Το κελί της Ιωάννας Τσιάκαλου

Το σκοτάδι είναι αποπνικτικό. Παλεύω να πάρω ανάσα. Ανεβαίνει τριγύρω μου η στάθμη του νερού. Από κάπου έρχεται, δεν έχω ιδέα από πού. Αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Πασχίζω να βρω μια διέξοδο. Όλα φαίνονται σκοτεινά.

Νιώθω παγωμένη, μουδιασμένη, αποστασιοποιημένη. Αναρωτιέμαι αν φταίει κάτι που έκανα εγώ ή αν ευθύνεται για αυτό το σκοτεινό, υγρό κελί στο οποίο βρίσκομαι.

Λένε πως για να αναδυθείς, πρέπει πρώτα να βυθιστείς. Για να θυμηθείς, πρέπει πρώτα να ξεχάσεις. Για να σηκωθείς, πρέπει να πέσεις. Να υπάρχει, λοιπόν, κάποιος λόγος που βρίσκομαι εδώ; Τόσο χαμηλά, τόσο σκοτεινά, τόσο μοναχικά;

Δεν μπορεί να υπάρχει μόνο αυτό το κελί. Αποκλείεται. Σίγουρα υπάρχει και κάτι άλλο εκεί έξω. Δε θυμάμαι κάτι διαφορετικό, πέρα από αυτούς τους μουχλιασμένους, μίζερους τοίχους, αλλά σίγουρα θα υπάρχει και κάτι παραπέρα. Δεν μπορεί.

Τα πόδια μου βουλιάζουν μέχρι τους αστραγάλους στα λασπόνερα. Βρίσκομαι κολλημένη στο βούρκο, σαν κουνούπι στον ιστό. Προσπαθώ να κουνήσω τα πέλματά μου, αλλά αυτά είναι βαριά και δυσκίνητα. Οι αρθρώσεις μου πονάνε.

Ίσως, αν θυμόμουν πώς βρέθηκα εδώ, να κατάφερνα να ξεκολλήσω. Ήταν κάτι που είπα; Κάτι που έκανα; Μοιάζει με έναν τρόπο τιμωρίας. Αλλά σε τι είδους έγκλημα θα ταίριαζε μια τέτοια ποινή;

Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να νιώθω ενοχές. Νιώθω; Νομίζω πως ναι. Ίσως όχι όσο θα έπρεπε. Όλα εξαρτώνται από το πόσο ειδεχθές ήταν το ατόπημά μου.

Η πλάτη μου πονάει. Το δέρμα μου τσούζει, ραπίζεται από ένα βίαιο αίσθημα καύσου. Σα να κατρακύλησα γυμνή σε μια τσουλήθρα πυρωμένη από τον ήλιο του καλοκαιριού. Οι ώμοι μου σκληροί, βαριοί, σαν να κρέμονται τόνοι μολυβιού πάνω τους. Πώς κατάντησα έτσι;

Με δυσκολία διακρίνω στο καθρέφτισμα του βρώμικου νερού τον εαυτό μου. Ταλαιπωρημένη, φοβισμένη, μουσκεμένη από τον ιδρώτα. Γυρίζω όσο μπορώ για να αντικρίσω την πλάτη μου. Κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης συναντώ βαθιές χαρακιές, πρησμένες και κόκκινες από το νωπό αίμα. Είναι… μαστιγώματα;

Φτάνω σε σημείο αγανάκτησης. Τι είδους έγκλημα διέπραξα για να λάβω τέτοια τιμωρία; Και, πάνω από όλα, ποιος με τιμώρησε τόσο σκληρά; Και γιατί; Ποιος είναι τόσο δίκαιος και αθώος ώστε να το παίξει δικαστής πάνω από το κεφάλι μου;

Κουδουνίζει μέσα στο κεφάλι μου κάτι μπερδεμένο. Ανάμεσα από τις σφυριές που βαράει το αίμα μου στους κροτάφους. Σαν κάτι να διακρίνεται, αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη.

Είμαι θυμωμένη. Όχι, δεν είναι η σωστή λέξη. Έξαλλη. Αυτή είναι η σωστή. Η καρδιά μου πονάει από το βάρος των συναισθημάτων. Δάκρυα καίνε τα μάτια μου, τα χείλη μου πρήζονται από την μανία με την οποία τα δαγκώνω.

Ποια είναι η απάντηση τελικά; Γιατί μου συνέβησαν όλα αυτά; Γιατί σε εμένα; Οι λέξεις φωνάζουν μέσα στο κεφάλι μου λυσσασμένες. Σαν άρρωστα σκυλιά, αφρίζουν και γαυγίζουν και τρέχουν με τα χωλά τους πόδια τριγύρω άτσαλα.

