπορεί όλο αυτό να ήταν μία καλοστημένη παγίδα, αλλά υπάκουσε και του παρέδωσε τη θήκη και το κοντό σπαθί. Είχε κρύψει μία πένα στο εσωτερικό από τη μπότα της για παν ενδεχόμενο και έναν σουγιά στην άλλη.
«Γύρνα από την άλλη και βάλε τα χέρια σου από πίσω», πρόσταξε ο Άγγελος και η Χλόη το έκανε. Δεν την έπαιρνε να διαφωνήσει και το ήξερε.
Ο νεαρός της πέρασε χειροπέδες και την έπιασε από το μπράτσο, όχι όμως τόσο σφιχτά όσο πριν από κάνα δυο μέρες στο τμήμα και άνοιξε την εξώπορτα της πολυκατοικίας.
«Ώρα να παίξεις τον ρόλο σου, Χλόη», της ψιθύρισε στο αυτί και άρχισε να την τραβολογάει προς τη μεριά των αστυνομικών που φρουρούσαν την είσοδο της άλλης πολυκατοικίας. Η κοπέλα άρχισε να προσποιείται πως ήθελε να ξεφύγει και προσπάθησε να του δώσει κλωτσιά και δεν τον πέτυχε εσκεμμένα, ενώ εκείνος αποτραβήχτηκε ελαφρά.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε ο ένας από τους δύο ένστολους.
«Από τη Στρατιωτική Ακαδημία είμαι και έχω εντολές να ανεβάσω την κοπέλα στο ρετιρέ».
«Στρατιωτική Ταυτότητα και ποιος σε έστειλε;» έκανε ο δεύτερος, ο οποίος φαινόταν πιο καχύποπτος από τον συνάδελφό του.
Ο Άγγελος έβαλε πάνω από την μπλούζα του την στρατιωτική του ταυτότητα. «Οι εντολές μου έρχονται κατευθείαν από τον επιθεωρητή Γκρέις», στο άκουσμα του ονόματος του επιθεωρητή οι άντρες χλόμιασαν, «μήπως θέλετε να τον πάρουμε και τηλέφωνο για να το επιβεβαιώσουμε;»
«Όχι, δεν χρειάζεται, περάστε!», είπε ο πρώτος και τους άφησε να περάσουν στο εσωτερικό του κτιρίου.
Ο νεαρός έσπρωξε τη Χλόη μέσα στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί με τον αριθμό 12.
«Το σπρώξιμο δεν χρειαζόταν! Μπορούσα να μπω και μόνη μου στο ασανσέρ!», παραπονέθηκε χαμηλόφωνα και τον αγριοκοίταξε.
«Συγγνώμη, μάλλον το παράκανα με το θέατρο».
Φτάνοντας στον τελευταίο όροφο, ο Άγγελος την ξανάπιασε από το μπράτσο, αυτή τη φορά ακόμα πιο μαλακά και την οδήγησε στην ταράτσα όπου βρισκόταν το ρετιρέ. Έδειξε στους δύο ένστολους τη μεταλλική του ταυτότητα, η οποία κρεμόταν από το λαιμό του και τους έδωσε εντολή να κατέβουν στην είσοδο μαζί με τους άλλους. Υπάκουσαν χωρίς κανέναν ενδοιασμό, μιας και κανένας δεν είχε το δικαίωμα να φέρει αντίρρηση σε έναν από τους καλύτερους της Ακαδημίας και στις εντολές του επιθεωρητή Γκρέις.
«Μπήκαμε μέσα», ανακοίνωσε τηλεπαθητικά ο Άγγελος στον Κρίστοφερ.
«Ωραία, εμείς είμαστε κοντά, αν γίνει κάτι ειδοποίησέ με», του απάντησε απλά και διέκοψε την επικοινωνία τους.
«Άγγελε!» αναφώνησε η Χλόη κι εκείνος την κοίταξε απορημένος. «Ξέχασες κάτι».
«Τι;»
«Να μου βγάλεις αυτά τα πράγματα από τους καρπούς μου».
«Μπορείς και μόνη σου με αυτό που έχεις γραμμένο πάνω σου. Αν δεν κάνω λάθος, λέει 'ξεκλείδωσε'», της απάντησε και ένα μειδίαμα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, αφήνοντάς την εμβρόντητη. «Και καλύτερα να μη μιλήσω για την πένα και τον σουγιά στις μπότες σου».
Η Χλόη είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Πώς στο διάολο το ήξερε αυτό; Η δύναμή του ήταν τέτοια;
Ενεργοποίησε τη λέξη και οι χειροπέδες έπεσαν στο δάπεδο με έναν κρότο.
Αλλά από την άλλη
, έπρεπε να τα περιμένει όλα από τον Άγγελο.
«Δεν ξέρω τι είδους δύναμη έχεις, αλλά το σίγουρο είναι πως γνωρίζεις πώς να εκπλήσσεις τον κόσμο. Και τις πιο πολλές φορές όχι με τον καλύτερο τρόπο».
