Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 3)

Μια κοπέλα είναι στο κρεβάτι μου κοιμισμένη, βασικά λιπόθυμη! Πολύ λογικό. Μα τι προσπαθώ να κάνω; Εάν έχει πρόβλημα, πρέπει να την πάω στο νοσοκομείο! Δεν έχω ιδέα από πρώτες βοήθειες. Κάτι μου λέει ότι έχω αρχίσει να τα χάνω και θα με κατηγορήσουν για απαγωγή. Είναι όμως πολύ αργά…
Όσο σκέφτομαι, πηγαίνω πάνω κάτω στο δωμάτιό μου. Η κοπέλα φαίνεται περισσότερο σαν να κοιμάται, πάρα σαν να έχει χάσει τις αισθήσεις της. Τώρα θα μου πεις, ποια η διαφορά; Σταματάω το γρήγορο περπάτημα και το παραλήρημα μέσα στο μυαλό μου και την κοιτάζω. Είναι πολύ ήρεμη, αλλά έχει ιδρώσει από την ένταση. Το δέρμα της είναι κατάλευκο σαν ψεύτικο, εύθραυστο σαν πορσελάνη. Τα μαλλιά της είναι πυκνά και μακριά σε μια κόκκινη απόχρωση, αλλά όχι ακριβώς κόκκινα, πιο κοντά στο χρώμα του ζωντανού χαλκού. Αυτό είναι, ναι, έχει χάλκινα μαλλιά λοιπόν. Είναι μικροκαμωμένη και φαίνεται νέα στα χαρακτηριστικά της. Ίσως να πηγαίνει ακόμη στο σχολείο.
Όσο την επεξεργάζομαι, αρχίζει να βαριανασαίνει, ενώ τα μάτια κάτω από τα βλέφαρά της κινούνται γρήγορα. Ξαφνικά πετάγεται από το κρεβάτι λαχανιασμένη και πανικόβλητη. Κάνω ένα βήμα πιο κοντά της, για να την πιάσω, εάν προσπαθήσει να σηκωθεί. Εξετάζει τρομαγμένη το περιβάλλον γύρω της και καρφώνει το βλέμμα της πάνω μου.
«Τι είδες;» με ρωτάει απειλητικά. Εντάξει, αυτό δεν το περίμενα. Εμένα η πρώτη μου ερώτηση, αν ξυπνούσα μετά από μια περίεργη λιποθυμία, μέσα σε έναν ξένο χώρο (που δεν είναι νοσοκομείο) και έβλεπα από πάνω μου έναν άντρα να με κοιτάζει, δε θα ήταν αυτή. Έτσι, δεν ξέρω πώς πρέπει να αντιδράσω τώρα. Ανοίγω το στόμα μου για να απαντήσω, αλλά δεν ξέρω τι να πω.

«Σε ρώτησα τι είδες!» μου ξαναλέει και κάνει μια κίνηση με το χέρι της. Μήπως συμβεί κάτι όπως στις ταινίες με μάγους; Θα μου κάνει κάποιο ξόρκι; Κάτι δεν πάει καλά. Παίρνω θάρρος και προσπαθώ να δείξω ότι δεν είμαι μπερδεμένος και ότι δεν πρόκειται να πάει πουθενά.

«Ποια είσαι και τι γνωρίζεις;» τη ρωτάω και το βλέμμα της θολώνει. Ξαφνικά φαίνεται λες και έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Την επόμενη στιγμή ξανασηκώνει το χέρι της με μεγαλύτερο πείσμα απέναντί μου τρέμοντας. Νιώθω ένα γαργαλητό στα χέρια μου και πίσω από τα αυτιά μου, σαν ένα απαλό αεράκι να περνάει μέσα από τις τρίχες μου και να παίζει. Την κοιτάω αποδοκιμαστικά και σταματάει εξαντλημένη ό,τι και εάν έκανε.

«Revelata vestram identitatem» μου λέει ενώ κρατάει το χέρι της σαν να την πονάει. Αυτή είναι η γλώσσα που μου μιλάνε όλοι. Δεν καταλαβαίνω. Την πλησιάζω γρήγορα και εκείνη τρομάζει.

«Τι είπες;» της λέω οργισμένος. Εκείνη μαζεύεται από φόβο.

«Ποιος είσαι;» μου λέει και εκνευρίζομαι με τις ερωτήσεις και το θέατρο.

«Άκουσέ με, εγώ θα κάνω ερωτήσεις και εσύ θα απαντάς. Αυτοί είναι οι κανόνες. Εάν τους ακολουθήσεις καλώς, εάν όχι…θα έχουμε πρόβλημα…» της λέω όσο πιο πειστικά μπορώ και φαίνεται να πιάνει. Γνέφει θετικά και απότομα.

