Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 8 - "Ρωμανός Κρήτην χειρούται")

Από την πρώτη στιγμή που ανέβηκε ο Ρωμανός στον θρόνο, πολλοί και διάφοροι με τους οποίους είχε γλεντήσει, όχι ιδιαίτερα καθαροί στο ήθος, σπεύσανε να του προσκολληθούν ξανά, για να τους δώσει θέσεις και αξιώματα ως συμβουλάτορές του. Πίστεψαν γαρ ότι ο χαροκόπος νιος θα ήταν πολύ ευχειραγώγητος, πως θα κατάφερναν να τον πείθουν πάντα προς την κατεύθυνση που ήθελαν και τους συνέφερε.
Ο Ρωμανός, πάντως, μες την καλοσύνη του και εν μέρει τη λίγη νεανική του αμεριμνησία, τους δέχτηκε στο πλάι του, και μάλιστα αντικατέστησε με αυτούς τους αξιωματούχους και συνεργάτες του πατέρα του, στους οποίους βέβαια δε φέρθηκε με περιφρόνηση, αλλά αντίθετα τους μοίρασε πολλά χρήματα και αξιώματα και δώρα, δείχνοντας ήδη πιο εύστροφος και συνετός απ’ ό, τι ίσως κάποιοι θα περίμεναν, λόγω των νιάτων του και της πρότερης εφηβικής διαγωγής του. Ευτυχώς για τον νεαρό βασιλιά, μεταξύ των καινούριων του αυλικών εμπίστων υπήρχαν και άνθρωποι πραγματικά σώφρονες, ικανοί και δαιμόνιοι, όπως ο πατρίκιος Θεόδωρος Δαφνοπάτης, ο πρωτοσπαθάριος Σισίννιος, οι Φωκάδες φυσικά, μα πάνω απ’ όλους ο Ιωσήφ Βρίγγας, τον οποίο το παλικάρι αναβίβασε σε παρακοιμώμενό του, μετά από προτροπή και του ίδιου του ευνούχου.

«Ρωμανέ, σ’ εξορκίζω, τώρα που έγινες αυτοκράτορας, να φανείς επιτέλους νουνεχής… Να με ακούς προσεκτικά, όταν σε συμβουλεύω, και να κρατήσεις σε απόσταση άνδρες επιβλαβείς και σφαλερούς και έκφυλους, αλλά και γύναια ακόλαστα και πορνικά που συνήθιζες να συναναστρέφεσαι…»

Αυτά έλεγε ο Βρίγγας, φροντίζοντας δεξιοτεχνικά να μην κάνει αισθητό στον Ρωμανό ότι με τα «ακόλαστα και πορνικά γύναια» συναριθμούσε και τη Θεοφανώ. Όσο και να μην τη συμπαθούσε τη Λάκαινα, τη μισούσε σχεδόν για την ακρίβεια, εντούτοις ήταν η γυναίκα του και η αυτοκράτειρα, και γνώριζε δυστυχώς ότι ο νεαρός του αφέντης, στραβωμένος απ’ τον έρωτα, δε σήκωνε κουβέντα όσον αφορούσε εκείνην. Τουλάχιστον, θα φρόντιζε να την κρατά με νύχια και με δόντια μακριά του· ας την είχε σύντροφο πιστή στην κλίνη, με κανέναν τρόπο όμως και στον θρόνο…

«Έννοια σου, Βρίγγα, και τώρα που ’γινες δεξί μου χέρι θα σε υπολογίζω ακόμα περισσότερο» τον διαβεβαίωνε ο νεαρός αυτοκράτορας. «Πάντοτε σε υπολόγιζα, δηλαδή…»

«Τι τους μάζεψες όλους αυτούς τριγύρω σου, άντρα μου;» του ζήτησε γρήγορα να μάθει η Θεοφανώ, που στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης μπορούσε ακόμα φυσικά να τριγυρνά στο Παλάτι και να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. «Τους γνωρίζεις; Τους εμπιστεύεσαι;»

«Τους ξέρω από παλιά, γυναίκα, ναι, κι είναι άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν έχουν βλάψει το δημόσιο συμφέρον στο σύνολό τους…»

«Το δημόσιο μπορεί, αλλά το ιδιωτικό; Το δικό σου το συμφέρον; Επίτρεψέ μου να έχω αμφιβολίες για το ήθος ορισμένων, απ’ όσο τους έχω παρατηρήσει… Και δε θέλω να σε παρασύρουν σε δρόμους σκοτεινούς, ούτε ως βασιλιά ούτε ως άνθρωπο!»

