Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 7)


Η διαδρομή στον αέρα κράτησε περίπου έξι με εφτά λεπτά και ο Άγγελος προσγειώθηκε σε ένα μικρό και έρημο δρομάκι.



«Αχ, πόνεσαν τα χέρια μου...», είπε ψέμματα, καθώς άφηνε κάτω τη Χλόη κι εκείνη τον χτύπησε μαλακά στο μπράτσο. «Έι, αυτό πόνεσε!»

«Δεν νομίζω πως έκανε και τόση διαφορά μιας που σε πονούσε ήδη το χέρι από το βάρος μου!», του απάντησε η κοπέλα και του γύρισε πλάτη, σταυρώνοντας τα χέρια της κάτω από το στήθος και παριστάνοντας τη θιγμένη.
Ο νεαρός γέλασε.
«Εντάξει, μια πλάκα είπα να κάνω κι εγώ, αμάν!» παραπονέθηκε και τους ώμους της Χλόης να τραντάζονται και άκουσε έναν πνιχτό ήχο. «Μη μου πεις πως κλαις!» την έπιασε από τον ώμο και τη γύρισε προς το μέρος του. Η κοπέλα είχε σκεπάσει με τις παλάμες της το πρόσωπό της.

«Χλόη, σε παρακαλώ μην κλαις, ένα αστειάκι ήταν, κακόγουστο μεν, αλλά αστειάκι», δήλωσε ανήσυχος και με απαλές κινήσεις της έβγαλε τις παλάμες από το πρόσωπο, αντικρίζοντας αντί για δάκρυα ένα χαμόγελο.
Η Χλόη άρχισε να γελάει ακόμα πιο πολύ και πιο δυνατά, βλέποντας την έκπληκτη φάτσα του.
«Ει-είσαι χαζός; Νόμιζες πως κλαίω;»

«Εμ, όχι;» τραύλισε εκείνος.

«Ναι, καλά, σε πίστεψα τώρα. Η φάτσα σου τα λέει όλα!» απάντησε η κοπέλα και γέλασε ακόμα πιο δυνατά. Ο Άγγελος ίσιωσε τον κορμό του και χαμογέλασε αμήχανα.

«Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να βρισκόμαστε σε κίνηση αν δεν θέλουμε να μας βρει ο Ρίκι ή το Μαύρο Ρόδο».

Το γέλιο της Χλόης κόπηκε μαχαίρι και έγνεψε καταφατικά. Είχε προσγειωθεί στην σκληρή πραγματικότητα, δεν την έπαιρνε για χαρές και γέλια. Η ζωή της κινδύνευε, όπως κι εκείνες της αδερφής της και της φίλης της, ο χρόνος ήταν πολύτιμος για το εγχείρημά τους.

«Ακολούθησέ με», είπε ο Άγγελος και της έκανε νόημα με το χέρι του. Περπάτησαν περίπου τρία λεπτά, ώσπου βρέθηκαν έξω από μία, σχετικά, καινούρια πολυκατοικία και ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο. Το κτίριο φαινόταν πως δεν είχε πολλούς ενοίκους, όντας σε μία κακόφημη περιοχή, αλλά ήταν περιποιημένο και καθαρό. Ο νεαρός σταμάτησε έξω από τη δεύτερη πόρτα, έβγαλε μία αρμαθιά κλειδιά από την τσέπη του παντελονιού του και την άνοιξε. Άφησε πρώτα τη Χλόη να περάσει μέσα, μπήκε και αυτός και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

«Καλώς ήρθες στο φτωχικό μου! Σαν στο σπίτι σου».

Το διαμέρισμα ήταν ευρύχωρο, με έναν μαύρο μεγάλο γωνιακό καναπέ, μία μεγάλη τηλεόραση πλάσμα με ηχοσύστημα, η κουζίνα είχε μαύρα έπιπλα και γενικά οι αποχρώσεις που επικρατούσαν ήταν του μαύρου, του λευκού και του γκρι. Είχε τρία υπνοδωμάτια και δύο μπάνια, το πρώτο με μπανιέρα και το δεύτερο με ντουζιέρα.

«Ουάου, αυτό δεν είναι φτωχικό, σωστό παλάτι είναι!» δήλωσε φανερά θαμπωμένη από το διαμέρισμα η Χλόη. «Μπορείς να δεις μέχρι και την αντανάκλασή σου στο μαρμάρινο πάτωμα!»

«Χαίρομαι που σου άρεσε, καθώς εδώ θα μένουμε από εδώ και μπρος απ' ό,τι φαίνεται».

«Είναι ιδανικό για πάρτι το σπίτι».

«Ναι, όντως είναι», συμφώνησε ο νεαρός με τα καστανά μάτια και βολεύτηκε στον καναπέ. «Θα έρθεις ή θα στέκεσαι εκεί μέχρι αύριο;»

Η Χλόη έβγαλε τα παπούτσια της, τα άφησε δίπλα στην εξώπορτα μαζί με του Άγγελου και πήγε να κάτσει δίπλα του. Για κάποιο λόγο ένιωθε πως είχε εισβάλλει στην προσωπική ζωή του νεαρού, ήταν λίγο νευρική και μαζεμένη, σε αντίθεση με εκείνον. Λογικό, αφού βρισκόταν στο ίδιο του το σπίτι. «Λοιπόν, τώρα που το θυμήθηκα, ακόμα δεν μου έχεις δώσει τα πράγματα που μου πήρες το μεσημέρι».

Την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απορία στην αρχή, αλλά μετά από τρία δευτερόλεπτα κατάλαβε τι εννοούσε. Χτύπησε τα δάχτυλά του και η δερμάτινη θήκη με τις πένες και το κοντό σπαθί εμφανίστηκαν και έπεσαν στην αγκαλιά του. «Με συγχωρείς, το είχα ξεχάσει τελείως», απολογήθηκε και έτεινε τα αντικείμενα προς το μέρος της κοπέλας.

«Ευχαριστώ». Πήρε μία πένα μέσα από τη θήκη και έγραψε δυο φράσεις, οι οποίες λαμπύρισαν και μεταμορφώθηκαν στα βιβλία, τα οποία είχαν βρει στο σπίτι της Ισμήνης, τις κομμένες σελίδες και το τετράδιο με το γράμμα. Άφησε τα βιβλία πάνω στον καναπέ και κράτησε το τετράδιο στα χέρια της, χωρίς να το ανοίξει.

«Δεν θα διαβάσεις το γράμμα;»

«Θα το διαβάσω», απάντησε χαμηλόφωνα, άνοιξε το τετράδιο στη σελίδα όπου ήταν το γράμμα και άρχισε να το διαβάζει από μέσα της.

«Αγαπημένη μου Χλόη,

Αν αυτή τη στιγμή διαβάζεις αυτές τις λέξεις, σημαίνει πως τα πράγματα δεν είναι καλά κι εγώ δεν είμαι πλέον στον ίδιο κόσμο με σένα. Αλλά δεν θέλω να στεναχωριέσαι, η ζωή είναι ένας κύκλος που κάποτε κλείνει και απ' ό,τι φαίνεται ο δικός μου έκλεισε νωρίς. Δεν με ενοχλεί, όμως, επειδή ήταν ωραία και αυτό χάρη σε σένα, Χλόη.
Αλλά για να διαβάζεις αυτό το γράμμα, σημαίνει πως ψάχνεις για το Μαύρο Ρόδο. Τώρα για ποιο
ν λόγο το ψάχνεις, δεν μπορώ να γνωρίζω, μπορώ, όμως, να αντιληφθώ πως κινδυνεύεις. Γνωρίζεις την εκδοχή που εγώ το πήρα από την οργάνωση, διότι είχα βαρεθεί την εκμετάλλευση της δύναμης του ξίφους από τους δυνατούς για να εκφοβίζουν και να τυραννάνε τους αδύναμους. Στην πραγματικότητα, όμως, μαζί το πήραμε το Μαύρο Ρόδο, ένα βράδυ στα τέλη του εκείνου του Μαΐου. Και παρά την πεποίθηση ότι το έκρυψα εγώ, εσύ ήσουν εκείνη με την ιδέα της κρυψώνας, Χλόη. Ναι, εσύ το έκρυψες κι εγώ συμφώνησα. Η κρυψώνα ήταν ευφυέστατη, αλλά και να θέλω να στην αποκαλύψω, δυστυχώς δεν μπορώ, με δένει ξόρκι. Το ίδιο ξόρκι με το οποίο σφράγισες κάποιες από τις αναμνήσεις σου, γιατί θεώρησες πως εγώ θα ήμουν καλύτερη φύλακας του μυστικού. Παρόλα αυτά, μπορώ να σου δώσω μία μικρή βοήθεια: άρχισε να ψάχνεις πληροφορίες για τον μύθο του Μαύρου Ρόδου και για τον Σμαραγδένιο Δράκο.

Για πάντα δική σου,

Ισμήνη"

Η Χλόη έκλεισε το τετράδιο και το άφησε απαλά πάνω στο τραπέζι που ήταν μπροστά της. Σηκώθηκε από τον καναπέ και πλησίασε την μπαλκονόπορτα και ανοίγοντάς την, βγήκε έξω. Στηρίχτηκε στα κάγκελα και τα δάχτυλά της έσφιξαν τόσο γύρω τους, που οι κλειδώσεις τους άσπρισαν. Το κάτω χείλος της έτρεμε κι έτσι το δάγκωσε με αποτέλεσμα να ματώσει, η όρασή της θόλωσε από τα δάκρυα, τα οποία έδιωξε πεταρίζοντας τα βλέφαρά της. Δεν ήταν η ώρα για δάκρυα, είχε μια έρευνα να κάνει, έναν γρίφο να λύσει, είχε άλλη δουλειά. Αλλά η καρδιά της πονούσε.
Ο Άγγελος όταν την είδε να σηκώνεται αναρωτήθηκε τι έγινε, αλλά όταν πρόσεξε πώς είχε γραπώσει τα κάγκελα, κατάλαβε. Σηκώθηκε κι εκείνος με τη σειρά του και την πλησίασε. Στάθηκε δίπλα της και κοίταξε ευθεία μπροστά. Όμως, με την άκρη του ματιού του την έβλεπε. Έβλεπε τα κόκκινα, σαν τις φλόγες, μαλλιά της να καλύπτουν το πρόσωπό της, σχεδόν την ένιωθε να τρέμει.

«Χλόη, είσαι εντάξει;», τη ρώτησε και τοποθέτησε την παλάμη του παρηγορητικά στην πλάτη της. Χαζή ερώτηση, σκέφτηκε.

Η κοπέλα δεν μπορούσε να μιλήσει και αρκέστηκε να γνέψει. Δεν εμπιστευόταν τη φωνή της.

***

Πέμπτη 22 Ιουνίου, 23:50
Ημέρα δεύτερη.

Η Μυρτώ μόλις είχε καθίσει στον καναπέ, μετά τη βόλτα της με την Ηλιάνα, όταν άκουσε ελαφριά χτυπήματα στο γυαλί της μπαλκονόπορτας. Τινάχτηκε σαν ελατήριο και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Αντίκρισε τη γνωστή μάσκα με τη νεκροκεφαλή, σήμα κατατεθέν των Φαντασμάτων, και τα πράσινα μάτια του Κρίστοφερ.

«Κρις!» αναφώνησε, βλέποντάς τον να κρατάει το πλευρό του και να κουτσαίνει ελαφρώς. Τον βοήθησε να βγάλει το φαρδύ σπαθί από την πλάτη και τον έβαλε να καθίσει στον καναπέ. «Τι έγινε;»

Ο νεαρός έβγαλε τη μάσκα του. «Τίποτα».

«Πώς τίποτα! Με το ζόρι στέκεσαι!»

«Κάτι μελανιές είναι μόνο, αλήθεια», προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Η γιατρός είναι στνο δρόμο, ηρέμησε, Μυρτώ».

Η κοπέλα πήρε μία βαθιά ανάσα. Μπορεί ο αδερφός της και το αγόρι να ανήκαν στους εκδικητές της πόλης, αλλά εκείνη δεν θα το συνήθιζε ποτέ. «Να φέρω πάγο!»

Ο Κρίστοφερ την έπιασε από τον αγκώνα για να τη σταματήσει. «Δεν χρειάζεται, η γιατρός ήρθε», είπε και με το κεφάλι του έδειξε προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, όπου στεκόταν ένα Φάντασμα.

«Καλησπέρα, Κρις, Μυρτώ», είπε εκείνη και πέρασε μέσα.

Η Μυρτώ ένιωσε πως την είχε ξανακούσει τη φωνή της, αλλά δεν είπε κάτι. «Εγώ να πηγαίνω, αν με χρειαστείτε, απλά βάλτε μια φωνή, θα είμαι στο δωμάτιο».

Το Φάντασμα περίμενε μέχρι να φύγει η κοπέλα και γύρισε προς το μέρος του νεαρού. «Σε νοιάζεται πολύ, είσαι τυχερός».

«Ναι, είμαι πολύ τυχερός που την έχω, Κατερίνα»

«Και τώρα γδύσου να δω τι έπαθες».

Ο Κρίστοφερ ένιωσε τα μάγουλά του να φλέγονται, αλλά αυτή η κατάσταση ήταν συνηθισμένη με την Κατερίνα, η οποία ήταν η γιατρός των Φαντασμάτων και ένα από τα δύο Φαντάσματα με τις θεραπευτικές δυνάμεις.

«Χμ, ευτυχώς ο Ρίκι δεν σου έσπασε κανένα κόκκαλο με αυτό το μεταλλικό του ρόπαλο», είπε η Κατερίνα όσο χρησιμοποιούσε τη θεραπευτική της δύναμη πάνω στα γυμνά πλευρά του νεαρού με τα πράσινα μάτια κι εκείνος μούγκρισε ως απάντηση. «Έτοιμος! Σε δύο μέρες θα μπορείς να ξαναγυρίσεις στο πόστο σου. Μέχρι τότε, ξεκούραση».

«Μάλιστα, γιατρέ».

«Μικρέ, μην ειρωνεύεσαι».

«Μάλιστα, μαμά», της απάντησε και χαμογέλασε. Επίτηδες την είχε αποκαλέσει έτσι, καθώς η Κατερίνα είχε τη συμπεριφορά μιας μαμάς όταν επρόκειτο για τους συντρόφους της.

Τον χαιρέτησε και έφυγε για να συνεχίσει τη δουλειά της.

«Μυρτώ! Το ξέρω πως είσαι στη γωνία, δεν χρειάζεται να κρύβεσαι».

Η κοπέλα ξεπρόβαλλε από την κρυψώνα της και προσπάθησε να το παίξει άνετη.

«Πώς αισθάνεσαι;», τον ρώτησε και κάθισε δίπλα του.

«Καλύτερα».

«Πώς το έπαθες;»

«Πάλεψα με τον Ρίκι, τον χειρότερο εκτελεστή παύλα κυνηγό κεφαλών της κυβέρνησης», αποκρίθηκε ο νεαρός και την είδε να χάνει το χρώμα της.

«Και γιατί να παλέψεις με αυτόν;»

«Επειδή βρήκε το μέρος που είχαμε κρύψει τη Χλόη, την κοπέλα που κατηγορείται για τον φόνο του Αβαούζου».

Η Μυρτώ έκλεισε το χέρι του μέσα στο δικό της. «Για να την προστατεύετε, όμως, εσείς σημαίνει πως είτε τη θεωρείτε αθώα είτε πιστεύετε πως ορθώς έπραξε».

«Το πρώτο με μία μικρή διαφορά. Η κοπέλα είναι αθώα. Απλά η οργάνωση στην οποία ήταν κάποτε μέλος έχει συνεργαστεί με την αστυνομία και τον στρατό και την κυνηγάει».

«Μπορώ να βοηθήσω κάπως;» ρώτησε, ελπίζοντας σε μία θετική απάντηση.

«Ακόμα και αν έλεγα πως μπορείς να βοηθήσεις, ο αδερφός σου θα με κρεμούσε ανάποδα που συμφώνησα να μπλεχτείς και ύστερα θα σε κλείδωνε σε ένα δωμάτιο για την υπόλοιπη ζωή σου. Οπότε, λυπάμαι, αλλά δε γίνεται, Μυρτώ μου».

«Μα, αν μπορώ, γιατί να μην το κάνω, ρε Κρις;»

«Διότι, σε αντίθεση με την κατάσταση δύο χρόνια πριν, τώρα είναι μπλεγμένοι πολύ πιο επικίνδυνοι άνθρωποι από τον Χατζόπουλο. Συν ότι δεν θέλω να επαναληφθεί το σκηνικό από εκείνο το βράδυ», απάντησε ο Κρίστοφερ και της χάιδεψε απαλά το μάγουλο.

***

Όταν το κινητό του επιθεωρητή Γκρέις χτύπησε, εκείνος βρισκόταν καθισμένος αναπαυτικά στον καναπέ του σπιτιού του, με ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο στο χέρι.
Αφού άκουσε αυτά που είχαν να του πουν, σηκώθηκε από τον καναπέ, άφησε το ουίσκι στην άκρη ενός τραπεζιού και έφυγε. Στη διαδρομή το μυαλό του ήταν κενό. Τι να σκεφτεί, άραγε; Πώς ο Ρίκι ήταν ένα βήμα μπροστά από αυτόν και την ομάδα του, ή καλύτερα πολλά βήματα μπροστά από αυτήν;
Χτύπησε με την παλάμη του το τιμόνι εκνευρισμένος.
Ευτυχώς, βρήκε θέση πάρκινγκ κοντά στο μέρος που έπρεπε να πάει κι έτσι δε θα χρειαζόταν να τρέξει.
Ο επιθεωρητής Γκρέις είδε δύο περιπολικά με αναμμένους φάρους μπροστά από τα σκαλιά ενός υπογείου και η αρχιφύλακας Μπρέιβ τον περίμενε στην είσοδο.

«Επιθεωρητή Γκρέις», τον χαιρέτησε και του έκανε νόημα να περάσει μπροστά από αυτήν, μέσα στο χώρο. Το διαμέρισμα ήταν μικρό, οι καναπέδες ξεσκισμένοι και αναποδογυρισμένοι, ο πολυέλαιος που κρεμόταν κάποτε από την οροφή, τώρα βρισκόταν σπασμένος στο δάπεδο, μαξιλάρια ήταν πεταμένα από 'δω και από 'κει, ενώ το πάτωμα ήταν γεμάτο με γυαλιά.

«Τι έγινε εδώ μέσα;» ρώτησε ο Γκρέις φωτίζοντας με το φακό του όλο το χώρο.

«Κάποιος γείτονας άκουσε περίεργους θορύβους και μας κάλεσε, αλλά μέχρι να έρθουμε οι ύποπτοι είχαν φύγει. Μάρτυρες ισχυρίζονται πως είδαν τον έναν: τεράστιος, με ένα ρόπαλο στο χέρι».

«Ο Ρίκι. Ειδοποιήστε τον Άγγελο να έρθει!»

***

Παρασκευή 23 Ιουνίου, 00:30
Ημέρα τρίτη.

Ήταν έτοιμος να δαγκώσει την πρώτη μπουκιά από το σάντουιτς που είχε φτιάξει, όταν άρχισε να χτυπάει το κινητό του. Στην αρχή το αγνόησε, αλλά κατέληξε πως όποιος επέμενε τόσο πολύ τέτοια ώρα, θα τον ήθελε για κάτι σημαντικό. Άφησε το σάντουιτς στην άκρη και έπιασε το τηλέφωνο.
«Αναγνώστου».

«Άγγελε, θα μας βρεις στην οδό Φρις. Μην αργήσεις», είπε ο συνομιλητής του και τερμάτισε την κλήση. Ο Άγγελος από τον τόνο της φωνής και μόνο κατάλαβε πως ήταν ο επιθεωρητής Γκρέις, συνεπώς δεν τον έπαιρνε να αργήσει. Το φαγητό μπορούσε να περιμένει.
Σηκώθηκε από τον καναπέ και αφού ετοιμάστηκε, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο όπου είχε βολευτεί η Χλόη και χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν πήρε απάντηση.

«Χλόη», είπε και ξαναχτύπησε, αλλά και πάλι δεν ήρθε απάντηση. Άνοιξε αργά την πόρτα και όσο πιο ήσυχα μπορούσε. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, η μπαλκονόπορτα διάπλατα ανοιχτή για να μπαίνει δροσιά. Ο νεαρός ξεχώρισε τη φιγούρα της κοπέλας ξαπλωμένη στο κρεβάτι και απ’ ό,τι φαινόταν, ο ύπνος την είχε πάρει για τα καλά. Έκανε δύο βήματα προς το μέρος της και την παρατήρησε. Κοιμόταν σε εμβρυακή στάση, με τα κόκκινα μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι και την αναπνοή της να βγαίνει ρυθμικά από μέσα της. Έπιασε το σεντόνι, το οποίο ήταν πεταμένο στην άκρη του κρεβατιού και τη σκέπασε.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου