Το άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 8 - Μέρος 3ο) - Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε

ΚΟΛΑΣΗ
Η απόκοσμη αίθουσα, ήταν ολοφώτιστη, με δάδες να κοσμούν τους πέτρινους και άχρωμους τοίχους. Ο Αζαζήλ, βαστούσε στα χέρια του, για την ακρίβεια έσερνε στο πάτωμα, το ματωμένο και λιπόθυμο σώμα της Κάιλα. Βαριά βήματα ακούστηκαν από την άλλη άκρη της αίθουσας και ο Ασμοδαίος εμφανίστηκε, βαστώντας γερά την Αμέλια που χτυπιόταν.
«Η ώρα έφθασε» είπε στον Αζαζήλ, ενώ παράλληλα χάϊδευε το κλειδί της ένατης Πύλης που κρεμόταν στον λαιμό του.
Σε ολόκληρη την αίθουσα, πλήθος δαιμόνων είχαν συνωστίζονταν, προκειμένου να παρακολουθήσουν τον απεγκλωβισμό των δύο Πριγκίπων της Κολάσεως και τον διαχωρισμό τους από τους θρόνους.
«Χρειαζόμαστε μονάχα το αίμα τους, δεν είναι ανάγκη να τις σκοτώσουμε» προσπάθησε να μεταπείσει τον Ασμοδαίο, ο Αζαζήλ, αλλά εκείνος τον κοίταξε παγερά.
«Τα πράγματα θα γίνουν όπως τα συμφωνήσαμε. Για την ώρα πραγματοποίησε την τελετή, καθώς εγώ έχω μία μικρή δουλειά. Στης Κόλασης τα μονοπάτια, μύρισε ξαφνικά μύρο του Παραδείσου» του είπε και ο Αζαζήλ τον κοίταξε παραξενεμένος. «Είναι εδώ ο Μιχαήλ» τελείωσε και ο δαίμονας ούρλιαξε από θυμό.
«Θα επαναφέρω τα αδέρφια μας» τελείωσε και ο Ασμοδαίος, σύρθηκε σαν οχιά έξω από την αίθουσα, με κατεύθυνση τα Τάρταρα.

ΤΑΡΤΑΡΑ

Όπως κάθε φυλακισμένος που σέβεται τον εαυτό του και τηρεί τις δοξασμένες παραδόσεις, έτσι και εγώ, σκάλιζα στον βρωμερό τοίχο τον αριθμό των ημερών που βρισκόμουν έγκλειστος εδώ κάτω. Το σώμα μου πονούσε φριχτά και τις τελευταίες μέρες ήμουν ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση, καθώς ήταν αδύνατον να χωρέσω ολόκληρος, στο κλουβί μου. Οι δυνάμεις μου είχαν σχεδόν εξασθενίσει και πότε πότε έχανα την επαφή με το περιβάλλον μου. Για την ακρίβεια πέθαινα. «Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι. Εξάλλου, ποιός κόσμος που επιθυμεί να τελειοποιηθεί, θα ήθελε να περιλαμβάνει ένα στοιχείο που προκαλεί δυσαρμονία;» σκέφτηκα και για πρώτη φορά κατάλαβα, πόση σημασία έχει να σε αγαπούν και να έχεις μία παρηγοριά, ένα πλάσμα να σου κρατά το χέρι, καθώς εσύ διανύεις τις τελευταίες στιγμές της ζωής σου. Μηχανικά, προσπάθησα να απλώσω το μαύρο μου χέρι και έκλεισα τα μάτια μου, για να επαναφέρω στο μυαλό μου την μοναδική στιγμή, απόλυτης ευτυχίας που είχα βιώσει. Την είχα να στέκεται απέναντί μου, πανέμορφη, αέρινη και τόσο μα τόσο αγνή, που ήθελα αμέσως να ανοίξω διάπλατα τα χέρια μου, για να μπει στην αγκαλιά μου. Αγαπούσα την ιδέα