«Καλή μου» της έπιασε μαλακά τους ώμους εκείνος. «Μη μου ανησυχείς, ξέρω να διαφεντέψω τον εαυτό μου, και θα ασκήσω και την αυτοκρατορική μου εξουσία όσο πιο συνετά και ισχυρά μπορώ… Με σένα πάντοτε στο πλάι μου, εννοείται» συμπλήρωσε, φέρνοντας τις ανάστροφες των παλαμών της τρυφερά στα χείλη του.

«Αλήθεια το λες; Θα μ’ έχεις συναυτοκράτειρα;» τον ρώτησε, αγγίζοντας το μάγουλό του το ζερβί με τον ίδιο τρόπο.

«Όπως σ’ το υποσχέθηκα πολλές φορές ως τώρα! Συνευνή και σύνθρονη, όπως είχε κι ο πατέρας μου τη μάνα μου…»

Είπε ο Ρωμανός, και μια έκφραση μελαγχολίας σκίασε το πρόσωπό του.

«Εσύ θα γίνεις ανώτερος του πατέρα σου» τον παρηγόρησε αμέσως η Θεοφανώ, σφίγγοντας τους καρπούς του. «Κι η μάνα σου δε θα ’ναι τίποτα μπροστά μου… Θα βάλω τα δυνατά μου να σ’ ακολουθώ επάξια, και το μνημόσυνό μας θα είναι αιώνιο, θυμήσου με!»

Την ίδια στιγμή κουνήθηκε έντονα το έμβρυο στην κοιλιά της, κι έκανε έναν μορφασμό βάζοντας το χέρι της απάνω της.

«Τι έχεις, Θεοφανώ μου; Είσαι καλά;» θορυβήθηκε ο σύζυγός της, μα εκείνη σήκωσε ευθύς το βλέμμα και του χαμογέλασε.

«Κλώτσησε το μωρό μας, Ρωμανέ μου» άρθρωσε συγκινημένη, κι ο νεαρός πατέρας γονάτισε και έβαλε το αυτί του, να ακούσει.

«Όντως κλώτσησε!» ψέλλισε κι αυτός έπειτα, καταυγασμένα έχοντας τα γαλανά του μάτια σαν από φως απόκοσμο, και αγκάλιασε παράφορα τη λατρεμένη του κοπέλα και γυναίκα. Το πορφυρό αντρόγυνο ζούσε την ευτυχία…




Το ίδιο Πάσχα του 960, στις 22 του Απρίλη, μέσα στην πάνδημη χαρά της Αναστάσεως του Χριστού, στην κατάμεστη από λαό Αγία Σοφία, που παρακολουθούσε με αγαλλίαση τον όρθρο της μεγάλης εορτής και τη θεία λειτουργία, ο Ρωμανός σε μια έξυπνη κίνηση έστεψε συμβασιλέα του τον μικρό Βασίλειο, τον δίχρονο πια κανακάρη του. Κι η Θεοφανώ, μολονότι οκτώ μηνών έγκυος σχεδόν, με την κοιλιά της τούρλα, την περισσότερη ώρα στεκόταν όρθια, να καθησυχάζει το παιδάκι της που κοιτούσε νευρικό τριγύρω τη φωτοχυσία και στεναχωρούταν μες το τεράστιο σκαραμάγγιο που του είχανε φορέσει, και όταν ο πατριάρχης Πολύευκτος έθεσε στο κεφαλάκι του το στέμμα, το καμάρι της τής θόλωσε τους οφθαλμούς. Έσκυψε όσο μπορούσε και κρατώντας του το μικροσκοπικό χεράκι στο δικό της το φίλησε, «τώρα κι εσύ βασιλιά στο πλάι του πατέρα σου, Βασίλη μου», του ψιθύρισε, ενώ το εκκλησίασμα υποκλινόταν σύσσωμο στον μικρούλη πρίγκιπα. Ο Ρωμανός κατόπιν χαμογελώντας τον σήκωσε στην αγκαλιά του, βγάζοντάς του την κορόνα για να μην υποφέρει, και τον έδειξε σε όλους, κι ο Βασίλειος μισοπιπιλώντας τον αντίχειρά του, ακτινοβόλος στη νηπιακή του αθωότητα, έριχνε με απορία το γαλάζιο του ματάκι στους μελλοντικούς του υπηκόους και γαντζωνόταν πάνω στον ώμο του κυρού του, σίγουρα θέλοντας να τελειώσει γρήγορα αυτή η δυσβάσταχτη για τα μέτρα του φασαρία…




«Ἰδοῦ το ἕαρ το γλυκύ πάλιν ἐπανατέλλει / χαράν, ὑγεῖαν καὶ ζωήν καὶ τὴν εὐημερίαν/ ἀνδραγαθίαν ἐκ Θεοῦ τῷ βασιλεῖ Ῥωμαίων/ καὶ νίκην θεοδώρητον κατά τῶν πολεμίων» τραγούδαγε ο λαός κείνη την πρώτη άνοιξη της βασιλείας του Ρωμανού, όπως κάνανε και όταν κυβερνούσε ο πατέρας του. Και πράγματι, κάτι υπήρχε στον αέρα, κάτι ετοιμαζόταν. Οι κρυφές ελπίδες των υπηκόων για τον νέο τους δεσπότη στρέφονταν προς το να πολεμήσει τους Άραβες της Κρήτης, να καταφέρει αυτό που απέτυχε ο πατέρας του, και από το μυαλό του παρακοιμώμενου Ιωσήφ η ίδια ιδέα πέρασε, και σύντομα κατόρθωσε να τη βάλει στο νου και του νεαρού αυτοκράτορα, που στεκόταν ωστόσο διστακτικός. Κάλεσε λοιπόν συμβούλιο στην αίθουσα του θρόνου, με όλους τους υψηλούς αξιωματούχους του κράτους και τη Σύγκλητο, και γνώμες πολλές ακούστηκαν, οι περισσότερες από τις οποίες συνέκλιναν στην επιφύλαξη και τον φόβο για την τύχη της αυτοκρατορίας, εάν αναλάμβανε ξανά μιαν τέτοια επιχείρηση.

«Ο στρατός μας δεν αντέχει, βασιλέα Ρωμανέ» μίλησε ο δρουγγάριος Μεθόδιος Ταρωνίτης, της Ευφροσύνης ο άντρας, κουνώντας το κεφάλι του. «Ήσουν δεκάχρονο παιδί, και δε θα θυμάσαι ούτε θα ξέρεις βέβαια καλά τι έγινε στον καιρό του αοιδίμου πατρός σου, την εβδόμη ινδικτιώνα, όταν εκστρατεύσαμε στη νήσο με τον στόλο μας υπό την καταραμένη αρχηγία του μαλθακού θαλαμηπόλου του Κωνσταντίνου Γογγύλη[1]… Αυτός ο αχρείος, όχι στρατηγός δε μπορούσε να είναι, ούτε καν δεκαρχία δεν ήταν ικανός να διοικήσει! Σφάλμα τεράστιο του μακαρίτη του δεσπότη Κωνσταντίνου… Μας επιτέθηκαν οι βάρβαροι και μας συνέκοψαν, μας αιχμαλώτισαν τα καλύτερα παλικάρια μας, και πολύ θα ήθελα να είχε πάθει το ίδιο κι ο Γογγύλιος! Αλλά βλέπεις, ήταν τυχερός αυτός, στη ναυαρχίδα κι όπου φύγει, φύγει… Από τότε το ηθικό των στρατιωτών και των ναυτών μας είναι καταρρακωμένο, στα Τάρταρα, ακούνε Αγαρηνός και τους πιάνει τρόμος! Πώς θα πολεμήσουνε για σένανε και για τη Ρωμανία, βασιλιά, και για την Κρήτη, άνθρωποι που θα φοβούνται τον εχθρό;»

«Καλά τα λέει ο άρχοντας Ταρωνίτης» παρενέβη ο ηλικιωμένος μάγιστρος Γεώργιος. «Ο γιος μου άφησε τα κόκαλά του στην Κρήτη, δε θέλω να τ’ αφήσει κι ο εγγονός μου… Κι εσύ θα διακινδυνεύσεις να χάσεις τον θρόνο σου από την οργή του λαού, αυθέντη, εάν η επιχείρηση αποτύχει!»

