Summer solstice (Κεφάλαιο 13)

ΣΕΛΕΣΤ

Η νύχτα απλώνεται πυκνή πάνω από το Κρέομορ και ένα μοναχικό φεγγάρι στολίζει τον δίχως αστέρια ουρανό της. Τρέχω στον δρόμο από το Ρίβερντέιλ προς το λιμάνι. Ευθεία μπροστά μου σιγοφέγγει ένα αχνό, λευκό φως και στο κέντρο της στέκεται ένα μοναδικό άτομο. Είναι ο πατέρας μου; Τον βλέπω πραγματικά ή απλά ονειρεύομαι; Απ’ όπου και αν περάσω, το κομμάτι του κόσμου που μένει πίσω, εξαφανίζεται, σβήνει, σαν να μην υπήρξε ποτέ του. Σηκώνω τον ποδόγυρο του φορέματός μου, για να μην το πατάω και πείθω τον εαυτό μου, να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα. Ο δρόμος είναι ραγισμένος και αλλόκοτα φυτά φυτρώνουν πάνω του. Αρκετά δέντρα έχουν πέσει δεξιά και αριστερά του και τα κλαδιά τους σκεπάζουν την παλιά, γκρίζα πέτρα.

Απομεινάρια ενός ξεχασμένου πολιτισμού είναι παρατημένα στα σκαλιά των σπιτιών και τις αυλές. Κούκλες και πήλινα δοχεία σκορπισμένα στα πεζοδρόμια. Μετά την επίθεση του Στάρενιθ, το Κρέομορ ρήμαξε. Πέθανε και στοιχειώθηκε. Όσοι κατάφεραν, να επιβιώσουν από την αγριότητα των Ολιβάρες, έφυγαν αφήνοντας πίσω τους αυτόν τον τόπο της σκόνης και της στάχτης. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου. Είμαι μόνη, εντελώς μόνη. Αρνήθηκα την πρόταση του Γκασπάρντ και κατέστρεψα το σπίτι μου, το μέλλον μου και τον λαό μου. Πόσο εγωίστρια φάνηκα, μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελα τον πρίγκιπα Γκασπάρντ για σύζυγό μου.

Η αποσύνθεση κυριαρχεί παντού γύρω μου. Από τα κτήρια ως τα μικρότερα φυτά. Κληματσίδες και άλλα ανεπιθύμητα αναρριχητικά έχουν καταλάβει τη θέση της μπογιάς στους τοίχους στα περισσότερα κτήρια και δημιουργούν τη δική τους μοναδική διακόσμηση. Το Κρέομορ ήταν κάποτε ένα πολυσύχναστο μέρος, που ξεχείλιζε από ζωή. Μου λείπουν τα γέλια των παιδιών, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, οι ήχοι του λιμανιού και τα καλέσματα των πωλητών στην αγορά. Τώρα είναι μόνο ένα νησί γεμάτο φαντάσματα. Κάπου κάπου η φωνή μιας μοναχικής κουκουβάγιας θα γεμίσει τ’ αυτιά μου και η αύρα του ανέμου θα χαϊδέψει τα μαλλιά μου.

Το σιντριβάνι στην πλατεία του νησιού είναι ακόμα γεμισμένο με νερό, όμως χωρίς την κατάλληλη περιποίηση έχει γίνει πράσινο και γεμίσει με φύκια και άλλα φυτά, όμως κάποιες λιγοστές πάπιες φαίνονται, να το απολαμβάνουν. Νιώθω σαν χαμένη σε αυτό το μέρος, παρόλο που ξέρω, που ακριβώς βρίσκομαι και που πηγαίνω. Οι αναμνήσεις μου γεμίζουν το μυαλό από μια ζωή, που έχω ξεχάσει, πως υπήρξε, αλλά ακόμα και αν όλα φαίνεται, να έχουν χαθεί υπάρχει αυτό το απόκοσμο φως μπροστά μου και ο άντρας που στέκεται ακίνητος μέσα του. Με περιμένει. Με προσκαλεί, να πάω κοντά του.