να είμαι ο προστάτης της. Εκείνος ο βράχος που θα απορροφά κάθε κραδασμό και κάθε κύμα, για να την κρατήσει ασφαλή. Αγαπούσα επίσης, το πώς με έκανε να νιώθω και το γεγονός πως σκορπούσε την αμηχανία της ασχήμιας μου μακριά. Αυτή η γυναίκα, με είχε αγαπήσει αληθινά για τα ψυχικά μου χαρίσματα, που αν και εγώ ο ίδιος αδυνατούσα να τα διακρίνω, εκείνη όμως τα είχε δει και τα είχε ξετρυπώσει προκλητικά. Είχε κάνει εμένα, τον πιο ατίθασο και παθολογικά φίλαυτο, πρώην Αρχάγγελο, να γυρίσω επιτέλους τα μάτια μου και να στρέψω εξολοκλήρου την προσοχή μου σε εκείνη και όχι στον εαυτό μου και στα θέλω μου. Αν μπορούσα, θα θυσίαζα την ζωή μου την ανούσια, ξανά και ξανά, προκειμένου να ζήσω έστω και ένα δευτερόλεπτο ακόμη μαζί της. Ένα δευτερόλεπτο, που δεν μετρά για εμένα χρονικά, αλλά στη δική της ζωή προστίθεται σαν ένα μικρό, χρονικό λιθαράκι. Ήξερα λοιπόν, πως αυτά τα χρονικά λιθαράκια, θα την έφερναν πιο κοντά σε ένα τέλος αναπότρεπτο, αλλά φυσικό για την ανθρώπινη φύση. Θα την έχανα ξανά και αυτή τη φορά για πάντα και ίσως τότε ο πόνος μου να ήταν δεκαπλάσιος, καθώς μαζί μου θα είχε σπαταλήσει μία ζωή χωρίς ίσως την δημιουργία μίας οικογένειας και χωρίς την φυσιολογική όψη που της προσδίδουν οι γλυκιές χαραγματιές του χρόνου που ονομάζονται ρυτίδες. Εκείνη θα γερνούσε και εγώ θα παρέμενα νέος.
Ένιωσα ξανά τα μάτια μου να θολώνουν, μα δάκρυα δεν κυλούσαν. Δεν είχα κλάψει ποτέ στην ζωή μου, ήταν κάτι που το θεωρούσα αδυναμία. Πεσμένος καθώς ήμουν, έκλεισα τα βαριά μου βλέφαρα, για να ακούσω τον ήχο μίας τόσο γνώριμης φωνής, που έκανε άξαφνα την μαύρη μου καρδιά να χτυπήσει ξανά.
«Εωσφόρε, είσαι καλά;Μίλησέ μας» ακούστηκε ξανά η φωνή και επιτέλους το μυαλό μου, ανασύρθηκε από τον λήθαργο στον οποίο είχε προηγουμένως περιέλθει.
«Αντέιρα! Μα, τις καταραμένες ψυχές και τα θανάσιμα αμαρτήματα, τι στο καλό γυρεύεις εδώ κάτω;» της είπα έχοντας μείνει κυριολεκτικά άφωνος.
«Δεν ήρθα μόνη μου..» απάντησε. «Μα φυσικά, αυτή ήταν σίγουρα δουλειά του πεφωτισμένου και τρελού σκηνοθέτη, του αδερφού μου, ενώ κομπάρσος αποτελούσε με βεβαιότητα ο δαιμονίσκος»
«Μιχαήλ, αυτό το ρίσκο που πήρες δεν άξιζε τον κόπο» του είπα σχεδόν ψυχρά.
«Το τι πραγματικά αξίζει και τι όχι, επέτρεψέ μου να το κρίνω εγώ αδερφέ»
«Αν σε καταλάβουν, θα σε ρίξουν Μιχαήλ και ο Παράδεισος σε χρειάζεται για να πολεμήσεις ενάντια σε αυτό που πολύ σύντομα θα έρθει»
«Όσο και αν σου φανεί παράξενο, αυτή τη στιγμή εσύ είσαι πιο πολύτιμος από εμένα. Η Κόλαση για να κρατηθεί, χρειάζεται τον αρχηγό της» συνέχισε ο Αρχάγγελος.
