ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ
Τα μάτια μου κινούνται άτακτα στην φιγούρα του ζώου μέσα στο κλουβί, που κοσμεί την σάλα δίπλα από το μπαρ. Αυτό το παράξενο και απίστευτα σπάνιο πλάσμα είναι ένα είδος πουλιού και έχει το μέγεθος ενός ενήλικου άλμπατρος. Έχει δύο μεγάλα φτερά και από κάτω δύο μικρότερα, τέσσερα, μικρά λιονταρίσια πόδια και μια μακριά, δυνατή ουρά. Το δέρμα του είναι χοντρό και σκληρό, ενώ καλύπτεται από κοντά, λεπτά πούπουλα, τα οποία έχουν διάφορους χρωματισμούς. Γκρι, κίτρινο, ανοιχτό και σκούρο κόκκινο ή έναν συνδυασμό όλων αυτών. Έχω ακούσει για αυτό το είδος. Ζει σε ζεστές περιοχές και στις στέπες της Ραϊκούρια. Ανάλογα με τον τρόπο, που θα μεγαλώσουν γίνονται σαρκοφάγα ή φυτοφάγα. Τα ράμφη τους και η στενή τους γλώσσα είναι ιδανικά, για να τρώνε και τα δύο.
Είναι νυχτερινό είδος και βασίζεται κυρίως στην ακοή, για να κυνηγήσει τη λεία του ή το άρωμα των νοτισμένων από την υγρασία φύλλων. Αυτά τα πλάσματα έχουν τεράστια κοφτερά ράμφη, αλλά η αίσθηση της οσμής δεν είναι τόσο δυνατή. Τα μάτια του είναι μικρά και λοξά και τα αυτιά του είναι σχεδόν κρυμμένα κάτω από το απαλό φτέρωμα στο κεφάλι του, ενώ το κεφάλι του είναι σχετικά αρκετά μικρό για τον όγκο του σώματός του. Για να επικοινωνήσουν παράγουν ήχους δυνατούς έως πολύ δυνατούς και η φωνή τους εκτείνεται χιλιάδες μέτρα μακριά, για να ανακαλύπτουν τους κινδύνους, τη λεία τους ή τους συντρόφους τους. Αυτά τα πλάσματα είναι μερικές φορές ευέξαπτα και επικίνδυνα, αλλά οι καβγάδες που θα μπλέξουν, είναι μηδαμινοί. Δεν ενδιαφέρονται για την περιοχή τους ή τον ανταγωνισμό, παρά μόνο για το μοναδικό ταίρι της ζωής τους. Ζευγαρώνουν δύο φορές τον χρόνο και σπάνια θα αλλάξουν τον σύντροφό τους για κάποιον άλλο, ενώ η διάρκεια ζωής τους ξεπερνάει κατά πολύ τον χρόνο ζωής μιας χελώνας.
Το ζώο μέσα στο κλουβί με παρατηρεί με τα βιολετιά του μάτια, να λάμπουν από έξαψη και ενδιαφέρον. Είναι τόσο όμορφο και ιδιαίτερο, που μου ξυπνάει αναμνήσεις από τα παραμύθια, που μου διάβαζε η μητέρα μου. Ο καθένας θα μπορούσε, να θεωρήσει τούτο το αλλόκοτο πλάσμα μαγικό ή ιδιαίτερο. Μια απόδειξη των πραγματικών θησαυρών αυτού του κόσμου. Το βλέμμα του μου θυμίζει τη Σελέστ. Και των δυο είναι θλιμμένο, φοβισμένο πίσω από τα κάγκελα της φυλακής τους. Το στήθος μου σφίγγεται από πόνο. Ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους μου, να της μιλήσω έτσι για τον λαό της. Την απείλησα, την τρόμαξα. Ο στόχος μου είναι, να την φέρω κοντά μου και όχι να την κάνω, να με φοβηθεί ή να με μισήσει. Θέλω πολύ, να ενδιαφερθεί για μένα, όσο ενδιαφέρομαι εγώ. Είναι τόσο παράλογο αυτό, που ζητάω;
«Κύριε είστε εντάξει;» με ρωτάει ανήσυχος ο Φόστερ διακόπτοντας τον ειρμό των σκέψεων μου. Η Σελέστ χάνεται στο πίσω μέρος του μυαλού μου και πείθω τον εαυτό μου, να γνέψει καταφατικά. «Οπότε τι γνώμη έχετε για την κατάστασή μας; Τι θέλετε, να κάνουμε;
«Ο καιρός δεν πρόκειται, να καλυτερέψει. Όχι σήμερα τουλάχιστον και δεν υπάρχει καμία περίπτωση, να κοιμηθώ άλλο ένα βράδυ σε αυτό το μέρος». Μορφάζω αποδοκιμαστικά με τον ενοχλητικό πόνο στη πιασμένη μου πλάτη. «Θα γυρίσουμε στο Ρίβερντεϊλ».
«Στο Ρίβερντεϊλ!» σαστίζει ο Φόστερ και δαγκώνω νευρικά το πληγωμένο μου χείλος. Το ίδιο ακριβώς πράγμα πέρασε και από το δικό μου μυαλό. «Αυτό… δε θα αρέσει στην δεσποινίδα Κίλμπορν».
«Το ξέρω. Όμως δεν είναι κάτι, που εκείνη θα αποφασίσει. Προέχει η ασφάλειά μας. Θα το αποδεχτεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Μουρμουρίζω περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνον. «Που είναι ο Χάμελιν;»
«Δεν ξέρω. Είπε, ότι είχε κάτι, να κάνει, όμως δεν διευκρίνισε τι. Δεν μου αρέσει, που ήρθε μαζί μας. Αν υπήρχε ένας τρόπος, να τον ξεφορτωθούμε…»
«Μα υπάρχει». Χαμογελάω. «Απλά θα χρειαστεί, να του προσφέρουμε κάτι σημαντικότερο, απ’ αυτό που του πρόσφεραν τ’ αδέρφια μου. Μάθε, τι θέλει και θα τον στείλεις από εκεί, που ήρθε. Μη νομίζεις, ότι του αρέσει αυτή η κατάσταση».
Ο Δούκας Χάμελιν Βαν Άλεν δεν είναι από τους τύπους, που κάνουν χάρες στον οποιονδήποτε δίχως την κατάλληλη αμοιβή, ακόμα και αν αυτοί είναι οι πρίγκιπες του Στάρενιθ. Τα αδέρφια μου θα του έταξαν κάτι πολύ ποθητό, για να με ακολουθήσει στο Κρέομορ και αναρωτιέμαι, τι σκοπό έχουν. Ο Φρεντέρικο δεν με εμπιστεύεται. Ποτέ δεν το έκανε και δε θα το κάνει. Η παραμικρή μου κίνηση θα μπορούσε, να είναι απειλή για την βασιλεία του, κάτι που δεν του αρέσει καθόλου. Επίσης έβαλε, να δολοφονήσουν την οικογένεια της Σελέστ, όμως τώρα που είναι υπό την προστασία μου, ποιος ξέρει, τι άλλο θα κάνει. Από την άλλη τον Άλμπερτ δεν μπορώ, να τον ψυχολογήσω. Αλλά όποιο ενδιαφέρον και αν έχει για την Σελέστ, βάζω το χέρι μου στη φωτιά, πως δεν είναι τίποτα αθώο. Θα του κόψω τα χέρια, πριν καταφέρει, να την αγγίξει.
«Κύριε… θα ήθελα, να σας ρωτήσω κάτι». Λέει διστακτικά ο Φόστερ. Του κάνω νεύμα, να συνεχίσει. «Η δεσποινίδα Κίλμπορν πόσο σημαντική είναι για εσάς; Και δεν μιλάω μόνο για το αντικείμενο, που ψάχνετε. Δεν έχει, να σας προσφέρει πολιτικό κύρος, ούτε έχει κάποιο όφελος για το βασίλειό σας».
«Και ποιος σου είπε, ότι θέλω περισσότερο κύρος απ’ όσο έχω. Θα την κάνω γυναίκα μου, για να μου κάνει απογόνους, όχι να διαφημίσω τα πλούτη της στους κύκλους μου». Απαντάω ψυχρά. «Θα την προσέχεις, όπως προσέχεις εμένα. Είναι πολύτιμη, για να πάθει κακό και όχι μόνο επειδή έχει κάτι, που θέλω».
«Τότε θα σας συμβούλευα, να γίνετε πιο τρυφερός μαζί της και σαφώς πιο υπομονετικός. Δε μοιάζει, να είναι από τις γυναίκες, που θα σκύψουν το κεφάλι και θα αποδεχτούν, ότι τους προστάξει η μοίρα. Δε νομίζω, ότι θα σας προκαλέσει κάποιο πρόβλημα, αλλά…»
«Αρκετά με την Σελέστ. Δεν είναι ώρα, να την πιέσω για τίποτα». Αποκρίνομαι σκεφτικός. «Θα προσπαθήσω, να της δώσω, όσο χρόνο χρειάζεται».
Ο φόβος που είδα στα μάτια της, όταν την φίλησα, με στοιχειώνει. Δεν πρόκειται, να το ξανακάνω, αν δεν μου δώσει το θάρρος και δε θα την αναγκάσω για τίποτα περισσότερο μέχρι τον γάμο μας. Θέλω, να την προστατέψω όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, όμως οι πράξεις μου ίσως την διώξουν από κοντά μου. Εγκαταλείπω τον Φόστερ με ένα νεύμα όλο νόημα και ανεβαίνω στον δωμάτιο, που μοιράζομαι με την Σελέστ. Όταν μπαίνω μέσα εκείνη κάθεται στο περβάζι του παραθύρου και κοιτάζει μελαγχολικά την ταραγμένη θάλασσα. Φαίνεται τόσο εύθραυστη και απόμακρη από μένα. Ταράζεται και τινάζεται όρθια μόλις με παρατηρεί.
«Ενημέρωσα τον Φόστερ, πως θα επιστρέψουμε στο Ρίβερντεϊλ, ώσπου να κοπάσει η καταιγίδα. Είσαι εντάξει με αυτό;» τη ρωτάω σιγανά. Ένας μορφασμός πόνου παραμορφώνει το πρόσωπό της, όμως τον κρύβει πίσω από ένα διστακτικό χαμόγελο.
«Ναι… ότι θέλεις». Απαντάει ανέκφραστη. «Το Ρίβερντεϊλ είναι η προίκα μου και σύντομα θα ανήκει σε σένα. Δεν είναι ανάγκη, να παίρνεις την γνώμη μου για κάτι τέτοιο. Αλλά… σ’ ευχαριστώ, που ενδιαφέρθηκες, να μάθεις, τι σκέφτομαι».
Τα βλέμματά μας βυθίζονται το ένα στο άλλο και το δικό μου καίει από έκδηλο πόθο. Κάνω ένα βήμα κοντά της και απλώνω το χέρι μου, για να χαϊδέψω το μάγουλό της, όμως κάτι στην όψη της με σταματάει. Κλείνει τα μάτια της και χαμηλώνει το πρόσωπό της, λες και το άγγιγμά μου είναι κάτι ανεπιθύμητο, που πρέπει, να υπομείνει. Τελικά δεν την αγγίζω και το χέρι μου πέφτει πίσω στα πλευρά μου. Σφίγγω τα χείλη μου απογοητευμένος και προσπαθώ, να σκεφτώ κάτι, για να αλλάξω την ατμόσφαιρα. Δεν θα τα παρατήσω, επειδή με απέρριψε.
«Έχω μια ερώτηση». Λέει ξαφνικά πιάνοντας το σαγόνι της μπερδεμένη. «Γιατί, να επιστρέψουμε στο Ρίβερντεϊλ, αν μπορούμε, να πάμε στο Τίβερτον; Για να αγκυροβολούν άλλα πλοία στο λιμάνι, σημαίνει, ότι μπορούμε, να φύγουμε».
Τι! Πλησιάζω κοντά στο παράθυρο και ρίχνω μια ματιά στο λιμάνι. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από το σοκ και οι γροθιές μου σφίγγονται ασυναίσθητα από τον θυμό και τη δυσφορία, που με κατακλύζει. Τι θέλει αυτός ο μπάσταρδος εδώ; Πως τολμάει, να εμφανίζεται μετά τα όσα έκανε στους Κίλμπορν; Η Γητεύτρα είναι ένα τρικάταρτο πλοίο, το μεγαλύτερο πλοίο που έχει φτιαχτεί ποτέ στο Στάρενιθ και φέρει τέσσερα πατώματα με κανόνια. Τούτο το αριστούργημα ή τερατούργημα… ανάλογα πως το βλέπει ο καθένας, είναι το προσωπικό πλοίο του Φρεντέρικο και ποτέ δεν ταξιδεύει, αν δεν έχει σκοπό, να καταστρέψει κάτι στο πέρασμά του.
«Θα είμαστε πιο ασφαλείς εκεί». Απαντάω ψυχρά και την πιάνω από τον καρπό τραβώντας την μαζί μου.
Γυρίζω στο Ρίβερντεϊλ με την Σελέστ ιππεύοντας, δίχως να περιμένω, να συγκεντρωθούν πρώτα οι άντρες μου. Νιώθω, πως από στιγμή σε στιγμή τα νεύρα μου θα ξεσπάσουν άγρια και αλίμονο σε αυτόν που θα είναι κοντά. Τι δουλειά έχει ο Φρεντέρικο στο Κρέομορ; Δε νομίζω, ότι τον νοιάζει ο πόνος, που προκάλεσε, οπότε ο θάνατος του περιφερειάρχη Κάλντερ δεν είναι ο λόγος της επίσκεψής του. Δαγκώνω τα χείλη μου νευρικός και φοβισμένος ταυτόχρονα. Η επιθυμία μου να παντρευτώ την Σελέστ Κίλμπορν έγινε δεκτή από τον πατέρα μου, συνεπώς ο Φρεντέρικο δεν έρχεται για εκείνη. Δεν καταλαβαίνω καθόλου.
Η Σελέστ είναι από ώρα κλεισμένη στο δωμάτιό της. Η επιστροφή μας στο πατρικό έφερε επώδυνες για εκείνη αναμνήσεις και τα δάκρυά της άρχισαν, να τρέχουν απρόσκλητα από τα μάτια της. Θέλησα, να μείνω μαζί της, όμως… εκείνη αρνήθηκε και κλειδώθηκε στα διαμερίσματά της. Υποθέτω, πως δεν έχω θέση σε αυτό το κομμάτι της ζωής της αυτή τη στιγμή. Τσιτωμένος πηγαίνω πάνω κάτω στο σαλόνι περιμένοντας ανυπόμονος την άφιξη του Φρεντέρικο, όμως αυτός που συνοδεύει σε μένα ο Φόστερ, δεν είναι κανένας άλλος πέρα από τον Άλμπερτ. Ο Χάμελιν τους ακολουθεί λίγο πιο πίσω και έχει μια σκοτεινή, ζοφερή λάμψη στα μάτια του.
«Ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;» τον ρωτάω παγωμένα. Ο Άλμπερτ σαρκάζει.
«Δεν είναι τρόπος αυτός, να χαιρετάς τον μεγάλο σου αδερφό, δε νομίζεις;» στενεύει τα μάτια του πονηρά. «Δε συνηθίζεις, να λείπεις από το Στάρενιθ για περισσότερο από δυο μέρες. Ανησύχησα, μήπως η δεσποινίδα Κίλμπορν αποφάσισε, να το παίξει δύσκολη. Ακόμα δεν μπορώ, να πιστέψω, ότι ζήτησες την άδεια του πατέρα, για να παντρευτείς… και κάποια που δεν ανήκει καν στους κύκλους μας». Γελάει κοροϊδευτικά.
«Το τι θα κάνω μαζί της, είναι κάτι, που δεν σε αφορά, γι’ αυτό άσε, να ανησυχώ εγώ για την μέλλουσα γυναίκα μου». Λέω επιθετικά. «Λοιπόν, ποιος είναι ο πραγματικός λόγος της επίσκεψής σου;»
«Ήρθα, για να σε ενημερώσω, ότι η Ραϊκούρια έπεσε. Τα εδάφη της ανήκουν στο Στάρενιθ, όμως η Τολέντρα συνεχίζει, να αντιστέκεται. Ο Φρεντέρικο θέλει, να κανονίσεις με τους άντρες σου το πρόβλημα. Και όσο για την Σελέστ δεν πρέπει, να ανησυχείς. Σου υπόσχομαι, ότι θα την φροντίσω πολύ καλά στη Γητεύτρα. Πρόκειται, να γίνει πριγκίπισσα του Στάρενιθ». Το χαμόγελό του λέει πολλά περισσότερα από τα λόγια του.
«Δεν είμαι υπηρέτης του Φρεντέρικο, για να εκτελώ τις βρωμοδουλειές του, ούτε δολοφόνος για να κατακτήσω μια χώρα, που δεν έχει, να μου προσφέρει τίποτα. Αν θες, να τρέξεις πίσω από τον Φρεντέρικο ελεύθερα. Εγώ έχω καλύτερα πράγματα, να κάνω…»
«Ξέρεις, αναρωτιέμαι, τι θα έκανε η δεσποινίδα Κίλμπορν, αν μάθαινε, πως η οικογένειά σου, έβαλε, να δολοφονήσουν την δική της;» σφυρίζει παιχνιδιάρικα απειλώντας με.
Τα νεύρα μου σπάνε και δεν καταφέρνω, να συγκρατήσω τις γροθιές μου. Χτυπούν τον Άλμπερτ στο πρόσωπο και τον ρίχνουν κάτω, σαν να είναι κούκλα φτιαγμένη από άχυρο. Ο Άλμπερτ δεν είναι η προσωποποίηση του γενναίου πολεμιστή. Πιο πολύ θα τον περιέγραφα ύπουλο φίδι, που βρίσκει πάντοτε μια κατάσταση, να εκμεταλλευτεί για τα δικά του συμφέροντα. Αν αποκαλύψει στη Σελέστ την ανάμειξη της οικογένειάς μου στην δολοφονία του πατέρα της, το μόνο που θα προκαλέσει, θα είναι το μίσος της. Δεν έχει τη δύναμη, να κάνει το οτιδήποτε στο Στάρενιθ και τα αδέρφια μου το γνωρίζουν καλά αυτό. Βιαστικά βήματα ακούγονται από την σκάλα.
«Πρίγκιπα Άλμπερτ… ήρθατε με αυτόν τον καιρό;» ρωτάει η Σελέστ και υποκλίνεται ελαφρά.
Ο ετεροθαλής αδερφός μου αφήνει στην άκρη την ένταση, που χρωματίζει το πρόσωπό του και φοράει μια μάσκα ευχαρίστησης και ενδιαφέροντος. Πλησιάζει προς το μέρος της Σελέστ και παίρνοντας το χέρι της μέσα στα δικά του, το φιλάει ιπποτικά.
«Λαίδη μου τι ευχάριστη έκπληξη. Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα, να σας συλλυπηθώ γι’ αυτό το ατυχές συμβάν, που δυστυχώς κόστισε την ζωή του πατέρα σας και έπειτα να σας συγχαρώ για τον γάμο σας».
«Α ναι… ευχαριστώ». Απαντάει διστακτικά σε άβολη θέση. «Υποθέτω, ότι το ταξίδι σας θα ήταν κουραστικό. Να σας προσφέρουμε κάτι; Θα ζητήσω, να ετοιμάσουν αμέσως το δωμάτιό σας».
Ο Άλμπερτ ακολουθεί την Σελέστ, όμως πριν φύγει, του ρίχνω το πιο απειλητικό μου βλέμμα και εκείνος μου ανταποδίδει ένα χαμόγελο, που περισσότερο με ανησυχεί παρά με καθησυχάζει. Πέφτω στον καναπέ αποκαμωμένος και αναστενάζω. Υπάρχουν πράγματα, που πρέπει, να γίνουν και ο Φρεντέρικο με αποσυντονίζει από τα καθήκοντά μου. Η δουλειά μου σαν πρίγκιπας του Στάρενιθ είναι από μόνη της αρκετά χρονοβόρα και κουραστική και είναι το μόνο πράγμα, που με απασχολούσε όλη μου την ζωή. Ο Φρεντέρικο πάντα μου έβαζε τρικλοποδιές και με εξέθετε στον λαό, για να χάσουν την εμπιστοσύνη τους σε μένα, όμως σπάνια κατάφερνε κάτι δραματικό. Φρόντιζα, να είμαι συνεπής και σωστός απέναντι στα βασιλικά μου καθήκοντα. Αλλά για να είμαι δίκαιος με τον εαυτό μου, ομολογώ, πως θα ρίξω τον Φρεντέρικο από τον θρόνο και θα πάρω τη θέση του ως ηγέτης του Στάρενιθ.
Ο Φόστερ πλησιάζει κοντά μου και με σερβίρει κόκκινο κρασί. Σκυθρωπός κουνάω το κρυστάλλινο ποτήρι και παρατηρώ το κόκκινο υγρό, να γλείφει με προσμονή τα τοιχώματά του. Το μυαλό μου τρέχει στη Σελέστ και η καρδιά μου γεμίζει με ανάμεικτα συναισθήματα. Τη νοιάζομαι και νιώθω υποχρεωμένος απέναντί της, για τα όσα έγιναν τότε στους κήπους της Μπουργκότζια, όμως… το αν νιώθει φυλακισμένη, είναι το τελευταίο, που με απασχολεί αυτή τη στιγμή. Στα χέρια της έχει ένα όπλο, που μπορεί, να αλλάξει ολόκληρο τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο ή χειρότερο, ενώ εκείνη είναι η τελευταία απόγονος των Κίλμπορν. Των μεγάλων πολεμιστών που καθάρισαν τον κόσμο από τους δαίμονες και άνοιξαν την αυλαία για τους ανθρώπους. Η Σελέστ διαθέτει ξεχωριστές ικανότητες και το μόνο που έχω, να κάνω, είναι, να τις ξυπνήσω.