Φτάνω στην ακτή και τα πόδια μου βρέχονται από την παγωμένη θάλασσα. Η σκιά του άντρα γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και χαμογελάει. Ακούω τον σαρκασμό στη φωνή του. Μπαίνω στο νερό και περπατάω, ώσπου το κεφάλι μου χάνεται κάτω από την επιφάνειά του. Βυθίζομαι στον πάτο της σαν βράχος. Μπαμπά… εσύ είσαι; Το λαμπερό φως εξασθενίζει από εδώ κάτω και σβήνει, όπως σβήνει η ζωή από μέσα μου. Ένα χέρι γραπώνει τότε τον γιακά του φορέματός μου και με τραβάει πάλι πάνω στην επιφάνεια. Τα χείλη του καλύπτουν τα δικά μου, καθώς φυσάει την πνοή του μέσα μου. Τα μάτια μου ανοίγουν και αντικρίζω ένα μεταλλικό πρόσωπο. Η μάσκα του είναι γκρίζα και έχει μόνο μια κόκκινη γραμμή, που αρχίζει πάνω από το αριστερό του φρύδι και τελειώνει στο σαγόνι του. Ποιος είναι;

«Πρίγκιπα Γκασπάρντ;» σκέφτομαι διστακτικά. Η λαβή του σφίγγει γύρω μου.

«Λάθος. Μάντεψε ξανά». Ακούω τη φωνή του μέσα στο μυαλό μου. «Εσύ με κάλεσες. Θα έπρεπε, να γνωρίζεις τουλάχιστον ποιος είμαι».

«Εγω… δεν… δεν… ξέρω». Απαντάω ειλικρινά. Δε θυμάμαι, να κάλεσα κάποιον. Δε θυμάμαι, να ζήτησα βοήθεια από έναν ξένο. «Ποιος είσαι;»

«Εσύ ποιος νομίζεις;» σαρκάζει πειράζοντάς με. «Ξέρω, ότι έχεις πρόβλημα με τον άντρα, που σε κρατά φυλακισμένη. Θα έρθω για σένα… απλά περίμενέ με».

«Γιατί να με βοηθήσεις; Τι θέλεις από μένα;» ρωτάω καχύποπτα, όμως εκείνος δεν μου απαντάει και εξαφανίζεται αφήνοντάς με μόνη, να επιπλέω στο μαύρο νερό.

Ξυπνάω με ένα τίναγμα, έναν σπασμό του κορμιού μου. Μένω ακίνητη στο κρεβάτι και κοιτάζω λαχανιασμένη και αποπροσανατολισμένη τα ξύλινα, μαύρα δοκάρια της οροφής. Το δωμάτιο είναι φωτεινό, όμως ο ουρανός παραμένει μουντός και στολισμένος με πελώρια γκρίζα σύννεφα, ενώ ο άνεμος συνεχίζει, να χτυπάει θυμωμένος τα σπίτια της πόλης. Ανακάθομαι κάπως αποπροσανατολισμένη και αναστενάζω. Τι σήμαινε αυτό το όνειρο; Ήταν τόσο περίεργο και εκείνος ο άντρας… είπε, ότι τον κάλεσα, τον αναζήτησα για την βοήθειά του. Δεν… καταλαβαίνω. Κουνάω το κεφάλι μου νευρικά, για να αποδιώξω αυτές τις ανόητες σκέψεις. Ένα ανόητο όνειρο ήταν μόνο. Σίγουρα δε σήμαινε τίποτα. Παρόλα αυτά… υπάρχει κάτι, που πρέπει σίγουρα, να κάνω, όσο έχω την ευκαιρία.

Πρέπει, να δω τον Σιρκάν. Έπειτα από τα χτεσινά, ίσως και να με μισεί για τα όσα είπα. Του ζήτησα βέβαια, να επιστρέψει στο νησί της οικογένειάς μου και να φροντίσει την μητέρα μου, όμως επίσης του ζήτησα, να με ξεχάσει. Προφανώς ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν τον θέλει στο πλάι μου στο μέλλον και ποιος ξέρει, τι σκοπό έχει για εκείνον, αν συνεχίσει, να με περιτριγυρίζει. Περάσαμε μια ολόκληρη ζωή μαζί και θα είναι για πάντα φίλος μου, αλλά… πρέπει, να τον κρατήσω μακριά μου, αν θέλω, να τον προστατέψω. Είναι υποχρέωσή μου, να τον φροντίσω, όπως έκανε εκείνος τόσο καιρό με μένα. Προς το παρόν χρειάζομαι την βοήθειά του. Οι άντρες του πρίγκιπα Γκασπάρντ θα με παρακολουθούν στενά και ζήτημα, αν θα καταφέρω, να πλησιάσω αρκετά κοντά στην Κρήνη του Σύμπαντος, για να την κρύψω κάπου αλλού. Γιατί αυτό πρέπει, να κάνω, αν ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν λογικευτεί. Δε μου έχει αναφέρει τους λόγους, που την χρειάζεται, όμως… με τον πόλεμο κοντά βγάζω μόνη μου τα συμπεράσματα.