«Έναν αρχηγό, τον οποίο δεν εμπιστεύονται, καθώς πλέον όλοι έχουν υποταχτεί στα λόγια του κολασμένου του Ασμοδαίου» αντιγύρισα οργισμένος, ωστόσο ο αδερφός μου δεν φάνηκε να μου δίνει σημασία. Με μία απότομη κίνηση, φανέρωσε ένα σπαθί και τα μάτια μου κόντεψαν να πεταχτούν έξω.
«Αδύνατον» ήταν η μοναδική κουβέντα που βγήκε από το στόμα μου.
«Post Tenebras lux» ήχησε μία φωνή μέσα στην ψυχή μου. Μετά το σκοτάδι, έρχεται το φως. Αυτή ήταν και η ονομασία του σπαθιού μου. Ενός τόσο δυνατού όπλου, το οποίο μετά την πτώση μου, παρέμεινε στον Παράδεισο, καθώς ήταν πολύ επικίνδυνο αν έπεφτε σε λάθος χέρια. Τώρα θα μου πείτε, τα δικά σου τα χεράκια είναι τα σωστά δηλαδή; Ωστόσο, ήξερα πως το «Φως» δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, αν η ψυχή του χρήστη δεν ήταν και εκείνη λαμπερή. Ο Μιχαήλ, στάθηκε μπροστά ακριβώς από το κλουβί μου, με το σπαθί υψωμένο. Την στιγμή που το κατέβαζε, ένας εκκωφαντικός ήχος συνόδευσε την κάθοδο και το οριστικό σπάσιμο των δεσμών μου. Το σώμα μου κύλησε στην κυριολεξία έξω, ανήμπορο να αντιδράσει αμέσως. Ένα μούδιασμα απλωνόταν σε όλους μου τους μύες, εξαιτίας του εγκλεισμού μου σε έναν σχετικά μικρό χώρο.
«Αυτό το σπαθί, σου ανήκει» άκουσα τη φωνή του Μιχαήλ και τον είδα να το προτάσσει προς το μέρος μου.
«Μιχαήλ, αυτό το σπαθί είμαι σίγουρος πως φυλασσόταν πολύ καλά στην καρδιά του Παραδείσου. Πώς..» ξεκίνησα να λέω αλλά με σταμάτησε.
«Είχα καλό βοηθό» απάντησε ανάλαφρα κοιτάζοντας τον Αλάστορα.
«Με έκανες να κοκκινίσω άτιμε» του απάντησε κρυφογελώντας, αλλά εγώ πάλι ένιωθα το εγκεφαλικό να μου χτυπά την πόρτα.
«Μιχαήλ, μα τα αμαρτήματα του Αδάμ και της Εύας! Έκλεψες το σπαθί; Θέλω να πω, διέπραξες κλοπή; Τι εχεις πάθει; Είσαι ο αρχηγός του Παραδείσου, το ξέχασες ή το δροσερό αεράκι εκεί ψηλά, έκανε το μυαλό σου να πάθει ψύξη;» του φώναξα, μα εκείνος συνέχισε να με κοιτά ατάραχος. «Σου γεννήθηκε μήπως και εσένα η λαμπρή ιδέα να πατάξεις την εξουσία του Πατέρα;» συνέχισα τις ερωτήσεις.
«Αυτές οι λαμπρές ιδέες, ανήκαν ανέκαθεν σε εσένα. Ελπίζω κάποια στιγμή να καταλάβουν και ο Πατέρας να με συγχωρέσει για την ομολογουμένως ασυγχώρητη αμαρτία μου» μονολόγησε.
Οι δυνάμεις μου άρχισαν λεπτό με το λεπτό να επιστρέφουν και τα κυανά μου μάτια άνοιξαν ξανά, για να υποδεχτούν το πρόσωπο της Αντέιρα, λίγα μόλις εκατοστά από το δικό μου. «Τελικά αυτή η γυναίκα, έπρεπε κατά βάθος να ήταν τερατολάγνος, δεν εξηγείτο διαφορετικά» σκέφτηκα, καθώς την είδα να συνεχίζει να κοιτά την απαίσια όψη μου. Με την οικεία, αέρινη κίνησή της, βρέθηκε ένα βήμα πιο κοντά μου. Το μέγεθός μου, ήταν το διπλάσιο σε σχέση με έναν κανονικό άνθρωπο και έτσι αποφάσισα να παραμείνω γονατιστός. Τα χέρια της κινήθηκαν απαλά στο πρόσωπό μου και εστίασε στο μοναδικό σημείο, το οποίο θύμιζε ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Τα μάτια μου.
