Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 24)

Κυριακή 25 Ιουνίου, 1:30
Ημέρα πέμπτη.
Η Χλόη σήκωσε από το πάτωμα το φθαρμένο σημειωματάριο, το οποίο η ίδια είχε πετάξει εκεί πιο πριν και το τοποθέτησε στο τραπέζι μαζί με τις φωτογραφίες από το σεντούκι.
"Λοιπόν", έκανε ο Άγγελος, "τι ακριβώς έγινε;"

Η κοπέλα κάθισε στον καναπέ και του έκανε νόημα να καθίσει και αυτός δίπλα της πριν αρχίσει να του εξηγεί. "Όπως βλέπεις κατάφερα να ανοίξω το σεντούκι. Περίμενα το Κουτί της Πανδώρας να φέρει πιο άμεσα το χάος με τις αναμνήσεις στο μυαλό μου, αλλά αντί αυτού, βρέθηκα να κοιτάω παλιές φωτογραφίες και ένα κενό σημειωματάριο"
Ο Άγγελος της έγνεψε να συνεχίσει.
"Στην αρχή δεν κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω, οπότε μετά απλά έγραψα τον ρούνο για τη μνήμη πάνω σε δύο από τις φωτογραφίες", πήρε μία φωτογραφία και του έδειξε τον ρούνο με τον δείκτη της.
"Και είδες τις χαμένες σου αναμνήσεις;"
"Δεν είναι μόνο δικές μου αναμνήσεις σε αυτό το σεντούκι, Άγγελε"
Ο νεαρός την κοίταξε παραξενεμένος και η Χλόη συνέχισε. "Υπάρχουν και αναμνήσεις της Ισμήνης, πράγμα το οποίο αδυνατώ να εξηγήσω αυτή τη στιγμή"
"Λογικά υπάρχουν για να συμπληρώσουν το παζλ"
"Ίσως, μιας και ανακάλυψα κάτι μέσα από μία συγκεκριμένη ανάμνηση", έτρεξε μέσα στο δωμάτιο και πήρε ένα τετράδιο και ένα μολύβι, αφήνοντας πίσω της έναν σαστισμένο Άγγελο. Ξαναγύρισε στη θέση της, νιώθοντας ένα ανεξήγητο κύμα ενέργειας να την κατακλύζει. Προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της ακριβώς τον ρούνο, τον οποίο είχε εφεύρει η Ισμήνη και να τον αποτυπώσει στο χαρτί όσο καλύτερα μπορούσε. Αλλά ήταν δύσκολο σχέδιο κι έτσι μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες, ξεφύσηξε απογοητευμένη.
Αυτή της η στάση δεν έμεινε απαρατήρητη από το νεαρό, ο οποίος παρατηρούσε με προσήλωση την κάθε της κίνηση. Τον τρόπο με τον οποίο έσφιγγε το μολύβι, το σούφρωμα των χειλιών της όταν δεν της πετύχαινε η γραμμή και εκείνες τις μαγευτικές πράσινες ίριδες, οι οποίες είχαν μία πιο σκούρη απόχρωση απ'ότι συνήθως.
"Χλόη, να προτείνω κάτι;"
Οι μαγευτικές πράσινες ίριδές της στράφηκαν προς τις σοκολατένιες δικές του. "Τι;"
"Εδώ και τόση ώρα απ'όσο έχω καταλάβει, προσπαθείς να σχεδιάσεις κάτι, σωστά;", η κοπέλα έγνεψε καταφατικά και ο Άγγελος συνέχισε ήρεμα, "τι θα έλεγες να μου έστελνες τηλεπαθητικά την εικόνα που θες κι εγώ να τη σχεδιάσω στο χαρτί;"
"Ζωγραφίζεις καλά;", ήταν το μόνο που τον ρώτησε και ήταν η σειρά του να γνέψει καταφατικά. "Νομίζω πως μπορούμε να το δοκιμάσουμε τότε", απάντησε και του έτεινε το μολύβι και το τετράδιο.
Ο Άγγελος της χαμογέλασε ενθαρρυντικά και τα πήρε στα χέρια του, στηρίζοντας το τετράδιο στους μηρούς του. "Λοιπόν, ώρα να μου στείλεις αυτό που θες να σχεδιάσω"
Η κοπέλα του έστειλε την εικόνα τηλεπαθητικά, χρησιμοποιώντας τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου και πρόσεξε πως ο νεαρός έχασε το χρώμα του.
"Άγγελε, είσαι καλά;"
"Τι; Ναι! Μια χαρά!", απάντησε εκείνος πνιχτά και η Χλόη ύψωσε το φρύδι της.
"Τι μια χαρά! Εσύ έχεις πανιάσει! Και τρέμεις ολόκληρος!", τον έπιασε συμπονετικά από τον ώμο και με το άλλο της χέρι έκλεισε την παλάμη της μέσα στη δική του. "Σε τάραξε η θέα του ρούνου", δήλωσε σιγανά.
"Νόμιζα πως δε θα τον ξαναδώ μπροστά μου, όχι τουλάχιστον τόσο σύντομα"
"Τόσο σύντομα;"
Ο νεαρός έγνεψε καταφατικά. Ο συγκεκριμένος ρούνος ήταν ένας κακός οιωνός για τον ίδιο, για λόγους που δεν μπορούσε να αποκαλύψει στη Χλόη. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως δε θα επηρεαζόταν από το συμβάν και να πού έκανε λάθος!
"Από πού γνωρίζεις το ρούνο;"
"Και να ήθελα, δεν μπορώ να σου πω", δικαιολογήθηκε.
"Εντάξει, τότε επίτρεψέ μου να σου αναφέρω ότι ο ρούνος ήταν δική μου ιδέα, η οποία πήρε σάρκα και οστά από την Ισμήνη"
Παύση.
"Εκείνη σκέφτηκε το συγκεκριμένο σχέδιο κι εγώ το όνομα, το οποίο δεν ξέρω αν γνωρίζεις ή όχι", έκανε χαμηλόφωνα και σχεδόν απολογητικά η κοκκινομάλλα, κερδίζοντας ένα έκπληκτο και συνάμα μπερδεμένο βλέμμα από τον Άγγελο.
"Ορίστε;"
"Δεν έχω ιδέα για το παρελθόν σου με τον ρούνο, αλλά μπορώ να σου επιβεβαιώσω πως δημιουργήθηκε για διαφορετικό σκοπό"
"Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;", η ερώτηση του βγήκε αυθόρμητα, πριν προλάβει να συγκρατηθεί.
"Δεν ξέρω, είναι απλά μία διαίσθηση και επιπλέον, πρέπει να δω και τις υπόλοιπες αναμνήσεις", απάντησε σαστισμένη η Χλόη και εκείνη τη στιγμή ένας οξύς πόνος τη διαπέρασε στο κεφάλι, κάνοντάς τη να μορφάσει. Η ανπνοή της έγινε βαριά και έβγαινε με δυσκολία από μέσα της και η όρασή της θόλωσε.
"Χλόη! Είσαι καλά;", αναφώνησε ο Άγγελος και την έπιασε από τους ώμους. Η ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στη φωνή του, καθώς για μια στιγμή είχε ξεχάσει το παρελθόν του.
"Καλά είμαι", προσπάθησε να τον καθησυχάσει, "απλά το κουβάρι των αναμνήσεων αρχίζει να ξετυλίγεται"
Έκανε να σηκωθεί, αλλά τα γόνατά της δεν την κρατούσαν και θα χτυπούσε στα κρύα πλακάκια αν δεν την προλάβαινε ο νεαρός.
"Ήταν που ήσουν καλά!", έκανε θυμωμένος.
"Εντάξει, δεν είμαι καλά!"
Και με αυτά τα λόγια, η κοπέλα έχασε τις αισθήσεις της.
Και τώρα τι έκανε;
Άρχισε να φωνάζει το όνομά της και την έβρεξε στο πρόσωπο με μερικές σταγόνες νερό, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ο Άγγελος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της, όπου και την ξάπλωσε μαλακά στο κρεβάτι. Της σήκωσε τα πόδια για να κυκλοφορήσει το αίμα, αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα.
"Βλέπει ανάμνηση, γιε μου. Παρασύρθηκε από τον χείμμαρο", δήλωσε ήρεμα ο Σμαραγδένιος Δράκος, ο οποίος μόλις είχε εμφανιστεί.