Κρεμάω τα πόδια μου κάτω από το κρεβάτι και αγγίζουν κάτι μαλακό και ζεστό. Ταράζομαι με την αίσθηση της επαφής και τινάζομαι ξαφνιασμένη, όταν καταλαβαίνω, πως αυτό που πάτησα είναι η πλάτη του πρίγκιπα Γκασπάρντ. Σωστά… κοιμήθηκε στο πάτωμα, αφού προσπάθησε πρώτα, να με γδύσει παρά τη θέλησή μου και ποιος ξέρει, τι άλλο είχε κατά νου; Αναστενάζω και κατεβαίνω από την άλλη πλευρά του κρεβατιού. Πάντως είχε δίκιο σε ένα πράγμα. Τα ρούχα μου ήταν πολύ βρεγμένα, για να καταφέρω, να κοιμηθώ. Αφού τον πήρε ο ύπνος, φόρεσα την πουκαμίσα του και ξάπλωσα. Παρατηρώ σιωπηλή για λίγο το γαλήνιο πρόσωπό του και χαμογελάω ασυναίσθητα. Είναι όμορφος και χαριτωμένος, όταν δεν έχει αυτή την παγωμένη έκφραση, που στέλνει ρίγη σε όλο μου το κορμί. Κοκκινίζω. Πρώτη φορά βρίσκομαι τόσο κοντά σε έναν άντρα με αυτόν τον τρόπο. Πόσο μάλλον σε κάποιον που σύντομα θα γίνει ο σύζυγός μου.

Σίγουρα θα υπήρχε καλύτερος τρόπος, να ζητήσει το χέρι μου, από το να έρθει και να με αρπάξει έτσι. Χαμογελάω ξανά, λες και το θέαμα, που γεμίζει το οπτικό μου πεδίο, είναι το αστειότερο στον κόσμο. Τραβάω την κουβέρτα από το κρεβάτι και την ρίχνω στους ώμους του, ενώ τοποθετώ απαλά το μαξιλάρι μου κάτω από το κεφάλι του. Ο πρίγκιπας αναδεύεται και οπισθοχωρώ φοβισμένη, ότι θα ξυπνήσει, όμως εκείνος απλά αλλάζει πλευρό. Να πάρει! Δεν έχω χρόνο γι’ αυτό. Πρέπει, να βρω τον Σιρκάν οπωσδήποτε και ίσως αυτή… να είναι η μόνη μου ευκαιρία, για να τον δω. Ντύνομαι με τα καθαρά αντρικά ρούχα, που βρίσκω από την πλευρά του κρεβατιού μου και διπλώνω προσεχτικά την πουκαμίσα του Γκασπάρντ στην θέση τους.

Ρίχνοντας στον πρίγκιπα μια τελευταία ματιά και βεβαιώνοντας τον εαυτό μου πως δεν πρόκειται, να ξυπνήσει σύντομα, οπισθοχωρώ προς την πόρτα. Προετοιμάζομαι, να αντικρίσω το πρόσωπο του Φόστερ και αυτό του Χάμελιν και το μυαλό μου πασχίζει μάταια, να βρει μια κατάλληλη δικαιολογία, για να καθησυχάσει τον δαίμονα της περιέργειάς τους, αλλά… κανένας φρουρός δεν βρίσκεται έξω από την πόρτα μας ή στον διάδρομο τριγύρω. Περίεργο! Ο Φόστερ δεν είναι από τους τύπους, που θα αφήσει τον άρχοντά του χωρίς προστασία. Ο Χάμελιν από την άλλη είναι ακριβώς ο τύπος, που θα θυσίαζε τους πάντες, για να σώσει το τομάρι του. Το στήθος μου σφίγγεται από ανησυχία, καθώς διασχίζω τον διάδρομο και ο νους μου τρέχει αμέσως στο κακό. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται, είναι τα βήματά μου στο ξύλινο πάτωμα, τα παθιασμένα βογκητά μιας γυναίκας που κάνει έρωτα με τον εραστή της και τον άνεμο που χτυπάει μανιασμένος τα κεραμίδια στη στέγη.