Σούσουρο γίνηκε για λίγο, πολλοί ένευσαν καταφατικά στα λόγια των δύο ανδρών. Ο Ρωμανός ύψωσε την παλάμη του, σημάδι ότι γύρευε να γίνει ησυχία, κι έπειτα πήρε τον λόγο ο ίδιος:

«Δεν είναι ώρα να κοιτάει ο καθένας τη βόλεψή του, σεβαστοί μου άρχοντες και φίλοι και συνεργάτες, αλλά όλοι μαζί να εξετάσουμε το συμφέρον της αυτοκρατορίας και ποια επιλογή θα προσδώσει στο κλέος και την υστεροφημία μας… Μεθόδιε Ταρωνίτη, μπορεί να ήμουν παιδί όπως λες, θυμάμαι όμως έστω και αμυδρά την αναστάτωση που είχε προκληθεί στο κράτος, τη δυσθυμία και τον θρήνο, και πιστέψτε με, σε καμιά περίπτωση δε θα ήθελα να συμβεί το ίδιο και τώρα! Για αυτό και συμφώνησα με την προτροπή του άρχοντος Ιωσήφ Βρίγγα ότι επικεφαλής και αρχιστράτηγος της εξόρμησης αυτής θα ήταν φρόνιμο να τεθεί ο δομέστικος των σχολών της Ανατολής Νικηφόρος Φωκάς, αν βέβαια αποφασίσουμε να την αναλάβουμε…»

«Ο Νικηφόρος;» αναφώνησε κάποιος άλλος, συγκλητικός. «Μα αυτός μόνο που δεν καλογέρεψε ακόμα!»

«Δεν έχει σημασία. Απ’ ο τι πληροφορούμαι, τον εμπιστεύεται το στράτευμα, και ο λαός μην ξεχνάτε ότι έχει σε μεγάλη υπόληψη την οικογένεια των Φωκάδων… Ο στρατηγός Βάρδας είναι πολύ γέρος πλέον, και ίσως υπήρξε άπληστος και όχι πάντα τόσο αποτελεσματικός, μα οι γιοι του είναι άνδρες άλκιμοι και άμεμπτοι αμφότεροι, ικανοί να μας οδηγήσουνε στη νίκη!»

Οι ψίθυροι και τα μουρμουρητά μεταξύ των συσκεπτομένων εντάθηκαν και πάλι. «Έχει δίκιο ο αυτοκράτορας» τους έκοψε τη φόρα ο Βρίγγας, ανιστάμενος, και έδειξε με την παλάμη τον Ρωμανό. «Κι ομιλεί με σύνεση και σθένος, παρά το νεαρό της ηλικίας του… Εγώ ο ίδιος, λοιπόν, δέσποτα , σου δηλώνω τα εξής: Ξέρουμε τα δεινά που μας συνέβησαν εμάς των Ρωμαίων από τους αρνητές του Χριστού. Κι είναι σωστό και δίκαιο να αναλογιστούμε τις σφαγές και τις παρθενοφθορίες και τις καταστροφές των εκκλησιών και τις αιχμαλωσίες στα παράλια θέματα, κι είναι πρέπον να αγωνιστούμε για αυτούς που είναι Χριστιανοί και ομόφυλοί μας, και να μη φοβηθούμε τις μακρινές οδοιπορίες και την απέραντη θάλασσα, και το πόσο άδηλο είναι αν θα νικήσουμε και το πόσο δύσκολα αποκτάται η φήμη… Επίσης πρέπει να υπακούμε στις διαταγές σου και τη θέλησή σου την υψηλή σαν να είναι θεόπεμπτη, στα χέρια του Θεού είναι άλλωστε η καρδιά του αυτοκράτορα. Προτείνω ούτως να σταλεί στην Κρήτη ο δομέστικος, τον οποίο Αυτός θα κατευθύνει, όντας πιστός δούλος δικός σου και δικός Του. Αυτή είναι η ισχυρή και αμετάθετη γνώμη μου, την οποία ενώπιόν σας μόλις εδήλωσα, και Θεός συνεργήσοι ώστε να εισακουσθώ υπό των ώτων και των διανοιών υμών απάντων!»

«Λύεται η συνεδρίαση» σήμανε ο Ρωμανός με ένα χτύπημα των χειρών του, μετά από μια στιγμή σιωπής, κι ενώ όλοι είχανε μείνει άβουλοι και άλαλοι, δίχως να ξέρουν αν έπρεπε να χειροκροτήσουν ή να γιουχάρουν ομαδόν τον ευνούχο για τη σύντομη αυτή δημηγορία του. Υπάκουσαν, ωστόσο, στο νεύμα του αφέντη τους, και ένας – ένας σηκώνονταν από τα θρονιά τους και αποχωρούσαν, προβληματισμένοι.

«Σοφά αγόρευσες, Βρίγγα» επιδοκίμασε τον παρακοιμώμενό του, αφού μείνανε οι δυο τους. «Και θέλω να σου ζητήσω να καλέσεις τον δομέστικο Νικηφόρο Φωκά στα ανάκτορα εντός των επομένων ημερών, να συνδιαλεχθώ μαζί του ιδιαιτέρως για την κατάσταση του στρατού και τις πιθανότητες που έχει να πετύχει η εκστρατεία. Μόνο έτσι πιστεύω ότι θα είμαι σε θέση να λάβω την όντως λυσιτελέστερη απόφαση…»




«Βασιλιά μου, έμαθα ότι σήμερα το πρωί συγκάλεσες τους προεστούς των αξιωματούχων, για να αποφασίσετε για την Κρήτη» απευθύνθηκε η Θεοφανώ στον Ρωμανό το βράδυ, την ώρα που πλαγιάζανε. «Πληροφορήθηκα σωστά ή κάνω λάθος;»

«Ναι, αυγούστα μου, σωστά πληροφορήθηκες. Τρεις ώρες ολόκληρες υπολογίζω ότι διαβουλευόμασταν…»

«Και; Τι έγινε; Ποια ήταν η ετυμηγορία σου;»

«Δεν έλαβα οριστική απόφαση προς το παρόν… Οι άρχοντες ήταν όλοι τους σκεπτικοί και καχύποπτοι απέναντι στο να επιχειρήσουμε εναντίον των Αράβων της νήσου, προέβαλλαν έντονα ως αντεπιχείρημα την πανωλεθρία που υπέστη ο στρατός κι ο στόλος στην προηγούμενη εκστρατεία, όταν βασίλευε ο πατέρας μου, και το πεσμένο ηθικό τους… Κι εγώ, όμως, Θεοφανώ, δε σου κρύβω ότι διίσταμαι: από τη μια το θεωρώ καθήκον μου να αποτολμήσω αυτό στο οποίο ο συγχωρεμένος ο πατέρας διαμάρτησε οικτρά, από την άλλη αρνούμαι και φοβάμαι να στρέψω τον λαό εναντίον μου, εάν η αποστολή πάει ξανά χαμένη και θρηνήσουμε θύματα πολλά, ορφανέψουνε παιδιά ανήλικα και βρέφη θηλάζοντα, χηρέψουνε γυναίκες και μαυροφορεθούν οι οίκοι του βασιλείου μας…»

«Με τον φόβο δεν πάει κανείς μπροστά, Ρωμανέ» του έσφιξε ενθαρρυντικά το χέρι εκείνη. «Ας υποθέσουμε ότι μπορεί να πετύχει πλέον η εκστρατεία… Είναι προτιμότερο ν’ αφήσεις τη δόξα αυτή για κάποιον άλλον, και να μην τη δρέψεις εσύ, με όσα μέσα και δυνάμεις διαθέτεις; Άλλωστε, κι ο λαός μας το απαιτεί, όλοι ποθούν της Κρήτης την ανάκτηση, είμαι βέβαιη, απ’ όσα έχω ακούσει να λένε κι οι αυλικές αυθέντριες! Και στρατηγούς ικανούς έχεις να πραγματοποιήσουνε τον άθλο αυτό που θα σε δοξάσει, τον Νικηφόρο Φωκά τον ανάδοχο του Βασιλείου μας και τον αδελφό του τον Λέοντα, μη διστάζεις στιγμή λοιπόν! Στείλε τους με πλοία και άνδρες να ορμήσουν κατά των Σαρακηνών, και θα δεις που θα τους αφανίσουν κι η δουλωμένη από κείνους τώρα νήσος θα απελευθερωθεί και θα γυρίσει στην επικυριαρχία μας, και το όνομά σου θα γραφτεί με χρυσό μελάνι στη βίβλο των αυτοκρατόρων: Ρωμανός ο Μακεδών ο νέος, ο ανακτητής της Κρήτης, στα είκοσι ένα του μονάχα έτη!..»

«Μα τι είσαι εσύ, κορίτσι μου! Μήπως να κάνω εσένα παρακοιμώμενή μου, και να απολύσω τον Βρίγγα;» αστειεύτηκε ο Ρωμανός, χαϊδεύοντάς της γλυκά την παρειά. «Έχεις μυαλό, και την πειθώ του ρήτορα! Πώς τα απέκτησες, άραγε, αυτά τα τάλαντα;»

«Θαρρώ μου τα ’δωσε ο Θεός, και με την εκπαίδευση που πήρα ενεργοποιήθηκαν» αποκρίθηκε με ταπεινοφροσύνη η Θεοφανώ, αν και πολύ καμάρωνε μέσα της. «Δε μου είπες, όμως, τι σκέφτεσαι το λοιπόν να πράξεις με το θέμα της εκστρατείας;»

«Παρήγγειλα του Βρίγγα να καλέσει για χάρη μου τον Νικηφόρο Φωκά, ώστε να συνομιλήσω και μαζί του, και ύστερα θα καταλήξω… Θέλω να διαπιστώσω κι από τα δικά του έμπειρα λόγια τί πιθανότητες έχουμε να συντρίψουμε τους απίστους, μιας και θα τον θέσω κεφαλή της επιχείρησης, όπως φρόνιμα με συμβούλεψε κι ο Ιωσήφ…»

«Σε εμπιστεύομαι, θα πράξεις ορθά. Και να ξέρεις για άλλη μια φορά ότι εγώ σε προτρέπω μεν με όλη μου τη δύναμη να την αναλάβεις, αλλά και το αντίθετο να κάνεις, δε θα σε στεναχωρήσω, ούτε θα σ’ έχω για δειλό και ανήμπορο, γιατί πέρα από βασιλιάς είσαι και θα είσαι πάντα ο άνδρας μου ο ποθητός…»

«Κι εσύ η λατρεμένη μου γυναίκα, εκτός από αυγούστα και συναυτοκράτειρα» ανταπέδωσε την τρυφερότητα ο Ρωμανός, κλείνοντάς την μες στα μπράτσα του και φιλώντας τη στα χείλη. «Για αυτό διώξε τις έγνοιες από το όμορφο κεφάλι σου και κοιμήσου τώρα, να αναπαύσεις τον εαυτό σου και το παιδί μας που κουβαλάς στη μήτρα σου…»

Και με αυτά τα λόγια της χάιδεψε απαλά την παραφουσκωμένη της γαστέρα, και την ασπάστηκε σαν άγιο εικόνισμα. Χαμογέλασε η δεκαεννιάχρονη βασίλισσα, γλίστρησε το σώμα της που λίγο το ’χε πειράξει η γκαστριά πάνω στα σεντόνια τα μεταξωτά, άπλωσε στο προσκεφάλι το βελούδινο τους λυτούς εβένινους πλοκάμους της, και φωλιάζοντας στη ζεστή αρρενωπή αγκάλη του συνεύνου της παραδόθηκε σε ύπνο ελαφρό και μελίρρυτο…




Ο Νικηφόρος έφθασε στο Παλάτι λίγες μέρες αργότερα. Τον καλοδέχτηκε ο Ρωμανός, και οι δύο άνδρες, ο νεαρός βασιλιάς και ο μεσήλικος στρατηγός, κλείστηκαν σ’ ένα ιδιαίτερο δώμα για να μιλήσουν.

«Νικηφόρε Φωκά, όπως ήδη ίσως θα έμαθες, σε κάλεσα εδώ διότι ο παρακοιμώμενός μου ο Ιωσήφ Βρίγγας με συμβούλεψε, εάν βέβαια πρόκειται να επιχειρήσουμε ξανά στην Κρήτη, να αναθέσω σ’ εσένα την αρχηγία στρατού και στόλου. Οι άρχοντες εντούτοις ορρωδούν, θυμούνται την πρότερη καταστροφή και δειλιάζουν να συγκατανεύσουν σε μιαν τέτοιαν απόφαση… Και σε ρωτώ, δομέστικε, σε τι κατάσταση βρίσκεται αυτή τη στιγμή το στράτευμα; Τρέμουν και μόνο στο άκουσμα της λέξεως Αγαρηνός, όπως χαρακτηριστικά μού τόνισε ο δρουγγάριος Μεθόδιος Ταρωνίτης;»

«Νεαρέ μου βασιλιά, θα είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου» ξεκίνησε να λέει ο Νικηφόρος, καμπυλώνοντας τους φαρδιούς του ώμους και το πλατύ του στέρνο το πολυδοκιμασμένο. «Δίκιο έχει εν πολλοίς ο Ταρωνίτης… Ο στρατός μας είναι κουρασμένος και απογοητευμένος ακόμα από τις αποτυχημένες μάχες εναντίον των Ισμαηλιτών, πολλοί έχουν εγκαταλείψει τα φουσάτα και γίνονται άγροικοι…»

«Και τι θεωρείς ότι φταίει για όλο αυτό; Δυνάμεθα να το αναστρέψουμε και να ανακρούσουμε πρύμνα, ώστε να επιτεθούμε με όλη μας την ορμή στους Άραβες και να είναι οι πιθανότητες της νίκης μας μεγάλες;»

«Ναι, Ρωμανέ, πιστεύω ότι δυνάμεθα… Και σου πω ευθέως κατά τη γνώμη μου τι φταίει, δίχως φόβο μήπως σε δυσαρεστήσω: εσύ που είσαι νέος και άπειρος στη διακυβέρνηση, και αφήνεις ακόμη τον γέροντα πατέρα μου, που τον έχει φθείρει δυστυχώς η αρρώστια της φιλοχρηματίας και τον έχει καταστήσει σάπιο, κεφαλή των στρατιωτικών μας δυνάμεων! Μπορείς όμως να το αλλάξεις αυτό, αν όπως λες με εμπιστευτείς και με θέσεις επικεφαλής αυτής της προετοιμασίας… Κι εγώ σε ελάχιστο χρόνο θα σου μεταμορφώσω τους αγρότες σε πολεμιστές, τα δρεπάνια σε σπάθες! Δόξα και στον Θεό τον παντοδύναμο, του οποίου η βοήθεια θα μας είναι απαραίτητη, υπάρχουν νέοι φερέλπιδες στο στράτευμα, κλώνοι ανθηροί, όπως ο υιός του δρουγγάριου Ταρωνίτη, ο εκατόνταρχος Ανδρόνικος…»

«Δε με δυσαρεστείς καθόλου, στρατηγέ, τουναντίον. Έπρεπε να μου το πεις κατάμουτρα ότι ο Βάρδας Φωκάς είναι πια άχρηστος για τη στρατηγία, για να καταλάβω κι εγώ ότι πρέπει να τον απομακρύνω άμεσα… Τα θάρρη μου λοιπόν σε σένα πια τα έχω, να καταρτίσεις άρρενες αξιόμαχους, πρόθυμους να συγκρουστούν με τους απίστους και να θυσιαστούν ακόμα, για να απαλλαγεί από τον ζυγό τους η Κρήτη, που δικαιωματικά μας ανήκει, και να αυξηθεί το κλέος της αυτοκρατορίας, και σου υπόσχομαι ότι θα σε τιμήσω ανάλογα, δομέστικε, όταν με τη δική σου ηγεσία και την πρόνοια του Θεού η νήσος επανέλθει στα χέρια μας!»

«Είθε, δέσποτα! Μόνο Εκείνος ξέρει από τώρα ποια θα είναι η έκβαση, κι ας ελπίσουμε να μας οδηγήσει Αυτός, ο άναρχος και αναλλοίωτος, και η υπεραγία Θεοτόκος η υπέρμαχος στρατηγός σε μια περικλεή νίκη!» αναφώνησε ο Νικηφόρος, και ύψωσε δεητικά τις παλάμες του με τους αγκώνες λυγισμένους, ταυτόχρονα με το κεφάλι του. Έπειτα σηκώθηκε, υπέβαλε στον Ρωμανό τα σέβη του και οι δυο τους πήγαν να προχωρήσουν προς τα έξω, οπότε φάνηκε απροσδόκητα η Θεοφανώ.

«Δομέστικε! Τι τιμή να σε συναντώ εδώ!» λάλησε εύθυμη, στηρίζοντας τη μέση της με το ένα χέρι και βάζοντας το άλλο στην κοιλιά της.

