Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 1 - Η Ζωή Μετά)


Έσπρωξα την βαριά, ξύλινη πόρτα της ταβέρνας του Σαπιοδόντη και έγινα ένα με τον πανικό που επικρατούσε εκεί μέσα. Ο αέρας στο χώρο ήταν ανυπόφορος και μετά βίας κατάφερα να μην λιποθυμήσω από την δυσοσμία, σταματώντας να αναπνέω από την μύτη και παίρνοντας βαθιές ανάσες από το στόμα. Τα τραπέζια είχαν καλυφθεί από άδεια ποτήρια μπύρας και οι καρέκλες, αν όχι σπασμένες ή ματωμένες, φιλοξενούσαν τα βαριά σώματα πειρατών, κάθε είδους κλέφτη ή δολοφόνου, πικραμένων αντρών ή παρατημένων από τις γυναίκες τους, φτωχών που δεν έχουν που να μείνουν και καπετάνιους πειρατικών καραβιών, όπως τον Ματωμένο Τζακ. Τον οποίο έψαχνα και για αυτόν είχα χωθεί μέσα σε αυτή την σιχαμένη τρύπα.

Την στιγμή που άνοιξα εκείνη την πόρτα, τα μάτια πολλών στράφηκαν πάνω μου. Κοίταξα λίγο γύρω μου και προσπάθησα να εντοπίσω τον Ματωμένο Τζακ, αποφεύγοντας να πετύχω το βλέμμα κανενός από τους παρευρισκόμενους. Δεν είχα την όρεξη για καυγά. Καθώς προχωρούσα, έβγαλα τη μαύρη κάπα από πάνω μου και την στήριξα στο χέρι μου, αφήνοντας τα ως τον ώμο καστανόξανθα μαλλιά μου να χυθούν γύρω από το λαιμό μου. Ακούμπησα με τα δάχτυλά μου την τσέπη του δερμάτινου κορσέ που φορούσα για να σιγουρευτώ ότι το αντικείμενο που είχα να παραδώσω ήταν ακόμη εκεί. Όλες οι φωνές, η μουσική και τα άγρια γέλια είχαν σταματήσει και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος που έκαναν οι μπότες μου στο ξύλινο πάτωμα καθώς περπατούσα. Ήταν και εκείνο το αίσθημα που έχει κανείς όταν κάποιος τον παρακολουθεί έντονα, που με έκανε να ανατριχιάζω και ασυναίσθητα, με το ελεύθερό μου χέρι ακούμπησα το θηκάρι του στιλέτου μου και με το άλλο έσφιξα την καλύπτρα του αριστερού μου ματιού.

«Γκάροου! Δεν σε πληρώνω για να κάθεσαι!» ούρλιαξε ο ταβερνιάρης στον μουσικό που καθόταν με το λαούτο στα χέρια.

Ο Γκάροου μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, έφτιαξε τα λιγδιασμένα μαλλιά του και άρχισε να παίζει μουσική. Ευθύς ένα βάρος έφυγε από πάνω μου, όταν ο χαμός ξέσπασε γύρω μου και κανείς δεν έμεινε να με κοιτά, εκτός από μερικούς περίεργους που απλώς ήθελαν να με χαζέψουν μιας και καμιά γυναίκα δεν μπαίνει ποτέ σε τέτοιες ταβέρνες. Εκτός και αν είναι πληρωμένη δολοφόνος με ένα μάτι. Έτσι αποτελούσα την εξαίρεση, αφού οι ταβέρνες είχαν γίνει σπίτι για μένα.

«Α, Αλιάνα!» ακούστηκε μια φωνή στα δεξιά μου.

Γύρισα να δω ποιος ήταν. Το βλέμμα μου συνάντησε ένα αποκρουστικό θέαμα. Έναν μεσήλικο, σχεδόν φαλακρό άντρα με ένα ηλίθιο χαμόγελο καρφωμένο στο παραμορφωμένο από τις ουλές πρόσωπό του. Του έλειπαν αρκετά δόντια και όσα είχαν μείνει ακόμη, ήταν σάπια και ανέδιδαν μια δυσωδία που ήταν ικανή να σκοτώσει περισσότερα άτομα από την πανούκλα. Αριστερά και δεξιά του κάθονταν δύο άλλοι άντρες που στο βλέμμα τους μπορούσες να δεις τον ίδιο τον θάνατο. Τουλάχιστον είχαμε κάτι κοινό.

«Ο Ματωμένος Τζακ να υποθέσω» είπα.

