Crown of blood (Κεφάλαιο 5)

Ο θάνατος του βασιλιά φέρνει στον κόσμο ανάμεικτα συναισθήματα. Κάποιοι είναι λυπημένοι, κάποιοι χαρούμενοι, και, όπως σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι είναι αδιάφοροι και δεν τους νοιάζει καθόλου ποιος τους κυβερνούσε ή ποιος θα τους κυβερνά από εδώ και πέρα. Η ημέρα μετά τον θάνατο του βασιλιά είναι ηλιόλουστη και όλες οι οικογένειες θέλουν να βγουν στην εξοχή και στα πάρκα, για να απολαύσουν την ήσυχη μέρα και τον ωραίο καιρό που περίμεναν τόσο καιρό. Αλλά όλοι σήμερα πρέπει να δείχνουν ότι πενθούν, ακόμα και αν στην πραγματικότητα δεν τους νοιάζει.

Η πόλη ντύνεται στα μαύρα. Πάνω στις μεγάλες λάμπες, που βρίσκονται σε κάθε σημείο της πόλης για να τη φωτίζουν το βράδυ, κρεμούν μαύρα υφάσματα που δείχνουν το μεγάλο πένθος που διανύει η Αγγλία. Όλοι οι πολίτες φορούν μαύρα, αλλά κανένας δε βγαίνει έξω, παρά μόνο για να παραστούν στην κηδεία και να δουν τον στρατό να συνοδεύει τον βασιλιά στο τελευταίο του ταξίδι μέχρι το τοπικό νεκροταφείο. Το Λονδίνο ερημώνει˙ τίποτα δεν ακούγεται! Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια υπάρχει τέτοια ηρεμία στο Λονδίνο. Καμία άμαξα δεν προχωρά και κανένας άνθρωπος δεν κυκλοφορεί, όλοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους.

Ο Γουίλιαμ, ο ηλικιωμένος που προορίζεται για τη θέση του βασιλιά μέχρι να βρεθεί κάποιος νέος αντικαταστάτης, είναι πιο έτοιμος από ποτέ να αναλάβει τα καθήκοντά του, για να μπορεί να ελέγξει τον αγγλικό λαό. Στο πίσω μέρος του μυαλού του υπάρχει πάντα η ιδέα να προσπαθήσει να κρατήσει τον θρόνο για τον εαυτό του και την οικογένειά του, ώστε το όνομά του να ακούγεται παντού για πολλά χρόνια. Δε σκέφτεται όμως μόνο τη δόξα˙ σκέφτεται ότι από τη στιγμή που θα γίνει βασιλιάς, όλα τα χρήματα του κράτους θα του ανήκουν και θα μπορεί να παρέχει στην οικογένειά του περισσότερα από τα απαραίτητα που της προσέφερε μέχρι τώρα.

Ο πρωθυπουργός της χώρας είναι έτοιμος να ανακοινώσει στον λαό τον νέο προσωρινό βασιλιά. Οι προγραμματισμοί ολοκληρώνονται και ο Γουίλιαμ είναι έτοιμος να βγει στο μπαλκόνι του παλατιού του και να χαιρετήσει από ψηλά τον λαό του. Η πόλη είναι φωτισμένη από τις λάμπες και όλοι περιμένουν να ακούσουν το όνομα. Από το βάθος ακούγεται όμως καλπασμός αλόγων. Γρήγορα, εμφανίζονται τέσσερα άλογα που τρέχουν με μανία στον δρόμο σέρνοντας μια ολόχρυση άμαξα. Φτάνουν πολύ κοντά στην κεντρική πύλη του παλατιού και από την άμαξα βγαίνει ένας νεαρός, περίπου είκοσι χρονών, ο οποίος κατευθύνεται με αριστοκρατικό περπάτημα προς τους φρουρούς. Απαιτεί να ανοίξουν τις πύλες, μιας και είναι ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου ως ο πρώτος ανιψιός του βασιλιά. Ονομάζεται Αλφ Λενζ και είναι ο μοναδικός κληρονόμος του θρόνου της Αγγλίας αλλά και της Γερμανίας.

