Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4 - Κεφάλαιο 2)


ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
    Η ΜΙΑ ΚΟΙΤΑΞΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ το πρόσωπο της Άισλιν όσο εκείνη ήταν απασχολημένη. Είχε καθίσει μέσα στη σκηνή και μελετούσε τον χώρο. Τα μάτια της εστίαζαν μια στον πυρσό και τις αλυσίδες και μια στην κρυστάλλινη μπάλα της Λύριο. Ναι η γυναίκα είχε οικειοποιηθεί το δωμάτιο της Μία όπως είχε κάνει και ο Εστέφαν με τη Φιέρα. Τα μαλλιά της Άισλιν έπεφταν στην πλάτη της, μακρύτερα από όσο τα θυμόταν.

    Τα μάτια της είχαν αλλάξει επίσης. Τότε φαίνονταν πιο θλιμμένα. Αυτή τη φορά όμως ήταν φωτεινά και κοίταζαν με αποφασιστικότητα. Όσο την κοίταζε η Μία ανατρίχιαζε. Ήταν περίεργο για εκείνη να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με ένα φάντασμα. Γιατί για εκείνη, η Άισλιν ήταν ένα φάντασμα του μυαλού της. Την ίδια μέρα που την είχε γνωρίσει είχε πεθάνει και είχε επανέλθει στη ζωή.

    Η εικόνα της κοπέλας είχε αποκρυσταλλωθεί και είχε παραμείνει στο μυαλό της. Μόνο που ύστερα από εκείνη τη μέρα δεν την είχε συναντήσει ποτέ ξανά. Έτσι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως όλα όσα είχαν συμβεί ήταν στο κεφάλι της. Είχε πιστέψει πως η πεντακάθαρη εικόνα της ξανθής κοπέλας ήταν ένα φάντασμα που στοίχειωνε τις σκέψεις της. Πρόσφατα αυτό είχε αλλάξει. Η Λύριο την είχε επιβεβαιώσει πως όσα θυμόταν ήταν αληθινά. Αλλά ακόμη και τότε δεν περίμενε πως θα έβλεπε ξανά αυτό το πρόσωπο. Αναστέναξε κουρασμένα. Όχι, δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτή είναι μια διαφορετική κοπέλα μέσα στο ίδιο σώμα. Έχει άλλα μάτια, δεν μπορεί να είναι η ίδια. Κατέληξε.

«Μερικές φορές, όταν συμβαίνει κάτι συγκλονιστικό στη ζωή σου σε αλλάζει.» Της είπε η Άισλιν διαβάζοντας τις σκέψεις της. Η Μία στραβοκατάπιε και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Όσο η Μία την παρατηρούσε και εκείνη φαινόταν αφηρημένη, άκουγε τις σκέψεις της. Στην πραγματικότητα το ενδιαφέρον της Άισλιν ήταν στραμμένο στο ωχρό κορίτσι από την αρχή.

«Μην το κάνεις αυτό.» Την επέπληξε η Μία ξινισμένα ενώ κοίταζε μακριά. Η κοπέλα συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα και την πλησίασε.

«Συγνώμη, δεν το ήθελα.» Παραδέχτηκε ένοχα. Έφτασε κοντά της και παρατήρησε τα μάτια της που ήταν στραμμένα προς το πάτωμα. «Λυπάμαι πολύ για ότι σου συνέβη.» Χάιδεψε μια τούφα από τα μαλλιά της απαλά, σαν να ήταν φτιαγμένη από πορσελάνη. «Ξέρω πως σε άλλαξε κι εσένα.» Η Μία τρεμούλιασε και οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν αργοί και βασανιστικοί. «Μην με φοβάσαι, δεν είμαι πια όπως ήμουν. Θα ήθελα να κάνουμε μια νέα αρχή. Είχαμε πει πως είμαστε φίλες σωστά;» Η Μία την κοίταξε με οργή να σιγοβράζει στα μάτια της.

«Μην λες αυτή τη λέξη.» Της απάντησε. «Έχει περισσότερο νόημα από αυτό που της προσδίδεις.»

    Με αυτά τα λόγια έπαψε να την κοιτάζει και ξεκίνησε να απομακρύνεται από την κοπέλα. Έσπρωξε το άνοιγμα της σκηνής και έφυγε σαν σίφουνας με την καρδιά της να σφυροκοπάει στο στήθος της αναστατωμένη. Γιατί με επηρεάζει τόσο; Αφού δεν με ενδιαφέρει. Απόρησε θυμωμένα. Προχώρησε αποφασιστικά προς το μεγάλο κτήριο όπου βρισκόταν ο Σάντεν. Είχε την ανάγκη να καθίσει μαζί με τον μοναδικό της φίλο.

    Έσφιξε τα χέρια της σε μπουνιές καθώς προχωρούσε κατά μήκος του στρατοπέδου. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την Άισλιν. Ο μοναδικός λόγος που την είχε οδηγήσει στο Μέινλοουν ήταν τα λόγια της Φιέρα. Που είναι η Άισλιν; Είχε αναρωτηθεί όσο κοιμόταν και είχε ταράξει τη Μία. Αυτό από μόνο του δεν θα αρκούσε όμως για να φέρει εκεί το συγκεκριμένο άτομο. Ήταν κάτι άλλο εκείνο που την είχε φέρει αντιμέτωπο με τους φόβους της. Αμέσως μετά το παιδί είχε πει: Αν βρίσκεται μόνο το σκοτάδι στο Μέινλοουν κι όχι το φως, θα πεθάνουν όλοι. Και αυτό την είχε τρομάξει περισσότερο από το παρελθόν της. Γιατί είχε χάσει τον πατέρα της και δεν ήταν έτοιμη για περισσότερο θάνατο. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα πως θα πέθαινε ο Σάντεν, ή ο Λίον, ή ο Εστέφαν. Φοβόταν και για το παιδί, ακόμη κι αν το γνώριζε πολύ λίγο. Αναστέναξε και προσπάθησε να καταπιεί. Μα ο λαιμός της είχε κλείσει. Δεν ήθελε να αφήσει τις σκέψεις της να γυρίσουν πίσω σε εκείνη αλλά ήταν μάταιο. Η εικόνα της ερχόταν στο μυαλό της και ανάγκαζε τον λαιμό της να σχηματίσει έναν κόμπο.

    Είχαν περάσει μερικά χρόνια από εκείνη τη μέρα που της είχε αλλάξει τη ζωή. Ακόμη και μετά από τόσο καιρό έβρισκε τον εαυτό της ανήμπορο να ανασάνει. Τόσο πολύ την τρομοκρατούσε η θύμηση του παρελθόντος της. Δεν ήταν μόνο ο φόβος όμως που της έκοβε την ανάσα. Ήταν τα λόγια της Άισλιν. Ήθελε να κάνουν μια νέα αρχή. Ήταν πραγματικά τόσο ανίδεη; Πίστευε πως η Μία θα κατάφερνε να βρίσκεται τον ίδιο χώρο με εκείνη για περισσότερο από πέντε λεπτά; Αυτό ήταν αδύνατο. Γιατί όσο η Άισλιν διάβαζε τις σκέψεις της, το δέρμα της ανατρίχιαζε. Μπορούσε να αισθανθεί πόσο απροστάτευτη ήταν. Ακόμη κι αν δεν μπορούσε κανείς να την βλάψει με μαγεία πια, ήξερε πόσο εύθραυστη ήταν. Αναστέναξε λαχανιασμένη. Είχε περάσει ένα λεπτό που ο λαιμός της ήταν σφραγισμένος. Επιτέλους μπορούσε να ρουφήξει λίγο φρέσκο αέρα.

    Η Άισλιν ξάπλωσε στο απαλό στρώμα και παρατήρησε την κρυστάλλινη σφαίρα που ήταν τοποθετημένη στο κομοδίνο. Ενδιαφέρον, σκέφτηκε βλέποντας μέσα στη σφαίρα το πρόσωπο του Κίλιαν. Έβλεπε το μέλλον, το παρόν, ή αυτό που την απασχολούσε; Δεν γνώριζε. Απομάκρυνε το βλέμμα της από τον κρύσταλλο και κοίταξε επίμονα τον ασημένιο πυρσό. Θυμήθηκε τα αδύναμα μάτια της Μία. Δεν κοίταζαν έτσι τότε. Ήταν σίγουρη πως υπήρχαν πράγματα που την πονούσαν. Ίσως όμως να έφταιγε η παρουσία της εκεί. Δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο την είχε βοηθήσει να δραπετεύσει. Όμως σίγουρα η Μία δεν ήταν έτοιμη για εκείνη ακόμη. Προτιμούσε να μην βρίσκεται στον ίδιο χώρο μαζί της. Είχε προσέξει πως η αναπνοή του κοριτσιού είχε γίνει αργή και βασανιστική όταν της είχε μιλήσει. Αναστέναξε κουρασμένα και τα μάτια της πλημμύρισαν με ενοχές. Δεν θα την πλησιάσω ξανά, εκτός κι αν το θελήσει εκείνη, αποφάσισε κουρασμένα.

    Ένας ήχος σαν θρόισμα τράβηξε τη προσοχή της μακριά από την Μία. Ανασηκώθηκε και παρατήρησε πως δεν ήταν πια μόνη στη σκηνή. Ο άντρας που την είχε βοηθήσει να αποδράσει μπήκε διστακτικά και άφησε το άνοιγμα της σκηνής να χαθεί. Κοντοστάθηκε αμήχανός και η Άισλιν πίεσε τα χείλη της να κυρτώσουν σε ένα χαμόγελο. Δεν ένιωθε χαρούμενη, όμως δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Οι ερινύες που την είχαν κυνηγήσει από εκείνη τη μέρα είχαν επιστρέψει. Και κάτι που γνώριζε καλά ήταν πως αυτές οι ενοχές δεν έφευγαν μακριά. Έμεναν στην καρδιά σου και σε ανάγκαζαν να αισθάνεσαι το βάρος των πράξεών σου.

«Είμαι η Άισλιν.» Δοκίμασε να συστηθεί μαζί του μιας και όσο βρισκόταν στον αέρα ήταν πολύ τρομοκρατημένη για να το κάνει. Ο άντρας την πλησίασε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.

«Λίον.» Της είπε αρπάζοντας το χέρι της και φιλώντας τον καρπό της. Εκείνη μειδίασε ευγενικά και αποτράβηξε το χέρι της.

«Φίλος της Μία;» Τον ρώτησε με πονηρό βλέμμα. Εκείνος γέλασε ενώ τα μάτια του κοίταζαν έξυπνα και κοφτερά μέσα στα δικά της.

«Όχι, όχι τίποτα τέτοιο. Δηλαδή είναι σημαντική για εμένα. Αλλά όχι σαν φίλη.» Το βλέμμα της Άισλιν έγινε ακόμη πιο παιχνιδιάρικο και ο άντρας κούνησε τα χέρια του βιαστικά. «Μην βγάζεις τόσο γρήγορα συμπεράσματα. Είναι περισσότερο ένα άτομο που νοιάζομαι, παρά κάτι ερωτικό.» Η κοπέλα τον περιεργάστηκε με ενδιαφέρον. Περίμενε να λάβει διαφορετική απάντηση.

«Χμ, θα ορκιζόμουν πως είσαι αρκετά διαχυτικός μαζί της για να δίνεις την αίσθηση πως την φλερτάρεις.» Παραδέχτηκε ντροπαλά. Θυμόταν πόσο πολύ πλησίαζε το πρόσωπό του σε εκείνο της Μία. Πριν το καταλάβει η Άισλιν ο προσωπικός της χώρος είχε συρρικνωθεί. Το πρόσωπο του Λίον απείχε μερικά εκατοστά από το δικό της. Παρέμεινε στην θέση της παγωμένη και έκπληκτη.