«Το 'χω ο άτιμος, τι να κάνουμε. Αλλά κι εσύ είσαι πολύ προβλέψιμη», απάντησε και του ξέφυγε ένα γελάκι.
Η κοπέλα άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει, αλλά εκείνος την έκοψε. «Φτάνει με τις κουβέντες. Λοιπόν, μήπως γνωρίζεις αν η Ισμήνη κρατούσε ημερολόγιο;»
Η Χλόη το σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει. «Για να είμαι ειλικρινής, φαινόταν για άνθρωπος που μπορούσε να κρατήσει ημερολόγιο αλλά δεν ξέρω κατά πόσο το έκανε». Κατευθύνθηκε προς το μικρό δωμάτιο της φίλης της και άρχισε να ψάχνει όλα τα τετράδια.
«Γιατί πολύ απλά δεν χρησιμοποιείς τη δύναμή σου;»
«Επειδή η δύναμη της Ισμήνης ήταν να αντικρούει τις δυνάμεις των άλλων. Δεν θα έβρισκα το υποτιθέμενο ημερολόγιο ακόμα κι αν περνούσαν εκατό χρόνια», απάντησε χωρίς να σταματήσει αυτό που έκανε. Αφού δεν βρήκε τίποτα στα τετράδια, προχώρησε στα ράφια με τα βιβλία. «Είναι πάρα πολλά...», μουρμούρισε και έβγαλε την πένα από το αρβυλάκι της, καθώς ήταν καιρός να χρησιμοποιήσει τη δύναμη των λέξεων. Έγραψε κάποιες φράσεις και αμέσως τα βιβλία έβγαιναν από τα ράφια και άνοιγαν, σαν κάποιος αόρατος άνθρωπος να τα ξεφύλλιζε και ξανάμπαιναν στη θέση τους. Μόνο τρία έμειναν έξω.
Στο μεταξύ, η Χλόη έψαχνε για άλλα στοιχεία παντού στον χώρο. Σήκωσε το στρώμα, τράβηξε την καρέκλα του γραφείου, το γραφείο το ίδιο, μέχρι και την ντουλάπα άνοιξε και την έκανε άνω κάτω, αλλά δε
ν βρήκε τίποτα παραπάνω.
Ο Άγγελος έψαχνε για οτιδήποτε παράξενο στην κουζίνα. Και το βρήκε. Μία σκισμένη σελίδα από βιβλίο χρησίμευε ως σταθεροποιητής για την ηλεκτρική κουζίνα.
«Χλόη! Έλα να δεις τι βρήκα!», αναφώνησε και την είδε να έρχεται προς το μέρος του με τρία χοντρά βιβλία στην αγκαλιά της. Της έδειξε τη σελίδα. «Πες μου ότι λείπει σελίδα σε ένα από τα βιβλία που κρατάς».
«Και από τα τρία λείπουν αρκετές σελίδες», απάντησε και με την πένα της έγραψε τη φράση 'δεν υπάρχουν χαμένες σελίδες για τα βιβλία', αλλά οι λέξεις απλά εξαφανίστηκαν. «Δεν μας κάνει. Καλύτερα να ψάξουμε».
Ο νεαρός πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα καστανά μαλλιά του, φανερά προβληματισμένος. «Δεν γίνεται, δεν έχουμε χρόνο, σε λίγο καταφτάνει ο Γκρέις και αν δε θέλεις να μας βρει εδώ, καλύτερα να φεύγουμε».
«Τότε καλύτερα οι ένστολοι να ξεχάσουν πως μας είδαν». Για ακόμη μία φορά, έπιασε την πένα και έγραψε κάτι στον αέρα.
«Το είχαμε ήδη κανονισμένο αυτό, δεν χρειαζόταν να κάνεις κάτι».
«Είχαμε;»
«Εγώ και ένα από τα Φαντάσματα, εκείνο με το σπαθί στην πλάτη για την ακρίβεια».
«Μάλιστα...», έκανε η Χλόη και έκρυψε την πένα πίσω στην μπότα της. «Τότε καλύτερα να πηγαίνουμε».
«Όσο για τις χαμένες σελίδες, θα έρθω ξανά το βράδυ για να τις ψάξω», δήλωσε ο Άγγελος και άνοιξε την εξώπορτα του ρετιρέ, κάνοντας ταυτόχρονα χώρο για να περάσει η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά.
«Θα έρθω μαζί σου».
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Αν σε δει ο επιθεωρητής Γκρέις, θα σε συλλάβει και να ξέρεις πως οι κατηγορίες δεν θα είναι μόνο εκείνες του φόνου, καθώς μην ξεχνάς πως δραπέτευσες από το κρατητήριο».
«Εδώ θα πρέπει να παραδεχτώ πως έχεις δίκιο».
«Πάντα έχω δίκιο».

Ξανθίππη Γιωτοπούλου