Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 2 - Το κυνήγι)

Την επόμενη μέρα και όταν ο ήλιος είχε απλώσει τις χρυσές αχτίδες του στην πόλη, πήγα ξανά στην ταβέρνα του Σαπιοδόντη. Ο ταβερνιάρης μόλις με είδε, χαμογέλασε πλατιά.

«Νέο συμβόλαιο!» μου ανακοίνωσε ψιθυριστά όταν έκατσα. «Και μάλιστα καλό!».

«Πόσα;» ρώτησα ανόρεχτα.

Ο Σαπιοδόντης ήταν ο ταβερνιάρης τούτης εδώ της τρύπας. Το αληθινό όνομά του δεν έχω ιδέα ποιο ήταν και ούτε μπήκα στον κόπο να ρωτήσω. Για κάποιο λόγο νομίζω πως ούτε ο ίδιος θα ήθελε να το αποκαλύψει. Ήταν ένας κοντός, σχετικά μεγάλος άντρας, καραφλός, με μικρά και σχιστά καφέ μάτια και την μεγαλύτερη κοιλιά που έχω δει σε όλο το βασίλειο. 

Τον είχα γνωρίσει πέντε χρόνια πριν, όταν προσπαθούσα να βρω δουλειές για να επιβιώσω. Μετά από βδομάδες δεν είχα αναλάβει τίποτα και οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν σιγά-σιγά από την ασιτία. Ούτε και εγώ ξέρω πως κατέληξα στην ταβέρνα. Μου έδωσε ένα πιάτο φαΐ, με την συμφωνία ότι θα μου έβρισκε δουλειές και θα κρατούσε το 1/4 του μεριδίου μου. Αυτό το μερίδιο το κρατούσε κρυφά από την γυναίκα του και το έχανε σε παιγνίδια που έπαιζε με πειρατές ή κανένα ξεσπιτωμένο κακομοίρη. Με τόσες ήττες, δεν ήξερα γιατί ακόμα συνέχιζε να ποντάρει, πάντως φαινόταν ότι το διασκέδαζε. Από τότε, μου έφερνε συνέχεια συμβόλαια και με κάλυπτε όταν κανείς ψάρευε για το κορίτσι με το ένα μάτι. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν με έδωσε, αφού θα γινόταν πλούσιος με τα χρυσά νομίσματα, μου απάντησε γελώντας δυνατά, «Και όταν τα χαλάσω εκείνα, ποιος θα μου δώσει άλλα;». 

Η απάντησή του δεν με είχε πειράξει. Αντιθέτως την έβρισκα ειλικρινέστατη και λογική. Ο Σαπιοδόντης ήταν ο μόνος άνθρωπος που δεν με παράτησε για έναν εγωιστικό λόγο. Κάτι στο οποίο ο πατέρας μου δεν είχε φανεί αντάξιος. Ο πατέρας μου... Είχα ξοδέψει χρόνια να κλαίω για εκείνον και να τον ψάχνω σε κάθε στενό και κάθε σπίτι, μαγαζί και πορνείο της πόλης. Αλλά δεν ήταν πουθενά. Είχε εξαφανιστεί και με παράτησε μόνη μου, να κολυμπώ στο αίμα της μητέρας μου, ώσπου να σπάσουν την πόρτα μας οι φρουροί και να εξαπολύσουν άγριο κυνηγητό για το κεφάλι μου. Ακόμη ελπίζω να τον βρω κάποια μέρα. Να τον ρωτήσω γιατί. Να μάθω τον αληθινό λόγο.
 
«Μικρή, με ακούς;» ρώτησε ο Σαπιοδόντης γέρνοντας το κεφάλι του προς τα εμένα, πριν φτύσει μέσα σε μια ξύλινη κούπα και την καθαρίσει με ένα πενταβρώμικο πανί.

«Μμ, ναι... Πόσα είπες ότι μας δίνουν;» ρώτησα ξερά.

Ο Σαπιοδόντης έβηξε και άφησε την κούπα πάνω στον ψηλό ξύλινο πάγκο. Ύστερα ήρθε κοντά μου και μουρμούρισε, «Εκατό χρυσά».

Πνίγηκα στο σάλιο μου και τον κοίταξα με περιέργεια. «Γιατί τόσα πολλά; Ποιός είναι;».
 
Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και συνέχισε να τρίβει την βρώμικη κούπα. «Αυτό δεν το ρώτησα. Ο πελάτης ήταν... μυστικός. Ένα ψειριάρικο πιτσιρίκι έφερε το γράμμα τούτο».

Ευθύς το αίμα μου πάγωσε και αναρίγησα.

«Κάποιος στα ψηλά είναι. Για να μην θέλει να μαθευτεί το όνομα, θα είναι κάποιο σημαντικό πρόσωπο. Σαπιοδόντη που θα μπλέξω;» αναρωτήθηκα σχεδόν άγρια.

«Νομίζω ότι το σκέφτεσαι πιο πολύ από ότι πρέπει, Αλιάνα. Εσύ δεν πρέπει να ρωτάς πολλά. Απλά τράβα και κάνε την δουλειά. Κάνε μας πλούσιους, μικρή» απάντησε κουρασμένος.

Και έτσι έκανα. Δίχως να ρωτήσω τίποτε άλλο, απλά ξεκίνησα το κυνήγι. Το γράμμα έγραφε ότι όταν ο ήλιος άρχιζε να δύει, μια παλιά σκούρα καφέ άμαξα θα περνούσε από την κεντρική πλατεία και θα κατέληγε στο πορνείο του Μαύρου Γάτου. Κάπου στο ενδιάμεσο θα γινόταν μια στάση για να μπει το θύμα μου και να φτάσει στον λυτρωτικό προορισμό του. Εγώ έπρεπε να μπω στην άμαξα κρυφά και να τον σκοτώσω επιτόπου και να φύγω, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα. Εύκολο στα λόγια, αλλά δύσκολο στην πράξη.

Έτσι λοιπόν, έστησα καρτέρι πάνω στη στέγη ενός μαγαζιού που έβλεπε στην πλατεία και περίμενα. Μόλις είδα την άμαξα να μπαίνει στην πλατεία και να στρίβει σε ένα από τα πιο κακόφημα στενά, σφύριξα στον Χάρου που πετούσε από πάνω μου, δίνοντάς του την εντολή να ελέγξει το στενό για τυχόν… Προβλήματα. Προχώρησα προσεκτικά πάνω στα κεραμίδια και ύστερα από λίγο, σήκωσα το χέρι μου ψηλά και προσγειώθηκε στον καρπό μου το καφετί γεράκι. 

«Λοιπόν, παλιόφιλε;» μουρμούρισα, χαϊδεύοντας το κεφάλι του απαλά.

Εκείνο έκρωξε δυνατά και τέντωσε τα φτερά του. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το στενό. Το πεδίο ήταν ελεύθερο. Δεν μου άρεσε. Αυτή η δουλειά μου βρώμαγε από την αρχή, αλλά τώρα σιγά-σιγά τα κομμάτια έμπαιναν στην θέση τους. Άφησα τον Χάρου να πετάξει και με πιο γρήγορο ρυθμό, έφτασα στην ίδια ευθεία με την σταματημένη, πλέον, άμαξα.

Φρουροί πουθενά... Προσοχή καμία. Η περιέργειά μου με έκανε ανυπόμονη. Αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, τουλάχιστον άμεσος, πήδηξα στην απέναντι στέγη και κατέβηκα ένα επίπεδο πιο κάτω, ακουμπώντας στο μικρό παράθυρο που εξείχε και έπειτα πηδώντας στο διπλανό μπαλκόνι. Κρεμάστηκα στα σκουριασμένα κάγκελα του, και άφησα τα χέρια μου ελεύθερα. Προσγειώθηκα στο έδαφος με ένα σιγανό γδούπο. Σηκώθηκα αμέσως, έτρεξα προς την άμαξα και μπήκα μέσα. Το εσωτερικό της ήταν εντελώς απεριποίητο και τα καθίσματα σκισμένα. Ένα άσχημο συναίσθημα ήρθε και φώλιασε στο στήθος μου. Όλο αυτό μου φαινόταν υπερβολικά εύκολο ως τώρα. Χώθηκα κάτω από το κάθισμα και προσπάθησα να μείνω ακίνητη στην μικροσκοπική μου κρυψώνα.