Ο νεαρός ξεφύσηξε και κάθισε στο στρώμα δίπλα από την κοπέλα. "Σε πόση ώρα θα συνέλθει;"
"Κανείς δεν ξέρει. Μπορεί να είναι λεπτά, ώρες ή ακόμα και μέρες"
"Όπως πριν από δύο μέρες στη βιβλιοθήκη", διαπίστωσε εκείνος και της έπιασε το χέρι, χαϊδεύοντας την αναστροφή της παλάμης της με τον αντίχειρά του. Το έφερε κοντά στα χείλη του και άφησε ένα απαλό φιλί στους κόμπους των δακτύλων της. "Υπάρχει περίπτωση να είναι απόγονός της;"
"Δεν είναι", απάντησε λακωνικά το γιγαντόσωμο ερπετό.
"Τι γνωρίζεις για τον ρούνο, τον οποίο μου έδειξε η Χλόη;", άλλαξε θέμα ο Άγγελος.
"Ό,τι κι εσύ, γιε μου. Είναι πολύ πρόσφατος για να έχει αναδειχθεί η πραγματική του δύναμη"
Το σαγόνι του νεαρού σφίχτηκε. Είχε νιώσει τη δύναμη του ρούνο και γνώριζε πολύ καλά πως αυτό ήταν ψίχουλα μπροστά στην κανονική του ισχύ. Και αυτό τον τρόμαζε.
***
Δύο χρόνια πριν
Εκείνη τη μέρα είχε ρεπό κι έτσι αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί καταλλήλως. Θα υλοποιούσαν το σχέδιο το ίδιο κιόλας βράδυ, αντί για το επόμενο, ο χρόνος δεν τους έπαιρνε για καμία καθυστέρηση.
Αλλά το μυαλό της κοπέλας με τα πράσινα μάτια έτρεχε αλλού και πιο συγκεκριμένα στην αποστολή δύο νύχτες πριν.
***
Η Χλόη και η ομάδα της δεν είχαν να ανησυχούν για τίποτα μιας και κάτι τέτοια τα είχαν για πρωινό. Διαπραγματεύσεις και ανταλλαγές πληροφοριών με τη μαφία. Αυτή ήταν η αποστολή που τους είχαν αναθέσει και θα την εκτελούσαν χωρίς πολλά πολλά. Θα κρατούσαν απόσταση και θα ήταν σε ετοιμότητα. Τίποτα το ιδιαίτερο.
Κι έτσι και έγινε.
Το μέρος της συνάντησής τους με τον αρχιμαφιόζο Εμμανουήλ Χατζόπουλο επιλέχτηκε από τον ίδιο και ήταν το παλιό λιμάνι της πόλης και πιο συγκεκριμένα η αποθήκη Δ' του λιμανιού. Νόμιζε πως θα μπορούσε να έχει το πάνω χέρι και το Μαύρο Ρόδο τον άφηνε να το πιστεύει.
Μερικά πιστόλια δεν ήταν ικανά να αντικρούσουν υπερφυσικές δυνάμεις. Ωστόσο ο Χατζόπουλος είχε τεράστια πίστη σε αυτά και θεωρούσε τον εαυτό του αρχηγό των πάντων στην πόλη κι ας του είχαν αποδείξει τα μέλη της οργάνωσης του Ρόδου το αντίθετο. Τον άφηναν να αλωνίζει, διότι η προσοχή του δικού τους εχθρού -των Φαντασμάτων- εστιαζόταν σε αυτόν αντί για εκείνους.
Πολύ βολικό, έτσι;
Η Χλόη τοποθέτησε σε στρατηγικά σημεία την ομάδα της και η ίδια προχώρησε προς την είσοδο της αποθήκης. Άλλο ένα καπρίτσιο του εκκεντρικού μαφιόζου ήταν να διαπραγματευτεί με ένα μόνο άτομο.
Η κοπέλα θα μπορούσε να είχε στείλει τον οποιοδήποτε από την ομάδα της, αλλά επέλεξε να βγάλει η ίδια το φίδι από την τρύπα, όντας η αρχηγός τους.
Ο χώρος ήταν ήσυχος και το φως από τις λάμπες φθορίου ασθενές, δημιουργώντας μία ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, ενώ στο κέντρο του, την περίμενε ο Εμμανουήλ Χατζόπουλος.
"Ωστε μας κάνατε την τιμή να έρθετε;", ρώτησε με φωνή πιο ψυχρή και από τον αέρα της Αρκτικής.
"Μάλιστα, κύριε Χατζόπουλε. Εμείς δεν αθετούμε τις υποσχέσεις μας", αντιγύρισε η Χλόη.
Το βλέμμα του αρχιμαφιόζου σκλήρυνε. "Μην παίζεις με τη φωτιά, δεσποινίς, δεν ξέρεις ποτέ πότε θα σε κάψει"
Η κοπέλα συγκράτησε επιτυχώς το γέλιο της και τοποθέτησε την παλάμη στη ζώνη της, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να κρέμεται το κινέζικο σπαθί της. Ήθελε να του πει πως η ίδια ήταν η φωτιά, αλλά δεν το έκανε. "Καλύτερα να αφήσουμε τις φιλοσοφίες, για άλλο σκοπό βρισκόμαστε απόψε εδώ"
"Ναι σωστά. Ήρθαμε εδώ για διαπραγματεύσεις και αντί να στείλουν κάποιο ηγετικό μέλος, έστειλαν ένα παιδαρέλι!", δήλωσε εκνευρισμένος ο αρχιμαφιόζος και η λαβή του σφίχτηκε πιο πολύ γύρω από το μπαστούνι που κρατούσε.
Από την άλλη, η Χλόη έμεινε σιωπηλή.
"Μας υποτιμάτε καιρό τώρα και εγώ δε θα το αφήσω να περάσει έτσι αυτό!", συνέχισε ο Χατζόπουλος. "Απόψε θα πληρώσετε!"
Η έκφραση της κοπέλας σκλήρυνε. Έπρεπε να το περιμένει όλο αυτό και δεν αδικούσε τον Χατζόπουλο, γιατί, όντως, η οργάνωση μόνο τον υποτιμούσε τόσα χρόνια. Και η οργή του θα ξεσπούσε εκείνο το βράδυ σαν καταιγίδα.
Και η Χλόη έκανε το τελευταίο πράγμα που θεωρούσε σωστό: τον απείλησε.
"Με ποιους νομίζετε ότι τα βάζετε, κύριε Χατζόπουλε;", γρύλισε.
"Με την οργάνωσή σας!", της απάντησε και χτύπησε την άκρη του μπαστουνιού του στο τσιμεντένιο δάπεδο. "Φέρτε την!"
Δύο νεαροί άντρες έσυραν ένα ξανθό κορίτσι, φιμωμένο και δεμένο, μέχρι το αφεντικό τους. Την έσπρωξαν και εκείνη έπεσε στο πάτωμα, μπροστά από τον αρχιμαφιόζο. Τα ρούχα της ήταν βρώμικα και σκισμένα, τα μαλλιά της μπερδεμένα και από τα γαλανά της μάτια έτρεχαν δάκρυα. Μόλις το βλέμμα της έπεσε πάνω στη Χλόη, άρχισε να μουγκρίζει, καθώς ένα πανί την εμπόδιζε να μιλήσει.
Η κοκκινομάλλα πάγωσε, αλλά συνήλθε σχεδόν αμέσως. Αν δεν ήταν ο Σμαραγδένιος Δράκος η φωνή της λογικής μέσα στο κεφάλι της, τώρα θα είχε ήδη επιτεθεί στον Χατζόπουλο.
Θα τον είχε σκοτώσει χωρίς δεύτερη σκέψη και μόνο που τόλμησε να αγγίξει την αδερφή της.
"Ασ'την να φύγει!", γρύλισε η κοπέλα και έδειξε τα δόντια της, σαν λύκος έτοιμος να ορμήξει.
"Δεν το νομίζω. Βλέπεις, μου είναι χρήσιμη για τις διαπραγματεύσεις"
"Ποιες διαπραγματεύσεις; Το Μαύρο Ρόδο σε θέλει νεκρό!"
