Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 4 - Κεφάλαιο 13)

ΝΑΡΜΑ
30 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
    ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΙΛΙΑΝ ΉΤΑΝ ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟ. Ένα φύσημα του ανέμου και θα τον έριχνε κάτω. Όμως η σκιά του Κλέιν ακόμη στριφογυρνούσε γύρω του. Διαπερνούσε το σώμα του κι εκείνος μόρφαζε και παραπατούσε. Είχε δοκιμάσει τα πάντα. Μα τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα σε μια σκιά. Ο Κλέιν βούτηξε μέσα του, αυτή τη φορά όχι για να τον πληγώσει, αλλά για να του κλέψει το σώμα. Ο Κίλιαν άφησε το σώμα του να κυλήσει στο έδαφος και έκλεισε τα μάτια του. Έπρεπε να βρει τον μάγο μέσα στο μυαλό του. Βρέθηκε μέσα σε ένα παλιό σπίτι. Δεν το είχε ξαναδεί και έτσι ήταν σίγουρος πως κάπου εκεί θα έβρισκε τον μάγο.
Μια γυναίκα με μαύρα μακριά μαλλιά περιφερόταν στο σπίτι. Ο Κίλιαν δεν την αναγνώριζε. Τακτοποιούσε μερικές πένες που είχαν απομείνει πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Παρατήρησε καλύτερα το πρόσωπο της γυναίκας. Έμοιαζε με την αδερφή του Κλέιν, τη Λύριο. Μόνο που τα μάτια της ήταν φυσιολογικά κι όχι τεράστια, και η απόχρωσή τους ήταν καστανή κι όχι μωβ.
    Το σπίτι ήταν ιδιαίτερα μικρό. Μέσα σε ένα δωμάτιο ήταν στριμωγμένη η κουζίνα, η τραπεζαρία και ένα μεγάλο αφράτο στρώμα ύπνου. Ολόκληρο το σπίτι φάνταζε ετοιμόρροπο. Η τριγωνική σκεπή είχε κάποιες τρύπες που θα ήταν ενοχλητικές στην περίπτωση που έβρεχε. Σκάλες οδηγούσαν σε ένα μικρό δωματιάκι στη σοφίτα. Ήταν αρκετά σκοτεινά. Τα τέσσερα κεριά που σιγόκαιγαν σε διαφορετικές άκρες του δωματίου δεν έφεγγαν αρκετά. Η Γυναίκα σταμάτησε να κινείται και τράβηξε τη προσοχή του Κίλιαν. Κοίταξε ένα ξύλινο ρολόι τοίχου αγχωμένα και βγήκε βιαστικά από το σπίτι. Την ακολούθησε και ανακάλυψε πως βρίσκονταν στη μέση του πουθενά.
«Λύριο, Κλέιν!» Φώναξε με αγωνία. Ο άντρας την ακολουθούσε καθώς έκανε τον κύκλο του σπιτιού. Στο πίσω μέρος υπήρχε μια μεγάλη καταπακτή. Εκείνη τράβηξε τη σκουριασμένη, μεταλλική πόρτα και έβηξε εξ αιτίας της σκόνης που της επιτέθηκε. «Εδώ είστε;» Φώναξε τρομαγμένη. Καμία απάντηση.
    Ξεκίνησε να βυθίζεται στη καταπακτή κατεβαίνοντας διστακτικά τα σκαλοπάτια και ο Κίλιαν βιάστηκε να τρυπώσει. Ξαφνικά δύο μικρές σιλουέτες κουβαριασμένες μέσα σε παλιά τρύπια υφάσματα όρμησαν κατά πάνω της. Εκείνη προσπάθησε να φύγει μακριά και έφερε τα χέρια της στο στόμα της τρομαγμένη. Μόλις τους κοίταξε καλύτερα τα μάτια της μαλάκωσαν και τα χείλη της μειδίασαν. Τα δύο παιδιά ξέσπασαν σε γέλια και η γυναίκα ξεκίνησε να τα κυνηγάει. Εκείνα πέταξαν κάτω τα σκοροφαγωμένα υφάσματα και έτρεξαν μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Ο Κλέιν ήταν λεπτοκαμωμένος με μεγάλα καστανά μάτια και μυτερή κορυφή μαλλιών. Ίδιος αλλά σίγουρα πιο καλόψυχος. Η Λύριο όμως δεν ήταν ίδια. Είχε κοντά μαλλιά και μικρά μάτια με μια σκούρα καστανή απόχρωση.