«Μου έλειψες» ήταν το μόνο πράγμα που μου είπε και εγώ άνοιξα προσεκτικά τα χέρια μου, για να την κλείσω στην αγκαλιά μου.
«Δεν έχουμε μέλλον εμείς οι δύο Αντέιρα» πρόφερα πικραμένος από την αλήθεια που με στοίχειωνε.
«Έχουμε όμως παρόν» απάντησε χαμογελαστά, μα άξαφνα οι φωνές του Αλάστορα μου απέσπασαν την προσοχή. Στο κατώφλι της πόρτας, στεκόταν ο απόκοσμος αδερφός μου. Ο Ασμοδαίος.
Τα μάτια του Μιχαήλ στένεψαν από το μίσος και τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. Κατόπιν, πέταξε από πάνω του την κάλυψη που του πρόσφερε το φούτερ του, μένοντας ημίγυμνος, ενώ δύο πάλλευκα φτερά, έκαναν την εμφάνισή τους πίσω από την πλάτη του. Η κυανή του αύρα έλαμψε και για λίγο το πρόσωπο του Ασμοδαίου, συσπάστηκε από έκπληξη. Σύντομα όμως, ανέκτησε το απόκοσμο ύφος του.
«Υπέροχη επίδειξη της χάρης του Παραδείσου» είπε απευθυνόμενος στον Μιχαήλ, ενώ εγώ πρόσεξα, πως η μορφή του είχε γίνει ακόμη πιο ζοφερή από πριν. Τα μαύρα του φτερά είχαν πάψει να υπάρχουν, αφήνοντας πίσω τους μονάχα δύο άσχημες ουλές. Όλα αυτά, οφείλονταν στο γεγονός πως είχε διαπράξει φόνους. Η βίαιη αφαίρεση μίας ζωής, σε απομάκρυνε ένα βήμα περισσότερο από την αλλοτινή, αγγελική σου μορφή και ο Ασμοδαίος κατά πώς φαινόταν, είχε διαπράξει πολλούς αποδεκατίζοντας την ψυχή του. Πίσω του, η Κόλαση όλη βρυχόταν επικίνδυνα.
«Έρχονται» μίλησε, μα η φωνή του έμοιαζε περισσότερο με απειλητικό συριγμό οχιάς.
Εγώ, δίχως να το σκεφτώ τράβηξα κοντά μου την Αντέιρα και την σκέπασα με τα μαύρα μου φτερά. Η γη ξεκίνησε να τρέμει, ενώ είδα τον Αλάστορα να χάνει το χρώμα του. Μέσα από τους τείχους, πέρασαν τρεις σκιές, σαν μικροί ανεμοστρόβιλοι. Τέσσερα κίτρινα μάτια χόρεψαν στο εσωτερικό τους και ενώ ο Αζαζήλ, είχε κάνει την εμφάνισή του δίπλα από τον Ασμοδαίο, είδα τις άλλες δύο σκιές να σχηματίζονται. Από μέσα τους ξεπήδησαν δύο τεράστια και απόκοσμα πλάσματα, τα οποία έσπασαν μπροστά μου τις αλυσίδες τους, που τα κρατούσαν τόσους αιώνες δεμένα. Απόκοσμα και φρικιαστικά, τίναξαν τα κατακρεουργημένα τους φτερά και γύρισαν αργά το βλέμμα τους πάνω μου. «Για ακόμη μία φορά, μαντέψτε για ποιόν χτυπούσε η καμπάνα»
«Εωσφόρε» μούγκρισε ο Μπελιάλ, ανοίγοντας το στόμα του και αποκαλύπτοντας δύο σειρές από μυτερά δόντια.
«Χαιρόμαστε που σε ξαναβλέπουμε προδότη» συνέχισε ο Ασταρώθ.
«Δεν θα σας πω την εντελώς κλισέ φράση, πως δεν είναι αυτό που νομίζετε, γιατί αυτό ακριβώς είναι. Έδεσα τα αναίσθητα κορμιά σας, γιατί αλλιώς η γη θα υπέφερε από αιφνίδια μείωση του πληθυσμού της» τους απάντησα.