Ο Χατζόπουλος φανέρωσε μία κοφτερή λεπίδα κάτω από το υποτειθέμενο μπαστούνι του και την κόλλησε στο λαιμό του κοριτσιού. "Ώστε έτσι, με θέλετε νεκρό;"
Η Χλόη έκανε ένα βήμα μπροστά και την περικύκλωσε μία πράσινη αύρα. "Αν τολμήσεις να κάνεις το οτιδήποτε στην κοπέλα, είσαι νεκρός στο δευτερόλεπτο", τον απείλησε και έκανε και άλλο ένα βήμα προς το μέρος του. Ένιωθε τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου να κατακλύει κάθε της μόριο, να τροφοδοτείται από τα συναισθήματά της και πιο συγκεκριμένα την οργή της.
Παρόλα αυτά ο αρχιμαφιόζος δεν έδειχνε να φοβάται και πίεσε τη λεπίδα πιο πολύ στο ευαίσθητο δέρμα του λαιμού της Γαλήνης. Μία βαθιά ανάσα να έπαιρνε το κορίτσι και θα πέθαινε.
Κι εκεί ήταν που η Χλόη άφησε όλη της τη δύναμη να απελευθερωθεί.
Ο Χατζόπουλος εκτοξεύθηκε και συγκρούστηκε στον τοίχο της αποθήκης και λίγο πριν πέσει στο έδαφος, η κοπέλα τον έπιασε από τον λαιμό και τον κόλλησε πάλι στον τοίχο.
"Μπορώ να σε σκοτώσω εδώ και τώρα"
"Αν το κάνεις", πρόφερε με δυσκολία ο άντρας, "το κορίτσι θα πεθάνει και αυτό"
Η κοκκινομάλλα γύρισε το κεφάλι της και αντίκρισε έναν οπλισμένο νεαρό άντρα να σημαδεύει την αδερφή της στο κεφάλι. Άφησε τον Χατζόπουλο και με μία κίνηση του χεριού της, εκείνος που απειλούσε τη Γαλήνη βρέθηκε στο έδαφος να ουρλιάζει από τον πόνο και σύντομα κείτονταν νεκρός. Και όλο αυτό χωρίς να κουνήσει ούτε βλέφαρο, με την σμαραγδένια αύρα να φουντώνει σαν φωτιά γύρω της. Όσο πήγαινε, έβγαινε και περισσότερο εκτός ελέγχου, εκτός εαυτού.
Η Γαλήνη άρχισε να μουγκρίζει κάτω από το πανί που την περιόριζε, θέλοντας να προειδοποιήσει την αδερφή της.
Η Χλόη το κατάλαβε αυτό και γύρισε προς το μέρος του αρχιμαφιόζου, ο οποίος τη σημάδευε με ένα περίστροφο. Πάτησε τη σκανδάλη, αλλά η σφαίρα δεν έφτασε ποτέ στην κοπέλα, διότι τη σταμάτησε ο Σμαραγδένιος Δράκος. Ο Χατζόπουλος γούρλωσε τα μάτια του τρομοκρατημένος. "Τέρας!", ούρλιαξε και άρχισε να πυροβολεί ωσότου να του τελειώσουν οι σφαίρες.
"Τολμώ να πω πως με κολακεύετε", δήλωσε εκείνη και εμφάνισε ένα ιαπωνικό σπαθί.
"ΧΛΟΗ, ΜΗ!", την ικέτεψε η Γαλήνη, η ο οποία είχε καταφέρει κάπως να βγάλει το πανί από το στόμα της. Αλλά η Χλόη δεν την άκουγε. Τόσο πολύ την είχε τυφλώσει η οργή της που δεν άκουγε ούτε τη μονάκριβή της αδερφή.
Η κοκκινομάλλα τοποθέτησε τη μύτη του σπαθιού της στο λαιμό του άντρα. "Καμιά τελευταία επιθυμία;"
"Θα σε περιμένω στην κόλαση, δεσποινίς"
Και με αυτά τα λόγια το σώμα του Χατζόπουλου το διαπέρασαν πράσινοι κρύσταλλοι.
"Μην ανησυχείς, θα έρθω κι εγώ πιο σύντομα απ'όσο νομίζεις"

Ξανθίππη Γιωτοπούλου