Γιατί σε μένα;

Και ενώ προσπαθώ να απαντήσω στο φλέγον ερώτημα, συνειδητοποιώ ένα πράγμα:

Δεν θυμάμαι ποια είμαι εγώ.

Νιώθω τα δάκρυα να παγώνουν, καθώς η στάθμη του νερού ολοένα μεγαλώνει και το σκοτάδι από πάνω μου πυκνώνει.

Η συνειδητοποίηση πως δεν έχω μνήμη του εαυτού μου μού κόβει τον αέρα. Ξαφνικά, σαν να έγιναν όλα ακόμα πιο αποπνικτικά και μαύρα.

Ποια είμαι;

Κλείνω τα μάτια για να μη βλέπω το χάος. Το νερό με φτάνει στο γόνατο. Σύντομα θα με καλύψει και θα χαθώ. Αυτή η σκέψη με παραλύει. Αφήνομαι στο τέλος μου με μια μόνο σκέψη:

Δεν έχω επιλογή.

Είναι η μόνη πιθανότητα που υπάρχει για μένα. Να χαθώ, να με παρασύρει η ανυπαρξία. Να τιμωρηθώ για ό, τι έχω ή δεν έχω κάνει, κι ας μην θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά. Ας μην θυμάμαι ούτε εμένα την ίδια.

Η καρδιά μου κρυώνει. Τα βρομόνερα καλύπτουν τα στήθη μου. Αυτό ήταν;

Ανοίγω τα μάτια και κοιτάω ψηλά. Δε θέλω να δω το τέλος προτού έρθει. Προτιμώ να κοιτάζω αλλού.

Και τότε με χτύπησε αλύπητα: Μια ζωή αυτό έκανα. Πάντοτε, όποια κι αν ήταν η κατάσταση, η αιτία της, απέστρεφα το βλέμμα.  Και κάθε φορά που το έκανα, βυθιζόμουν ολοένα και περισσότερο.

Να πώς έφτασα εδώ.

Μα, αυτό ήταν τόσο τρομερό έγκλημα για να πληρώνω έτσι; Κι έτσι να ήταν… η γνώση του ότι εγώ ήμουν τελικά ο δήμιος του εαυτού μου, ο σκληρός δικαστής μου, με ραπίζει στο πρόσωπο με τόση ένταση που με ταρακουνά.

Ένα μικρό, αδύναμο φως φαίνεται στο βάθος του ορίζοντα, πάνω από το μουδιασμένο κεφάλι μου.  Είναι πολύ ισχνό, όμως τα μάτια μου, συνηθισμένα στο απόλυτο σκοτάδι, τσούζουν. Με πονάει αυτό το φως, είναι όμως τόσο όμορφο που δεν μπορώ να μην το κοιτάζω.

Αστραπιαία, θυμάμαι τι υπάρχει πέρα από αυτό το άδειο, άσχημο κελί. Έχω περάσει τόσο χρόνο εδώ μέσα, που για πολύ καιρό νόμιζα πως αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Η μόνη πραγματικότητα. Χαμογελάω - το νιώθω - στην θύμηση του φωτός που υπάρχει εκεί έξω. Και μόνο αυτή η ενθύμηση μου δίνει κουράγιο.

Το ελώδες νερό φτάνει μέχρι τα χείλη μου. Αγγίξει τις άκρες τους, εισβάλλει με τη ρυπαρή του δυσωδία στο στόμα μου. Η γεύση του είναι απαίσια, κάνει το στομάχι μου να ανακατεύεται. Το σιχαίνομαι. Σιχαίνομαι αυτόν τον βάλτο, σιχαίνομαι αυτό το κελί, σιχαίνομαι την φυλακή μου, σιχαίνομαι την τιμωρία μου!

Θέλω να φύγω.

Για πρώτη φορά αισθάνομαι έντονη την ανάγκη να ελευθερωθώ. Δεν μπορεί να μου αξίζει όντως αυτό το τέλος, αυτό το ατέρμονο μαρτύριο. Προσπαθώ να σταθώ στις μύτες των ποδιών για να καθυστερήσω το αναπόφευκτο. Η στάθμη του νερού ανεβαίνει με την ίδια ταχύτητα. Φτάνει στην μύτη μου. Κρατάω την ανάσα μου. Κοιτάζω το φως με απαράμιλλη λαχτάρα. Το ποθώ όσο τίποτα στον κόσμο. Αυτή τη στιγμή. Τώρα!

Το έλος με καταπίνει. Αρνούμαι να κλείσω τα μάτια μου. Κλεισμένη στην λασπερή αγκαλιά της τιμωρίας μου, ανάμεσα στο απύθμενο σκοτάδι και το μακρινό φως, καταλαβαίνω πως μόνο ένα πράγμα μου απομένει: Να αποδεχτώ το τέλος και να αγκαλιάσω τις τελευταίες μου στιγμές στην ύπαρξη.

Υψώνω τα χέρια μου στο πλάι με όση δύναμη μου απομένει. Συναντούν τρομερή αντίσταση μέσα στο πηχτό έλος. Αγκαλιάζω τον εαυτό μου. Νιώθω πως είναι η πρώτη, πραγματική μου αγκαλιά.

Θυμάμαι όλα εκείνα τα «όχι» και τα «μη», τα «ναι»  και τα «ίσως», που δεν εννοούσα. Θυμάμαι τα ψεύτικα χαμόγελα, τα δάκρυα που έκρυψα απ´ όλους, κυρίως από τον εαυτό μου. Έρχονται στον νου μου οι λέξεις που άκουσα και μόλυναν την καρδιά μου, έμειναν άθελά τους μέσα της, καρφιά σκουριασμένα και αμετακίνητα. Ξύπνησαν στη μνήμη οι πράξεις που σφηνώθηκαν στο μυαλό μου και φώλιασαν σαν αράχνες, υφαίνοντας ιστούς  αμφιβολίας και απογοήτευσης. Άνθρωποι που ήρθαν για λίγο, ή και πολύ, μα έφυγαν, αφήνοντας λεκέδες της πικρής παρουσίας τους πίσω τους.

Όλα αυτά είναι δικά μου. Τα καρφιά, οι ιστοί, τα λεκιασμένα μονοπάτια. Είναι δικά μου, ναι. Με πονούν, μα δεν υπάρχουν έξω από εμένα. Τα αγκαλιάζω και αυτά, καθώς αγκαλιάζω τον εαυτό μου.
Το οξυγόνο μου τελειώνει. Αυτή είναι η τελευταία μου στιγμή. Ρίχνω μια ύστατη ματιά στο φως από πάνω μου. Αν είναι να φύγω, θα το κάνω με το βλέμμα στον ήλιο και όχι στο σκοτάδι.

Ξάφνου, η λάμψη μεγαλώνει. Είναι τόσο όμορφη… χρυσή και ζεστή. Απλώνω τα χέρια προς το μέρος της. Γραπώνομαι από κάτι - δεν γνωρίζω τι, δεν με νοιάζει κιόλας - και σκαρφαλώνω. Ανυψώνομαι και πλησιάζω το φως, μειώνοντας την απόσταση ανάμεσά μας.

Ξαφνικά, αισθάνομαι μια ήπια θέρμη να απλώνεται στο κορμί μου. Κοιτάζω τα πόδια μου. Είναι ελεύθερα. Πετάω; Τινάζω τις μύτες των δαχτύλων μου και διαπιστώνω πως βρίσκομαι πολύ μακριά από το κελί. Ψηλά. Η παλιά φυλακή μου με χαιρετάει μελαγχολικά, σαν να με καλεί κοντά της.

Αλλά δεν νιώθω πια το βάρος της πάνω μου. Ψηλαφίζω το σώμα μου διστακτικά. Οι πληγές φαίνεται να έχουν κλείσει. Τα τραύματα είναι ακόμα  εκεί, μόνο που τώρα δεν με πονάνε και το δέρμα μου έχει αρχίσει να επουλώνεται.

Κοιτάζω ξανά το κελί μου. Με περιμένει να γυρίσω. Είμαι πια ελεύθερη. Δεν μπορεί να με φυλακίσει. Σκέφτομαι, αναπόφευκτα, πως δεν με κράτησε εκείνο με το ζόρι μέσα του. Εγώ ήμουν εκείνη που το έκανε. Εγώ φυλάκισα τον εαυτό μου.

Είναι πάντα επικίνδυνο να ξαναπέσω στην παγίδα. Είναι πάντα το ίδιο πιθανό με την προηγούμενη φορά, να εγκλωβιστώ εσκεμμένα στο δωμάτιο τιμωρίας.

Παρόλα αυτά, δεν φοβάμαι. Κατάφερα να βρω το φως. Και άπαξ και κάνεις μια φορά την διαδρομή, δεν την ξεχνάς.

Πώς μπορείς, άλλωστε, να ξεχάσεις πραγματικά τον εαυτό σου;

Ιωάννα Τσιάκαλου