Κατεβαίνω αθόρυβα την σκάλα και η σάλα είναι γεμάτη από στρατιώτες. Οι περισσότεροι είναι λιπόθυμοι από το ποτό και οι ξύπνιοι απολαμβάνουν τα χάδια των γυναικών. Βουτάω μια παρατημένη κάπα από μια καρέκλα, όταν περνάω δίπλα της και την ρίχνω στο κεφάλι μου, για να κρύψω την ταυτότητά μου. Βγαίνω έξω δίχως, να με αντιληφθεί κανένας. Βρέχει πάλι. Τόσο δυνατά που η ατμόσφαιρα είναι θολή από τις στάλες τις βροχής. Τρέχω κάτω από στέγη σε στέγη ή κάτι τέλος πάντων, που μπορεί, να με προστατέψει από την μήνη των ουρανών. Το σπίτι του Σιρκάν δεν είναι μακριά από το πανδοχείο, όμως μέχρι να φτάσω έξω από την πόρτα του, το δέρμα μου έχει αρχίσει, να μυρμηγκιάζει από το κρύο.

Ένα χέρι με αρπάζει ξαφνικά από πίσω και ανοίγοντας την πόρτα με σπρώχνει βίαια μέσα. Από την βιαιότητα του άντρα πίσω μου σκοντάφτω και πέφτω γδέρνοντας τις παλάμες και τα γόνατά μου στα φθαρμένα ξύλα του πατώματος. Ο ήχος του σπαθιού που βγαίνει από τη θήκη του και το κρύο ατσάλι που ακουμπάει κάτω από τον λαιμό μου, με τρομοκρατούν. Σηκώνω τα χέρια μου αμυντικά στον αέρα, για να δείξω, πως δεν έχω σκοπό, να παίξω ύπουλα και ο άντρας σέρνει το σπαθί του πάνω στο μάγουλό μου και έπειτα μέσα στην κουκούλα μου. Μου την βγάζει.

«Ανάθεμα! Να πεθάνεις, προσπαθείς;» γρυλίζει ο πειρατής από το μπουντρούμια. Μορφάζω αποδοκιμαστικά στον Ρόις Μπένθαμ.

«Αν ήθελες, να με σκοτώσεις, θα το είχες ήδη κάνει, υποθέτω». Μουρμουρίζω προσπαθώντας, να ξαναβάλω την καρδιά μου στη θέση της και σηκώνομαι.

Ρίχνω μια ματιά τριγύρω ψάχνοντας για τον Σιρκάν, όμως δε φαίνεται, να βρίσκεται στο σπίτι. Κοιτάζω ερωτηματικά τον Ρόις και εκείνος σφίγγει τα χείλη του ανέκφραστος. Σαν να θέλει, να προστατέψει κάτι. Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι και τον περιεργάζομαι. Το χέρι του είναι μπανταρισμένο, το ίδιο και τα γόνατά του. Ο Σιρκάν ήταν και ο ίδιος αρκετά πληγωμένος, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε η κατάστασή του, να θεωρηθεί κρίσιμη. Μήπως έκανε καμία ανοησία, που του στοίχισε την ζωή; Όχι! Αυτό είναι ανόητο. Το μυαλό μου σκέφτεται ηλίθια πράγματα.

«Που είναι ο Σιρκάν;» ρωτάω τον πειρατή και κάνω ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος του.

