Παρεκκλίνων φύλακας (Κεφάλαιο 8) - "Σπασμένα φτερά"

Όσοι καταφέρνουν να αγκαλιάσουν τη μοναξιά τους, διαθέτουν δύο.
Όσοι υποφέρουν από το ανάσταχτο βάρος της, έχουν ένα.
Μα υπάρχουν και κάποιοι με φτερά ξεριζωμένα.
Εκείνοι που ένιωσαν μόνοι και αγκάλιασαν τους μοναχικούς.
Εκείνοι που έλαμψαν, αλλά έδωσαν το φως τους.  
Τα φτερά δεν προορίζονταν για άλλους.
Οι δράστες τιμωρούνται αδιακρίτως.

Η Έλια έχει δέσει ολόκληρο τον κορμό της Ίντιθ με επιδέσμους και την έχει βοηθήσει να ξαπλώσει στο πλάι. Παρακολουθώ τις σκιές που άλλοτε κρύβουν το χρυσό αποτύπωμα του φωτός από το άνοιγμα της πόρτας και άλλοτε υποχωρούν. Κάθε κίνηση με αναστατώνει. Πιάνω το μέτωπό μου με ιδρωμένες παλάμες και αγανακτώ. Γιατί φοβάμαι να την αντικρύσω; Η Έλια ανοίγει την πόρτα και με προσπερνά με τη ματιά καρφωμένη στο ξύλινο πάτωμα. Επιστρέφει με μεγάλες δρασκελιές. Από το χέρι της κρέμεται μια βρεγμένη πετσέτα, η οποία απλώνει τα χνάρια της με επιμέλεια. Την επόμενη φορά που η έφηβη βγαίνει από το δωμάτιο, με πλησιάζει δειλά. Τοποθετεί τα χέρια πίσω από το λουλουδένιο της φόρεμα και με κοιτάζει με τα μεγάλα και δροσερά της μάτια.

«Σε χρειάζεται» ψιθυρίζει, μια στιγμή πριν εκσφενδονιστεί στον κάτω όροφο.

Πλησιάζω την κουπαστή της σκάλας και κρεμιέμαι, για να δω το μικρό της σώμα, καθώς κουλουριάζεται στο κρεβάτι μου. Η σημερινή ημέρα δεν αποδείχθηκε εύκολη για εκείνη. Από το πρωί ανησυχούσε για την οικογένειά της και την αυριανή κατάταξη. Με την επίσκεψη της Ίντιθ και τη φρικιαστική επέμβαση του Λούπους στο σώμα της, η Έλια είναι τρομοκρατημένη.

Αναστενάζω και επιστρέφω το βλέμμα στην χρυσή τομή. Οι σταγόνες της υγρασίας δημιουργούν ένα μονοπάτι. Τις ακολουθώ, με την καρδιά να σφυροκοπάει μανιασμένα σε κάθε μου βήμα. Η πόρτα είναι υπερβολικά πρόθυμη να υποχωρήσει στο άγγιγμά μου και η Ίντιθ με παρατηρεί ήδη. Το ασήμι είναι λιωμένο και φαίνεται έτοιμο να στάξει. Τα βλέφαρα είναι τεντωμένα προς τα πίσω και στο τριγωνικό της πιγούνι έχουν στερεωθεί μερικά δάκρυα. Φτάνω στο πλευρό της. Το βλέμμα της κινείται σε συνάρτηση με εμένα. Κάθε άλλο κύτταρό της παραμένει ακίνητο.

«Νόρμαν;» ρωτά μπερδεμένα.

«Εδώ είμαι. Ξεκουράσου. Σε προσέχω εγώ τώρα».

Η παλάμη της ψηλαφίζει το σεντόνι. Μόλις της προσφέρω τη δική μου, σταματά να σαλεύει και χαλαρώνει τα δάχτυλά της μέσα στα δικά μου. Τα βλέφαρά της βαραίνουν, ώσπου να σφραγίσουν ολοκληρωτικά. Το κεφάλι της γέρνει και στερεώνω την πετσέτα στο μέτωπό της, πριν να παραστρατήσει τελείως. Το επόμενο πράγμα που καταλαβαίνω, είναι πως κοιμάμαι με το κεφάλι χωμένο στην αγκαλιά της και το σώμα μου λυγισμένο σε μια άβολη στάση. Το πάτωμα είναι σκληρό, αλλά δε θέλω να κουνηθώ ούτε στο ελάχιστο. Θέλω να συνεχίσω να ακούω την καρδιά της να πάλλεται και να νιώθω τη θέρμη του χεριού της στο δικό μου και το πρόσωπό μου. Σαν να αντιλαμβάνεται την αλλαγή στην αναπνοή μου, ξεκινά να χαϊδεύει το μάγουλό μου.