    Τα αδέρφια κοιτάχτηκαν σκανταλιάρικα μεταξύ τους και όρμησαν σαν σίφουνες στο σπίτι. Προσπέρασαν το τραπέζι και χοροπήδησαν πάνω στο στρώμα που γκρίνιαξε. Από εκεί βούτηξαν προς τη κουπαστή της σκάλας. Έβαλαν πάνω της τα χέρια τους και ανέβηκαν δυο-δυο τα σκαλιά ώσπου έφτασαν στη σοφίτα. Ο Κίλιαν τους ακολούθησε και ανακάλυψε πως ο Κλέιν είχε κλέψει κάτι από τη καταπακτή. Ήταν ένα δερματόδετο βιβλίο που ήταν ποτισμένο με μούχλα, σκόνες και ιστούς αράχνης. Τα παιδιά χαχάνισαν και έκατσαν το ένα δίπλα στο άλλο στο μικρό κρεβατάκι της σοφίτας.
    Τοποθέτησαν το βιβλίο μπροστά τους και εκείνο άνοιξε από μόνο του. Οι σελίδες γυρνούσαν. Τα μάτια του Κλέιν έλαμπαν ενθουσιασμένα. Η Λύριο δίπλα του έτρεμε τρομαγμένη και κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Οι σελίδες σταμάτησαν να στροβιλίζονται και το βιβλίο παρέμεινε ανοιχτό στη σελίδα τετρακόσια πενήντα δύο. Ο Κίλιαν μπορούσε να διακρίνει έναν μεγάλο κύκλο με αρχαία σύμβολα. Ήταν ένα ξόρκι από μόνο του. Αρκούσε κάποιος να έβαζε το χέρι του στο κέντρο των δύο σελίδων για να το ενεργοποιήσει. Και μάλιστα ήταν ένα ισχυρό ξόρκι που προσέφερε δύναμη με το κόστος μιας ψυχής.
    Ο Κλέιν έβαλε το χέρι του στο κέντρο σαν να ήθελε να αγγίξει τον κύκλο. Ο Κίλιαν έτρεξε κοντά του για να τον σταματήσει μα ήταν μάταιο. Δεν βρισκόταν πραγματικά εκεί. Το βιβλίο ξεκίνησε να φέγγει με μια γκρίζα λάμψη. Από το σημείο που είχε αγγίξει ο Κλέιν ξεπήδησαν δύο σκιές. Η μια ήταν κατάμαυρη και η άλλη ήταν μωβ. Οι σκιές περιπλέχτηκαν μεταξύ τους και ύστερα χωρίστηκαν και βούτηξαν μέσα στα σώματα των παιδιών. Η μαύρη μπήκε μέσα στο σώμα του Κλέιν και το παιδί ούρλιαξε βασανισμένα. Η μωβ σκιά όρμησε στο στέρνο της Λύριο κι εκείνη έφερε τα χέρια της στα μάτια της και ξεκίνησε να κλαίει. Τα σώματά τους έπαθαν σπασμούς και αμέσως μετά έμειναν ακίνητα. Μετα βίας ανέπνεαν.
    Με μια ανάσα του Κλέιν ξέφυγε και μια λευκή λάμψη. Ο Κίλιαν παρακολούθησε εμβρόντητος τη ψυχή του αγοριού να βγαίνει από μέσα του. Έμεινε μετέωρη πάνω από τις ανοιχτές σελίδες του βιβλίου. Αμέσως μετά το βιβλίο έκλεισε και έλιωσε τη ψυχή του αγοριού. Μάυρο μελάνι έβαψε τα σεντόνια και τα πρόσωπα των παιδιών. Ο άντρας που έβλεπε το παρελθόν του Κλέιν αναρρίγησε. Αυτό ήταν το αίμα της ψυχής του, η μαύρη μελάνη. Πέρασαν μερικά λεπτά απόλυτης ησυχίας. Ο Κίλιαν κοίταζε αποσβολωμένος τα σώματα των παιδιών και το αρχαίο βιβλίο μαγείας.