Μετά από λίγο, η πόρτα άνοιξε και η άμαξα έγειρε προς τα αριστερά από το βάρος του επιβάτη. Η πόρτα έκλεισε και η άμαξα ξεκίνησε την πορεία της. Περίμενα λίγο. Ο επιβάτης άφησε ένα βαρύ αναστεναγμό πόνου και άπλωσε τα πόδια του μπροστά μου. Μονομιάς, έβγαλα το στιλέτο από το θηκάρι του και με φόρα πετάχτηκα έξω. Το θύμα μου φορούσε, ένα μακρύ μανδύα που τον κάλυπτε ολόκληρο και κουκούλα που με εμπόδιζε από το να δω όλο το πρόσωπό του. Εκείνος είχε μόνο το στόμα ανοιχτό, σα να προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Όταν με είδε, άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου. Με έναν ελιγμό σήκωσα το στιλέτο και το κάρφωσα στον θώρακά του, κατεβάζοντας το προς τα κάτω, ανοίγοντας του το στομάχι. Δεν πρόλαβε ούτε να ουρλιάξει. Τα σωθικά του χύθηκαν στο πάτωμα της άμαξας και το πιτσίλισαν με αίμα. Τα μάτια μου άστραψαν και πριν φύγω κατέβασα την κουκούλα του. Την στιγμή που είδα το πρόσωπό του πάγωσα και έπεσα προς τα πίσω. Η άμαξα κουνήθηκε βίαια και άκουσα τον οδηγό να σταματά τα άλογα.

«Όλα καλά μέσα;» ρώτησε περίεργος ο οδηγός.

Κοίταξα το μελανιασμένο πρόσωπο του Σαπιοδόντη και τα γόνατά μου λύθηκαν. Έκατσα στο πάτωμα και έμεινα να τον κοιτάζω... Το πρόσωπό του ήταν μπλαβιασμένο, το στόμα του ορθάνοιχτο και τα μάτια του γυρισμένα προς τα πίσω, έτσι ώστε να φαίνεται μόνο το ασπράδι. Τον πλησίασα και μια έντονη, αλλά γλυκιά μυρωδιά έφτασε στη μύτη μου. Κρασί με ακόνιτο. Κάποιος είχε δηλητηριάσει τον ταβερνιάρη πριν τον βάλει στην άμαξα. Κάποιος μου είχε στήσει παγίδα. Και εγώ είχα πέσει κατευθείαν μέσα της.  

Όταν ο οδηγός δεν πήρε απάντηση κατέβηκε από την θέση του και χτύπησε την πόρτα. Με ένα σιγανό, «Συγγνώμη» προς το νεκρό, βγήκα γρήγορα από την άλλη για να πέσω πάνω σε μια σειρά από φρουρούς. Έκανα ένα βήμα πίσω πανικόβλητη όταν άκουσα μια βαθιά αντρική φωνή.

«Σε βρήκα», ανακοίνωσε θριαμβευτικά. «Σε βρήκα, Νεκροφιλημένη».

Γύρισα προς τα πίσω και ήρθα αντιμέτωπη με τον πρίγκιπα Κάιν. Τον διάδοχο του θρόνου και οδηγό της άμαξας. Έμεινα να κοιτάζω σαν χάνος την μορφή του. Το γεροδεμένο του ανάστημα και τα σχεδόν αφύσικα ξανθά σαν τα στάχυα μαλλιά του. Τα πράσινα του μάτια, εκείνα  τα σμαράγδια, ανεβοκατέβαιναν εξεταστικά επάνω μου. Τα λεπτά χείλη του σχημάτισαν ένα μειδίαμα και στερέωσε το δεξί του χέρι πάνω στη λαβή του σπαθιού του. Με είχε αποκαλέσει Νεκροφιλημένη. Τι στο διάβολο ήταν αυτό; Πέρασε το αριστερό του χέρι μέσα από τα μαλλιά του, ανακατεύοντάς τα, πριν φωνάξει:

«Πιάστε τη».

Οι φρουροί όρμησαν κατά πάνω μου. Την ίδια στιγμή, με φόρα πιάστηκα από την άμαξα και ανέβηκα επάνω της, πριν πηδήξω στον απέναντι τοίχο ενός σπιτιού και σκαρφαλώσω στη στέγη του. Δεν περίμενα άλλο και άρχισα να τρέχω. Ένιωθα, όμως, τα μάτια του πρίγκιπα να ακολουθούν κάθε μου κίνηση, σα να με παρατηρούσε. Σα να ήξερε ότι έπαιζα στο παιγνίδι του.

Έτρεχα από στέγη σε στέγη, προσπαθώντας να αναπνεύσω από την μύτη και να μην κάνω κατάχρηση του οξυγόνου μου. Θα κουραζόμουν πιο γρήγορα αν ανέπνεα βιαστικά. Με ευκολία είχα ξεφύγει από τους φρουρούς και αναρριχήθηκα σαν άγριο ζώο στα μισοδιελυμένα χαμόσπιτα. Το γεράκι μου πετούσε ακριβώς από πάνω μου. Ξαφνικά έκρωξε και έστριψα το βλέμμα μου στα αριστερά. Έσκυψα αμέσως και ξέφυγα από το βέλος που ερχόταν κατά πάνω μου.

«Ανάθεμά τους» μουρμούρισα νευριασμένη και πήδηξα στην απέναντι στέγη. 

Σταμάτησα λίγο και κοίταξα πίσω μου. Οι φρουροί που μπορούσαν να με ακολουθήσουν ήταν ελάχιστοι, αλλά στοιχημάτιζα ότι με περίμεναν πολλοί περισσότεροι όταν αποφάσιζα να κατέβω από τις στέγες. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και είδα τον Χάρου να κάνει κύκλους από πάνω μου. Κάποιος πλησίαζε. Ξανακοίταξα πίσω μου, αλλά δεν είδα κανένα. Περίεργο. Αστραπιαία γύρισα μπροστά μου και με αργά, σταθερά και αθόρυβα βήματα κρύφτηκα πίσω από μια μαυρισμένη καμινάδα και αφουγκράστηκα.

Τον άκουσα σχεδόν αμέσως. Τα βήματά του ήταν προσεκτικά και μετρημένα. Ήξερε τι έκανε… Αυτός ήταν πολύ καλύτερος από το άχρηστο προσωπικό του παλατιού και της πόλης. Δεν θα ήταν εύκολο να τον προσπεράσω. Μετακινήθηκε προς τα δεξιά και έστριψα την πλάτη μου προς τα αριστερά της καμινάδας, έτσι ώστε όταν ερχόταν στο σημείο μου, να είχα ελεύθερο το πεδίο και να εξαφανιζόμουν μια και καλή. Μόλις κατάλαβα ότι προχώρησε και άλλο, άνοιξα το βήμα μου και ετοιμάστηκα να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Την στιγμή που έκανα μια μικρή δρασκελιά, άκουσα το μακρόσυρτο κρώξιμο του Χάρου. 

Κάτι ήταν λάθος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Με το που βγήκα στο φως, ένα χέρι ήρθε και έπιασε τον ώμο μου τραβώντας με προς τα πίσω βίαια. Μια μικρή κραυγή έκπληξης ξέφυγε από τα χείλη μου όταν έχασα το πάτημα μου και η μπότα μου βρήκε στα σπασμένα κεραμίδια. Άρχισα να κουτρουβαλώ και να γλιστράω προς το κενό. Προσπάθησα να πιαστώ από το οτιδήποτε και το χέρι μου βρήκε σε ένα σκοινί που ήταν δεμένο στην άκρη της στέγης. Το έπιασα ακριβώς την στιγμή που βρέθηκα στον αέρα, μερικά μέτρα πάνω από την γη. Τρομοκρατημένες φωνές ακούστηκαν από κάτω μου.
«Αυτό μου έλειπε τώρα» γκρίνιαξα. 

Χωρίς να χάσω χρόνο, κατέβηκα το σκοινί και τα πόδια μου ακούμπησαν απαλά το έδαφος. Γύρισα το κεφάλι μου προς κάθε κατεύθυνση, προσπαθώντας να προσανατολιστώ. Ήμουν στις πιο φτωχές γειτονιές και τα κατατόπια μου ήταν σχετικά γνωστά. Το βλέμμα μου επικεντρώθηκε στην στέγη απ' όπου είχα πέσει. Στην άκρη της καθόταν μια μαυροφορεμένη φιγούρα. Ο πρίγκιπας. Μόλις με είδε κινήθηκε γρήγορα και εξαφανίστηκε από την στέγη. Ο κόσμος με κοιτούσε παράξενα και μου άδειασαν το δρόμο, όταν άρχισα να τρέχω. Ο συνωστισμός ήταν μεγάλος και θα μου ήταν εύκολο να κρυφτώ ανάμεσα σε κάποιο πάγκο με τρόφιμα, αλλά θα δυσκολευόμουν στο να ξεφύγω. Έστριψα αριστερά στο στενό και βρέθηκα σε μια σκοτεινή αλέα. Συνέχισα να τρέχω, ώσπου πετάχτηκαν μπροστά μου δύο φρουροί.

«Ακίνητη!» ούρλιαξαν.

Έκοψα αργά-αργά το βήμα μου και τους κοίταξα. Το κυνηγητό μου είχε αρχίσει να με νευριάζει. Ξεφύσησα και έφερα το χέρι μου στην καλύπτρα του ματιού μου. Με μια κίνηση την έλυσα και έστρεψα τα μάτια μου στους φρουρούς. Μόλις τα μάτια τους συνάντησαν τα δικά μου, πέτρωσαν. Όταν έκανα ένα βήμα, άρχισαν να πίσω-πατούν. Ένα ανατριχιαστικό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη μου.

«Αχ! Επιτέλους! Είμαι ελεύθερη!» αναφώνησε και τέντωσε τα χέρια της ψηλά. «Μμμ…» είπε γουργουρίζοντας από ηδονή. «Αλιάνα, πρέπει να με αφήνεις να βγαίνω έξω πιο συχνά!» συνέχισε μιλώντας στον εαυτό μου.
 
Το σώμα μου πλέον δεν το έλεγχα εγώ, αλλά εκείνη.

Έσκυψε το κεφάλι και χαμογέλασε. Ξανακοίταξε τους φρουρούς και πριν προλάβουν να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρά τους είχε γίνει καπνός. Ένας ανοιχτός γαλάζιος, στα όρια του λευκού καπνός, ο οποίος όρμησε εναντίον τους. Την στιγμή που τους έφτασε, εκείνη ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της. Οι φρουροί ταράχτηκαν, αλλά δεν πρόλαβαν να κάνουν άλλο βήμα ή να σηκώσουν τα σπαθιά τους εναντίον της, όταν με δυο λεπτές κινήσεις, τόσο φυσικές, τους έσφαξε. Τα μάτια της γυάλισαν με το που το αίμα πετάχτηκε σαν πίδακας από τις πληγές. Έφερε το ματωμένο στιλέτο της μπροστά από το πρόσωπό της και κοιτάχτηκε. Ακούμπησε το δεξί της καφέ μάτι και το κάλυψε με το ελεύθερό της χέρι. Το αριστερό της μάτι, έμεινε να κοιτάζει την αντανάκλαση του. Εκείνο το λαμπερό, γαλάζιο, το σχεδόν λευκό καταραμένο μάτι της. Γέλασε σιγανά και έφερε το στιλέτο στο στόμα της. Γεύτηκε το αίμα πάνω του και η γλώσσα της δεν σταμάτησε να αποζητά και άλλο. Άφησε μια μικρή κραυγή πόνου, όταν δεν έμεινε άλλο αίμα πάνω του.

«Τόσο σύντομα;» παραπονέθηκε και κοίταξε τα πτώματα που τα στόματα τους έχασκαν σε μορφασμό έκπληξης και το αίμα τους έγινε ένα με την λάσπη. Έφερε την καλύπτρα στο αριστερό της μάτι και την έδεσε πίσω στο κεφάλι της. Με μια απότομη ανάσα, επέστρεψα και συνέχισα να τρέχω, χωρίς να δω την σκιά του πρίγκιπα που με ακολουθούσε υπομονετικά.

Ella Sarlot