Οι πύλες του παλατιού ανοίγουν διάπλατα, μόνο όταν κάποιος από την προσωπική φρουρά του Αλφ δίνει στον πρωθυπουργό της χώρας όλα τα χαρτιά που επιβεβαιώνουν όλα όσα είπε ο νεαρός Αλφ. Όλοι στο παλάτι υποδέχονται τον νέο τους μονάρχη με πολλή αγάπη και ορκίζονται να τον υπηρετούν μέχρι την τελευταία τους πνοή. Ο βασιλιάς μπαίνει στο παλάτι και ανεβαίνει μέχρι το πιο ψηλό μπαλκόνι. Βγαίνει έξω και με αριστοκρατικό τρόπο χαιρετά τον λαό του. Δεν αργεί ούτε λεπτό να μπει στα βασιλικά του καθήκοντα. Ένα κείμενο τριάντα σελίδων με νέους νόμους είναι ήδη έτοιμο. Εκτός από αυτό, έχει και νέες προτάσεις για μια καλύτερη Αγγλία. Η κυρίαρχη πρότασή του περιλαμβάνει την ένωση της Αγγλίας με τη Γερμανία και την αλλαγή του ονόματος των χωρών προς τιμή του καινούριου έθνους που θα σχηματιστεί. Στην ιστορία της Αγγλίας, πρώτη φορά αναλαμβάνει τη χώρα ένας τόσο ισχυρός βασιλιάς με τόσο πρωτοποριακές ιδέες.

Την επομένη κιόλας, καταφθάνει από τη Γερμανία η οικογένειά του, μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα, και εγκαθίστανται μόνιμα στο παλάτι του Μπάκινγκχαμ. Η μητέρα του Αλφ είναι μόλις πενήντα χρονών, αλλά πάσχει από μια αρρώστια για την οποία οι γιατροί στη Γερμανία λένε πως δεν υπάρχει θεραπεία. Ο πατέρας του είναι εβδομήντα χρονών και διανύει τις τελευταίες του μέρες. Ο νεαρός Αλφ, μολονότι αγαπά τους γονείς του, αγαπά περισσότερο την εξουσία και το χρήμα. Μετά το εξοντωτικό ταξίδι που τους υπέβαλλε, με τη βοήθεια του προσωπικού του γιατρού, δίνει στους γονείς του μικρές ποσότητες διάφορων φαρμάκων, ώστε να πεθάνουν πιο γρήγορα, για να καταφέρει να υλοποιήσει τον μεγάλο του στόχο: να δημιουργήσει ένα νέο και πιο ισχυρό έθνος.

Ο Γουίλιαμ χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του τη στιγμή που εμφανίζεται αυτός ο νέος που ισχυρίζεται πως είναι ο μοναδικός συγγενής του εκλιπόντος βασιλιά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, από μονάρχης, καταλήγει να γίνεται πάλι ένας φτωχός αγρότης, ο οποίος δυσκολεύεται να φέρει στην οικογένειά του ένα σεβαστό ποσό χρημάτων για να καλύψει τα απαραίτητα μηνιαία έξοδα. Έτσι, χωρίς να το σκεφτεί καλά, αποφασίζει να πάει να βρει τον νέο που αυτοαποκαλείται βασιλιάς και να του δείξει ποιος είναι ικανότερος για να πάρει αυτή τη θέση. Φοράει ότι πιο πρόχειρο έχει και πηγαίνει στο παλάτι. Μόλις φτάνει, ζητάει από έναν φρουρό να του επιτρέψει να δει τον βασιλιά και ο φρουρός τον πηγαίνει μέχρι το δωμάτιό του. Ο Γουίλιαμ χτυπάει την πόρτα κα, αφού του δίνεται η άδεια, μπαίνει σε ένα δωμάτιο που μοιάζει με σαλόνι, παρόλο που έχει και ένα κρεβάτι.