«Τι είναι αυτό, που κρύβουν οι Κίλμπορν και οι πρίγκιπες του Στάρενιθ κυνηγούν απεγνωσμένα;» με ρωτάει γεμάτος περιέργεια ο Χάμελιν και κάθεται σε μια πολυθρόνα απέναντί μου. «Η προίκα της γυναίκας σας έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την ίδια σωστά;»
«Τι σε κάνει, να το πιστεύεις αυτό;» τον ρωτάω δήθεν σοκαρισμένος. Φυσικά και η Κρήνη του Σύμπαντος είναι σημαντικότερη, όμως όχι μόνο από την Σελέστ. Κανένα ζωντανό πλάσμα, δεν μπορεί, να συγκριθεί μαζί της.
«Ο πρίγκιπας Φρεντέρικο την θέλει νεκρή και όχι επειδή προσβλήθηκε με την απόφασή σας, να κάνετε γυναίκα σας κάποια, που ανήκει σε χαμηλότερη κοινωνική τάξη. Την φοβάται… έτσι δεν είναι;» επιμένει ο Χάμελιν και ο Φόστερ βήχει διακριτικά, για να τον κάνει, να σωπάσει. Πράγματι έχει πολύ μεγάλο στόμα. «Τι κρύβει;»
«Ακολούθησε μας στο νησί και θα το μάθεις σύντομα». Αποκρίνομαι παγωμένα και σηκώνομαι τερματίζοντας την συζήτησή μας. Ο Δούκας Χάμελιν δεν είναι από τα άτομα, που πρέπει, να γνωρίζουν περισσότερα, απ’ όσα χρειάζονται.
Μια απροσδιόριστη ζαλάδα λυγίζει τα γόνατά μου και με ρίχνει αδύναμο στο πάτωμα. Ο Φόστερ ορμάει προς το μέρος μου και με αρπάζει από τους ώμους. Σηκώνω τα μάτια μου προς το ανήσυχο πρόσωπό του, αλλά οι μικροσκοπικές, πολλές, μαύρες κουκίδες θολώνουν την όρασή μου. Κάτι καυτό ερεθίζει τον λαιμό μου και βήχω μην μπορώντας, να αναπνεύσω. Βιαστικά βήματα συγκλονίζουν τον κόσμο μου, καθώς οι άντρες μου τρέχουν, για να με φροντίσουν. Τα μάτια μου κλείνουν από εξάντληση και οι αισθήσεις μου με εγκαταλείπουν, αλλά είναι αρκετές, για να μυρίσω το άρωμα της Σελέστ και να δω τα μεγάλα φοβισμένα της μάτια.
Ξυπνάω πολύ αργότερα, όταν ο ουρανός έχει σκοτεινιάσει σε ένα φαρδύ κρεβάτι, σε ένα άνετο δωμάτιο διακοσμημένο με κόκκινο ξύλο, που θυμάμαι πολύ καλά από την τελευταία μου επίσκεψη στο Κρέομορ. Ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου και ένα χέρι πέφτει στο στήθος μου πιέζοντάς με πίσω στο στρώμα. Το βλέμμα μου ανταμώνει αυτό της Σελέστ και ένα χαμόγελο φωτίζει τα μάτια της.
«Καλώς ήρθες πίσω». Λέει εύθυμα και ρίχνει μια λοξή ματιά στον Φόστερ, που γέρνει νωχελικά πάνω στον τοίχο. «Μας ανησύχησες. Ευτυχώς αποβάλαμε το δηλητήριο από το σώμα σου, πριν σε βλάψει ή ήσουν απλά πολύ τυχερός».
«Δηλητήριο; Δεν καταλαβαίνω…» το μυαλό μου τρέχει στο σημείο, που ο Φόστερ μου δίνει εκείνο το ποτήρι με το κρασί, όμως… ποτέ δε θα με δολοφονούσε, ακόμα και για χάρη των αδελφών μου. Ποιος άλλος ήξερε, για την επιστροφή μας στο Ρίβερντεϊλ; «Που ήταν ο Χάμελιν όλο το πρωί;»
«Στη Γητεύτρα. Ήταν μαζί με τον πρίγκιπα Άλμπερτ ως τώρα. Επίσης δεν ήξερε για τα σχέδιά σας». Απαντάει γεμάτος ειλικρίνεια ο Φόστερ και σκύβει το κεφάλι του ένοχα. «Σας απογοήτευσα κύριε».
«Θα το έκανες, αν ήμουν νεκρός. Από τη στιγμή που δεν είμαι, θα με βοηθήσεις, να εκδικηθώ». Λέω ενθουσιασμένος και τινάζω τα σκεπάσματα από πάνω μου παρά τις αντιρρήσεις της Σελέστ.
«Τι συμβαίνει ακριβώς; Γιατί ο δούκας Χάμελιν, να θέλει, να σε σκοτώσει; Γιατί ο αδερφός σου θέλει, να σκοτώσει εμένα;» ψιθυρίζει ανέκφραστη η Σελέστ κάνοντας τον Φόστερ και εμένα, να γουρλώσουμε ταυτόχρονα τα μάτια μας. «Ξέρω, σας άκουσα, την ώρα που καβγαδίζατε με τον αδερφό σας για μένα. Υπάρχει κάτι, που πρέπει, να ξέρω;»
«Δεν ήξερα, ότι κρυφακούς τώρα». Γρυλίζω επιθετικά και σφίγγω τις γροθιές μου θυμωμένος. Πόσα να άκουσε; «Τα περισσότερα δε σε αφορούσαν».
«Με συγχωρείς. Δεν είναι, ότι το έκανα επίτηδες, αλλά από τη στιγμή που αναφέρθηκε το όνομά μου, το θεώρησα απλή περιέργεια». Απαντάει εκνευρισμένη. «Τι συμβαίνει ακριβώς; Γιατί η οικογένειά σου με θέλει νεκρή; Γιατί σε θέλουν νεκρό;»
«Επειδή και οι δυο σας είστε απειλή για τον πρίγκιπα Φρεντέρικο». Λέει ο Φόστερ για χάρη μου. «Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ είναι ικανός ηγέτης και πολύ αγαπητός στον λαό, ενώ ο μεγάλος του αδερφός το ακριβώς αντίθετο. Και εσείς κατάγεστε από μια οικογένεια ανθρώπων με υπερφυσική ιστορία».
«Σοβαρά τώρα; Στ’ αλήθεια νομίζετε, ότι είμαι μάγισσα ή μπορώ, να κάνω μαγικά;» σαρκάζει σοκαρισμένη η Σελέστ. «Δεν πάτε καλά. Οι πρόγονοί μου ήταν αλχημιστές και ασχολούνταν με τα μεταφυσικά, όμως… αυτό ήταν εκατοντάδες χρόνια πριν».
«Και αν κάνεις λάθος; Αν είσαι διαφορετική και δεν το έχεις ανακαλύψει ακόμα;» γέρνω προς το μέρος της και εκείνη οπισθοχωρεί φοβισμένη. «Ίσως να σου το αποδείξω με κάποιον τρόπο».
«Ναι καλά… πρώτα θα επιστρέψεις στο κρεβάτι και θα ξεκουραστείς». Με διατάζει με φωνή, που δε δέχεται αντιρρήσεις. «Το δηλητήριο σε κάνει, να λες ανοησίες».