«Μου λείπει, ξέρεις».

Ανασηκώνομαι μπερδεμένος και με μισή καρδιά. Εκείνη χαμογελά αχνά. Δοκιμάζει να πάρει μια μεγάλη ανάσα, μα αντί για αυτό τη διαπερνούν απανωτά ρίγη και καμπουριάζει. Τρέμω, καθώς χώνομαι στο πλευρό της και την τυλίγω προστατευτικά.

«Τι σου λείπει;»

«Η Ρέινα».

Ξεφυσώ. Πραγματικά, έπρεπε να αναφερθεί σε εκείνη τώρα; Δεν έχω καταφέρει να καλύψω ακόμα και κενό που άφησε. Ίσως να μην καταφέρω ποτέ να το κάνω. Αλλά όσο δε μιλάμε για όσα μας πονούν, παύουμε να τα προσέχουμε τόσο. Οι λεπίδες μεταμορφώνονται σε επίμονα αγκάθια και οι πληγές καλύπτονται από επιδέσμους.

«Πάντα ήσουν τόσο ευαίσθητη;» ειρωνεύομαι.

«Ναι. Για αυτό με αγαπάς, άλλωστε».

«Αν είναι δυνατόν, Ίντιθ. Μπορεί να έχεις τραυματιστεί, αλλά αυτό δε σου δίνει το δικαίωμα να μιλάς τόσο αυθόρμητα και παράλογα».

Γελάει, μα το μετανιώνει. Σφίγγω τα χείλη μου μεταξύ τους και αποφασίζω να της αποσπάσω την προσοχή από τον πόνο για λίγο. Σηκώνομαι από το μονό κρεβάτι της σοφίτας, το οποίο είναι υπερβολικά κοντό για το ένα μέτρο και ενενήντα εκατοστά ύψους που έχω έτσι και αλλιώς. Στον απέναντι τοίχο, πάνω από το γραφείο, είναι καρφωμένα δύο ξύλινα ράφια. Στο ένα από αυτά, στεγάζεται το σεντούκι μου. Το εφιαλτικό κειμήλιό μου, το μοναδικό αντικείμενο που με τρομάζει και εκείνο που δεν κατάφερα να αποχωριστώ όσο και αν το ήθελα.

Είμαι πεπεισμένος, πως όσα απέσυρε από το σπίτι της Ρέινα, βρίσκονται μέσα σε αυτό, ακόμη και αν δεν μπορώ να ανακαλέσω καμία επίσκεψή της από εκείνη τη μέρα και έπειτα. Είμαι βέβαιος πως με κάποιον τρόπο, έκρυψε ό,τι πίστευε πως φέρει συναισθηματική αξία για εμένα στο κουτί μου, για να μπορώ να χαθώ στις αναμνήσεις και να βρω τον εαυτό μου μια μέρα. Και, πράγματι, τα βρίσκω. Δέκα κιτρινισμένες κόλλες χαρτιού, γραμμένες με άτακτη γραμματοσειρά και ρευστή μαύρη μελάνη, και μια μπιζουτιέρα ζωγραφισμένη με γαρύφαλλα. Αναστενάζω και τα κινώ προς το μέρος της.

«Πρέπει να μου μάθεις τη μαύρη μαγεία που χρησιμοποιείς».

«Σκέφτηκες ποτέ ότι ο δείκτης του μετρητή σου μπορεί να σε προδώσει με ευκολία στους γειτονικούς φύλακες;» χαχανίζει, προσέχοντας να μην τραντάξει το σώμα της.

«Ώστε με παρακολουθείς» προφέρω με γοητεία, ενώ ανυψώνω το ένα φρύδι για έμφαση.

«Κάποιος πρέπει να σε προσέχει».

«Πες μου την αλήθεια. Μετακόμισες κοντά στο σπίτι μου, για να με πλησιάσεις ξανά;»

Η απορία δραπετεύει από το στόμα μου. Το μισώ. Δε θέλω να τη ρωτήσω. Δε θέλω να μάθω την απάντηση. Πιο σωστά, δε θέλω να ξέρει πως με απασχολούν τέτοιες σκέψεις.