    Τα βλέφαρα της Λύριο πετάρισαν και ο άντρας αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω. Τα μάτια της είχαν γίνει πολύ, πολύ μεγάλα. Το καστανό τους χρώμα είχε δώσει τη θέση του στο μωβ. Ο Κλέιν μισάνοιξε τα βλέφαρά του και το πρόσωπό του μειδίασε. Το βλέμμα του ήταν ψυχρό. Αλλά δεν ήταν αυτό που ανάγκασε τις τρίχες του σβέρκου του Κίλιαν να σηκωθούν. Ήταν οι σκιές που χόρευαν στα μάτια του και τον έκαναν να μοιάζει με δαιμονισμένο. Σιγά σιγά οι σκιές τα εγκατέλειψαν, μα το βλέμμα του παρέμεινε άψυχο. Η Λύριο τον κοίταξε και ξεκίνησε να κλαίει.
«Μην κοιτάς.» Του είπε και προσπάθησε να φύγει μακριά του. Ένιωθε πως ήταν διαφορετική. Το αγόρι έπιασε το χέρι της και την κράτησε.
«Δεν συνέβη τίποτα, εντάξει;» Της είπε ήσυχα. Ένα μάτι που είχε δημιουργηθεί στη παλάμη της άνοιξε διάπλατα. Η Λύριο το είδε και έπεσε κάτω. Ξεκίνησε να κλαίει και να ανασαίνει γρήγορα.
«Τίποτα.» Της είπε ο Κλέιν άγρια. Εκείνη προσπάθησε να σταματήσει να κλαίει και κουλουριάστηκε στο πάτωμα.
«Τίποτα.» Συμφώνησε ενώ η καρδιά της σφυροκοπούσε.
    Ο Κίλιαν άφησε πίσω του τη σοφίτα και κατέβηκε σκεπτικά τα σκαλιά. Δεν ήταν ο Κλέιν ο εχθρός του αλλά η σκιά του βιβλίου. Ο Κλέιν είχε πεθάνει από τη στιγμή που είχε τελειώσει η μάχη του με τον Κέζελθ Τώρα η σκιά βρισκόταν μέσα στο δικό του σώμα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να την βρει. Βγήκε από το σπίτι και κοίταξε την σκοτεινή νύχτα. Έσκισε το δέρμα του και σχημάτισε ένα εξάγωνο αστέρι με το αίμα του. Μόλις αυτό ήταν έτοιμο έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα μεγαλύτερο μαχαίρι που είχε. Χάραξε μερικά σύμβολα στο έδαφος. Ένα για να εγκλωβίσει τη σκιά, ένα για να την κοιμίσει και ένα για να την κάνει αρκετά τρωτή ώστε να την εξαφανίσει.
«Τε ινβίτο α σόμπρα.» Επικαλέστηκε τη σκιά.
    Εκείνη όργωσε τον ουρανό γύρω από το αστέρι. Φαινόταν σαν να πάλευε να μείνει έξω από αυτό. Όρμησε κατά πάνω του και εκείνος κράτησε την ανάσα του ευχόμενος πως η επίκλησή του ήταν ισχυρότερη από τη σκιά. Δύο εκατοστά πριν τον αγγίξει μπήκε αναπόφευκτα μέσα στο αστέρι. Πάλεψε να βγει έξω από αυτό μα όσο κι αν κοπανούσε πάνω του υπήρχε ένας αόρατος τοίχος που την κρατούσε εγκλωβισμένη εκεί. Το πρώτο σύμβολο που είχε σχηματίσει φώτιζε στο έδαφος. Το δεύτερο ξεκίνησε να λάμπει και η σκιά έμεινε ακίνητη στο κέντρο του αστεριού. Μόλις το τρίτο ξεκίνησε να φέγγει η σκιά κομματιάστηκε. Ο Κίλιαν ήξερε πως αυτό ήταν το πιο δύσκολο σημείο. Χρειαζόταν λευκή μαγεία. Αν ήταν εκεί η Άισλιν θα ήταν παιχνιδάκι για εκείνη. Έκλεισε τα μάτια του και άπλωσε τις παλάμες του προς την σκιά.