«Έξω». Απαντάει κοφτά εκείνος σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του. «Εσύ τι κάνεις εδώ;»

«Πρέπει, να του μιλήσω για κάτι και… δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Υπάρχει κάποιος τρόπος, για να τον δω;» τον παρακαλώ. «Αν μου κρύβεις κάτι…»

Η πόρτα ανοίγει και κλείνει απαλά τραβώντας μου την προσοχή. Τα μάτια μου αντικρίζουν εκείνα του Σιρκάν και τον άγνωστων αντρών πίσω του. Μια ενοχλητική σιωπή απλώνεται ανάμεσά μας, σαν να μην ξέρουμε, τι θέλουμε, να πούμε.

«Τι κάνεις εδώ;» με ρωτάει με παγωμένη φωνή. «Σε ακολούθησε κανένας;»

«Όχι. Θα τα πω γρήγορα και θα φύγω». Παίρνω βαθιά ανάσα. «Αν έφερνα αντίρρηση στον πρίγκιπα χτες το βράδυ, οι στρατιώτες του θα σε σκότωναν. Προφανώς σε θεωρεί απειλή για έναν λόγο, που δεν καταλαβαίνω. Παρόλα αυτά… το ότι δε θα βρίσκεσαι κοντά μου, μπορεί, να λειτουργήσει υπέρ μας».

«Τι εννοείς;» μπαίνει στη συζήτηση ο πειρατής Ρόις.

«Μόλις η καταιγίδα κοπάσει, ο πρίγκιπας θα με πάει στο νησί της οικογένειάς μου, για να ανοίξω την Κρήνη του Σύμπαντος ή τουλάχιστον αυτό πιστεύω. Είναι ένα οικογενειακό κειμήλιο, που το Στάρενιθ το θέλει για τους δικούς του λόγους». Αποκρίνομαι ειλικρινά. «Πήγαινε στο νησί και βρες τον Μπράιντεν. Εκείνος θα σε καθοδηγήσει».

«Θα με καθοδηγήσει, να κάνω τι;» στενεύει τα μάτια του καχύποπτα.

Σιωπηλή πλησιάζω τον πειρατή Ρόις και τραβάω το σπαθί του από την θήκη του. Οι άντρες στην πόρτα πίσω από τον Σιρκάν κινούνται νευρικά σε αυτή μου την κίνηση και τα χέρια τους γλιστρούν ασυναίσθητα στις λαβές των όπλων τους. Τους χαμογελάει καθησυχαστικά. Δεν έχω σκοπό, να σκοτώσω κανέναν, αν αυτό νομίζουν. Σηκώνω το μανίκι της πουκαμίσας μου και χαράζω το δέρμα μου στο ίδιο σημείο, που με είχε κόψει το σπαθί εκείνου του δολοφόνου. Άλικο αίμα στάζει μέσα σε ένα παρατημένο ποτήρι πάνω στο τραπέζι. Μορφάζω από τον πόνο, αλλά είναι κάτι, που πρέπει, να γίνει. Ο Σιρκάν μου αρπάζει το μπράτσο και το τυλίγει με μια πετσέτα. Το με κοιτάζει, σαν να είμαι τρελή.

«Το αίμα μου θα σου επιτρέψει την πρόσβαση στην Κρήνη. Όταν το κάνεις, βεβαιώσου, ότι θα την πάρεις από εκει. Αν δεν καταφέρω, να λογικέψω τον πρίγκιπα, θέλω, να είμαι σίγουρη, ότι δε θα πέσει στα χέρια του, εντάξει;» η παλάμη του ανεβαίνει στο πρόσωπό μου και φωλιάζει πίσω στον σβέρκο μου. Στο βλέμμα του διακρίνω ξεκάθαρα την ανησυχία του, όμως δεν μπορώ, να κάνω κάτι γι’ αυτό. «Θα το κάνεις αυτό για μένα, έτσι;»

«Μια στιγμή». Μας διακόπτει ο Ρόις. «Εμείς οι δύο κάναμε μια συμφωνία. Θα σε σώζαμε από τον σύζυγό σου και εσύ θα μας ξεπλήρωνες με έναν θησαυρό». Φωνάζει κουνώντας επιθετικά τις γροθιές του στον αέρα.

«Η συμφωνία ισχύει. Απλά… θα προστατέψεις εκείνον αντί για εμένα. Εγώ δεν πρόκειται, να πάθω κακό. Τουλάχιστον ώσπου να λυθεί το θέμα της Κρήνης». Υποκλίνομαι μπροστά του. «Βασίζομαι πάνω σας».