«Να υποθέσεις» αποκρίθηκε με δυσκολία πριν βάλει τα γέλια. «Πρέπει να είναι ωραίο να χρησιμοποιείς περίεργες λέξεις! Κρίμα που εγώ είμαι της πράξης».

Έκανε νόημα στην ταβερνιάρισσα να έρθει και εκείνη έτρεξε αμέσως προς το μέρος μας.

«Τσακίσου και φέρε τέσσερις μπύρες και μία για την μικρή! Και γρήγορα!» φώναξε.

«Δεν θέλω να πιω» τον διέκοψα «Ήρθα να σου φέρω αυτό που μου ζήτησες και να φύγω. Έχω να κάνω και άλλα πράγματα».

«Ανοησίες! Όταν σε κερνάνε, δεν λες ποτέ όχι. Το όχι δεν καταλήγει ποτέ καλά. Κάτσε λοιπόν!».

Κλότσησε προς το μέρος μου μια καρέκλα, την οποία σταμάτησα λίγο πριν πέσει στο στομάχι μου. Την γύρισα ώστε να βλέπω την πλάτη της και έκατσα με επιφύλαξη. Μετά από λίγο ήρθαν και οι μπύρες. Άφησα την δικιά μου στην άκρη και κοίταξα τον πειρατή.

«Λοιπ-» άρχισα.

«Τσούγκρισε μαζί μου και τα λέμε μετά!» με διέκοψε ο καπετάνιος. Οι δικοί του ξέσπασαν σε γέλια και κατέβασαν τις μπύρες τους σα να ήταν νερό. Ύστερα άρχισαν να γκαρίζουν και να τραγουδούν παράφωνα.

«Νομίζω ότι φτάνει».

Ο πειρατής είχε αρχίσει να με κουράζει. Δεν έκανα τον κόπο να πιάσω το ποτήρι μου. Αντιθέτως, άνοιξα την τσέπη του κορσέ και έβγαλα από μέσα ένα γυάλινο φιαλίδιο, μ' ένα ανοιχτό γαλάζιο υγρό μέσα του. Το ακούμπησα μπροστά μου και περίμενα. Τα μάτια του Ματωμένου Τζακ άστραψαν και άπλωσε το χέρι του προς το φιαλίδιο. Τράβηξα το μπουκαλάκι αστραπιαία πίσω.

«Τα χρήματά μου πρώτα» του υπενθύμισα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

Εκείνος αναστέναξε:
«Γι' αυτό δεν θέλω να έχω παρτίδες με γυναίκες... Μου τρώνε τα λεφτά».

Πέταξε ένα πουγκί προς το μέρος μου και το έπιασα στον αέρα. Τον άφησα να πάρει το φιαλίδιο, κυλώντας το προς το μέρος του. Άνοιξα το πουγκί και έπεσαν πέντε σελίνια από μέσα.

«Τι είναι αυτά;» ρώτησα αγριεμένη στενεύοντας το μάτι μου.

«Τα χρήματά σου» πέταξε αδιάφορα, ενώ εξέταζε το γαλαζωπό υγρό του μπουκαλιού.

«Δεν είναι αρκετά. Σου έφερα μία νεράιδα Ασράι! Και μου δίνεις μόνο πέντε σελίνια;  Αυτό αξίζει τουλάχιστον δέκα λίρες! Το συμβόλαιο έλεγε τόσες!».

«Δέκα λίρες αξίζει το αίμα των Όγκρε. Εξάλλου δεν είναι ολόκληρη η νεράιδα. Μόνο ό, τι απέμεινε από αυτήν. Και τα πέντε σελίνια που σου έδωσα είναι πολλά. Μην παραπονιέσαι».

«Έχεις ιδέα πόσο δύσκολο είναι να βρεις μία Ασράι».

«Γι' αυτό έστειλα εσένα. Εσύ ξέρεις. Και τώρα δίνε του».

Έμεινα να τον κοιτάζω νευριασμένη. Αυτό παραπήγαινε. Με μια γρήγορα κίνηση τον έπιασα από τον γιακά του βρωμερού πουκαμίσου του και τον έφερα κοντά μου. Πράγμα που μετάνιωσα αμέσως, εξαιτίας της μπόχας που ανέδιδε. Το μάτι μου σχεδόν δάκρυσε από αυτή.

«Τα λεφτά μου» μουρμούρισα απειλητικά. «Και αν τα φιλαράκια σου κάνουν τίποτε, θα σου κόψω το λαρύγγι».

Ο Ματωμένος Τζακ έκανε νόημα στους δικούς του να σταθούν στις θέσεις τους και μετά άρχισε να γελά. Ξεφύσησα και τον ταρακούνησα:

«Με άκουσες;»

«Ω, ναι» ψιθύρισε και, χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, έφερε ένα λεπτό μαχαιράκι στην καρωτίδα μου. «Τι λέγαμε για τα λαρύγγια; Λοιπόν, μικρή. Άκου να δεις πως έχει το πράγμα.  Επειδή ξέρω ποια ακριβώς είσαι, δεν σε συμφέρει να με κάνεις εχθρό σου. Άσε με, πάρε τα λεφτά που σου έδωσα και ούτε σελίνι παραπάνω και ξεκουμπίσου πριν αρχίσω κυνηγητό για το τομάρι σου».

Τον άφησα ελεύθερο και έκανα λίγα βήματα πίσω, ενώ εκείνος έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του και το κάρφωσε στο τραπέζι. Ήταν μια παλιά αφίσα επικηρυγμένων με ένα πρόσωπο που μου έμοιαζε, αλλά δεν ήταν ακριβώς εγώ, ζωγραφισμένο σε αυτή, τον λόγο για τον οποίο ήταν καταζητούμενη και το ποσό των δύο χιλιάδων χρυσών νομισμάτων που θα έπαιρνε όποιος την παρέδιδε στο παλάτι.

Για μια στιγμή κοκάλωσα. Ύστερα στράφηκα στον Ματωμένο Τζακ που είχε ήδη κατεβάσει την δεύτερη μπύρα.

«Γιατί δεν με παρέδωσες;» ψέλλισα, προσπαθώντας να μην ακουστώ δυνατά. Αν και κανείς δεν είχε δώσει σημασία στο προηγούμενο συμβάν, μιας και ήταν συχνό φαινόμενο οι καυγάδες μέσα στις ταβέρνες.

«Γιατί κάποιοι σε θέλουν ζωντανή».

Έπιασε άλλη μια μπύρα και την ήπιε μονορούφι. Εγώ έβαλα τα χρήματά μου στην τσέπη μου και υποχώρησα σιγά-σιγά. Μετά από λίγο γύρισα μπροστά και με γρήγορο βηματισμό βγήκα από την ταβέρνα. Έπαιξα λίγο με το πουγκί που φύλαγε τα χρήματά του ο Ματωμένος Τζακ και το οποίο κατάφερα να του αποσπάσω όταν τον έπιασα από το πουκαμίσα και έτρεξα χαμογελώντας προς το σκοτάδι μιας νύχτας χωρίς φεγγάρι, σημαδεύοντας άλλη μια μέρα ελευθερίας, δίχως να σκεφτώ δεύτερη φορά τα λόγια του πειρατή.

Όταν βγήκα από τα δέντρα και πέρασα στο ξέφωτο όπου βρισκόταν καλά κρυμμένη η εγκαταλελειμμένη καλύβα όπου έμενα, είχε πλακώσει το μαύρο σκοτάδι. Τα ξύλινο πάτωμα έτριξε καθώς το πάτησα. Πέταξα την κάπα μου στο πάτωμα και άναψα ένα δαυλό που είχα στερεωμένο στον τοίχο. Απέφευγα να ανάψω το Τζακι γιατί δεν ήθελα ο καπνός που έβγαζε η καμινάδα να προδώσει την θέση μου, όταν φρουροί θα παρατηρήσουν μια φωτιά σε ένα περίεργο μέρος. Το τελευταίο μέρος που ήθελα να βρίσκομαι, είναι η φυλακή. Αμέσως θυμήθηκα το χαρτί που είχαν ζωγραφίσει κατά προσέγγιση το πρόσωπό μου. Είχα χαθεί για δέκα χρόνια από τη θέα του κόσμου και έτσι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν μόνο να φανταστούν πώς είμαι σήμερα. 

«Πώς σκατά ήξερε ο Τζακ για εμένα;».

Έπεσα ξεφυσώντας νευριασμένα με φόρα στο ετοιμόρροπο κρεβάτι μου και έφερα τις παλάμες στο πρόσωπό μου για μια στιγμή. Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε περάσει. Το κυνήγι για την Ασράι με είχε καταβάλει. Το μόνο καλό ήταν ότι οι δουλείες μου αυξάνονταν. Είναι τρομερό το πόσοι άνθρωποι θέλουν να δολοφονήσουν, δηλητηριάσουν, εκδικηθούν με κάθε δυνατό τρόπο άλλους. Το στομάχι μου άρχισε να γουργουρίζει και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα τίποτε να φάω. Θα έπρεπε να πάω στην πόλη για να πάρω κάτι να ικανοποιήσω την πείνα μου, αλλά οι πάγκοι με τα τρόφιμα στην πόλη είχαν ήδη μαζευτεί και το μόνο μέρος μου μπορούσα να γλιτώσω την λιμοκτονία ήταν το κυνήγι.
Μάζεψα το μανδύα μου από το πάτωμα και καλύφθηκα με αυτό. Πήρα το δαυλό και βγήκα έξω κλείνοντας πίσω μου την πόρτα, χωρίς να την κλειδώσω. Εξάλλου δεν είχα τίποτε να μου κλέψουν μέσα εκεί. Την καλύβα αυτή την βρήκα και εγώ άδεια πριν μερικά χρόνια, όταν έτρεχα να ξεφύγω από τους στρατιώτες του βασιλιά που ήθελαν να με εκτελέσουν, δέκα χρόνια πριν. Με κατηγορούσαν για τον θάνατο της μητέρας μου και μιας και ο πατέρας μου με παράτησε, δεν είχα κανένα μάρτυρα που θα μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά μου. Το μόνο που μου έμενε ήταν να τρέξω. Αφού είχα χαθεί μέσα στο δάσος και παραπατούσα από την κούραση, βγήκα στο ξέφωτο αυτό και είδα το εγκαταλελειμμένο σπίτι. Πήγα σχεδόν τρέχοντας σε αυτό και λιποθύμησα τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο εσωτερικό του. Από τότε προσπαθούσα να κρύβομαι και έκλεβα φαγητό και λεφτά για να μπορώ να ζήσω, ώσπου αναγκάστηκα να μάθω να παλεύω για να ξεφύγω από αυτούς που έκλεβα και αργότερα να γίνομαι όλο και καλύτερη στο να περνάω απαρατήρητη. Αν υπήρχαν μάρτυρες να με καρφώσουν, τους έβρισκα και τους έκοβα το λαρύγγι ώστε να μην μπορέσουν να μιλήσουν. Ύστερα, άρχισα να αναλαμβάνω αποστολές που έφερνα εις πέρας για λογαριασμό άλλων, έναντι πληρωμής. Αυτό, βέβαια, μου έβγαλε την φήμη της εκτελέστριας, της δολοφόνου, της κλέφτρας που αποτελούσε απειλή για το βασίλειο και έπρεπε να πεθάνει όσο είναι νωρίς. Κανείς, όμως, δεν είδε ποτέ το αληθινό πρόσωπό μου. Έτσι η φήμη μου κυκλοφορεί πλέον σε πολλά μέρη και όλο και κάποιος υπάρχει σε κάθε γωνία που να καραδοκεί για τα χρυσά νομίσματα που θα πάρει αν δώσει το κεφάλι μου στο βασιλιά.

Και πάντα τους προλαβαίνω.

Η πόλη της Σεβέλ ήταν τεράστια και μπορούσε να προσφέρει πολλά σε πολυταξιδεμένους εμπόρους, γενναίους άντρες που επιθυμούσαν να χριστούν ιππότες, κρυφές ερωμένες, λόρδους που υπηρετούσαν το βασιλιά, ανθρώπους που ήθελαν να γευτούν το καλύτερο και νοστιμότερο κρασί που παραγόταν από τα περίφημα αμπέλια της και σε δολοφόνους. Είχε στην κατοχή της την πιο εύφορη γη, με τις ανοιχτές πεδιάδες και τα χρυσά της στάχυα, τα καταπράσινα δέντρα γεμάτα καρπούς, τα ευωδιαστά αμπέλια και την απέραντη θέα που κάθε ζωγράφος ερωτευόταν. Την γαλανή της θάλασσα με τα καράβια του βασιλείου να την σχίζουν μεταφέροντας κάθε λογής πολιτισμό και εμπορεύματα, τα ψηλά της βουνά που όταν ο ήλιος έδυε βάφονται κόκκινα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν από τις πιο όμορφες πόλεις στον κόσμο. Και όντως ήταν. Στην πάροδο του χρόνου αποτέλεσε αφορμή έριδας και πολέμων μεταξύ άλλων βασιλείων, μα πάντα υπερασπιζόταν σθεναρά και πάντα νικηφόρα τον εαυτό της.

Το βασίλειο ήταν γνωστό για τις πολλές νίκες του λαμπρού στρατηγού και βασιλιά...



Ella Sarlot