Το βλέμμα της γίνεται απλανές. Γέρνει κουρασμένα. Τρέχω να την προλάβω, αλλά είναι ήδη πεσμένη ανάσκελα και δε δυσανασχετεί ιδιαίτερα. Τεντώνει το χέρι προς το μυτερό ταβάνι της σοφίτας και εξετάζει τους ξύλινους στύλους ανάμεσα από τα δάχτυλά της. Κρατώ την ανάσα μου, ενώ τα μικρά κέρατα στη βάση του μετώπου της αποκτούν τη λάμψη της σελήνης. Τα μάτια της φωτίζονται αντίστοιχα. Είναι αλλόκοσμη, σαν ξωτικό ή σαν άγγελος με δαιμονικά στοιχεία.

«Ήθελα να είμαι κοντά σου για το υπόλοιπο της ζωής μου» μουρμουρίζει.

Πριν να προλάβω να επαναφέρω το χρώμα μου, στρέφεται προς το μέρος μου με ένα τεράστιο παιδικό χαμόγελο και κόκκινα μάγουλα. Η πετσέτα καταρρέει στο μαξιλάρι, μαζί με οποιαδήποτε λέξη ψάχνω. Καταλήγω να τραυλίζω ασύνδετους φθόγγους. Καθαρίζω τον λαιμό μου.

«Ίντιθ, ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό δεν γίνεται…»

«Γιατί όχι;» ρωτά πεισματάρικα.

«Σε δύο χρόνια θα έχουμε διαφορετικές οικογένειες. Κανένας από τους δυο μας δε θα θέλει να εξαπατήσει τους δικούς του. Οι επαφές μας θα διακοπούν ολοκληρωτικά» της εξηγώ, όπως θα έκανα σε ένα μικρό παιδί που δεν καταλαβαίνει τους κανόνες του κόσμου.

«Θα πεθάνω σε δύο χρόνια. Οπότε, μπορώ να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί σου» καταλήγει.

Το κουτί τρέμει και κατρακυλά στο παρκέ. Το περιεχόμενό του σκορπίζεται. Τα χαρτιά ταξιδεύουν νωχελικά προς το κρεβάτι, η μπιζουτιέρα ανοίγει και η μπαλαρίνα, γερμένη παράξενα, ξεκινά να στριφογυρνά και να γεμίζει με το νανούρισμά της το δωμάτιο και ένα μεταλλικό φυλακτό σφηνώνει ανάμεσα στις τάβλες του πατώματος.

Τα μάτια μου έχουν κολλήσει στο μοναδικό αντικείμενο που αγαπάω πραγματικά. Δύο πτηνά κατοικούν μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα. Το κάθε ένα διαθέτει ένα μονό φτερό. Το λευκό αγκαλιάζει το μαύρο και τα φτερά τους δομούν ένα ολοκληρωμένο ζεύγος φτερών. Αυτή τη σφαίρα, τα χιονίζει όταν την περιστρέφεις. Σύμφωνα με έναν κινέζικο μύθο, ονομάζονται Τζίαν και ψάχνουν για μια ζωή το άλλο τους μισό. Αν δεν το βρουν, σέρνονται στο έδαφος μέχρι να θανατωθούν από τους κινδύνους που καραδοκούν σε κάθε γωνιά. Αλλά τα δικά μου Τζίαν δεν έχουν πια σπίτι, ούτε φτερά. Η διάφανη φούσκα έχει θρυμματιστεί, τα φτερά τους έχουν κοπεί και τα ατελή σώματά τους έχουν διασπαστεί. Πλέον δεν μπορούν να επιβιώσουν, ακόμη και αν βρουν το άλλο τους μισό. Σκύβω και μαζεύω τα θραύσματα. Μερικά μικρά γυαλιά μπήγονται στο δέρμα μου. Κόκκινο; Δε με ενοχλεί. Θα πλυθώ σε λίγο. Μαζεύω το ασχημάτιστο παζλ που ήταν όμορφο και ολόκληρο μερικές στιγμές πριν. Το περιχύνω στο εσωτερικό του κουτιού και το κρύβω με την ενοχλητική μπιζουτιέρα, την οποία πρώτα σφραγίζω με μένος, ώστε να σωπάσει. Αδιαφορώ για τα υπόλοιπα. Σφραγίζω το κουτί και το επανατοποθετώ στο ράφι.

Τη νιώθω να με κοιτάζει έντονα. Με την περιφερειακή μου όραση μπορώ να δω τα κέρατά της να τρεμοπαίζουν ξανά. Τι στο καλό σημαίνει αυτό; Ότι φοβάται; Ότι πονάει;

«Έχεις κάποιο πρόβλημα υγείας;» ρωτώ τραχιά, ενώ απομακρύνομαι.