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Τα μάτια μου κινούνται άτακτα στην φιγούρα του ζώου μέσα στο κλουβί, που κοσμεί την σάλα δίπλα από το μπαρ. Αυτό το παράξενο και απίστευτα σπάνιο πλάσμα είναι ένα είδος πουλιού και έχει το μέγεθος ενός ενήλικου άλμπατρος. Έχει δύο μεγάλα φτερά και από κάτω δύο μικρότερα, τέσσερα, μικρά λιονταρίσια πόδια και μια μακριά, δυνατή ουρά. Το δέρμα του είναι χοντρό και σκληρό, ενώ καλύπτεται από κοντά, λεπτά πούπουλα, τα οποία έχουν διάφορους χρωματισμούς. Γκρι, κίτρινο, ανοιχτό και σκούρο κόκκινο ή έναν συνδυασμό όλων αυτών. Έχω ακούσει για αυτό το είδος. Ζει σε ζεστές περιοχές και στις στέπες της Ραϊκούρια. Ανάλογα με τον τρόπο, που θα μεγαλώσουν γίνονται σαρκοφάγα ή φυτοφάγα. Τα ράμφη τους και η στενή τους γλώσσα είναι ιδανικά, για να τρώνε και τα δύο.
Είναι νυχτερινό είδος και βασίζεται κυρίως στην ακοή, για να κυνηγήσει τη λεία του ή το άρωμα των νοτισμένων από την υγρασία φύλλων. Αυτά τα πλάσματα έχουν τεράστια κοφτερά ράμφη, αλλά η αίσθηση της οσμής δεν είναι τόσο δυνατή. Τα μάτια του είναι μικρά και λοξά και τα αυτιά του είναι σχεδόν κρυμμένα κάτω από το απαλό φτέρωμα στο κεφάλι του, ενώ το κεφάλι του είναι σχετικά αρκετά μικρό για τον όγκο του σώματός του. Για να επικοινωνήσουν παράγουν ήχους δυνατούς έως πολύ δυνατούς και η φωνή τους εκτείνεται χιλιάδες μέτρα μακριά, για να ανακαλύπτουν τους κινδύνους, τη λεία τους ή τους συντρόφους τους. Αυτά τα πλάσματα είναι μερικές φορές ευέξαπτα και επικίνδυνα, αλλά οι καβγάδες που θα μπλέξουν, είναι μηδαμινοί. Δεν ενδιαφέρονται για την περιοχή τους ή τον ανταγωνισμό, παρά μόνο για το μοναδικό ταίρι της ζωής τους. Ζευγαρώνουν δύο φορές τον χρόνο και σπάνια θα αλλάξουν τον σύντροφό τους για κάποιον άλλο, ενώ η διάρκεια ζωής τους ξεπερνάει κατά πολύ τον χρόνο ζωής μιας χελώνας.
Το ζώο μέσα στο κλουβί με παρατηρεί με τα βιολετιά του μάτια, να λάμπουν από έξαψη και ενδιαφέρον. Είναι τόσο όμορφο και ιδιαίτερο, που μου ξυπνάει αναμνήσεις από τα παραμύθια, που μου διάβαζε η μητέρα μου. Ο καθένας θα μπορούσε, να θεωρήσει τούτο το αλλόκοτο πλάσμα μαγικό ή ιδιαίτερο. Μια απόδειξη των πραγματικών θησαυρών αυτού του κόσμου. Το βλέμμα του μου θυμίζει τη Σελέστ. Και των δυο είναι θλιμμένο, φοβισμένο πίσω από τα κάγκελα της φυλακής τους. Το στήθος μου σφίγγεται από πόνο. Ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους μου, να της μιλήσω έτσι για τον λαό της. Την απείλησα, την τρόμαξα. Ο στόχος μου είναι, να την φέρω κοντά μου και όχι να την κάνω, να με φοβηθεί ή να με μισήσει. Θέλω πολύ, να ενδιαφερθεί για μένα, όσο ενδιαφέρομαι εγώ. Είναι τόσο παράλογο αυτό, που ζητάω;
«Κύριε είστε εντάξει;» με ρωτάει ανήσυχος ο Φόστερ διακόπτοντας τον ειρμό των σκέψεων μου. Η Σελέστ χάνεται στο πίσω μέρος του μυαλού μου και πείθω τον εαυτό μου, να γνέψει καταφατικά. «Οπότε τι γνώμη έχετε για την κατάστασή μας; Τι θέλετε, να κάνουμε;
«Ο καιρός δεν πρόκειται, να καλυτερέψει. Όχι σήμερα τουλάχιστον και δεν υπάρχει καμία περίπτωση, να κοιμηθώ άλλο ένα βράδυ σε αυτό το μέρος». Μορφάζω αποδοκιμαστικά με τον ενοχλητικό πόνο στη πιασμένη μου πλάτη. «Θα γυρίσουμε στο Ρίβερντεϊλ».
«Στο Ρίβερντεϊλ!» σαστίζει ο Φόστερ και δαγκώνω νευρικά το πληγωμένο μου χείλος. Το ίδιο ακριβώς πράγμα πέρασε και από το δικό μου μυαλό. «Αυτό… δε θα αρέσει στην δεσποινίδα Κίλμπορν».
«Το ξέρω. Όμως δεν είναι κάτι, που εκείνη θα αποφασίσει. Προέχει η ασφάλειά μας. Θα το αποδεχτεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Μουρμουρίζω περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνον. «Που είναι ο Χάμελιν;»
«Δεν ξέρω. Είπε, ότι είχε κάτι, να κάνει, όμως δεν διευκρίνισε τι. Δεν μου αρέσει, που ήρθε μαζί μας. Αν υπήρχε ένας τρόπος, να τον ξεφορτωθούμε…»
«Μα υπάρχει». Χαμογελάω. «Απλά θα χρειαστεί, να του προσφέρουμε κάτι σημαντικότερο, απ’ αυτό που του πρόσφεραν τ’ αδέρφια μου. Μάθε, τι θέλει και θα τον στείλεις από εκεί, που ήρθε. Μη νομίζεις, ότι του αρέσει αυτή η κατάσταση».
Ο Δούκας Χάμελιν Βαν Άλεν δεν είναι από τους τύπους, που κάνουν χάρες στον οποιονδήποτε δίχως την κατάλληλη αμοιβή, ακόμα και αν αυτοί είναι οι πρίγκιπες του Στάρενιθ. Τα αδέρφια μου θα του έταξαν κάτι πολύ ποθητό, για να με ακολουθήσει στο Κρέομορ και αναρωτιέμαι, τι σκοπό έχουν. Ο Φρεντέρικο δεν με εμπιστεύεται. Ποτέ δεν το έκανε και δε θα το κάνει. Η παραμικρή μου κίνηση θα μπορούσε, να είναι απειλή για την βασιλεία του, κάτι που δεν του αρέσει καθόλου. Επίσης έβαλε, να δολοφονήσουν την οικογένεια της Σελέστ, όμως τώρα που είναι υπό την προστασία μου, ποιος ξέρει, τι άλλο θα κάνει. Από την άλλη τον Άλμπερτ δεν μπορώ, να τον ψυχολογήσω. Αλλά όποιο ενδιαφέρον και αν έχει για την Σελέστ, βάζω το χέρι μου στη φωτιά, πως δεν είναι τίποτα αθώο. Θα του κόψω τα χέρια, πριν καταφέρει, να την αγγίξει.