Επιστρέφω στο πανδοχείο με βαριά καρδιά. Το να τριγυρίζω στην πόλη μου, είναι κάτι, που… μου λείπει και επίσης κάτι που δεν πρόκειται, να ξανακάνω. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν εγκρίνει τους τρόπους μου και σίγουρα θα μου βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι, αν δεν συμμορφωθώ. Η ζωή μου θα γίνει αρκετά δύσκολη από δω και πέρα και το μόνο που έχω δικαίωμα, να κάνω, είναι, να το αποδεχτώ με ένα χαμόγελο. Εξάλλου αυτή ήταν η τελευταία επιθυμία του πατέρα μου. Να παντρευτώ έναν καλό άντρα με ευγενική καταγωγή και αυτός έτυχε, να είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ Ολιβάρες.

Ο Φόστερ με αρπάζει από το μπράτσο, αμέσως μόλις μπαίνω στο πανδοχείο και με τραβολογάει, σαν να είμαι καμία πόρνη μπροστά στα μάτια των αντρών του πρίγκιπα. Με σέρνει ως τα πίσω τραπέζια και με βάζει, να καθίσω με το ζόρι στην άδεια καρέκλα δίπλα στον Χάμελιν, ενώ εκείνος κάθεται απέναντί μου. Ο δούκας είναι βλοσυρός, αλλά κάθε τόσο χαμογελάει στραβά, σαν να διασκεδάζει με την κατάστασή μου. Ο Φόστερ από την άλλη είναι απίστευτα θυμωμένος. Ο πρίγκιπας δε φαίνεται τριγύρω.

«Δεν καταλαβαίνω, ποιο είναι το πρόβλημα. Και πριν αρχίσεις, να φωνάζεις, θέλω, να πω, πως… πήγα μόνο μια βόλτα». Λέω δυναμικά, όμως ο Φόστερ δε φαίνεται, να συγκινείται.

«Με τέτοιον καιρό;» ρωτάει με περιέργεια. «Δε νομίζεις, ότι είναι το πιο γελοίο, που έχεις πει;»

«Δε θέλω, να σας απογοητεύσω, όμως μην ξεχνάτε, ότι βρίσκεστε στο Κρέομορ. Αυτός ο καιρός είναι κάτι συνηθισμένο στα μέρη μας και δεν υπήρχε περίπτωση, να με εμποδίσει, να απολαύσω τον περίπατό μου».

Ο Φόστερ χτυπάει τα χέρια του στο τραπέζι τρομάζοντάς με. Τινάζομαι στη θέση μου και νιώθω την καρδιά μου, να τρέχει σε μαραθώνιο εξαιτίας της συμπεριφοράς του. Τι ζόρι τραβάει τέλος πάντων;

«Την επόμενη φορά που θα το σκάσεις, δίχως να ενημερώσεις κανέναν, εγώ ο ίδιος προσωπικά θα σου δώσω ένα μάθημα, που θα έχεις, να θυμάσαι για όλη σου την ζωή. Το κατάλαβες;» μου γρυλίζει έξαλλος. «Το καλό που σου θέλω, να μην μάθει τίποτα ο πρίγκιπας Γκασπάρντ για την εξόρμησή σου στην πόλη, γιατί θα μας πάρει και θα μας σηκώσει όλους. Το να σηκώνει χέρι πάνω σου, θα είναι το καλύτερο απ’ αυτά που θα σου κάνει».

«Δεν καταλαβαίνω γιατί…»

«Θα γίνεις η γυναίκα ενός πρίγκιπα σύντομα. Άρχισε, να φέρεσαι ανάλογα και μην τον ντροπιάζεις με τους τρόπους σου. Ήταν πολύ ανόητη ιδέα, να παντρευτεί μια κοινή γυναίκα από την αρχή. Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα, πως μπορεί, να σκέφτεται ώρες ώρες αυτός ο άντρας». Μουρμουρίζει στον εαυτό του ο Φόστερ και με αγριοκοιτάζει.

Ο Χάμελιν ξεροβήχει, για να απαλύνει την έντονη ατμόσφαιρα ανάμεσά μας και σηκώνει το χέρι του, για να μας προσέξει ο πανδοχέας. Έρχεται προς το μέρος μου κρατώντας μια μεγάλη κανάτα στο χέρι του και γεμίζει τα ποτήρια μας με μπίρα. Μορφάζω αηδιασμένη. Πρώτα με την δυνατή μυρωδιά της τόσο νωρίς το πρωί και έπειτα επειδή αυτό το ποτό με αρρωσταίνει. Η γεύση της αφήνει μια περίεργη κάψα στον λαιμό και μου προκαλεί έντονο ρέψιμο, που δεν μπορώ, να αποφύγω. Τι ντροπιαστικό!

«Είναι ώρα, να επιστρέψετε στο δωμάτιό σας, δε νομίζετε;» λέει ήρεμα ο Χάμελιν. «Ωσότου αποφασίσουμε για την κατάληξη του ταξιδιού, καλύτερα να μην τριγυρίζετε ανάμεσα σε τόσους άντρες. Δεν είναι σωστό». Με συμβουλεύει, σαν να νοιάζεται για μένα.

Νεύοντας συγκαταβατικά σηκώνομαι και φεύγω. Όχι ότι έχω άλλη επιλογή δηλαδή. Κοιτάζοντας το έδαφος όλη αυτήν την ώρα ανεβαίνω στο επάνω πάτωμα χαμένη στις σκέψεις μου. Η συμπεριφορά του Φόστερ και του Χάμελιν ήταν διαφορετική. Σαν αυτοί οι δύο να άλλαξαν ρόλους ξαφνικά. Ο πάντα ήρεμος και συγκροτημένος Φόστερ έγινε ευέξαπτος και αγενής, ενώ ο αλαζόνας και υπερόπτης Χάμελιν μεταμορφώθηκε σε πραγματικό ευγενή. Ω! Τι μπέρδεμα… αυτοί οι δύο. Απρόσεχτη κουτουλάω πάνω σε ένα φαρδύ στέρνο και ανασηκώνω ξαφνιασμένη τα μάτια μου στο πρόσωπο του άντρα, που χτύπησα. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ με κοιτάζει με το ψυχρό του βλέμμα και σταυρώνει αυστηρά τα μπράτσα του μπροστά από το στήθος του. Αποστρέφω το κεφάλι μου περιμένοντας, να ακούσω και τον δικό του εξάψαλμο.

«Θα το πω μια φορά, γι’ αυτό άνοιξε καλά τ’ αυτιά σου». Ψιθυρίζει κοντά στο πρόσωπό μου. «Είσαι δική μου και κανένας δε θα σε πάρει από μένα, ούτε εσύ θα το σκάσεις. Σε εμπιστεύομαι, πως δεν πρόκειται, να κάνεις κάτι, που θα με φέρει στη δύσκολη θέση, να σε τιμωρήσω. Αν όμως το κάνεις… να ξέρεις, ότι οι άνθρωποί σου θα πληρώσουν για τις πράξεις σου». Με απειλεί και ένα ρίγος διατρέχει αστραπιαία το κορμί μου.

«Δεν είναι άνθρωποί μου πλέον. Το Κρέομορ ανήκει στη Μπουργκότζια». Αποκρίνομαι διστακτικά. «Αν τους πειράξεις… θα τη βρεις απέναντί σου».

«Μην είσαι αφελής. Ο πόλεμος πλησιάζει και η Μπουργκότζια θα φροντίσει, να υπερασπιστεί τα εδάφη της, όμως το Κρέομορ είναι ένα ασήμαντο νησί δίχως στρατό. Βρίσκεται περικυκλωμένο από εχθρούς το βασίλειό μου και την Τολέντρα της Ραϊκούρια. Με τον θάνατο του βασιλιά Ρόλοφ όλο και κάποιος θα ψάχνει για ένα εξιλαστήριο θύμα. Το Κρέομορ είναι το πιο ευάλωτο σημείο, για να ξεκινήσει ο πόλεμος, δε νομίζεις;» τα λόγια του είναι ψυχρά δίχως ίχνος συμπόνιας στη χροιά τους. «Είναι στο χέρι σου, να τους προστατέψεις».




Ηλιάνα Κλεφτάκη