«Όχι».

Το χέρι μου στραγγαλίζει το πόμολο και αποχωρώ από το δωμάτιο. Οι ώμοι μου όλη αυτή την ώρα θέλουν να τρανταχτούν, μα τους κρατώ σε τάξη. Μόλις βγαίνω από το οπτικό της πεδίο παραδίνομαι και καταρρέω κατά μήκος της πόρτας. Ανακαλώ όσα με έχουν στιγματίσει. Έσωσα ένα παιδί, έχασα τη γυναίκα που με μεγάλωσε –εντάξει, τη σκότωσα, για να αποκαταστήσω την ισορροπία–, έγινα υποχείριο ενός διαβολικού ηγέτη και είδα το παιδί και τη γυναίκα που αγαπώ να κακοποιούνται από ένα τέρας. Ποια ήταν η σκανδάλη όλου αυτού του εφιάλτη; Η Ίντιθ. Εκείνη με έπεισε να διαπράξω το πρώτο λάθος.

«Παράξενο. Θέλεις να πεθάνεις, αλλά φαίνεται σαν να θέλεις να εξοντώσεις εμένα» ψιθυρίζω απογοητευμένα.

Ξέρω πως είναι απίθανο να είχε ήδη οξυμένες τις αισθήσεις της και να με άκουσε, αλλά φροντίζω να αποκτήσω υπερακοή και κρατάω την ανάσα μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί έχω ταχυπαλμία, αλλά φαντάζομαι πως για όλα φταίει που έχω κουραστεί. Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με όλα αυτά.

«Δε θέλω να εξοντωθείς, Νόρμαν. Δεν ήθελα να σε μπλέξω σε όλη αυτή την πλεκτάνη. Απλά δεν άντεχα άλλο να σε βλέπω να φέρεσαι σαν στυγνός δολοφόνος. Δεν άντεχα να μας μετατρέπουν σε όπλα, απλά και μόνο επειδή γεννηθήκαμε στο γενεαλογικό δέντρο των πειραμάτων τους. Δεν άντεχα να βλάπτω καλούς ανθρώπους, ξεχωριστούς ανθρώπους».

Την ακούω να πνίγει τους λυγμούς της και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι το λάθος είναι δικό μου. Δεν έπρεπε να την ακούσω εκείνη τη μέρα. Έπρεπε να την ταρακουνήσω και να την εξαναγκάσω να ξεχάσει αυτές τις ασυναρτησίες.

Δεν ήξερα ότι την πλήγωνε τόσο η απουσία μου.

Την είχα διώξει από τη ζωή μου. Έκαιγα τα γράμματά της. Απέφευγα να τη συναντήσω. Κατέπνιγα οποιοδήποτε όμορφο συναίσθημα είχα κάποτε, για χρόνια. Δεν ήξερα πως την πλήγωνα τόσο, όμως. Δεν περίμενα πως θα έπαυε να θέλει τη ζωή της.

«Τους ανήκουμε. Όλο το Λάστλεϊκ τους ανήκει. Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό».

«Και εγώ δε σκοπεύω να συνεχίσω να τους ανήκω».

Κοπανώ το πάτωμα με δύναμη και σηκώνομαι. Οι γροθιές μου κλείνουν και τα γυαλιά προχωρούν βαθύτερα, σκάβοντας το δέρμα μου ακριβώς όπως επιτίθενται οι λέξεις της Ίντιθ στον εγκέφαλό μου.. Μερικές σταγόνες αίματος γαργαλούν τα δάχτυλά μου. Κρύβομαι στο μπάνιο και αφήνω παγωμένο νερό να μουδιάσει το κεφάλι μου, πριν να εκραγεί από τις πολλές σκέψεις. Τα ρούχα κολλούν στο σώμα μου. Η κρύα υγρασία προκαλεί ένα απροσδιόριστο τρέμουλο στο κορμί και τα χείλη μου.

Τι πρέπει να κάνω; Να συμφιλιωθώ με τον Χένρι, κάνοντας ό,τι μου ζητήσει, να σώσω τη μητέρα της Έλιας στη φετινή ημέρα κατάταξης, να σκοτώσω τον λύκο και να αλλάξω τον κόσμο, για να θέλει να ζήσει η Ίντιθ.

Σιγά το δύσκολο.





Ράνια Ταλαδιανού