«Εννοείς αυτό;» Της χαμογέλασε ενώ ήταν η σειρά του να την κοιτάξει πονηρά. «Είναι στην φύση μου να είμαι αυθόρμητος.» Όσο κοιτούσε τα μάτια του η Άισλιν καταλάβαινε πως βρισκόταν μπροστά σε έναν πολύ έξυπνο άνθρωπο. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν τον καταλάβαινε με ευκολία. Ένευσε και ξεφύσησε μόλις ο Λίον απομάκρυνε το πρόσωπό του από το δικό της. «Στα αλήθεια δεν με θυμάσαι;» Την ρώτησε απογοητευμένα.

    Η Άισλιν ένιωσε τις ερινύες να τυλίγονται γύρω από το στομάχι της και να το τραβούν προς τα κάτω. Κοίταξε πιο προσεκτικά το πρόσωπό του αναζητώντας για οποιαδήποτε σύνδεση με το παρελθόν της. Τα μάτια του είχαν μια καστανή απόχρωση που θύμιζε βρεγμένη άμμο. Αυτό δεν της έλεγε κάτι, όμως ο τρόπος που κοίταζαν γαργαλούσε τις σκέψεις της. Αυτά τα έξυπνα μάτια τα είχε ξαναδεί, αλλά πότε; Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της μπερδεμένη και θυμήθηκε πόσο οικεία ήταν για εκείνη τα αναρχικά του μαλλιά. Την στιγμή που τα είχε προσέξει είχε σχεδόν χαμογελάσει. Αμέσως μετά βέβαια είχε μορφάσει από τον πόνο. Ακόμη είχε μελανιές στο σώμα της, αλλά το απαλό στρώμα την βοηθούσε να τις ξεχάσει.

«Λυπάμαι. Ξέρω πως σε έχω δει ξανά..» Παραδέχτηκε και η φωνή της έσβησε. Ο Λίον της χάρισε ένα μεγαλοπρεπές χαμόγελο και έτσι απλά το στομάχι της έγινε ελαφρύτερο.

«Είμαι εκείνο το αγόρι που έπαιζες όταν ήσουν μικρή.» Τα μάτια της φωτίστηκαν.

«Το παιδί με τις φωτιές;» Αυτή τη φορά χαμογέλασε χωρίς καμία προσπάθεια.

    Συνέδεσε την ανάμνηση με το πρόσωπό του. Είχε αλλάξει πολύ, αλλά ακόμη και τότε είχε τα μαλλιά του ανάστατα. Και όσο κι αν το πρόσωπό του είχε γίνει πιο αρρενωπό, τα μάτια του έκρυβαν τον ίδιο πλούσιο κόσμο. Ήταν μόλις πέντε χρονών όταν έπαιζαν μαζί. Είχαν ανακαλύψει τη μαγεία ο ένας δίπλα στον άλλο. Η πρώτη φορά που διάβασε σκέψεις, ήταν δικές του. Έτσι είχε μάθει πως του φαίνονταν όμορφα τα μάτια της. Και ήταν δίπλα του όταν το δάχτυλό του είχε πάρει φωτιά. Τότε είχε πιστέψει πως καιγόταν και τον είχε κάνει μούσκεμα με έναν κουβά νερό. Γέλασε με την παιδική της ανάμνηση. Λίγο αργότερα είχε απομονωθεί από τον κόσμο και είχε ξεκινήσει να καταρρέει. Αλλά τότε ήταν απλά ένα παιδί που γελούσε. Τα μάτια του την παρακολουθούσαν και πρόδιδαν πως θυμόταν τα πάντα.

«Έχεις αλλάξει πολύ.» Έπεσε πάνω της και την αγκάλιασε.

    Έμειναν ακίνητοι για λίγοι ώρα, ξαπλωμένοι εκεί. Ο Λίον την έσφιγγε σαν να προσπαθούσε να την συρρικνώσει και να την κάνει ξανά παιδί. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε για λίγο στην καλοσύνη και στην ζεστασιά ενός παλιού φίλου. Από την μέρα που είχαν επιστρέψει οι αναμνήσεις της ένιωθε πιο μόνη. Ήταν πολλά εκείνα που της έλειπαν. Ο Κίλιαν, η μητέρα της, η Μία. Με τις σκέψεις της αναζητούσε ζεστασιά. Έτσι κατέληγε σε εκείνο το φιλί της με τον Κίλιαν. Δεν ήταν απλά ζεστό, έχει κάψει ολόκληρο το σώμα της. Από την στιγμή εκείνη όμως δεν είχε μιλήσει μαζί του. Η αγκαλιά του Λίον ένωσε μερικά από τα σπασμένα της κομμάτια. Είχε μια διαφορετική θέρμη.

    Όσο αλλόκοτο κι αν ήταν ήξερε πως η τρυφερότητά του δεν ήταν ψεύτικη. Ακόμη κι αν δεν την είχε δει να μεγαλώνει την ήξερε. Ίσως καλύτερα από ήσους την είδαν να εμπλέκεται με τη μαύρη μαγεία. Το σώμα της αναρρίγησε την ίδια στιγμή που τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα. Δεν ήξερε πως ο Λίον είχε καταλάβει πόσο μόνη ένιωθε. Δεν ήξερε γιατί τα βλέφαρά της έσταζαν, ενώ ήταν χαρούμενη. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς ο Λίον την έκανε να νιώθει ξανά σαν παιδί. Ούτε γιατί η καρδιά της γινόταν ανάλαφρη όσο ένιωθε προστατευμένη. Όλα αυτά απλά συνέβαιναν χωρίς να τα ελέγχει. Τελικά ο άντρας απομακρύνθηκε κι εκείνη βιάστηκε να σκουπίσει τα μάτια της.

«Τα μάτια σου όμως είναι ακόμη όμορφα.» Της είπε και γέλασαν.

«Σε ευχαριστώ.» Η Άισλιν μάσησε τις λέξεις. Εκείνος χαμογέλασε ικανοποιημένος.

«Είσαι ακόμη η ίδια όμως.» Συνέχισε αδιαφορώντας για τα λόγια της. «Σχεδόν το ξέχασα.» Σηκώθηκε όρθιος και την τράβηξε αναγκάζοντάς την να τον ακολουθήσει. «Είναι κρατούμενος εδώ ένας άντρας του Κέζελθ.» Το πρόσωπο του Κίλιαν σχηματίστηκε στο μυαλό της μα το έδιωξε. Αμέσως μετά θυμήθηκε την κρυστάλλινη σφαίρα μα έδιωξε μακριά τις κακές της σκέψεις. «Μου είπε πως η Μία έχει κάνει συμφωνία μαζί του να τον φέρει σε επαφή με τη Φιέρα.» Τα μάτια της Άισλιν φωτίστηκαν και το βλέμμα της έγινε πιο άγριο από όσο ήταν συνήθως.

«Τον λένε Κίλιαν;» Ευχόταν η απάντηση του Λίον να ήταν αρνητική μα εκείνος ένευσε θετικά. Η ανάσα της έγινε κοφτή και γρήγορη.

«Ήθελα να σου ζητήσω να το κάνεις με τη βοήθεια της μαγείας σου. Ξέρω πως δεν του χρωστάει κανείς τίποτα. Μα η Μία σίγουρα θα αισθανθεί καλύτερα αν κρατήσει τον λόγο της.» Η Άισλιν έδινε πολύ λίγη σημασία στα λόγια του Λίον. Εκείνος δεν άργησε να το προσέξει. Την τράβηξε προς την έξοδο της σκηνής και εκείνη ακολούθησε σαν να ήταν έρμαιό του.

«Πήγαινε με σε αυτόν.» Του είπε σαν υπνωτισμένη. Ο Λίον γέλασε και της χάρισε ένα αυστηρό βλέμμα.

«Ξέρω.» Της απάντησε με σοβαρά και έξυπνα μάτια.



Ράνια Ταλαδιανού