«Λούμιεν.» Μουρμούρισε και προσπάθησε να σκεφτεί όλα τα άτομα που ήθελε να προστατεύσει.
    Η Άισλιν έπρεπε να ζήσει και να μην επηρεαστεί ποτέ ξανά από αυτό το σκοτάδι. Και η Φιέρα ήταν επιτέλους ζωντανή. Έπρεπε να είναι μαζί της και όχι στη μέση του πουθενά μαζί με μια σκιά. Ο Αντρέ είχε μείνει μονός, αντιμέτωπος με τον Ίθαν που δεν είχε πεθάνει στα αλήθεια. Ο Κίλιαν ήταν σίγουρος πως ο φίλος του ήταν καλά, αλλά θα έπρεπε να μπορούσε να τον βοηθήσει. Δεν είχε χρόνο για να σπαταλήσει εκεί. Ένα αχνό φως ξεκίνησε να ξεπηδά από τις παλάμες του και το σώμα του έγινε πιο ανάλαφρο. Ήταν σαν να εξαγνιζόταν από το σκοτάδι. Το φως έγινε πιο πυκνό και τρύπησε μερικά κομμάτια τις σκιάς. Πέρασε αρκετή ώρα όμως τελικά η σκιά εξαφανίστηκε. Ο Κίλιαν άνοιξε τα μάτια του ικανοποιημένος και είδε τον κόσμο του παρελθόντος του Κλέιν να γκρεμίζεται.
    Άνοιξε τα μάτια του και παρατήρησε το μέρος όπου βρισκόταν μπερδεμένος. Θα ορκιζόταν πως θα έπρεπε να ήταν πεσμένος στη μέση του Μέινλοουν. Αντίθετα εκείνος ήταν ξαπλωμένος σε ένα μεγάλο κρεβάτι. Στο δωμάτιο διαχεόταν ένα αχνό φως που προερχόταν από ένα κερί δίπλα στο κομοδίνο του. Ένιωθε μια θέρμη στο χέρι του. Ανασήκωσε το κεφάλι του και είδε την Άισλιν. Ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα και το σώμα της είχε γείρει στο κρεβάτι. Τα μακριά της μαλλιά ήταν απλωμένα γύρω της και το χέρι της άγγιζε το δικό του. Η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη από όσο θα ήθελε και συνέχισε να κοιτάζει τα χρυσαφένια μαλλιά της. Ήθελε τόσο πολύ να δει το πρόσωπό της. Αλλά εκείνη το κρατούσε κρυμμένο.
    Σαν να τον είχε καταλάβει πετάχτηκε πάνω και κοίταξε εξεταστικά το δωμάτιο. Τα βλέφαρά της ανοιγόκλεισαν έκπληκτα μόλις αντίκρισε το πρόσωπό του. Για μια στιγμή η κοπέλα είχε πιστέψει πως είχε παραισθήσεις. Αλλά ήταν πραγματικά ξύπνιος. Η καρδιά της φτερούγησε και τα μάτια της έγιναν υγρά. Τράβηξε το βλέμμα της από το δικό του και σταύρωσε τα χέρια της πεισματάρικα. Ο Κίλιαν ένιωθε πως ονειρευόταν. Οι αντιδράσεις της ήταν πιο ζωντανές και προφανείς από ποτέ. Και το πρόσωπό της ήταν τόσο όμορφο και ξεκούραστο που του φαινόταν δύσκολο να πιστέψει πως πριν λίγο πάλευε.
«Νόμιζα πως δεν θα ξυπνούσες ποτέ.» Ήταν θυμωμένη; Ο Κίλιαν γέλασε και ανασηκώθηκε. Ούτε γρατζουνιά, δεν πονούσε πουθενά. Πότε είχε προλάβει και τον είχε γιατρέψει;
«Γιατί να μην ξυπνούσα;» Ρώτησε μπερδεμένος ενώ υποπτευόταν πως η απάντησή της θα τον εξέπλησσε. Εκείνη τον κοίταξε ανήσυχα.
«Ήσουν σε κόμμα για έναν μήνα Κίλιαν.»