«Τι κρύβεις στις φτερούγες σου αδερφέ; Γιατί μυρίζουμε ανθρώπινη σάρκα» έσκουξε ο Ασταρώθ.
«Δεν τα μάθατε; Ο φοβερός Εωσφόρος, ο πρώτος και καλύτερος, ο δυνατός και φοβερός δαίμονας της Κολάσεως και αρχιεπαναστάτης απέναντι στον ζυγό του Πατέρα, ερωτεύτηκε μία θνητή. Τι έγινε αδερφούλη; Της πήγαινες μήπως και λουλουδάκια σπίτι της;Τι γλυκό εκ μέρους σου» ξεκίνησε ο Ασμοδαίος και οι άλλοι τρεις γέλασαν.
«Σκάσε!» βρυχήθηκα και άνοιξα διάπλατα τα φτερά μου. «Αλάστορα, πάρε την Αντέιρα» είπα γυρνώντας στον δαιμονίσκο, μα είδα την θνητή να ορθώνει το ανάστημά της και να κοιτάζει περήφανα τα τέσσερα τερατουργήματα.
«Αυτός που κοροϊδεύετε, είναι και θα είναι πάντοτε ο πρώτος και ξέρετε γιατί; Γιατί κατέχει μία δύναμη που κανείς σας δεν γνωρίζει και αμφιβάλλω, αν ποτέ την νιώσατε. Έχει το φως. Το ένα και μοναδικό φως που πηγάζει από τη δύναμη της αγάπης» έκανε παύση και οι άλλοι αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Η αγάπη θρασύτατη θνητή, είναι αδυναμία και ο Εωσφόρος το μοναδικό πράγμα που αγάπησε ποτέ του, ήταν ο εαυτός του αλλιώς δεν θα βρισκόταν εδώ. Η αγάπη δεν είναι αρκετή για να ενώσει εσάς τους δύο γιατί είναι καταδικασμένη» απάντησε ο Ασταρώθ.
«Κάνεις λάθος. Η αγάπη έχει τέτοια δύναμη, που θα έκανε και τον πιο υψηλό στην ιεραρχία Άγγελο, να πέσει προκειμένου να σώσει τον αδερφό του» τους απάντησε ο Μιχαήλ και ένιωσα το αίμα μου να παγώνει, καθώς δεν ήξερα αν πραγματικά άξιζα μία τέτοια θυσία από μέρους του.
Τα τέσσερα θηρία μούγκρισαν και πριν το καταλάβω, ο Ασμοδαίος μου επιτέθηκε με ένα χοντρό στιλέτο. Σήκωσα απότομα το σπαθί μου για να αμυνθώ, μα εκείνο δεν δούλεψε. Δεν υπήρχε καμία ενέργεια που να του δίνει δύναμη. Πίσω μου είδα τον Μιχαήλ να παλεύει σώμα με σώμα με τον Μπελιάλ και τον Αλάστορα να προσπαθεί να αποκρούσει τον Αζαζήλ που προσπαθούσε να αρπάξει την Αντέιρα. Φωνές και ψίθυροι απλώθηκαν και η επανάσταση της Κόλασης είχε ξεκινήσει. Μονάχα η Ένατη Πύλη χώριζε τα φρικαλέα πλάσματα από τον κόσμο των θνητών. Ο Μιχαήλ συνέχισε να κραυγάζει, καθώς απωθούσε τον Μπελιάλ, όταν μία εικόνα μου έκοψε την ανάσα. Άξαφνα, η αγγελική λάμψη του Μιχαήλ έπαψε και το σώμα του σκοτείνιασε. Η κυανή του αύρα χάθηκε, το ίδιο και τα φτερά του κάνοντάς τον να μοιάζει με θνητό. «Η τιμωρία του Πατέρα» σκέφτηκα και το ίδιο φαινόταν να σκέφτηκε και εκείνος, όταν ένα μαχαίρι γλίστρησε και καρφώθηκε βαθιά στην πλάτη του, ρίχνοντάς τον αναίσθητο στο κρύο, πέτρινο πάτωμα.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη