Insomnia (Κεφάλαιο 8)

«Υπάρχει ένας τρόπος για ν’ αποφύγεις την κριτική. Να μην κάνεις τίποτα, να μη λες τίποτα, να είσαι ένα τίποτα»- Αριστοτέλης

«Γιατί το κάνεις αυτό; Ποιο το νόημα να τη στείλεις σχολείο;» φωνάζει πεισμωμένα ο Τόμας.

«Αυτή το ζήτησε. Εξάλλου δεν το βρίσκω καθόλου κακή ιδέα και εσύ ο ίδιος ήσουν ανοιχτός σε αυτό το ενδεχόμενο. Ό,τι και αν άλλαξε τη γνώμη σου μέσα σε έναν χρόνο από τη μέρα της μεταφοράς της στην Ιαπωνία» απαντάει ήρεμα ο Σον Γιογκασάκι κάνοντας τον Τόμας να ρουθουνίσει βράζοντας στο ζουμί του. «Εξάλλου σε τρεις μήνες το σχολικό έτος τελειώνει. Ας δούμε τη συμπεριφορά της».

«Και από πότε ένα ρομπότ μπορεί να αποφασίζει για το τι θέλει; Ναι, έχει περάσει ήδη ένας χρόνος από τότε που στην έφερα και παιδευόμαστε ακόμα με τα καπρίτσια της. Το πείραμά μου καθυστερεί όλο και περισσότερο».

«Υπομονή, Τόμας. Θα τη χρησιμοποιήσεις μόνο, όταν θεωρήσω πως είναι έτοιμη για τη δουλειά σου» χτυπάει με δύναμη τη γροθιά του. «Η συζήτηση τελειώνει εδώ και δε θα ανεχτώ την ανυπακοή».

Θεέ μου! Δεν έχουν ιδέα για το τι θα πει ησυχία; Και έπειτα λένε ότι εγώ δεν έχω τρόπους. Το πρώτο πράγμα που νιώθω, μόλις βρίσκω τις αισθήσεις μου, είναι το έντονο σφυροκόπημα της φωνής τους μέσα στο κεφάλι μου. Γρυλίζω εκνευρισμένα. Τι ενοχλητικοί που είναι; Πιάνω το πονεμένο μου κεφάλι και με τα δυο τα χέρια θέλοντας να κάνω αυτή την επίμονη δυσφορία να υποχωρήσει. Ανοίγω διστακτικά τα μάτια και κοιτάζω ολόγυρα το φωτισμένο δωμάτιο.

Τα έπιπλα δε μοιάζουν σε τίποτα με του δωματίου μου και δεν έχουν αλλάξει καθόλου από το προηγούμενο βράδυ που κατέρρευσα. Δεν ξέρω, αν εκπλήσσομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα που ζω ακόμα. Αν το χτεσινό ηλεκτροσόκ είχε κάνει καλή δουλειά, τώρα δε θα υπήρχα. Μακάρι μόνο να… Σφίγγω τα δόντια παλεύοντας να συγκεντρώσω τα ανυπάκουα μέλη του σώματός μου, ωστόσο κάθε φορά που μετατοπίζω το κορμί μου πάνω στο σκληρό πάτωμα, σουβλιές πόνου και προειδοποιητικά μηνύματα αναβοσβήνουν μπροστά στα μάτια μου.

Κατόπιν ο απειλητικός ήχος της πόρτας και των σίγουρων βημάτων πλημμυρίζει το είναι μου. Ο φόβος στέλνει ρίγη σε ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά μου. Η επιβλητική μορφή του Σον Γιογκασάκι γεμίζει το οπτικό μου πεδίο. Τι θέλει αυτή τη φορά; Να με κοροϊδέψει; Να με βασανίσει λίγο ακόμα; Δε φαίνεται πρόθυμος για τίποτα από τα δύο.

«Ξύπνα, Μία. Δεν έχω όλο τον χρόνο στη διάθεσή μου, ξέρεις» λέει ξαφνικά. Ε; Τι είναι τώρα αυτό; «Βοήθησέ την. Θα περιμένω στο αυτοκίνητο».

Φεύγοντας αποκαλύπτει την ανήσυχη Μάκινο που τόση ώρα πρέπει να στεκόταν πίσω του. Η οικονόμος πλησιάζει βιαστικά κοντά μου και γονατίζει στο πλάι μου δαγκώνοντας θυμωμένα τα χείλη της.

«Εγώ τον μεγάλωσα σχεδόν. Όπως και τον γιο του, αλλά ποτέ μου δε θα φανταζόμουν πως θα κατέληγαν έτσι» λέει με τη θλίψη να τραβάει το χρώμα από το πρόσωπό της.

«Δεν πειράζει» χαμογελάω καθησυχαστικά και σκουπίζω με τα τρεμάμενα δάχτυλά μου τα δακρυσμένα της μάτια. «Δεν είμαι άνθρωπος. Δεν υπάρχει τίποτα που να πρέπει να σε στενοχωρεί».

«Είσαι πολλά περισσότερα από ένα αντικείμενο, Μία μου. Και ο Σον το γνωρίζει. Αν πίστευε ότι αξίζεις όσο ένα αντικείμενο θα σε είχε παραδώσει στο εργαστήριο του Τόμας προ πολλού».

«Έχω βαρεθεί να μου λένε όλοι ότι αξίζω όσο ένας άνθρωπος και στο τέλος να με αντιμετωπίζουν σαν να είμαι μια μηχανή. Εμπιστεύτηκα αυτά τα λεγόμενα στα δυο πιο σημαντικά άτομα στη ζωή μου και είδα την προδοσία τους να επέρχεται δίχως δισταγμό. Δεν πρόκειται να κάνω αυτό το λάθος ξανά» ψιθυρίζω απογοητευμένη με τον ψεύτικο χαρακτήρα τους.

Η Μάκινο βάζοντας κόντρα το σώμα της με σηκώνει με μια πρωτόγνωρη δύναμη για το μικροκαμωμένο της κορμί. Τα μουδιασμένα μου πόδια δύσκολα ανταποκρίνονται στα καλέσματα του εγκεφάλου μου. Σφίγγω τα δόντια από τον πόνο και ενστικτωδώς τραβάω το κολάρο μου. Από κάτω η καουτσουκένια σάρκα μου έχει καεί. Τη νιώθω τραχιά πάνω στα δάχτυλά μου. Υπάρχει ακόμα και η ανεπαίσθητη οσμή του καμένου στην ατμόσφαιρα.

«Αχ, τι πας και κάνεις, κοριτσάκι μου. Δεν είναι ν’ αστειεύεσαι μαζί τους».

«Ίσως και να ’χεις δίκιο» μουρμουρίζω σιγανά. Για να έχεις την ελευθερία σου πρέπει να πληρώσεις και το τίμημα. Αναρωτιέμαι, ποιο να είναι το δικό μου. «Μάκινο, τι ξέρεις για τους Γιογκασάκι;»

Η Μάκινο σιωπηλή με οδηγεί πίσω στο δωμάτιό μου και κλείνει την πόρτα στο ψυχρό βλέμμα του Τόμας που μας καρφώνει από την ώρα που αφήνουμε το γραφείο. Στο κρεβάτι μου πάνω βρίσκεται απλωμένη μια σχολική στολή. Έχει μαύρο σακάκι και κόκκινη, κοντή, καρό φούστα. Με ξεντύνει από τα χθεσινοβραδινά ρούχα και με ντύνει με τη στολή.

«Ο κύριος Γιογκασάκι αποφάσισε να σου δώσει την ελευθερία που θέλεις. Από σήμερα θα είσαι μια κανονική έφηβη». Στρώνοντας τη φούστα και το σακάκι μου, με καθίζει μπροστά από την τουαλέτα μου και χτενίζει τα μαλλιά μου.

«Δεν πρέπει να ξέρω γι’ αυτούς… Έτσι δεν είναι;» ρωτάω προβληματισμένη. Η αντανάκλαση της οικονόμου μέσα από τον καθρέφτη με παρατηρεί ανέκφραστη.

«Δε γνωρίζω τι σου επιτρέπεται να μάθεις και τι όχι, αλλά… κράτα στο πίσω μέρος του μυαλού σου ότι δεν είναι αυτό που δείχνουν. Ο Σον πάτησε πάνω στην αποτυχία των άλλων για να φτιάξει τ’ όνομά του και ο γιος του χρησιμοποίησε ανθρώπους για να επιτύχει τους στόχους του».

«Χρησιμοποίησε τον πατέρα μου με τον χειρότερο τρόπο» ψιθυρίζω σφίγγοντας με θυμό τις γροθιές μου. «Θα μου το πληρώσει πολύ ακριβά».

Η Μάκινο απλώνει με επιδέξιες κινήσεις μέικαπ στο πρόσωπο και τα σημάδια στον λαιμό μου και έπειτα τυλίγει γύρω του ένα μεταξωτό κόκκινο φουλάρι από την πλούσια γκαρνταρόμπα μου.

«Ειλικρινά, νόμισα ότι θα με σκότωνε χθες το βράδυ. Ποτέ δε σκέφτηκα ότι θα μου έκανε το χατίρι».

«Μη νομίζεις ότι το έκανε από την καλή του την καρδιά» σαρκάζει σαν να έχει ζήσει στο πετσί της τις σπάνιες καλοσύνες του αφεντικού της. «Ο περιβόητος Σον Γιογκασάκι ποτέ δεν δίνει κάτι δίχως να κερδίσει κάτι άλλο. Και εσύ έχεις να πληρώσεις το τίμημα».

»Εν πάση περίπτωση. Όσον αφορά το σχολείο… μπορείς να το θεωρήσεις και κάτι σαν εμπόλεμη ζώνη, όπου οι πιο δυνατές κλίκες κυριαρχούν. Η πρώτη εντύπωση που θα δώσεις είναι η πιο κρίσιμη. Ανάμεσα στις πιο πλούσιες οικογένειες του Τόκιο, ο πιο δυνατός κυριαρχεί. Σε συμβουλεύω να κρατήσεις χαμηλό προφίλ. Μη δώσεις δικαίωμα σε κανέναν να σε κρίνει ή να σε κακολογήσει για τον οποιονδήποτε λόγο. Τα πισώπλατα χτύπημα πονάνε πολύ περισσότερο από τα καταπρόσωπο».

«Εντάξει, θα το έχω στο νου μου». Παίρνω τη δερμάτινη τσάντα ταχυδρόμου που μου δίνει. «Ευχαριστώ για όλα» χαμογελώ εγκάρδια.

Ο μπάτλερ των Γιογκασάκι με συνοδεύει ως την έξοδο του κτιρίου, όπου ο θυρωρός μας καλημερίζει μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο και το γέρσιμο του κεφαλιού του. Βγαίνω έξω και κοντοστέκομαι αβέβαιη στη θέα της λευκής λιμουζίνας που με περιμένει. Το τίμημα στριφογυρίζει άβολα μέσα στο μυαλό μου, καθώς ο οδηγός ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου και αποκαλύπτει τον Σον Γιογκασάκι. Μπαίνω μέσα πιέζοντας τον εαυτό μου να φανεί όσο πιο ευχάριστος γίνεται, όμως δύσκολα τα καταφέρνω.

«Καλημέρα, δεσποινίς μου. Κοιμήθηκες καλά;» με ρωτάει χαμογελώντας ειρωνικά. Τον κοιτάζω με έκδηλο το μίσος να λαμπυρίζει στα μάτια μου. «Μμμ… μάλλον όχι».

«Τι θες ως αντάλλαγμα;» μπαίνω απευθείας στο θέμα. «Για την ελευθερία που μου δίνεις, τι πρέπει να κάνω;»

«Ήξερα πως θα δεχόσουν. Ό,τι και αν σου πρόσφερα» σταυρώνει τα πόδια του και ακουμπάει πάνω τους αγκώνες του γέρνοντας μπροστά. «Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να δουλέψεις για μένα».

«Τ… τι ακριβώς;» έχω λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση για να διοικήσω μια εταιρεία, όμως με εκπαίδευση του ενός χρόνου δε με θεωρώ τόσο αξιόπιστη.

«Πέρα από το επάγγελμά μου ως γιατρός ασχολούμαι και με άλλα ζητήματα, τα οποία δε χρειάζεται να ξέρεις. Η δουλειά σου θα είναι να συλλέγεις πληροφορίες από τους στόχους που θα σου δίνω. Ίσως χρειαστεί να κάνεις και μερικά πολύ κακά πράγματα. Όμως αυτό δεν υπάρχει λόγος να σε ανησυχεί ακόμα. Είναι πολύ νωρίς για να σκοτώσεις κάποιον».

Να… σκοτώσω κάποιον; Μόλις είπε ότι… Σφίγγομαι από οργή. Μα ποια νομίζει πως είμαι; Προφανώς, όχι δολοφόνος. Και το λέει με μια αφύσικη ηρεμία, σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Σοκαρισμένη κοιτάζω το πρόσωπό του για σημάδια που προδίδουν πως μου κάνει πλάκα. Τίποτα όμως δεν υπάρχει, όσο και αν προσπαθώ να βρω. Με ένα στραβό χαμόγελο που στέλνει μαχαιριές σε όλο μου το κορμί ανοίγει τον χαρτοφύλακά του και από μέσα βγάζει ένα λευκό φάκελο και ένα μικρό, μπλε βελούδινο κουτί. Μου δίνει το φάκελο και το στυλό του.

«Είναι ένα συμφωνητικό που με αποδεσμεύει από το να είμαι ο κηδεμόνας σου. Με άλλα λόγια, αν παραβείς τους κανόνες της συμφωνίας μας, μπορώ να σε εξαφανίσω και να φανεί ότι ήταν δική σου επιλογή να φύγεις. Άλλωστε όλοι νομίζουν ότι είσαι άνθρωπος». Μου δείχνει να υπογράψω στο κάτω μέρος της σελίδας, όπου το όνομά μου αναγράφεται με μικρά καλλιγραφικά γράμματα. Ανταποκρίνομαι δίχως δεύτερες σκέψεις. «Πολύ ωραία. Τώρα σκύψε μπροστά, σε παρακαλώ».

Υπακούω σαν άψυχη κούκλα που δέχεται εντολές. Πόσο πιο τρομακτικό μπορεί να γίνει το μέλλον μου; Τυλίγει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου και λύνει το μαντίλι αφήνοντάς το να πέσει ανάλαφρο στο κάθισμα. Σκαλώνει στη θέα του καμένου δέρματος, παρόλα αυτά δεν το σχολιάζει. Με ένα κλικ και σίγουρες κινήσεις βγάζει το κολάρο μου, το οποίο πέφτει και αυτό δίπλα μου. Το βλέμμα μου έκπληκτο αντικρίζει το δικό του, αλλά συγκρατώ τον ενθουσιασμό μου. Πλέον έχω μάθει να μην προτρέχω. Από το βελούδινο, μπλε κουτάκι βγάζει ένα κομψό ρολόι με μικρούς μπλε κρυστάλλους να στολίζουν το καντράν του.

«Το θεωρώ πιο ταιριαστό. Φυσικά περιλαμβάνει GPS και τη μέθοδο σωφρονισμού που ήδη γνωρίζεις. Ελπίζω να μη χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσω. Επίσης ό,τι λες και θα κάνεις θα καταγράφεται και όταν κάτι απαγορεύεται, το ρολόι σου θα σε προειδοποιεί».

Το αυτοκίνητο σταματάει μπροστά από ένα μεγάλο, μοντέρνο κτίσμα και ο Γιογκασάκι χαμογελάει.

«Ιδού η ελευθερία σου. Κάνε ό,τι θες, τίποτα όμως που θα προσβάλλει το όνομά μου ή θα αποκαλύψει το τι είσαι. Τότε θα με αναγκάσεις να επέμβω και πίστεψέ με, δε θα σου αρέσει καθόλου. Επιπλέον θα έρθω να σε πάρω μόλις το πρόγραμμά σου τελειώσει. Έχουμε δουλειές να κάνουμε μετά, οπότε μην κανονίσεις».

Ναι, λες και θα μπορούσα να κανονίσω το οτιδήποτε.

«Μπορώ να φύγω τώρα;» ρωτάω ανυπόμονα και στο καταφατικό του νεύμα κυριολεκτικά γίνομαι καπνός.

Οπισθοχωρώ από τον δρόμο, καθώς το αυτοκίνητο γλιστράει μέσα στην κίνηση και κάνοντας στροφή στις φτέρνες μου γυρίζω προς το μέρος του σχολείου. Ένας ποδηλάτης φρενάρει απότομα μπροστά μου, όταν κάνω το πρώτο βήμα στην είσοδο της Διεθνής Ακαδημίας του Τόκιο. Ο ποδηλάτης πέφτει πάνω μου και με ρίχνει κάτω. Τα μάτια μου συναντούν τα δικά του. Τα γουρλώνουμε ταυτόχρονα από την έκπληξη. Εκείνος γιατί απ’ όλα τα ιδιωτικά γράφτηκα στο συγκεκριμένο και εγώ διότι δεν περίμενα να τον ξανασυναντήσω.

«Ανζάι;» ρωτάω και τινάζομαι όρθια. Παρατηρώ σφιγμένη τα περίεργα βλέμματα των άλλων μαθητών. «Τι… τι κάνεις εσύ εδώ;»

«Πηγαίνω σχολείο» με κοιτάζει ανήσυχος από την κορυφή ως τα νύχια. «Όμως… Είσαι καλά; Μήπως χτύπησες πουθενά;»

«Αυτή δεν είναι η Μία Γιογκασάκι;» ακούω έναν μαθητή να σιγοψιθυρίζει στον διπλανό του. «Μα τι νομίζει πώς κάνει αυτός; Πώς τολμά να τη ρίχνει κάτω;»

«Έλα». Ο Ανζάι με αρπάζει από τον καρπό και με τραβάει μέσα στο σχολείο.

«Μα…» αλλά το σκληρό και παγωμένο βλέμμα μιας εντυπωσιακής μαθήτριας με ξανθά σαν τον ήλιο μαλλιά και γαλάζια σαν τον ουρανό μάτια παγώνει τις λέξεις στον λαιμό μου.

Το ρολόι ζεσταίνεται στο χέρι μου και γαλαζωποί κρύσταλλοι γίνονται κόκκινοι στέλνοντας προειδοποιητικές σπίθες σε όλο μου το κορμί. Σταματάω απότομα και τραβάω το χέρι μου από το δικό του. Με κοιτάζει συνοφρυωμένος. Να πάρει. Τι το κακό έχει η βοήθεια του Ανζάι;

«Μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου. Δε σε χρειάζομαι» λέω ψυχρά. «Ευχαριστώ για τη βοήθειά σου χτες». Το ρολόι συνεχίζει να δονείται.

«Ναι… δεν κάνει τίποτα. Τουλάχιστον άφησέ με να σε οδηγήσω στο γραφείο της Διευθύντριας. Δεν υπάρχει πρόβλημα». Προσπαθεί να φανεί ευχάριστος, όμως η απογοήτευση και η θλίψη χρωματίζουν τον τόνο της φωνής του. Σηκώνω το χέρι μου και τον σταματάω.

«Κοίτα…» βάζω σαν εμπόδιο τα χέρια μου ανάμεσά μας. «Επειδή γνωριστήκαμε μια φορά, δε σημαίνει ότι από δω και πέρα θα συνεχίσουμε την παρέα, εντάξει;» του φωνάζω δήθεν εκνευρισμένη. «Μη με ενοχλείς».

Παρατώντας τον σύξυλο, φεύγω ακολουθώντας τον γεμάτο από μαθητές διάδρομο. Δαγκώνω τα χείλη μου ενοχλημένη με τη συμπεριφορά μου. Ηλίθιο ρολόι. Δεν ήταν ανάγκη να του μιλήσω τόσο άσχημα και όσο περισσότερο απομακρύνομαι από τον Ανζάι, τόσο αυτό ηρεμεί. Ποιο είναι το πρόβλημά του τέλος πάντων; Όπως και να ’χει όμως δεν πρόκειται να ρισκάρω την ελευθερία μου για χάρη του.

«Η δεσποινίς Μία Γιογκασάκι;» με σταματάει μια άγνωστη φωνή πίσω μου και μια εντυπωσιακή γυναίκα ντυμένη με λευκό ταγέρ και μαύρα μαλλιά να απλώνονται σαν βεντάλια στην πλάτη της. «Ο πατέρας σας με ενημέρωσε για την άφιξή σας. Παρακαλώ, ακολουθήστε με. Θα σας δείξω την τάξη σας».

Η τάξη μου είναι στο τέλος του διαδρόμου που βρισκόμαστε και οι μαθητές με την καθηγήτρια των μαθηματικών έχουν ήδη ξεκινήσει το μάθημα. Με την παρουσία μας όλα τα σκυμμένα πάνω από τα βιβλία κεφάλια στρέφονται με μιας προς το μέρος μας. Η Διευθύντρια αφού τους μοιράζει ένα σύντομο χαμόγελο, με χτυπάει φιλικά στην πλάτη και φεύγει.

«Εμ, γεια!» λέω με καθαρή φωνή. «Είμαι η Μία Γιογκασάκι. Χαίρομαι που σας γνωρίζω».

Χαμηλώνω ευγενικά το κεφάλι μου και στρέφομαι προς το θρανίο στο βάθος της αίθουσας που μου υποδεικνύει η καθηγήτρια των μαθηματικών. Η ευαίσθητη ακοή μου πιάνει τους ψίθυρους των συμμαθητών μου από κάθε θρανίο.

«Είναι η κόρη του Γιογκασάκι» λέει ένα αγόρι με καρφάκια μαλλιά στον διπλανό του.

«Η φιλανθρωπία του Γιογκασάκι. Τι δουλειά έχει αυτή με τον κύκλο μας;» ρωτάει γεμάτη θυμό και φθόνο το κορίτσι με τα ξανθά μακριά μαλλιά που μου τράβηξε νωρίτερα την περιέργεια.

Τα βλέμματά μας ανταμώνουν και αυθόρμητα η ειρωνεία παραμορφώνει το πρόσωπό μου. Σουφρώνει τα χείλη της και σφίγγει τις γροθιές της. Κάτι μου λέει πως δε θα τα πάμε καλά οι δυο μας.

«Τι όμορφη που είναι. Λες να έχει αγόρι;» μουρμουρίζει κάποιος άλλος στον διπλανό του, όμως ο συμμαθητής του είναι τόσο απορροφημένος με την παρουσία μου που δε του δίνει σημασία.

Περνώντας αδιάφορα ανάμεσα από τα θρανία τους φτάνω στο δικό μου και κάθομαι. Είναι σχεδόν στο τέλος της αίθουσας κοντά στα ερμάρια των μαθητών και ακριβώς δίπλα στα μεγάλα ψηλά παράθυρα. Η ατμόσφαιρα είναι άβολη ανάμεσα στους μαθητές. Εγώ φταίω; Αλλά γιατί; Η καθηγήτρια ξεροβήχει για να τραβήξει την παρουσία τους, όμως ένα σούσουρο απλώνεται όλο και περισσότερο στην ατμόσφαιρα. Και σε κάθε θρανίο η συζήτηση της μέρας περιλαμβάνει εμένα.

Η πόρτα της τάξης ανοίγει για μια ακόμη φορά και ένας βιαστικός μαθητής μπαίνει μέσα. Εκείνη τη στιγμή σκύβω για να βγάλω το βιβλίο μου μη δίνοντας σημασία στα κοροϊδευτικά σχόλια των συμμαθητών μου. Το μόνο που αισθάνομαι είναι τα βαριά του βήματα που πλησιάζουν προς το μέρος μου και το βαρύ γδούπο που κάνει το σώμα του, καθώς πέφτει στην καρέκλα του θρανίου μπροστά μου. Το στιλ του έχει κάτι το γνώριμο.

Το μάθημα αρχίζει και τελειώνει δίχως άλλα απρόοπτα. Σύμφωνα με το πρόγραμμα που ετοίμασε για μένα η Διεθύντρια στη συνέχεια έχω φυσική και ιαπωνική γλώσσα. Ο αργοπορημένος συμμαθητής μου κλοτσάει την τσάντα του κάτω από την καρέκλα και βάζει τ’ ακουστικά του δυναμώνοντας τέρμα τη μουσική. Η υπόλοιπη τάξη δε μοιάζει να ενοχλείται, ούτε ο καθηγητής της φυσικής να δίνει σημασία, όμως η δική μου ακοή πιάνει ξεκάθαρα τα επίπονα κύματα της μουσικής του. Τον σκουντάω απαλά στον ώμο.

«Μπορείς, σε παρακαλώ, να χαμηλώσεις λίγο την ένταση;» τον ρωτάω σιγανά.

Ο καθηγητής τη φυσικής ξεροβήχει κοιτάζοντάς με αυστηρά. Το αγόρι βγάζει τα ακουστικά του, παρόλα αυτά η ένταση παραμένει η ίδια. Τον σκουντάω πάλι και τινάζεται πάνω στην καρέκλα του σαν να τον τσίμπησα. Γυρίζει ενοχλημένος προς το μέρος μου και στη θέα του το στόμα του ανοίγει και κλείνει από έκπληξη, ενώ το δικό του τεντώνεται σε μια ίσια λεπτή γραμμή. Ανζάι; Τα μάτια του είναι σκοτεινά και το πρόσωπό του συνοφρυωμένο.

«Η μουσική σου με ενοχλεί. Θα μπορούσες να χαμηλώσεις λίγο την έντασή της;» λέω διαστικτά. Μου νεύει καταφατικά.

«Τι γίνεται εκεί πίσω;» ο καθηγητής της φυσικής χτυπάει το βιβλίο του στην έδρα διακόπτοντας το μάθημα και κάνοντας ολόκληρη την τάξη να στραφεί προς το μέρος μας.

«Εμείς απλά…» με σταματά πριν καλά καλά ξεκινήσω την πρότασή μου.

«Βγείτε έξω και οι δυο σας» λέει αυστηρά δείχνοντάς μας την πόρτα.

«Μα…» πάω να δικαιολογηθώ, όμως ο Ανζάι σηκώνεται απαθέστατος από τη θέση του και πιάνοντάς με από τον καρπό, με τραβά μαζί του.

Τα βλέμματα των μαθητών μας ακολουθούν, ώσπου η πόρτα μας κρύβει από τη θέα τους. Όταν μένουμε μόνοι τινάζω άγρια το χέρι μου από το δικό του και το ελευθερώνω. Το βλέμμα του είναι παγωμένο, το σώμα του τσιτωμένο.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις; Γιατί δεν υπερασπίστηκες τον εαυτό σου;» τον ρωτάω εκνευρισμένη. Ο Ανζάι καγχάζει και αποστρέφει το πρόσωπό του.

«Από τη στιγμή που μου μίλησες και το μάθημα διακόπηκε, θα με τιμωρούσαν έτσι και αλλιώς. Όπως βλέπεις κατάφερα να μπω στην ακαδημία με υποτροφία και όχι επειδή έχω πατέρα με γνωριμίες». Ξεφυσάει και τρίβει κουρασμένα το μέτωπό του. «Εσένα απλά σε πήρε η μπάλα για να μη φανεί πως κάνουν διακρίσεις. Και τέλος πάντων, γιατί μου μιλούσες;»

«Επειδή με ενοχλούσε η μουσική σου. Αν είσαι εδώ με υποτροφία, όπως λες, δε νομίζω να προτιμάς τη μουσική από την παράδοση του μαθήματος» του απαντάω στον ίδιο αγενή τόνο. «Και τι είναι όλη αυτή η επιθετικότητα;»

«Η δικιά μου ή η δικιά σου; Με δουλεύεις έτσι; Μόλις πριν μια ώρα…» σωπαίνει για λίγο δίνοντάς μου αρκετό χρόνο για να αναλογιστώ τα λόγια μου.

Δαγκώνομαι ένοχα και γεμάτη τύψεις. Πιάνω τον λαιμό μου σε μια πονεμένη υπενθύμιση του σωφρονιστικού κολάρου στο λαιμό μου.

«Δεν το ήθελα. Με συγχωρείς».

«Εσύ απομακρύνθηκες. Τι είδους φιλική αντιμετώπιση περιμένεις από μένα τώρα;»

«Λυπάμαι γι’ αυτό. Και δεν έχει να κάνει με την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς σου. Ειλικρινά εγώ…» ρίχνω το βλέμμα μου στο πάτωμα μην έχοντας τίποτα να πω. Μην ξέροντας πως να του δικαιολογηθώ. «Απλά μείνε μακριά μου, εντάξει;»

«Είσαι πολύ παράξενη». Με καρφώνει με τα μάτια του από την κορυφή ως τα νύχια και σουφρώνει τα χείλη του αποδοκιμαστικά. «Τι έχει ο λαιμός σου;»

«Ε; Τίποτα!» οπισθοχωρώ νευρική, όμως εκείνος απλώνει αντανακλαστικά το χέρι μου και αρπάζει το μαντίλι μου. «Ανζάι!»

«Ποιος σου το έκανε αυτό;» ρωτάει έκπληκτος απομακρύνοντας τις παλάμες μου από τον λαιμό μου. «Ο Γιογκασάκι σε κακοποιεί;»

«Τι! Όχι! Πώς έβγαλες τέτοιο συμπέρασμα;» τον σπρώχνω. «Αυτό… είναι καθαρά δικό μου πρόβλημα και σίγουρα κάτι που δε σε αφορά. Δεν έχω κάτι μαζί σου, ούτε με πειράζει η κοινωνική σου τάξη. Όμως δε θέλω να σε μπλέξω στα προβλήματά μου. Δε θέλω να πάθεις το οτιδήποτε εξαιτίας μου». Χαμηλώνω ελαφρά το κεφάλι μου. «Με συγχωρείς».

«Άσε με να σε βοηθήσω. Θέλω να γίνω φίλος σου». Μπαίνει μπροστά μου, όταν πάω να φύγω και μου κλείνει τον δρόμο.

Ανασηκώνω τα φρύδια μου νιώθοντας ένα εντελώς πρωτόγνωρο αίσθημα που δεν μπορώ να ερμηνεύσω. Γιατί ενδιαφέρεται τόσο; Χτες και σήμερα… Όχι, δεν μπορώ να του επιτρέψω να γίνει φίλος μου. Δεν μπορώ να αφήσω τους Γιογκασάκι να τον βλάψουν. Το ρολόι σαν να έχει διαβάσει τις σκέψεις μου, αρχίζει το προειδοποιητικό τρέμουλό του πάνω στον καρπό μου. Σφίγγω απογοητευμένη τη γροθιά μου.

«Όχι. Δεν έχεις ιδέα, ποια είμαι… Εκτός και αν με πλησίασες εξαιτίας των Γιογκασάκι».

«Τι! Φυσικά και όχι». Ο πόνος χρωματίζει το βλέμμα του. «Δε με νοιάζει η θέση σου, αλλά εσύ. Η αλήθεια είναι πως… σε πλησίασα διότι μοιάζουμε σε πολλά πράγματα».

«Χα! Και από που το έβγαλες αυτό το συμπέρασμα; Μέσα από τις δυο μέρες που γνωριζόμαστε;» σαρκάζω. «Λυπάμαι, Ανζάι. Όμως δε θέλω την παρέα σου» προσθέτω θλιμμένα και φεύγω τρέχοντας παίρνοντας μαζί μου την ευκαιρία του να πει κάτι άλλο.

Φωνάζει τ’ όνομά μου, αλλά δε γυρίζω πίσω. Περιπλανιέμαι την υπόλοιπη ώρα του μαθήματος της φυσικής και ακολουθώ το πρόγραμμα της μέρας στην απόλυτη σιωπή ανυπομονώντας για την ώρα που θα φύγω. Γελάω με τον εαυτό μου. Τόσες μέρες κλεισμένη στο σπίτι ήθελα να βγω έξω να νιώσω σαν τα υπόλοιπα κορίτσια. Και τώρα… στην πρώτη δυσκολία, το μόνο που επιθυμώ είναι να επιστρέψω στη φωλιά μου. Τι μου συμβαίνει;

Η λιμουζίνα του Γιογκασάκι φτάνει μετά το κουδούνι σχολάσματος της τελευταίας ώρας και με παραλαμβάνει από την κεντρική είσοδο του σχολείου. Σφίγγομαι στη σκέψη του τι θα αντιμετωπίσω στη συνέχεια, αλλά στο ανήσυχο βλέμμα του Ανζάι που έχει καρφωθεί στην πλάτη μου, πηδάω μέσα χωρίς δισταγμό. Όμως η θέση του Σον Γιογκασάκι έχει καταληφθεί από τον γιο του.

«Καλώς την!» λέει χαμογελώντας ειρωνικά. Αλίμονο! Αν αποκτήσει ποτέ του μια ειλικρινή, θετική συμπεριφορά απέναντί μου, τότε εγώ θα γίνω άνθρωπος. «Πέρασες καλά;»

«Θα ξαναπήγαινα, αν αυτό θέλεις να μάθεις. Μου άρεσε» ανασηκώνω τους ώμους μου αδιάφορα και χαμογελάω στραβά φέρνοντας στο μυαλό μου το πρόσωπο του Ανζάι.

«Και εκείνο το αγόρι;» κοιταζόμαστε απευθείας στα μάτια. «Τι σου είναι; Φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ για σένα».

«Ένας συμμαθητής μου. Τον συνάντησα τυχαία στη χθεσινή βόλτα μου και απλά με αναγνώρισε. Αυτό μόνο» λέω ανάλαφρα.

«Ξέρει τίποτα;»

«Όχι. Από πού κι ως πού;» σταυρώνω τα μπράτσα μου μπροστά από το στήθος μου και ρουθουνίζω αποδοκιμαστικά. «Εκτός κι αν διαβάζει τη σκέψη».

«Τη σκέψη δεν ξέρω, αν τη διαβάζει, πάντως κάτι δε μου αρέσει πάνω του. Τον βρίσκω αρκετά περίεργο. Αν… ανακαλύψει το οτιδήποτε, δε θα διστάσω να τον εξαφανίσω. Γι’ αυτό μην παίρνεις το όλο θέμα τόσο αψήφιστα» απαντάει με έναν αέρα κυριαρχίας. «Έτσι και αλλιώς δε θα λείψει σε κανέναν».

«Τι εννοείς;» στενεύω τα μάτια μου μπερδεμένη. «Η απώλεια ενός ανθρώπου πάντα φέρνει θλίψη και στεναχώρια στους αγαπημένους του».

«Ναι, και; Ο Ανζάι Καγκεγιάμα είναι απλά ένας κοινός θνητός. Δεν έχει σχέση με τον κύκλο μας. Ένας ακόμα λόγος για να τον κρατήσεις μακριά σου».

«Δεν το είχα σκοπό. Κρίμα δεν είναι να τον καταστρέψω μαζί μου;» αποστρέφω το βλέμμα μου γέρνοντας πάνω στο τζάμι.

Υπάρχει κάτι που να περνάει απαρατήρητο από εκείνον; Τι γνωρίζει για τον Ανζάι; Αν δεν ανήκει στην ελίτ, τι τον ενδιαφέρει; Τι θα συμβεί στον Ανζάι; Τι θα του κάνουν; Δε θα αφαιρούσαν τη ζωή ενός παιδιού τόσο εύκολα, έτσι; Παρόλο που προσπαθώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου, ένα αίσθημα φόβου έχει φωλιάσει στο στήθος μου. Με υπερφορτώνω επίτηδες για να εξαντλήσω γρηγορότερα την ενέργειά μου και όταν κλείνω τα μάτια, κάνω ό,τι μπορώ για να καθυστερήσω την ανανέωση των μπαταριών μου.

Όταν συνέρχομαι δε βρίσκομαι πια στα πίσω καθίσματα της λιμουζίνας, αλλά ξαπλωμένη σ’ έναν μικρό, άβολο καναπέ. Ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου και κοιτάζω αλαφιασμένη το άγνωστο δωμάτιο γύρω μου. Είναι κυλινδρικό, δίχως παράθυρα. Έχει βαριές, μεταλλικές πόρτες αντικριστά η μια από την άλλη σε κάθε πλευρά και λάμπες νέον που ρίχνουν ένα αρρωστημένο, άτονο φως στο κέντρο του δωματίου. Ένας κουστουμαρισμένος, μαυροντυμένος φρουρός στέκεται αυστηρός και ανέκφραστος έξω από την πόρτα απέναντι από τον καναπέ μου. Με κοιτάζει πίσω από τους μαύρους φακούς των γυαλιών του.

«Ακολούθησε με» με διατάζει με τη φωνή του να αντηχεί ψυχρή στην υπερευαίσθητη ακοή μου.

Κάνω ό,τι μου λέει. Το δωμάτιο που με οδηγεί αφήνει μια περίεργη γεύση στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Ακόμα πιο λευκό από το προηγούμενο, σαν κάτι να ρούφηξε όλα τα υπόλοιπα χρώματα. Η έντονη οσμή των χημικών καίει τη μύτη μου και η θέα του νοσοκομειακού εξοπλισμού και του προσωπικού με τις λευκές ρόμπες στέλνει ένα ρίγος στην σπονδυλική μου στήλη. Διάφορες αναμνήσεις με κατακλύζουν από παντού. Αναμνήσεις από τότε που βρισκόμουν στη δεξαμενή ως Κάρεν Μέρφι και στο εργαστήριο του Πίτερ Κοβέλ ως Ρουθ Κοβέλ. Σε τι πρόκειται να μεταλλαχτώ σήμερα;

«Καιρός ήταν» ακούω πρώτα τη φωνή του Τόμας και έπειτα βλέπω το κεφάλι του να ξεπροβάλλει από το πλάι μιας οθόνης υπολογιστή. «Ετοιμάστε την να ξεκινήσουμε».

«Τ… τι ακριβώς;» ρωτάω αναστατωμένη, όταν δυο γυναίκες ντυμένες σαν νοσοκόμες με πλησιάζουν.

«Το πείραμα, αγαπητή μου. Νόμισα ότι ενημερώθηκες σχετικά με αυτό». Μου χαμογελάει γλυκά. «Πηγαίνετέ την στον Σότζι. Ξέρει τι να την κάνει».

Οι γυναίκες με μετακινούν σε ένα ακόμα δωμάτιο μέσα στο ήδη υπάρχον. Είναι σχετικά μικρό και ολόκληρο φτιαγμένο από γυαλί. Ο άντρας που ακούει στο όνομα Σότζι είναι σκυμμένος πάνω από ένα μικροσκόπιο. Είναι μικροκαμωμένος και έχει κοντά μαύρα μαλλιά. Βγάζει τα γάντια από τα χέρια του κάνοντας ορατές τις ουλές που διατρέχουν τις παλάμες του. Είναι σαν να έπιασε κάτι τόσο καυτερό που του έλιωσε κυριολεκτικά το δέρμα. Με εντοπίζει με την άκρη του ματιού του και χαμηλώνει τα ακουστικά κεφαλής στον λαιμό του, καθώς στρέφεται προς το μέρος μου. Ένα πλατύ χαμόγελο τεντώνει τα χείλη του αποκαλύπτοντας δόντια αστραφτερά, λευκά.

«Σε περίμενα» λέει ενθουσιασμένος και γλιστρώντας το χέρι του χαμηλά στην πλάτη μου με τραβάει κοντά του. Με νοήματα αποδιώχνει τις νοσοκόμες. «Δε μου τηλεφώνησες. Το φαντάστηκα ότι θα ανακατεύτηκε ο νεότερος Γιογκασάκι. Θύμωσε στο πάρτι, έτσι δεν είναι; Αχ και να μπορούσα να τον χαζεύω από μια γωνιά. Δυστυχώς έπρεπε να φύγω».

«Ε;» σαστίζω από το γρήγορο παραλήρημα του. Είναι εκείνος ο άντρας που μου έστειλε το δίχως νόημα σημείωμα. Ο Σ.Γ! «Τι εννοούσες με αυτό που έγραψες;»

«Θα φτάσουμε και σε αυτό. Προς το παρόν κάθισε, σε παρακαλώ, εκεί». Μου δείχνει με βαθιά πολυθρόνα με ρυθμιζόμενη πλάτη στο βάθος του εργαστηρίου του.

Είναι σαν αυτές που έχουν οι οδοντίατροι. Με διστακτικά βήματα πλησιάζω προς το μέρος της και κάθομαι επιφυλακτικά. Τα ιατρικά εργαλεία και τα μηχανήματα τα νιώθω να με κυκλώνουν από παντού και ζαρώνω φοβισμένη στη θέση μου.

«Τι θα μου κάνεις ακριβώς;» ρωτάω με φωνή να τρέμει. Μου σκάει ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.

«Μμμ… θα ενημερώσω το λογισμικό σου. Με άλλα λόγια θα σου εγκαταστήσω κάποιες σημαντικές πληροφορίες για τη μελλοντική σου δουλειά». Σέρνει προς το μέρος μου ένα μικρό, μεταλλικό τραπέζι, φορτωμένο με υπολογιστή και κάθε λογής καλώδια και έπειτα χαμηλώνει την πλάτη του καθίσματος μου ρίχνοντας με προς τα πίσω. «Μην αγχώνεσαι. Δε θα καταλάβεις τίποτα. Παρόλα αυτά θα σε κοιμίσω. Εντάξει;»

Με απαλές κινήσεις χωρίζει και μαζεύει τα μαλλιά μου σε τρία μέρη και κολλάει στο μέτωπό μου ένα ζευγάρι καλώδια, τα οποία τα συνδέει με ένα μηχάνημα υψηλής τάσης, ώστε να ρουφήξει την ενέργεια από το σώμα μου και να με κοιμίσει. Μόλις γίνει αυτό, τότε ο Σότζι θα ανοίξει ένα κομμάτι του κρανίου μου και θα ενημερώσει τον σκληρό μου δίσκο με τις πληροφορίες και τη γνώση που νομίζει πως θα χρειαστώ.

«Είναι εκπληκτικό. Ο επιστήμονας που σε έφτιαξε ήταν κυριολεκτικά ο θεός. Τόσο τέλεια. Σαν αληθινός άνθρωπος. Μπορεί να αλλάξει το μέλλον πολλών ανθρώπων με την ύπαρξή σου».

Ανασηκώνω τους ώμους μου αδιάφορα και χαμηλώνω τα βλέφαρά μου. Το τελευταίο πράγματα που βλέπω είναι το ενθουσιώδες και καθησυχαστικό του χαμόγελο βυθισμένο μέσα στο κόκκινο προειδοποιητικό χρώμα της χαμηλής μπαταρίας που αναβοσβήνει μπροστά στα μάτια μου.

«Φρόντισε με καλά» λέω εξαντλημένη.

Νιώθω. Γιατί νιώθω; Κοιμάμαι. Δεν μπορώ να κουνηθώ, όμως αισθάνομαι οποιοδήποτε σημείο του σώματός μου που αγγίζει. Βρίσκει την τομή στην κορυφή του κρανίου μου και την ανοίγει αποκαλύπτοντας από κάτω το προστατευτικό κάλυμμα του εγκεφάλου μου. Με σταθερές κινήσεις αφαιρεί την κάρτα γραφικών μου. Ο ήχος των μηχανημάτων μπερδεύεται με τον ήχο του θροΐσματος της ρόμπας του και στέλνει ένα πολύ άβολο αποτέλεσμα στο σκληρό μου δίσκο.

Όταν τελειώνει με την εγχείρηση και το πρώτο σκέλος του πειράματος, με επαναφορτίζει και με υποβάλλει σε αμέτρητες ερωτήσεις διαφόρων θεμάτων. Από πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα έως ιστορικά θέματα. Εντάξει καλά με όλα αυτά, τι είναι όμως τούτος ο παράξενος θόρυβος σαν ηχητικά κύματα που παρεμβάλλονται με τους ήχους της πραγματικότητας; Πιάνω το κεφάλι με τα χέρια μου, καθώς σηκώνομαι.

«Όλα εντάξει;» ρωτάει κρατώντας με σταθερή στα πόδια μου.

«Πονάω».

«Θα σου περάσει. Δεν αισθάνεσαι στην πραγματικότητα. Ο εγκέφαλός σου στέλνει πληροφορίες κάνοντάς σε να νομίζεις να αισθάνεσαι. Το ίδιο συμβαίνει και με εμάς. Ο εγκέφαλος δημιουργεί τα ερεθίσματα του κάθε συναισθήματος. Έλα, ώρα για μπάνιο».

«Ε;» σαστίζω παλεύοντας να τον ακολουθήσω. Ο πονοκέφαλος αυξάνεται όλο και περισσότερο κάνοντάς με ασταθή στα πόδια μου. Υπάρχει κάποιο πρόγραμμα που μπορεί να πάψει αυτά τα ενοχλητικά συναισθήματα; Ο πόνος δεν είναι ό,τι καλύτερο.

«Λόγω της διάπλασης του σώματός σου, οι νόμοι της φύσης δεν είναι όλοι υπέρ σου. Σύμφωνα με τη λογική το νερό είναι εναντίον σου. Εγώ είμαι απλά περίεργος. Λοιπόν… κολυμπάς;» ρωτάει διασκεδάζοντας το.

«Δοκίμασε με» αποκρίνομαι ήσυχα.

Μια έντονη δυσφορία με κατακλύζει παραλύοντας όλο μου το σώμα. Χάνω την ισορροπία μου και πέφτω. Μια προειδοποίηση για υπερφόρτωση του συστήματος αναβοσβήνει στα μάτια μου, ώσπου το παν μέσα μου παύει να λειτουργεί.




Ηλιάνα Κλεφτάκη