    Η φωνή της απειλούσε να σπάσει και τα μάτια της βούρκωσαν για δεύτερη φορά. Έτσι αναγκάστηκε να σταθεί όρθια και να κάνει μερικά βήματα για να καθαρίσει το μυαλό της. Όλα καλά, μόλις ξύπνησε, γιατί πανικοβάλλεσαι; Είπε θυμωμένα στον εαυτό της. Μόλις είχε τελειώσει η μάχη της Μία και της Σύλβια, ο Εστέφαν είχε ξεκινήσει να περιθάλπει όσους χρειάζονταν βοήθεια. Είχε οδηγήσει σε ένα δωμάτιο τη Μία, τον Λίον, τη Φιέρα, τον Κέζελθ και εκείνη. Αμέσως μετά είχε βοηθήσει τους στρατιώτες να παρέχουν τις πρώτες βοήθειες σε όσους είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Έσωσε αρκετές ζωές. Κάποιοι έχασαν τη ζωή τους αλλά ο Εστέφαν προσπάθησε πολύ.
    Ο Κίλιαν ήταν ο μόνος που δεν είχε σωθεί και δεν είχε πεθάνει. Είχε παραμείνει λιπόθυμος για μέρες. Η Άισλιν περνούσε κάθε μέρα και τον προμήθευε με ενέργεια. Μετέφερε από το σώμα της στο δικό του ότι χρειαζόταν και δεν προσλάμβανε από τη τροφή. Μετά πήγαινε στους τραυματίες και τους γιάτρευε. Σιγά σιγά είχε επουλώσει τις πληγές ολόκληρου του Μέινλοουν. Με τη βοήθεια της Φιέρας φυσικά που ήθελε να μάθει να ασκεί λευκή μαγεία σαν την Άισλιν. Όλα ήταν καλά. Εκτός από το χάος που επικρατούσε στη Λευκή Αυτοκρατορία μετά τον θάνατο της Έις.
    Η Άισλιν δεν είχε καταφέρει να σώσει τη μητέρα της. Ακόμη κι αν μπορούσε να φέρει κάποιον πίσω στη ζωή δεν ήταν παντοδύναμη. Η ικανότητά της έμοιαζε περισσότερο με δεύτερη ευκαιρία παρά με ανάσταση νεκρών. Μπορούσε να επουλώσει το σώμα και να τραβήξει τη ψυχή κάποιου πίσω σε αυτό. Αλλά μόνο αν είχε μόλις χάσει τη ζωή του. Η Φιέρα ήταν μια φωτεινή εξαίρεση, αλλά με μια αφηρημένη έννοια ήταν ακόμη λίγο ζωντανή όταν την είχε επαναφέρει. Η Έις βρέθηκε δολοφονημένη στον ξενώνα έξω από τον οποίο ήταν γραμμένες οι λέξεις «ρουά ματ».
    Η Άισλιν ένιωθε ακόμη πως η καρδιά της ήταν ραγισμένη. Μα η Μία της είχε μάθει να μην το δείχνει. Κι εκείνη είχε χάσει τον πατέρα της όμως κάθε μέρα γελούσε και προσπαθούσε να είναι χαρούμενη. Θα ήθελε να είσαι ευτυχισμένη Άις. Της είχε πει μια μέρα που έκλαιγε μόνη της. Την είχε βρει και είχε καθίσει μαζί της, κάτι που δεν ταίριαζε με τον απόμακρο χαρακτήρα της. Μάλλον είχε αποφασίσει να δώσει μια ευκαιρία στη φιλία τους.
«Έναν μήνα;» Επανέλαβε με ερωτηματικό βλέμμα ο Κίλιαν. Εκείνη ένευσε και του χαμογέλασε.
«Ναι αλλά αφού συνήλθες, είναι η μεγάλη μέρα.» Ανακοίνωσε η Άισλιν και κατευθύνθηκε προς τη πόρτα.
«Τι εννοείς;» Του έριξε ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα. Αμέσως μετά βούρκωσε ξανά. Δεν μπορούσε να τον κοιτάζει. Απλώς δεν γινόταν.
«Θα πάμε όλοι μαζί τη Φιέρα να δει τα αστέρια.» Ανακοίνωσε λίγο πριν βγει βιαστικά από το δωμάτιό του.



Ράνια Ταλαδιανού