«Παρακαλώ; Τι θα θέλατε;» ρωτάει με απόλυτη ψυχραιμία ο Αλφ και κάνει νεύμα στον Γουίλιαμ να καθίσει απέναντι του σε έναν μικρό καναπέ.

«Ο θρόνος δε σου ανήκει, αγοράκι. Ακόμα δεν έχεις απογαλακτιστεί και μου θες και εξουσία;» λέει με επιθετικότητα ο Γουίλιαμ, αφού πρώτα κάθεται.

«Η εξουσία δεν κοιτάει ηλικία, αγαπητέ μου. Με την εξουσία γεννιέσαι» απαντάει ο βασιλιάς χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του.

«Δε θα μου πεις εμένα για την εξουσία, γιατί θα σου βγάλω την καρδιά και θα βάλω έναν έναν τους πολίτες να την πατήσουν» απειλεί ο Γουίλιαμ και τα μάτια του γυαλίζουν από οργή. Ο βασιλιάς από την άλλη δε θορυβείται˙ αντίθετα, γελάει.

Χωρίς να ελέγχει τον εαυτό του, ο Γουίλιαμ βγάζει από την τσέπη του ένα μαχαίρι και με γρήγορες κινήσεις κατευθύνεται προς τον βασιλιά. Τότε, από τις άκρες του δωματίου βγαίνουν πέντε φρουροί και πιάνουν τον Γουίλιαμ, πριν καρφώσει το μαχαίρι στην καρδιά του βασιλιά. Οι φρουροί του παίρνουν το όπλο και τον απομακρύνουν από τον μονάρχη. Ο Αλφ σηκώνεται ατάραχος ακόμη, παρά την απόπειρα εναντίον της ζωής του, και του λέει γελώντας:

«Μάλλον έκανες λάθος που νόμισες ότι επειδή είμαι μικρός, είμαι και χαζός. Μετά από τον θάνατο του θείου μου, νόμιζες θα άφηνα τον εαυτό μου απροστάτευτο;» ρωτάει κα κάνει νόημα στους φρουρούς, οι οποίοι πετούν τον Γουίλιαμ στα μπουντρούμια, μέχρι ο βασιλιάς να αποφασίσει τι θα κάνει.

Ο κόσμος μαζεύεται στην αυλή του Μπάκινγκχαμ και περιμένουν τον Αλφ να βγει στο μπαλκόνι και να τους ανακοινώσει τα σχέδια του, αλλά και το νέο του όνομα ως βασιλιάς της Αγγλίας. Όταν εμφανίζεται στο μπαλκόνι, όλοι τον χειροκροτούν και του υποκλίνονται με δέος. Όταν αρχίζει να μιλάει, όλοι τον κοιτούν και απορούν πώς ένας τόσο νέος άντρας, μπορεί να φέρεται σαν πολύ μεγαλύτερος.

«Οι πρώτες και μοναδικές μου ενέργειες στο σύντομο μέλλον έχουν ένα σκοπό: να ενώσω τις δύο μεγάλες δυνάμεις, την Αγγλία και τη Γερμανία και να δημιουργήσω ένα νέο, πανίσχυρο έθνος. Το όνομά μου δε θα αλλάξει. Θα είμαι ο πρώτος βασιλιάς με το όνομα Αλφ Λενζ» ανακοινώνει λιτά. «Θέλω να σας πω κάτι τελευταίο και έπειτα μπορείτε να γυρίσετε στις δουλειές σας» λέει και κάνει μια παύση, για να κοιτάξει το πλήθος των ανθρώπων που είναι από κάτω του.

«Η εξουσία δε διαλέγει τον άνθρωπο με βάση την ηλικία του. Με την εξουσία γεννιέσαι!»


Γιάννης Θεοδωρόπουλος