Summer Solstice (Κεφάλαιο 15)

ΣΕΛΕΣΤ

Φυσάει ένας απαλός άνεμος και ανακατεύει τα μακριά, καστανά μαλλιά μου ρίχνοντάς τα μπροστά στο πρόσωπό μου. Είναι ζεστός και η ευωδία της θαλασσινής αύρας γεμίζει με ιώδιο τα πνευμόνια μου. Μυρίζει, σαν να είναι καλοκαίρι και όχι ο παγωμένος Δεκέμβρης που κάνει όλη την πλάση, να τουρτουρίζει από το κρύο του. Κλείνω τα μάτια μου ήρεμη και παραδίνομαι στους ήχους του περιβάλλοντός μου και το αόρατο άγγιγμα του ανέμου που συγκλονίζει το κορμί μου. Ακούω το μυστικό τραγούδι του Μαύρου Τριαντάφυλλου, που μόνο το πλήρωμα καταλαβαίνει.
Το Μαύρο Τριαντάφυλλο είναι ένα τρικάταρτο, πολεμικό ιστιοφόρο. Το ξύλο του είναι πολύ σκούρου χρώματος σχεδόν μαύρου και στολισμένο με ανάγλυφα σχέδια στα πλευρά και την πλώρη. Έχει χαμηλότερη πλώρη από την πρύμνη και κατασκευή που του επιτρέπει μεγαλύτερη ευστάθεια και χαμηλότερο πρόστεγο για μεγαλύτερη ταχύτητα και ευελιξία. Δεν είναι τόσο μεγάλο, όσο του Γκασπάρντ, όμως είναι αρκετά ικανό, για να προκαλέσει πανικό. Έχει δύο σειρές κανόνια και από τις δυο πλευρές, ενώ ακόμα μια σειρά με μικρότερα πολυβόλα διατρέχει οριζόντια το άνοιγμα κάτω από την καμπίνα του καπετάνιου. Οι γάμπιες φουσκώνουν πάνω στα κατάρτια δίνοντας ώθηση στο πλοίο μπροστά, ενώ ο φλόκος καθορίζει την πορεία του. Τα κύματα χτυπούν στην πρύμνη κάνοντας το γαλιόνι, να γουργουρίζει κυριαρχικά.

Στην κορυφή του μεγαλύτερου καταρτιού η πειρατική σημαία του Μαύρου Τριαντάφυλλου κυματίζει περήφανη. Είναι μια νεκροκεφαλή, που συνοδεύεται από ένα σπαθί και ένα τριαντάφυλλο τοποθετημένα χιαστί κάτω από το τρομαχτικό κρανίο. Χαμογελάω ανακουφισμένη με την ασφάλεια, που νιώθω, καθώς βρίσκομαι εδώ και κοιτάζω πέρα από την πλώρη τον μακρινό ορίζοντα ξέροντας, πως σύντομα θα βρίσκομαι στον προορισμό μου και θα φέρω εις πέρας την αποστολή μου. Θα καταστρέψω την Κρήνη του Σύμπαντος, ώστε κανένας να μην μπορέσει, να την χρησιμοποιήσει για κακό σκοπό.

Ένα χέρι γλιστράει στον ώμο μου και τον σφίγγει κτητικά. Ο άντρας με την σιδερένια μάσκα με γυρνάει προς το μέρος του και ακουμπάει το μέτωπό του στο δικό μου. Τα μάτια του είναι σκοτεινά και δεν μπορώ, να διακρίνω το ιδιαίτερο χρώμα τους, όμως μέσα τους υπάρχει μια λάμψη, που έχω ξανασυναντήσει. Τα δάχτυλά του σφίγγουν πίσω από τον αυχένα μου και με τραβούν ακόμα πιο κοντά, ενώ τα δικά μου γλιστρούν στο πρόσωπό του.

«Άσε με, να δω το πρόσωπό σου». Ψιθυρίζω σιγανά, σαν να μην θέλω, να τον τρομάξω. Ο άντρας χαμογελάει νευρικά, όμως δεν απομακρύνεται. «Άσε με, να ανακαλύψω την ταυτότητά σου».

Τα νύχια μου χώνονται στο μικρό άνοιγμα της μάσκας, που καλύπτει το σαγόνι του και την τραβούν προς τα πάνω. Γένια γρατσουνίζουν το δέρμα μου, καθώς βυθίζονται μέσα τους και ακουμπούν το σκληρό, αρρενωπό δέρμα. Τα μάτια που με αντικρίζουν είναι διαφορετικά. Ένα καστανό και ένα γαλάζιο. Μπράιντεν! Είχα την αίσθηση, ότι ήταν εκείνος, αλλά δε θα το φανταζόμουν ποτέ, ότι θα με έσωζε και θα με μετέφερε με το πειρατικό του πλοίο στο σπίτι των προγόνων μου. Εκεί που ξεκίνησαν όλα. Δε φανταζόμουν ποτέ, ότι το αγόρι που γνώρισα στους κήπους της Μπουργκότζια, είναι ο πειρατής, που έχω μπροστά μου αυτή τη στιγμή. Ονειρεύομαι, σωστά; Οτιδήποτε μπορεί, είτε να είναι ψεύτικο, είτε να είναι αποκύημα της ζωηρής φαντασίας μου.

«Πως είναι δυνατόν;» μουρμουρίζω παραξενευμένη με τον εαυτό μου. «Γιατί σε φαντάζομαι;»

«Γιατί εγώ έρχομαι στα όνειρά σου Σελέστ». Απαντάει φυσικά και μου χαμογελάει. Στενεύω τα φρύδια μου μπερδεμένη.

«Δεν… δεν νομίζω, πως καταλαβαίνω. Αυτό είναι μόνο ένα όνειρο, έτσι;» σαστίζω, όμως ο Μπράιντεν δεν κάνει κανένα αρνητικό νεύμα.

«Όχι δεν είναι. Είσαι εσύ και εγώ φυλακισμένοι σε έναν κόσμο, που κατασκεύασα στο μυαλό μου. Είναι μια ικανότητα, που διαθέτω. Μπορώ, να επισκέπτομαι τον οποιοδήποτε, είτε κοιμάται, είτε είναι ξύπνιος, να του επιβάλλω τη θέλησή μου. Ότι και να κάνω, κάποιες επιδράσεις, θα υπάρχουν στο παρόν του».

«Δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο». Αμφιβάλω γι’ αυτά, που λέει. Μου αποκαλύπτει, πως χρησιμοποιεί μαγεία; «Δεν… πιστεύω σε κάτι φανταστικό».

«Άσε με, να σου το αποδείξω τότε». Κάνει ένα βήμα κοντύτερα και γέρνει το κεφάλι του προς το πρόσωπό μου.

Τα χείλη μας αγγίζονται απαλά, πριν προλάβω, να αποτραβηχτώ και κλείνουν σφιχτά το ένα πάνω στο άλλο. Η γλώσσα του δροσίζει τη φωτιά, που σιγοκαίει στον λαιμό μου, αλλά αντί να την σβήσει, την φουντώνει περισσότερο. Τρυφερά διατρέχει το περίγραμμα του αυτιού και του λαιμού μου, της κλείδας και του ώμου μου και σταματάει ανάμεσα στα καμπυλωτά, αισθησιακά στήθη μου. Φιλάει επίμονα το δέρμα μου και με δαγκώνει ελαφρά σημαδεύοντάς με.

«Αν είσαι πράγματι εσύ και δεν σε φαντάζομαι… μπορείς, να μου πεις, τι κάνει η μητέρα μου;» τον ρωτάω λυπημένη και ανήσυχη για την κατάστασή της. «Μπορείς, να με βοηθήσεις, να καταστρέψω την Κρήνη του Σύμπαντος;»

«Να την καταστρέψεις! Γιατί;» σοκάρεται. «Γιατί θες, να καταστρέψεις κάτι τόσο όμορφο και αρχαίο. Η Κρήνη είναι η κληρονομιά, που άφησαν οι πρόγονοί μας σε εμάς…»

«Όσο σημαντική και αν είναι η ιστορική της αξία, υπάρχουν πολλοί, που θα θελήσουν, να την κατακτήσουν, για να σπείρουν τον πανικό και τον πόνο στον κόσμο. Λέγονται τόσα άσχημα πράγματα για την Κρήνη, που ειλικρινά δεν έχω ιδέα, ποιος μπορεί, να είναι το χειρότερο». Παραδέχομαι σφιγμένα. «Θα ξυπνήσουν τα πλάσματα των αρχαίων χρόνων, ο κόσμος θα τυλιχτεί στις φλόγες και θα καταστραφεί ή ο κλέφτης της Κρήνης θα διοικεί το σύμπαν; Η πρώτη μου επιλογή ήταν, να την κρύψω, αλλά πάντα θα την κυνηγούν. Οπότε αν καταστραφεί…»

Ο Μπράιντεν απομακρύνεται από μένα και σφίγγει τα χέρια του σε γροθιές. Τα χείλη του είναι μια ίσια, λεπτή γραμμή και το ύφος του μου δείχνει, πως έχει πολλά, να πει, όμως προφανώς δεν ξέρει, τι λέξεις να χρησιμοποιήσει.

«Δε θα σε βοηθήσω, να καταστρέψεις κάτι τόσο όμορφο. Δε θα σου το επιτρέψω». Μου φωνάζει θυμωμένος στερώντας μου κάθε ελπίδα. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν πρέπει, να χρησιμοποιήσει την Κρήνη. «Θα την προστατέψω από τους εχθρούς της».

Με αυτά τα λόγια ο Μπράιντεν τερματίζει το όνειρο και εγώ ξυπνάω σε ένα δωμάτιο, που δεν είναι το δικό μου. Η βαριά του διακόσμηση και τα ξένα χαρακτηριστικά μου φέρνουν αναμνήσεις στο μυαλό. Αναστενάζω και τρίβω τα μάτια μου κουρασμένη. Πρέπει, να αποκοιμήθηκα, καθώς πρόσεχα τον ύπνο του πρίγκιπα Γκασπάρντ. Φοβάμαι, να παραδεχτώ, ότι κάποια στιγμή θα τον χάσω, όπως έχασα τους γονείς μου. Δεν σημαίνει πολλά για μένα, αλλά θα γίνει η οικογένειά μου μόλις τον παντρευτώ. Θα είναι υποχρέωσή μου, να τον φροντίζω και να ανησυχώ για την υγεία του, να τον κάνω ευτυχισμένο.

Στριφογυρίζω για λίγο ανήσυχη κάτω από τα σκεπάσματα και έπειτα τινάζομαι, σαν να με δάγκωσε φίδι, όταν συνειδητοποιώ σε ποιανού το κρεβάτι βρίσκομαι. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν φαίνεται πουθενά στο δωμάτιο τριγύρω. Θα με απόθεσε στη θέση του, μόλις με πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και εκείνος θα έφυγε. Ποιος ξέρει για που; Ο ανόητος! Κάποιος προσπάθησε, να τον δηλητηριάσει και σχεδόν τα κατάφερε. Αν δεν ήξερα από βοτανολογία, ώσπου να έρθει ο γιατρός από την πόλη, η κατάστασή του θα είχε γίνει πολύ κρίσιμη και ίσως να πέθαινε αβοήθητος. Τι νομίζει, πως κάνει με το σώμα του τόσο αδύναμο;

Γρυλίζοντας αποδοκιμαστικά σηκώνομαι από το κρεβάτι και βγαίνω στον διάδρομο. Πέφτω πάνω στον Φόστερ, που ανασηκώνει τα φρύδια του έκπληκτος, σαν να μην πιστεύει στα μάτια του. Παραδέχομαι, πως ήταν άπρεπο, να κοιμηθώ στην κρεβατοκάμαρα ενός άντρα, παρόλα αυτά δεν πρόκειται, να δικαιολογηθώ για κάποιον, που σύντομα θα γίνει ο σύζυγός μου.

«Που είναι;» τον ρωτάω απότομα. «Γιατί τον άφησες, να βγει στην κατάστασή του; Δεν το πιστεύω, πως με πήρε ο ύπνος».

«Ηρέμησε. Ο πρίγκιπας είναι μια χαρά και εσύ χρειάζεσαι ύπνο. Κάτω είναι και παίρνει πρωινό. Θέλεις, να τον συντροφεύσεις;» με ρωτάει με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του και μου απλώνει το χέρι του, όμως αρνούμαι, να το πάρω. «Άκουσα, ότι έως το μεσημέρι θα έχουμε επιβιβαστεί στο Τίβερτον. Τα πράγματά σας έχουν ήδη μεταφερθεί στην καμπίνα του καπετάνιου».

«Αλήθεια;» ένα σύννεφο πανικού σκοτεινιάζει το πρόσωπό μου.

Αν επιβιβαζόμαστε στο Τίβερτον σημαίνει, ότι ο καιρός έφτιαξε και σύντομα θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας για το νησί των Θαυμάτων ή το Στάρενιθ. Ποιος ξέρει; Πλησιάζουμε στην Κρήνη και δεν έχω ιδέα, τι να κάνω, για να αποτρέψω τον πρίγκιπα από το, να την αναζητήσει. Ο Μπράιντεν φάνηκε ιδιαίτερα επιθετικός, όταν θίχτηκε το θέμα της καταστροφής της και δεν είμαι σε θέση, να κρίνω την συμπεριφορά του. Αφότου έγινα δεκαοχτώ έμαθα για την ύπαρξή της και ακόμα δεν γνωρίζω, ποιες είναι οι αρμοδιότητές της. Από την άλλη ο Μπράιντεν την προστατεύει εδώ και πολύ καιρό, αλλά γιατί να το κάνει, αν μπορεί άνετα, να την καταστρέψει; Κάτι δεν μου κολλάει σε όλο αυτό. Μήπως και εκείνος θέλει, να την χρησιμοποιήσει;

«Νομίζω, πως θα επιστρέψω στο δωμάτιό μου. Εφόσον ο πρίγκιπας είναι καλά, υποθέτω, πως μπορώ, να ξεκλέψω λίγες ακόμα ώρες ύπνου». Αποκρίνομαι γέρνοντας το κεφάλι μου ελαφρά στο πλάι. «Θα τον προσέχεις, έτσι δεν είναι;»

«Ανησυχείς για την υγεία του;» ρωτάει ο Φόστερ χαμογελώντας μου με έναν τρόπο, που κάνει τα μάγουλά μου, να κοκκινίσουν. «Δεν είναι κάτι, για το οποίο πρέπει, να ντρέπεσαι».

«Δεν ντρέπομαι για τίποτα και δεν είμαι κακός άνθρωπος, για να μη με νοιάζουν τα προβλήματα των ανθρώπων γύρω μου. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ παραλίγο να χάσει τη ζωή του χτες το βράδυ και σήμερα προφανώς συμπεριφέρεται, σαν να μη συνέβη τίποτα απολύτως». Απαντάω με ειλικρίνεια. «Οπότε ναι… ανησυχώ για την υγεία του. Μακάρι, να ήταν όλοι τόσο δυνατοί όσο αυτός». Σκέφτομαι τη μητέρα μου και αναστενάζω με την ατυχία της.

Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε και η μητέρα μου ίσως πεθάνει. Συμβαίνουν πράγματα γύρω μου, που δεν καταλαβαίνω και ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δε με βοηθάει, να καταλάβω. Δεν μου μιλάει για τα σχέδιά του ή τι σκοπό έχει για μένα. Δεν ξέρω για ποιο πράγμα θέλει την Κρήνη του Σύμπαντος εκτός από το να την χρησιμοποιήσει για κακό σκοπό. Τα αδέρφια του δεν τον θέλουν στην οικογένεια και ίσως χτες αποπειράθηκαν, να τον δολοφονήσουν, ίσως αυτοί πλήρωσαν τον άντρα, που σκότωσε τον πατέρα μου και επιτέθηκε σε μένα.

Επιστρέφω στο δωμάτιό μου με εντελώς χαλασμένη διάθεση και κουνάω εκνευρισμένη το κεφάλι μου, για να αποδιώξω αυτές τις ανούσιες σκέψεις. Σηκώνω τα χέρια μου και χαστουκίζω ελαφρά τα μάγουλά μου, για να συνέλθω, όμως τα δάκρυα που αποφασίζουν με δική τους βούληση γλιστρούν απρόσκλητα στο πρόσωπό μου. Έχω ένα καθήκον, να φέρω εις πέρας και να φροντίσω την μητέρα μου. Αν ήταν νεκρή ο Μπράιντεν θα με είχε ενημερώσει, οπότε υπάρχει ακόμα ελπίδα. Δεν μπορώ, να αφήσω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ ή κανέναν άλλο, να χρησιμοποιήσει την Κρήνη του Σύμπαντος, ούτε να επιτρέψω στον οποιονδήποτε, να με πατρονάρει λέγοντάς μου, πως θέλει μόνο το καλό μου. Ευτυχώς ή δυστυχώς είμαι μόνη μου και δύσκολα θα εμπιστευτώ κάποιον, που να θέλει πραγματικά το καλό μου.

Είναι νωρίς, οπότε υποθέτω, πως έχω το περιθώριο, να ξεκλέψω μερικές επιπλέον ώρες ύπνου. Χασμουριέμαι και αρχίζω, να ξεκουμπώνω τα κουμπιά του φορέματός μου, όταν ένα χέρι γλιστράει στον σβέρκο μου και χαϊδεύει κάθετα την πλάτη μου. Αναπηδάω στη θέση μου ξαφνιασμένη και γυρίζω εκατό ογδόντα μοίρες. Ο πρίγκιπας Άλμπερτ στέκεται πίσω μου και με κοιτάζει χαμογελώντας αυτάρεσκα έχοντας το κεφάλι του γερμένο στο πλάι, σαν να απολαμβάνει το θέαμα. Το βλέμμα του είναι θολό και μοιάζει, να μην εστιάζει συγκεκριμένα σε μένα, αλλά κάπου πίσω από μένα. Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν από ντροπή και τα δάχτυλά μου κινούνται βιαστικά πάνω στα κουμπιά προσπαθώντας, να κρύψουν το στήθος μου.

«Μην το κάνεις αυτό…» ψιθυρίζει αρπάζοντάς μου τους καρπούς. Η ανάσα του μυρίζει τόσο έντονα αλκοόλ, που με ζαλίζει. «Έχεις όμορφο δέρμα»

«Πρίγκιπα Άλμπερτ, σας παρακαλώ, βγείτε έξω». Λέω ήρεμα παλεύοντας, να ξεφύγω από την μέγγενη των χεριών του όσο πιο ευγενικά γίνεται. Τι δουλειά έχει στο δωμάτιό μου; «Θέλω, να αλλάξω…»

«Και γιατί δεν το κάνεις; Κανένας δεν σε εμπόδισε». Γελάει με κάτι, που μόνο εκείνος βρίσκει αστείο και με σπρώχνει προς το κρεβάτι μου. «Θες βοήθεια με αυτά;» πιάνει τα κουμπιά του φορέματός μου και τα τραβάει.

«Όχι, στάματά!» τσιρίζω σπρώχνοντάς τον. «Τι νομίζεις, πως κάνεις;»

«Άσε με, να σου δείξω. Πιες μαζί μου». Με διατάζει. «Θα δεις αμέσως, πως το προβλήματα τούτου του κόσμου, θα εξαφανιστούν αμέσως».

Δεν καταλαβαίνω το κρυφό νόημα των λόγων του ή τις ασυναρτησίες που εγκαταλείπουν το στόμα του. Βγάζει από την τσέπη του παντελονιού του ένα ασημένιο φλασκί και το φέρνει ως τα χείλη μου. Το ρούμι μου σπάει τη μύτη κάνοντάς με, να μορφάσω αηδιασμένη. Ο πρίγκιπας Άλμπερτ ανασηκώνει τους ώμους του, σαν να λέει, πως εγώ χάνω και γεμίζει το στόμα του με μια γερή γουλιά φουσκώνοντας τα μάγουλά του, όμως δεν το πίνει. Χτυπιέμαι, όταν καταλαβαίνω, τι σκοπό έχει και παλεύω μάταια, να τον ρίξω από πάνω μου. Είναι όλος ένας βράχος από μυς και κόκαλα, που με έχει ακινητοποιήσει κάτω από το βάρος του. Με το ένα του χέρι φυλακίζει τους καρπούς μου και με το άλλο γραπώνει σφιχτά τα μαλλιά μου συγκρατώντας το κεφάλι μου στο σημείο, που τον βολεύει. Τα χείλη του ακουμπούν τα δικά μου και ανοίγουν ρίχνοντας το απαίσιο υγρό στο στόμα μου. Μουγκρίζω απελπισμένη, αλλά δε με αφήνει. Η μόνη λύση που έχω, είναι, να καταπιώ. Γελάει, καθώς ένας έντονος βήχας συγκλονίζει το στήθος μου. Το αλκοόλ με καίει αφήνοντας μια γλυκιά γεύση στο τελείωμά του.

Μια σκιά κινείται αστραπιαία στο οπτικό μου πεδίο και αρπάζει τον πρίγκιπα Άλμπερτ ρίχνοντάς τον στο πάτωμα. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ σηκώνει την γροθιά του και τον χτυπάει απανωτά δύο φορές, ώσπου αίμα τρέχει από τη μύτη του. Τινάζομαι αμέσως όρθια και πιάνω το μανίκι του σακακιού του θέλοντας, να τον σταματήσω.

«Μη… δε βλέπεις, ότι είναι μεθυσμένος;» τον ρωτάω δείχνοντας την αξιολύπητη εικόνα του αδελφού του. Ο Άλμπερτ γελάει εντελώς εκτός εαυτού. Δεν πρέπει, να έχει καν επαφή με το περιβάλλον γύρω του.

«Φόστερ». Φωνάζει έξαλλος ο πρίγκιπας Γκασπάρντ και ο ιππότης που τον υπηρετεί πιστά, μπαίνει αλαφιασμένος μέσα. «Πάρε αυτόν τον μπάσταρδο και πέταξέ τον έξω από το Ρίβερντεϊλ». Τον διατάζει και ο άλλος άντρας βιάζεται, να εκτελέσει την εντολή του.

Το βλέμμα που μου ρίχνει, όταν φεύγει, είναι απογοητευμένο και γεμάτο αποδοκιμασία. Τι! Δεν ήταν δικό μου λάθος αυτό. Δεν έκανα τίποτα, για να φταίω. Η πόρτα κλείνει με έναν απειλητικό, σιγανό θόρυβο και μια έντονη ανατριχίλα διασχίζει προειδοποιητικά το κορμί μου. Είμαι μόνη με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ και δε μοιάζει καθόλου μα καθόλου ήρεμος. Οτιδήποτε και να πω ή κάνω θα πυροδοτήσει τον θυμό του, όμως δεν φταίω. Ρίχνω ντροπιασμένη το βλέμμα μου στο πάτωμα και περιμένω το ξέσπασμά του. Τα χείλη του είναι μια ίσια λεπτή γραμμή και ρυτίδες χαράζουν το μέτωπό του. Οι γροθιές του είναι σφιγμένες τόσο δυνατά, που τα δάχτυλά του έχουν ασπρίσει από την ένταση.

«Τι ήταν αυτό; Η γυναίκα που θα παντρευτώ, έχει μάτια για τον αδελφό μου;» σαρκάζει. Ο πόνος χρωματίζει τη φωνή του. «Πόσο αξιολύπητο».

«Όχι!» απαντάω βιαστικά. «Το πήρες πολύ λάθος. Τίποτα τέτοιο δε συμβαίνει και δε θα συμβεί. Είμαι σίγουρη, ότι ο πρίγκιπας Άλμπερτ θα έχει μια καλή εξήγηση, που με επισκέφτηκε μεθυσμένος. Ειλικρινά αυτό ήταν μια άσχημη παρεξήγηση». Λέω δυνατά θέλοντας, να με πιστέψει.

Για ποιο λόγο δικαιολογούμαι; Δεν είναι, ότι με νοιάζει η γνώμη, που θα σχηματίσει για μένα ή αν θα με αφήσει στον δρόμο. Ο πρίγκιπας σηκώνει το χέρι του, για να με χτυπήσει και ασυναίσθητα κλείνω τα μάτια τρομοκρατημένη. Τραβιέμαι προς τα πίσω ακουμπώντας στο κρεβάτι μου. Κανένας νόμος δεν απαγορεύει σε έναν άντρα, να χτυπάει τη γυναίκα του και ξέρω καλά τον πόνο από χαστούκι. Ο πατέρας μου είχε αναγκαστεί, να με τιμωρήσει στο παρελθόν έπειτα από κάποια ανοησία μου. Όμως δε με χτυπάει. Αντί γι’ αυτό με σπρώχνει, όπως είχε κάνει και ο πρίγκιπας Άλμπερτ. Χάνω την ισορροπία μου και πέφτω στο απαλό στρώμα. Γουρλώνω τα μάτια μου από την έκπληξη.

«Αν ήθελες κάτι περισσότερο, γιατί δεν ήρθες απευθείας σε μένα;» με ρωτάει γέρνοντας από πάνω μου. Έχω μείνει άφωνη. Τι έχει στο μυαλό του; «Φυσικά θα σε απέρριπτα. Είμαι πολύ παραδοσιακός, για να σπάσω τους κανόνες, όμως… ίσως να κάνω αυτή τη στιγμή μια εξαίρεση».

«Τι! Όχι! Δεν… δεν θέλω κάτι τέτοιο. Κάνεις λάθος…» τα χείλη του επιτίθενται βίαια στα δικά μου σωπαίνοντάς με. Τι!

Τα χέρια μου μπαίνουν αμυντικά ανάμεσά μας και τον σπρώχνουν ή τουλάχιστον προσπαθούν. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί ο Άλμπερτ βρισκόταν εδώ; Τι ήθελε από μένα, εκτός από το να εκνευρίσει τον αδελφό του; Ο Γκασπάρντ ακινητοποιεί τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου και φιλάει βίαια τον λαιμό μου. Με δαγκώνει και πιπιλάει το δέρμα μου πονώντας με. Γρυλίζω επιθετικά και ένας λαρυγγικός ήχος σαν γέλιο ξεφεύγει από τα χείλη του.

«Τι συμβαίνει; Σε έπιασαν οι σεμνοτυφίες στα ξαφνικά; Πριν ήσουν έτοιμη, να δοθείς στον Άλμπερτ και τώρα…» ελευθερώνω το χέρι μου και τον χαστουκίζω θυμωμένη. «Είναι ανώφελο, να αντισταθείς. Απλά θα πάρω κάτι, που έτσι και αλλιώς μου ανήκει». Τα δάχτυλά του γλιστρούν κάτω από το φόρεμά μου και τραβούν το ύφασμα αποκαλύπτοντας το γυμνό δέρμα μου. Χουφτώνουν ανυπόμονα τους μηρούς μου.

«Άφησέ με!» τον ικετεύω και στριφογυρίζω από κάτω του κάνοντας ακόμα μια απόπειρα, για να του ξεφύγω. «Παρεξήγησες την κατάσταση».

Ο πρίγκιπας ξεφυσάει απογοητευμένος επειδή δεν παίρνει αυτό, που θέλει και τραβιέται μακριά μου ισιώνοντας τα ρούχα του. Το βλέμμα του είναι ψυχρό, όλο υπονοούμενα, που με ντροπιάζουν. Ειλικρινά δεν έκανα τίποτα κακό. Στρώνω την φούστα του φορέματός μου και κουμπώνω τα κουμπιά στο μπούστο του με τρεμάμενα από το σοκ δάχτυλα.

«Αργότερα θα επιστρέψουμε στο Τίβερτον. Φρόντισε, να είσαι έτοιμη». Γρυλίζει και φεύγει. Στην πόρτα κοντοστέκεται, όμως δε με κοιτάζει. «Αν κάποιος άλλος σε κάνει δική του πριν από μένα, θα σε αναγκάσω, να δεις τον βασανιστικό, αργό θάνατό του και μετά θα σε αποκεφαλίσω». Χτυπάει με δύναμη την πόρτα πίσω του.






Ηλιάνα Κλεφτάκη