«Κύριε… θα ήθελα, να σας ρωτήσω κάτι». Λέει διστακτικά ο Φόστερ. Του κάνω νεύμα, να συνεχίσει. «Η δεσποινίδα Κίλμπορν πόσο σημαντική είναι για εσάς; Και δεν μιλάω μόνο για το αντικείμενο, που ψάχνετε. Δεν έχει, να σας προσφέρει πολιτικό κύρος, ούτε έχει κάποιο όφελος για το βασίλειό σας».
«Και ποιος σου είπε, ότι θέλω περισσότερο κύρος απ’ όσο έχω. Θα την κάνω γυναίκα μου, για να μου κάνει απογόνους, όχι να διαφημίσω τα πλούτη της στους κύκλους μου». Απαντάω ψυχρά. «Θα την προσέχεις, όπως προσέχεις εμένα. Είναι πολύτιμη, για να πάθει κακό και όχι μόνο επειδή έχει κάτι, που θέλω».
«Τότε θα σας συμβούλευα, να γίνετε πιο τρυφερός μαζί της και σαφώς πιο υπομονετικός. Δε μοιάζει, να είναι από τις γυναίκες, που θα σκύψουν το κεφάλι και θα αποδεχτούν, ότι τους προστάξει η μοίρα. Δε νομίζω, ότι θα σας προκαλέσει κάποιο πρόβλημα, αλλά…»
«Αρκετά με την Σελέστ. Δεν είναι ώρα, να την πιέσω για τίποτα». Αποκρίνομαι σκεφτικός. «Θα προσπαθήσω, να της δώσω, όσο χρόνο χρειάζεται».
Ο φόβος που είδα στα μάτια της, όταν την φίλησα, με στοιχειώνει. Δεν πρόκειται, να το ξανακάνω, αν δεν μου δώσει το θάρρος και δε θα την αναγκάσω για τίποτα περισσότερο μέχρι τον γάμο μας. Θέλω, να την προστατέψω όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, όμως οι πράξεις μου ίσως την διώξουν από κοντά μου. Εγκαταλείπω τον Φόστερ με ένα νεύμα όλο νόημα και ανεβαίνω στον δωμάτιο, που μοιράζομαι με την Σελέστ. Όταν μπαίνω μέσα εκείνη κάθεται στο περβάζι του παραθύρου και κοιτάζει μελαγχολικά την ταραγμένη θάλασσα. Φαίνεται τόσο εύθραυστη και απόμακρη από μένα. Ταράζεται και τινάζεται όρθια μόλις με παρατηρεί.
«Ενημέρωσα τον Φόστερ, πως θα επιστρέψουμε στο Ρίβερντεϊλ, ώσπου να κοπάσει η καταιγίδα. Είσαι εντάξει με αυτό;» τη ρωτάω σιγανά. Ένας μορφασμός πόνου παραμορφώνει το πρόσωπό της, όμως τον κρύβει πίσω από ένα διστακτικό χαμόγελο.
«Ναι… ότι θέλεις». Απαντάει ανέκφραστη. «Το Ρίβερντεϊλ είναι η προίκα μου και σύντομα θα ανήκει σε σένα. Δεν είναι ανάγκη, να παίρνεις την γνώμη μου για κάτι τέτοιο. Αλλά… σ’ ευχαριστώ, που ενδιαφέρθηκες, να μάθεις, τι σκέφτομαι».
Τα βλέμματά μας βυθίζονται το ένα στο άλλο και το δικό μου καίει από έκδηλο πόθο. Κάνω ένα βήμα κοντά της και απλώνω το χέρι μου, για να χαϊδέψω το μάγουλό της, όμως κάτι στην όψη της με σταματάει. Κλείνει τα μάτια της και χαμηλώνει το πρόσωπό της, λες και το άγγιγμά μου είναι κάτι ανεπιθύμητο, που πρέπει, να υπομείνει. Τελικά δεν την αγγίζω και το χέρι μου πέφτει πίσω στα πλευρά μου. Σφίγγω τα χείλη μου απογοητευμένος και προσπαθώ, να σκεφτώ κάτι, για να αλλάξω την ατμόσφαιρα. Δεν θα τα παρατήσω, επειδή με απέρριψε.
«Έχω μια ερώτηση». Λέει ξαφνικά πιάνοντας το σαγόνι της μπερδεμένη. «Γιατί, να επιστρέψουμε στο Ρίβερντεϊλ, αν μπορούμε, να πάμε στο Τίβερτον; Για να αγκυροβολούν άλλα πλοία στο λιμάνι, σημαίνει, ότι μπορούμε, να φύγουμε».
Τι! Πλησιάζω κοντά στο παράθυρο και ρίχνω μια ματιά στο λιμάνι. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από το σοκ και οι γροθιές μου σφίγγονται ασυναίσθητα από τον θυμό και τη δυσφορία, που με κατακλύζει. Τι θέλει αυτός ο μπάσταρδος εδώ; Πως τολμάει, να εμφανίζεται μετά τα όσα έκανε στους Κίλμπορν; Η Γητεύτρα είναι ένα τρικάταρτο πλοίο, το μεγαλύτερο πλοίο που έχει φτιαχτεί ποτέ στο Στάρενιθ και φέρει τέσσερα πατώματα με κανόνια. Τούτο το αριστούργημα ή τερατούργημα… ανάλογα πως το βλέπει ο καθένας, είναι το προσωπικό πλοίο του Φρεντέρικο και ποτέ δεν ταξιδεύει, αν δεν έχει σκοπό, να καταστρέψει κάτι στο πέρασμά του.
«Θα είμαστε πιο ασφαλείς εκεί». Απαντάω ψυχρά και την πιάνω από τον καρπό τραβώντας την μαζί μου.
Γυρίζω στο Ρίβερντεϊλ με την Σελέστ ιππεύοντας, δίχως να περιμένω, να συγκεντρωθούν πρώτα οι άντρες μου. Νιώθω, πως από στιγμή σε στιγμή τα νεύρα μου θα ξεσπάσουν άγρια και αλίμονο σε αυτόν που θα είναι κοντά. Τι δουλειά έχει ο Φρεντέρικο στο Κρέομορ; Δε νομίζω, ότι τον νοιάζει ο πόνος, που προκάλεσε, οπότε ο θάνατος του περιφερειάρχη Κάλντερ δεν είναι ο λόγος της επίσκεψής του. Δαγκώνω τα χείλη μου νευρικός και φοβισμένος ταυτόχρονα. Η επιθυμία μου να παντρευτώ την Σελέστ Κίλμπορν έγινε δεκτή από τον πατέρα μου, συνεπώς ο Φρεντέρικο δεν έρχεται για εκείνη. Δεν καταλαβαίνω καθόλου.
Η Σελέστ είναι από ώρα κλεισμένη στο δωμάτιό της. Η επιστροφή μας στο πατρικό έφερε επώδυνες για εκείνη αναμνήσεις και τα δάκρυά της άρχισαν, να τρέχουν απρόσκλητα από τα μάτια της. Θέλησα, να μείνω μαζί της, όμως… εκείνη αρνήθηκε και κλειδώθηκε στα διαμερίσματά της. Υποθέτω, πως δεν έχω θέση σε αυτό το κομμάτι της ζωής της αυτή τη στιγμή. Τσιτωμένος πηγαίνω πάνω κάτω στο σαλόνι περιμένοντας ανυπόμονος την άφιξη του Φρεντέρικο, όμως αυτός που συνοδεύει σε μένα ο Φόστερ, δεν είναι κανένας άλλος πέρα από τον Άλμπερτ. Ο Χάμελιν τους ακολουθεί λίγο πιο πίσω και έχει μια σκοτεινή, ζοφερή λάμψη στα μάτια του.
«Ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου;» τον ρωτάω παγωμένα. Ο Άλμπερτ σαρκάζει.
«Δεν είναι τρόπος αυτός, να χαιρετάς τον μεγάλο σου αδερφό, δε νομίζεις;» στενεύει τα μάτια του πονηρά. «Δε συνηθίζεις, να λείπεις από το Στάρενιθ για περισσότερο από δυο μέρες. Ανησύχησα, μήπως η δεσποινίδα Κίλμπορν αποφάσισε, να το παίξει δύσκολη. Ακόμα δεν μπορώ, να πιστέψω, ότι ζήτησες την άδεια του πατέρα, για να παντρευτείς… και κάποια που δεν ανήκει καν στους κύκλους μας». Γελάει κοροϊδευτικά.
«Το τι θα κάνω μαζί της, είναι κάτι, που δεν σε αφορά, γι’ αυτό άσε, να ανησυχώ εγώ για την μέλλουσα γυναίκα μου». Λέω επιθετικά. «Λοιπόν, ποιος είναι ο πραγματικός λόγος της επίσκεψής σου;»
«Ήρθα, για να σε ενημερώσω, ότι η Ραϊκούρια έπεσε. Τα εδάφη της ανήκουν στο Στάρενιθ, όμως η Τολέντρα συνεχίζει, να αντιστέκεται. Ο Φρεντέρικο θέλει, να κανονίσεις με τους άντρες σου το πρόβλημα. Και όσο για την Σελέστ δεν πρέπει, να ανησυχείς. Σου υπόσχομαι, ότι θα την φροντίσω πολύ καλά στη Γητεύτρα. Πρόκειται, να γίνει πριγκίπισσα του Στάρενιθ». Το χαμόγελό του λέει πολλά περισσότερα από τα λόγια του.
«Δεν είμαι υπηρέτης του Φρεντέρικο, για να εκτελώ τις βρωμοδουλειές του, ούτε δολοφόνος για να κατακτήσω μια χώρα, που δεν έχει, να μου προσφέρει τίποτα. Αν θες, να τρέξεις πίσω από τον Φρεντέρικο ελεύθερα. Εγώ έχω καλύτερα πράγματα, να κάνω…»
«Ξέρεις, αναρωτιέμαι, τι θα έκανε η δεσποινίδα Κίλμπορν, αν μάθαινε, πως η οικογένειά σου, έβαλε, να δολοφονήσουν την δική της;» σφυρίζει παιχνιδιάρικα απειλώντας με.
Τα νεύρα μου σπάνε και δεν καταφέρνω, να συγκρατήσω τις γροθιές μου. Χτυπούν τον Άλμπερτ στο πρόσωπο και τον ρίχνουν κάτω, σαν να είναι κούκλα φτιαγμένη από άχυρο. Ο Άλμπερτ δεν είναι η προσωποποίηση του γενναίου πολεμιστή. Πιο πολύ θα τον περιέγραφα ύπουλο φίδι, που βρίσκει πάντοτε μια κατάσταση, να εκμεταλλευτεί για τα δικά του συμφέροντα. Αν αποκαλύψει στη Σελέστ την ανάμειξη της οικογένειάς μου στην δολοφονία του πατέρα της, το μόνο που θα προκαλέσει, θα είναι το μίσος της. Δεν έχει τη δύναμη, να κάνει το οτιδήποτε στο Στάρενιθ και τα αδέρφια μου το γνωρίζουν καλά αυτό. Βιαστικά βήματα ακούγονται από την σκάλα.
«Πρίγκιπα Άλμπερτ… ήρθατε με αυτόν τον καιρό;» ρωτάει η Σελέστ και υποκλίνεται ελαφρά.
Ο ετεροθαλής αδερφός μου αφήνει στην άκρη την ένταση, που χρωματίζει το πρόσωπό του και φοράει μια μάσκα ευχαρίστησης και ενδιαφέροντος. Πλησιάζει προς το μέρος της Σελέστ και παίρνοντας το χέρι της μέσα στα δικά του, το φιλάει ιπποτικά.
«Λαίδη μου τι ευχάριστη έκπληξη. Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα, να σας συλλυπηθώ γι’ αυτό το ατυχές συμβάν, που δυστυχώς κόστισε την ζωή του πατέρα σας και έπειτα να σας συγχαρώ για τον γάμο σας».
«Α ναι… ευχαριστώ». Απαντάει διστακτικά σε άβολη θέση. «Υποθέτω, ότι το ταξίδι σας θα ήταν κουραστικό. Να σας προσφέρουμε κάτι; Θα ζητήσω, να ετοιμάσουν αμέσως το δωμάτιό σας».
Ο Άλμπερτ ακολουθεί την Σελέστ, όμως πριν φύγει, του ρίχνω το πιο απειλητικό μου βλέμμα και εκείνος μου ανταποδίδει ένα χαμόγελο, που περισσότερο με ανησυχεί παρά με καθησυχάζει. Πέφτω στον καναπέ αποκαμωμένος και αναστενάζω. Υπάρχουν πράγματα, που πρέπει, να γίνουν και ο Φρεντέρικο με αποσυντονίζει από τα καθήκοντά μου. Η δουλειά μου σαν πρίγκιπας του Στάρενιθ είναι από μόνη της αρκετά χρονοβόρα και κουραστική και είναι το μόνο πράγμα, που με απασχολούσε όλη μου την ζωή. Ο Φρεντέρικο πάντα μου έβαζε τρικλοποδιές και με εξέθετε στον λαό, για να χάσουν την εμπιστοσύνη τους σε μένα, όμως σπάνια κατάφερνε κάτι δραματικό. Φρόντιζα, να είμαι συνεπής και σωστός απέναντι στα βασιλικά μου καθήκοντα. Αλλά για να είμαι δίκαιος με τον εαυτό μου, ομολογώ, πως θα ρίξω τον Φρεντέρικο από τον θρόνο και θα πάρω τη θέση του ως ηγέτης του Στάρενιθ.
Ο Φόστερ πλησιάζει κοντά μου και με σερβίρει κόκκινο κρασί. Σκυθρωπός κουνάω το κρυστάλλινο ποτήρι και παρατηρώ το κόκκινο υγρό, να γλείφει με προσμονή τα τοιχώματά του. Το μυαλό μου τρέχει στη Σελέστ και η καρδιά μου γεμίζει με ανάμεικτα συναισθήματα. Τη νοιάζομαι και νιώθω υποχρεωμένος απέναντί της, για τα όσα έγιναν τότε στους κήπους της Μπουργκότζια, όμως… το αν νιώθει φυλακισμένη, είναι το τελευταίο, που με απασχολεί αυτή τη στιγμή. Στα χέρια της έχει ένα όπλο, που μπορεί, να αλλάξει ολόκληρο τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο ή χειρότερο, ενώ εκείνη είναι η τελευταία απόγονος των Κίλμπορν. Των μεγάλων πολεμιστών που καθάρισαν τον κόσμο από τους δαίμονες και άνοιξαν την αυλαία για τους ανθρώπους. Η Σελέστ διαθέτει ξεχωριστές ικανότητες και το μόνο που έχω, να κάνω, είναι, να τις ξυπνήσω.
«Τι είναι αυτό, που κρύβουν οι Κίλμπορν και οι πρίγκιπες του Στάρενιθ κυνηγούν απεγνωσμένα;» με ρωτάει γεμάτος περιέργεια ο Χάμελιν και κάθεται σε μια πολυθρόνα απέναντί μου. «Η προίκα της γυναίκας σας έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την ίδια σωστά;»
«Τι σε κάνει, να το πιστεύεις αυτό;» τον ρωτάω δήθεν σοκαρισμένος. Φυσικά και η Κρήνη του Σύμπαντος είναι σημαντικότερη, όμως όχι μόνο από την Σελέστ. Κανένα ζωντανό πλάσμα, δεν μπορεί, να συγκριθεί μαζί της.
«Ο πρίγκιπας Φρεντέρικο την θέλει νεκρή και όχι επειδή προσβλήθηκε με την απόφασή σας, να κάνετε γυναίκα σας κάποια, που ανήκει σε χαμηλότερη κοινωνική τάξη. Την φοβάται… έτσι δεν είναι;» επιμένει ο Χάμελιν και ο Φόστερ βήχει διακριτικά, για να τον κάνει, να σωπάσει. Πράγματι έχει πολύ μεγάλο στόμα. «Τι κρύβει;»
«Ακολούθησε μας στο νησί και θα το μάθεις σύντομα». Αποκρίνομαι παγωμένα και σηκώνομαι τερματίζοντας την συζήτησή μας. Ο Δούκας Χάμελιν δεν είναι από τα άτομα, που πρέπει, να γνωρίζουν περισσότερα, απ’ όσα χρειάζονται.
Μια απροσδιόριστη ζαλάδα λυγίζει τα γόνατά μου και με ρίχνει αδύναμο στο πάτωμα. Ο Φόστερ ορμάει προς το μέρος μου και με αρπάζει από τους ώμους. Σηκώνω τα μάτια μου προς το ανήσυχο πρόσωπό του, αλλά οι μικροσκοπικές, πολλές, μαύρες κουκίδες θολώνουν την όρασή μου. Κάτι καυτό ερεθίζει τον λαιμό μου και βήχω μην μπορώντας, να αναπνεύσω. Βιαστικά βήματα συγκλονίζουν τον κόσμο μου, καθώς οι άντρες μου τρέχουν, για να με φροντίσουν. Τα μάτια μου κλείνουν από εξάντληση και οι αισθήσεις μου με εγκαταλείπουν, αλλά είναι αρκετές, για να μυρίσω το άρωμα της Σελέστ και να δω τα μεγάλα φοβισμένα της μάτια.
Ξυπνάω πολύ αργότερα, όταν ο ουρανός έχει σκοτεινιάσει σε ένα φαρδύ κρεβάτι, σε ένα άνετο δωμάτιο διακοσμημένο με κόκκινο ξύλο, που θυμάμαι πολύ καλά από την τελευταία μου επίσκεψη στο Κρέομορ. Ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου και ένα χέρι πέφτει στο στήθος μου πιέζοντάς με πίσω στο στρώμα. Το βλέμμα μου ανταμώνει αυτό της Σελέστ και ένα χαμόγελο φωτίζει τα μάτια της.
«Καλώς ήρθες πίσω». Λέει εύθυμα και ρίχνει μια λοξή ματιά στον Φόστερ, που γέρνει νωχελικά πάνω στον τοίχο. «Μας ανησύχησες. Ευτυχώς αποβάλαμε το δηλητήριο από το σώμα σου, πριν σε βλάψει ή ήσουν απλά πολύ τυχερός».
«Δηλητήριο; Δεν καταλαβαίνω…» το μυαλό μου τρέχει στο σημείο, που ο Φόστερ μου δίνει εκείνο το ποτήρι με το κρασί, όμως… ποτέ δε θα με δολοφονούσε, ακόμα και για χάρη των αδελφών μου. Ποιος άλλος ήξερε, για την επιστροφή μας στο Ρίβερντεϊλ; «Που ήταν ο Χάμελιν όλο το πρωί;»
«Στη Γητεύτρα. Ήταν μαζί με τον πρίγκιπα Άλμπερτ ως τώρα. Επίσης δεν ήξερε για τα σχέδιά σας». Απαντάει γεμάτος ειλικρίνεια ο Φόστερ και σκύβει το κεφάλι του ένοχα. «Σας απογοήτευσα κύριε».
«Θα το έκανες, αν ήμουν νεκρός. Από τη στιγμή που δεν είμαι, θα με βοηθήσεις, να εκδικηθώ». Λέω ενθουσιασμένος και τινάζω τα σκεπάσματα από πάνω μου παρά τις αντιρρήσεις της Σελέστ.
«Τι συμβαίνει ακριβώς; Γιατί ο δούκας Χάμελιν, να θέλει, να σε σκοτώσει; Γιατί ο αδερφός σου θέλει, να σκοτώσει εμένα;» ψιθυρίζει ανέκφραστη η Σελέστ κάνοντας τον Φόστερ και εμένα, να γουρλώσουμε ταυτόχρονα τα μάτια μας. «Ξέρω, σας άκουσα, την ώρα που καβγαδίζατε με τον αδερφό σας για μένα. Υπάρχει κάτι, που πρέπει, να ξέρω;»
«Δεν ήξερα, ότι κρυφακούς τώρα». Γρυλίζω επιθετικά και σφίγγω τις γροθιές μου θυμωμένος. Πόσα να άκουσε; «Τα περισσότερα δε σε αφορούσαν».
«Με συγχωρείς. Δεν είναι, ότι το έκανα επίτηδες, αλλά από τη στιγμή που αναφέρθηκε το όνομά μου, το θεώρησα απλή περιέργεια». Απαντάει εκνευρισμένη. «Τι συμβαίνει ακριβώς; Γιατί η οικογένειά σου με θέλει νεκρή; Γιατί σε θέλουν νεκρό;»
«Επειδή και οι δυο σας είστε απειλή για τον πρίγκιπα Φρεντέρικο». Λέει ο Φόστερ για χάρη μου. «Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ είναι ικανός ηγέτης και πολύ αγαπητός στον λαό, ενώ ο μεγάλος του αδερφός το ακριβώς αντίθετο. Και εσείς κατάγεστε από μια οικογένεια ανθρώπων με υπερφυσική ιστορία».
«Σοβαρά τώρα; Στ’ αλήθεια νομίζετε, ότι είμαι μάγισσα ή μπορώ, να κάνω μαγικά;» σαρκάζει σοκαρισμένη η Σελέστ. «Δεν πάτε καλά. Οι πρόγονοί μου ήταν αλχημιστές και ασχολούνταν με τα μεταφυσικά, όμως… αυτό ήταν εκατοντάδες χρόνια πριν».
«Και αν κάνεις λάθος; Αν είσαι διαφορετική και δεν το έχεις ανακαλύψει ακόμα;» γέρνω προς το μέρος της και εκείνη οπισθοχωρεί φοβισμένη. «Ίσως να σου το αποδείξω με κάποιον τρόπο».
«Ναι καλά… πρώτα θα επιστρέψεις στο κρεβάτι και θα ξεκουραστείς». Με διατάζει με φωνή, που δε δέχεται αντιρρήσεις. «Το δηλητήριο σε κάνει, να λες ανοησίες».
Ηλιάνα Κλεφτάκη