«Ωραία. Ας ξεκινήσουμε από το ποια είσαι και τι γλώσσα μίλησες πριν από λίγο». Δείχνει να διστάζει αλλά ο φόβος της την κυριεύει.

«Είμαι puer illuminatus και μιλάω Λατινικά». Λατινικά ε; Νόμιζα ότι αυτή η γλώσσα δε χρησιμοποιείται πια. Γνωρίζω ότι μοιάζει πολύ με τα Ιταλικά και τα Ισπανικά και έχει Ελληνικές ρίζες, αλλά δεν εξέτασα ποτέ ιδιαίτερα αυτή τη γλώσσα. Γιατί όμως Λατινικά;

«Mortem… κάτι. Το έχω ακούσει τουλάχιστον τρεις φορές σήμερα. Τι σημαίνει;» το βλέμμα της παγώνει και με κοιτάζει πιο βαθιά μέσα στα μάτια.

«Είσαι σίγουρος ότι άκουσες αυτή τη λέξη;» με ρωτάει με εξεταστικό βλέμμα.

«Την άκουσα από το ίδιο σου το στόμα» της λέω ξεκάθαρα. Τα συναισθήματα της αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Τώρα φαίνεται να ανησυχεί.

«Τι σου είπα;» μου φωνάζει και έρχεται κοντά μου απότομα. «Πρέπει να μου πεις τι σου είπα ακριβώς!»

«Είπες ότι δημιουργώ πολύ πόνο και ότι δεν είμαι θνητός, αλλά φυλακισμένος και στο τέλος είπες τη λέξη» της εξηγώ όσο πιο ήρεμα μπορώ.

«Θάνατος» μου λέει και κοιτάζει σκεπτική το κενό.

«Τι;»

«Θάνατος! Mortem σημαίνει θά-να-τος!» μου λέει κουνώντας τα χέρια της διαδοχικά, σαν να βάζει τις συλλαβές σε σειρά. Τα μάτια της σοβαρεύουν και με κοιτάζουν έντονα. Ένα ρίγος με πιάνει και της ανταποδίδω το βλέμμα. Ξαφνικά πετάγεται από το κρεβάτι προς τα πάνω μου. Πάω να την αρπάξω, για να τη σταματήσω, αλλά το κάνει η ίδια. Πιάνει τον καρπό μου με δύναμη και ο κόσμος γύρω της χάνεται. Μια βαθιά, τρομακτικά κοφτή ανάσα, σαν να παθαίνει ανακοπή, κάνει την εμφάνισή της και τα μάτια της κοπέλας γίνονται πάλι λευκά. Δεν προβάλλει αντίσταση, μόνο που δεν αφήνει το χέρι μου, όσο και εάν προσπαθώ να το απεγκλωβίσω.

«Έρχεται. Είναι κοντά… Πρέπει να βρεις τα αδέρφια σου. Finis adest» λέει και με την ίδια ανάσα τα μάτια της επανέρχονται στο φυσιολογικό. Δε χάνει τις αισθήσεις της αυτή τη φορά. Με καρφώνει με τα μάτια και το βλέμμα της φαίνεται πονεμένο. Είναι έτοιμη να δακρύσει.

«Γιατί σου το έκαναν αυτό;» ρωτάει και πάει να αγγίξει το πρόσωπό μου. Νιώθω σαν να κολλάω. Κοιτάζω τα τρομαγμένα μάτια της εντελώς ανίκανος να κουνηθώ. Το χέρι της ακουμπάει το μάγουλό μου απαλά και για μια στιγμή χάνομαι στο άγγιγμά της. Τι μου κάνει; Νιώθω ένα μούδιασμα ανάμεσα στα δέρματά μας και μια ζεστασιά. Χωρίς να το επιδιώξω βρίσκομαι ξανά στην έρημο που πάντα ακολουθώ, όταν δε νιώθω καλά.

Δεν μπορώ να βγω. Δεν ξέρω πώς εγκλωβίστηκα εδώ μέσα, ούτε καν πώς ήρθα δεν ξέρω. Αυτή η κοπέλα τα κάνει όλα! Αυτή με έβαλε εδώ μέσα, δεν εξηγείται αλλιώς. Κοιτάζω το ατελείωτο τίποτα γύρω μου. Αυτό που τόσο καιρό με ηρεμεί, τώρα με τρομάζει. Δυνατός αέρας με μαστιγώνει και φυσάει την άμμο πάνω μου. Παρά τον άνεμο, κάνει υπερβολική ζέστη καθώς ο ήλιος χτυπάει ανελέητα το σώμα μου. Αυτό το μέρος δεν είναι ο δικός μου κόσμος˙ απλώς του μοιάζει. Αρχίζω να περπατώ ευθεία. Τα πόδια μου βουλιάζουν μέσα στην καυτή άμμο και κάθε μου βήμα γίνεται όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο δύσκολο…

Ο αέρας παίζει παιχνίδια και με δοκιμάζει. Χτυπώντας με συνεχώς με καυτή άμμο. Συνεργάζονται για να με κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά δε θα το επιτρέψω. Αυτή η κοπέλα έπαιξε με τον λάθος άνθρωπο. Δεν αφήνω τα πόδια μου να σταματήσουν και προχωράω μπροστά. Δεν μπορώ να καταλάβω πόση ώρα έχει περάσει από τότε που βρέθηκα εδώ, ίσως τρεις ή ίσως περισσότερες, αλλά συνεχίζω να περπατάω. Σταματάω για μια στιγμή και προσπαθώ να δω μπροστά μου. Ξαφνικά πολύ μακριά, στο βάθος βλέπω μία μαύρη φιγούρα. Ανθρώπινη! Δε φαίνεται όμως να κινείται. Προσπαθώ να δω καλύτερα, αλλά δεν μπορώ και έτσι ξεκινάω για να την πλησιάσω. Όσο πιο κοντά φτάνω, ο τρελός άνεμος ηρεμεί και δημιουργεί γύρω μου μικρές δίνες που χάνονται μετά από λίγο. Σιγά σιγά ακούω φωνές. Ακούω γυναικείο γέλιο αλλά όταν κοιτάζω γύρω μου δε βλέπω κανέναν. Η σκιά βρίσκεται ακόμα εκεί, ακίνητη. Τα γέλια ακούγονται σαν να έρχονται από μακριά. Την επόμενη στιγμή ακούγονται πολύ κοντά μου και μετά χάνονται το ίδιο ξαφνικά. Καταλαβαίνω τότε ότι οι φωνές έρχονται από τις δίνες του αέρα. Είναι σαν ψυχές που τις παρασύρει ο άνεμος και τις ακούς στο πέρασμά του να γελούν. Η σκιά πλέον βρίσκεται σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου. Πλησιάζω όσο μπορώ, αλλά τα πόδια μου γίνονται τόσο βαριά που δεν μπορώ πλέον να τα σηκώσω, σαν κάτι να μου απαγορεύει να πλησιάσω.

Δεν έχει σχεδόν καθόλου άνεμο εδώ, παρά μόνο ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι, που με ανακουφίζει από τον δυνατό ήλιο που τόση ώρα με έκαιγε. Οι δίνες μένουν μακριά από εμένα και τη γυναικεία φιγούρα που διακρίνω μπροστά μου. Καταφέρνω με κόπο να πάω ελάχιστα μέτρα πιο κοντά. Είναι αρκετά για να με κάνουν να συνειδητοποιήσω ότι μπροστά μου είναι η κοπέλα που μου μιλάει τόσο καιρό μέσα στο μυαλό μου. Η κοπέλα από το σπίτι στο όνειρό μου. Η τρομακτικά πανέμορφη και οικεία όψη της κοιτάζει μπροστά. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της και σφίγγει τα χέρια της στο στομάχι της σαν να προσεύχεται. Το λευκό, μακρύ φόρεμά της ανεμίζει ελαφρά και η εικόνα που βλέπω μπροστά μου με μαγνητίζει και με πονάει ταυτόχρονα. Η καρδιά μου ότι χτυπάει όλο και πιο δυνατά.

Ξαφνικά το βλέμμα της φωτίζεται και τα χείλη της παίρνουν μια τεράστια κλίση ευτυχίας. Τα χέρια της, λεπτεπίλεπτα και μακριά σαν φτερά, ανοίγουν και τρέχει προς την κατεύθυνση που κοιτάει. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα την παίρνει αγκαλιά μια αντρική φιγούρα και τη σηκώνει ψηλά, ενώ τα σώματά τους γίνονται ένα. Φαίνονται τόσο ευτυχισμένοι που βλέπουν ο ένας τον άλλον. Ο άντρας την αφήνει κάτω και βάζει το πρόσωπό της στα χέρια του. Της ψιθυρίζει κάτι και τη φιλάει. Δεν ξέρω γιατί ακόμα τους κοιτάζω επίμονα, αλλά δεν μπορώ να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω τους. Για μισό λεπτό… Αυτός ο άντρας μου φαίνεται γνωστός. Όχι... Αποκλείεται... Κάποιος παίζει με το μυαλό μου. Αυτός ο άντρας είμαι εγώ! Δεν είναι δυνατόν! Αφού εγώ είμαι εδώ. Πώς γίνεται να είμαι και εκεί; Με κοιτάζω καλύτερα και καταλαβαίνω πως, στη δεύτερη εκδοχή μου, είμαι κάπως διαφορετικός. Εκπέμπω ένα τεράστιο και ζεστό φως και έχω τόσο πολλή δύναμη και ενέργεια, που φαίνεται να πηγάζει από παντού.

Σταματάω να τη φιλάω, βασικά αυτός σταματά να τη φιλάει, τέλος πάντων, και κάτι της λέει ξανά, ενώ την κρατάει από τους ώμους προστατευτικά. Τα πρόσωπά τους σοβαρεύουν και η κοπέλα τον πιάνει από τους καρπούς του, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της και φωνάζοντας. Δεν μπορώ να ακούσω τι λένε. Ο άντρας προσπαθεί να την πείσει για κάτι και εκείνη αρνείται. Αρχίζει να κλαίει και το σκάει από τα χέρια του. Πέφτει μέσα στο στήθος του σαν να θέλει μπει πραγματικά μέσα του και να μείνει εκεί για πάντα. Τη χαϊδεύει στα μαλλιά και μετά από λίγες στιγμές παίρνει ξανά το πρόσωπό της στα χέρια του. Της λέει μια λέξη και τη φιλάει. Λογικά της είπε ότι την αγαπάει. Το επόμενο δευτερόλεπτο η κοπέλα τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που ήρθε ο άντρας. Πού πάει; Τι συμβαίνει; Ο άντρας γυρνάει την πλάτη του στη γυναίκα που απομακρύνεται και κάνει μια κίνηση σαν να βγάζει ένα όπλο από την πλάτη του. Εμφανίζεται τότε ένα χρυσό δόρυ, που πριν από λίγο δεν υπήρχε πουθενά. Μαύρες σκιές τον περικυκλώνουν και εμφανίζεται μια χρυσή πανοπλία πάνω του για να τον προστατεύσει. Μάχεται με τις σκιές με όλη του τη δύναμη. Όμως το κακό δεν είναι μόνο οι σκιές που ξέρω καλά. Πολεμάει και χρυσές σκιές, τόσο φωτεινές όσο αυτός, που πέφτουν όλες πάνω του να τον κατασπαράξουν.

Ακούω μια κραυγή και κοιτάζω προς την πλευρά που έφυγε πριν από λίγο η κοπέλα.

«Spero!» ακούω τον άντρα να φωνάζει τόσο δυνατά, που νιώθω λες και το φώναξα εγώ ο ίδιος. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά μέσα στο στήθος μου και θέλω απελπισμένα να πάω να τους βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ. Βλέπω την κοπέλα να φωνάζει, δεν την ακούω, αλλά διαβάζω ξεκάθαρα στα χείλη της μια λέξη: «Mortem…». Ο άντρας τρέχει να τη βοηθήσει καθώς σκιές και φως την περικυκλώνουν και την ακινητοποιούν. Αλλά δεν μπορεί να βοηθήσει, είναι αργά. Μια σκιά τυλίγεται στο πόδι του και τον ρίχνει κάτω. Το επόμενο λεπτό η κοπέλα χάνεται. Ο άντρας ακόμη παλεύει ακάθεκτος. Οι σκιές και οι φωτεινές οντότητες αρχίζουν και υποχωρούν, δεν μπορούν να τον κερδίσουν. Τότε οι ουρανοί ανοίγουν και εννιά δέσμες φωτός πέφτουν από ψηλά. Οκτώ άντρες και μια γυναίκα με χρυσή πανοπλία τον περικυκλώνουν. Είναι άγγελοι, με τεράστια φτερά, όχι όμως από αυτά που βλέπουμε στις ταινίες και τα παραμύθια. Δεν είναι φτερά από πούπουλα σαν ζώου. Είναι φωτεινά φτερά, φτερά ενέργειας. Η γη γύρω τους μαυρίζει και ένα συνονθύλευμα από δαίμονες βγαίνει από μέσα της. Όλοι μαζί ετοιμάζονται να του επιτεθούν.

Νιώθω σαν να ξυπνάω. Ανοίγω τα μάτια μου, χωρίς να θυμάμαι πότε τα έκλεισα. Μπροστά μου βρίσκεται η λευκοδέρματη κοπέλα. Η μύτη της αιμορραγεί, αλλά φαίνεται καλά. Ήθελε να μου δείξει τι είδε… Την κοιτάζω αναστατωμένος και προσπαθώ να συνεφέρω το τρελό καρδιοχτύπι μου. Κοιτάζω γύρω μου και συνειδητοποιώ ότι δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό από τότε που άρχισε το όραμα.

Το επόμενο δευτερόλεπτο ένας δυνατός θόρυβος αποσπά την προσοχή μας και γυρνάμε και οι δύο απότομα προς την πόρτα, η οποία ανοίγει διάπλατα. Είναι η Μαρία. Κρατάει στα χέρια της την αναίσθητη Ντόροθη. Είναι ταραγμένη και κοιτάζει μια εμένα και μια την κοπέλα δίπλα μου. Εν τέλει δεν της δίνει σημασία και ακουμπάει τη μικρή στο κρεβάτι. Στο στόμα της φαίνονται κηλίδες αίματος και το στήθος της ανεβοκατεβαίνει με δυσκολία, καθώς προσπαθεί να αναπνεύσει.

«Praesidium» λέει η κοπέλα ενώ κοιτάζει τη Μαρία. Η Μαρία ανταποδίδει το βλέμμα απειλητικά και η κοκκινομάλλα κοπέλα φεύγει τρέχοντας από το δωμάτιο.

«Τι συμβαίνει;» φωνάζω στη Μαρία, ενώ με το ένα μου χέρι δείχνω την κοπέλα που έφυγε και με το άλλο την Ντόροθη. Η Μαρία ανοίγει ένα κομμάτι ξύλο στο πάτωμα και βγάζει ένα σπαθί από μέσα. Τι στο καλό;

«Εάν δεν ήσουν εσύ, η Ντόροθη θα ήταν καλά τώρα. Εάν θες να τη σώσεις, θα κάνεις ότι σου πω. Κατάλαβες;» Τώρα βρίσκομαι εγώ στη θέση της κοκκινομάλλας και κουνάω θετικά το κεφάλι μου.

«Χαίρομαι» λέει, ανοίγει ένα πουγκί και ρίχνει σκόνη γύρω από το κρεβάτι. «Μπες μέσα. Όσο βρίσκεστε μέσα στον κύκλο, κανείς δεν μπορεί να σας δει. Εάν ο κύκλος σπάσει θα σας βρουν και τότε δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί» Για ποιο πράγμα μιλάει; Ποιος να μας βρει; Αόρατος κύκλος;

«Άσε τις σκέψεις για μετά. Ό,τι και εάν δεις, ό,τι και εάν συμβεί, δε θα βγάλετε τσιμουδιά. Ό,τι και εάν δεις» μου τονίζει ενώ κοιτάζει βιαστικά έξω από την πόρτα.

«Άκουσέ με προσεκτικά. Δεν ανήκεις εδώ. Ούτε εγώ, ούτε και η Ντόροθη. Πρέπει να τη βρεις και να την πας πίσω στο σπίτι σας για να ζήσει. Η αποστολή της δεν έχει εκπληρωθεί ακόμα και έτσι η ψυχή της δε θα φύγει για τη φωτεινή γη». Δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά εμπιστεύομαι τη Μαρία με την ίδια μου τη ζωή. Θυμάμαι που μου έλεγε ότι η φωτεινή γη ή πατρίδα είναι ένα μέρος που πολλοί το λένε παράδεισο, αλλά δεν είναι τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως τα φανταζόμαστε. Ποτέ δεν είναι τα πράγματα όπως νομίζουμε ότι θα είναι. Η αποστολή της δεν έχει ολοκληρωθεί... Ποια αποστολή όμως;

«Και εσύ;» της λέω αυθόρμητα.

«Εγώ έχω εκτελέσει την αποστολή μου εδώ και αιώνες». Αιώνες; Το μυαλό μου βουίζει από τις σκέψεις και το μπέρδεμα.

«Ήρθαν. Εάν σας καταλάβουν…Τρέξε! Δεν μπορείς ακόμα να τους νικήσεις» μου λέει και λίγο πριν κλείσει τον κύκλο με κοιτάζει στα μάτια.

«Χάρηκα που σε γνώρισα» μου λέει μέσα στο κεφάλι μου και ένα κύμα ενέργειας και δύναμης έρχεται από το μέρος της και φωτίζει την καρδιά μου. Ο κύκλος κλείνει…


Παρασκευή Γκύζη