«Δική μου είναι η τιμή, αυγούστα. Καλώς να δεχτείς το δεύτερο το τέκνο σου» της αποκρίθηκε, κάμπτοντας τον αυχένα, και μέσα του ευχόταν να μην είχε βρεθεί μπροστά του ξανά η πανέμορφη νια βασίλισσα, που του φουρτούνιαζε τον λογισμό. Η Θεοφανώ, πάντως, ανίδεη τελείως για τα κρυφά αισθήματα του Νικηφόρου, τον παρατηρούσε πλάι στον Ρωμανό και σκεφτόταν τη χαώδη διαφορά τους. Ο πρώτος σκυφτός, μέτριος πολύ στο ανάστημα, στων γηρατειών την εμπατή σχεδόν, στην όψη αδιάφορος, κι ο δεύτερος ψηλός σαν κυπαρίσσι, ευθυτενής, νεότατος και πάγκαλος. «Να τον πήρε καμιά γυναίκα άραγε ποτέ αυτόν τον κακομούτσουνο τον έρμο;» διερωτήθηκε. «Σκέψου να μου ’χε τύχει κάνας τέτοιος…»

«Σ’ ευχαριστώ για την ευχή, δομέστικε» είπε ωστόσο φωναχτά. «Ο Ρωμανός κι εγώ το αναμένουμε πλήρεις χαράς και εναγωνίως…»

«Όπως ακριβώς τα λέγεις, Θεοφανώ! Και, αν βέβαια είναι ο ορισμός σου, στρατηγέ Νικηφόρε, θα το επιθυμούσα σφόδρα και θα το αγαπούσα να το βαπτίσει και τούτο το τέκνο μας η αυθεντία σου…»

«Ευλογία δι’ εμέ θα ήταν να υπάρξω και δευτέρου βασιλόπαιδος ανάδοχος! Και θαρρώ ότι θα έχει γεννηθεί πριν την εκκίνηση της εκστρατείας στην Κρήτη…»

«Είναι αλήθεια λοιπόν; Απεφάσισε ο προσφιλής μου σύζυγος και αυτοκράτορας να προχωρήσει σε τούτο το σπουδαίο εγχείρημα;» ρώτησε η κοπέλα, θέτοντας τους βραχίονές της γύρω απ’ τους ώμους του Ρωμανού.

«Νομίζω πως ναι, πεφιλημένη μου αυγούστα. Ο λόγος του δομέστικου ήταν πύρινος, με έπεισε… Αύριο κιόλας θα το διακοινώσω στους αξιωματούχους μας!»

«Αμήν τότε! Όλα να έλθουν δεξιά!» αναστέναξε ελαφρά η Θεοφανώ, κι έγειρε μια σταλιά στο δεξί πλευρό του άντρα της. Κι ο Νικηφόρος, θωρώντας βουβός κι αμήχανος το ταιριαστό ζευγάρι πλάι - πλάι, συλλογιζόταν πόσο βέβηλος και ανόητος ήταν, αυτός ο μισερός και ψιλοάσκημος και που ολόισια βάδιζε στου γήρατος την τρίβο, να αφεθεί να θρέψει στην καρδιά του έρωτα παράφορο και άπρεπο για κείνη, την οποία τόσο σοφά είχε ο Θεός συναρμόσει με τον μοναχογιό του συγχωρεμένου βασιλέα Κωνσταντίνου, το θαλερό κι ωριόφτιαχτο κι ακτινοβόλο νιάτο…




Φέτος οι ζέστες ξεκινήσανε νωρίς, το καλοκαίρι σαν να βιαζότανε να μπει. Τέλη του Μάη, κι η Θεοφανώ με τον Ρωμανό και τον Βασίλειο βρίσκονταν στα θερινά ανάκτορα των Πηγών. Η ετοιμόγεννη νεαρή αυτοκράτειρα έμενε όσο μπορούσε στην κλίνη της, παίζοντας λίγο με τον πρωτότοκό της γιο και κάνοντας αέρα στον εαυτό της, γιατί ίδρωνε συχνά κάτω απ’ τον όγκο της κοιλιάς της.

«Έρχεται αδελφάκι μου, μάνα;» τη ρώταγε ο Βασίλειος, αγκαλιάζοντάς τη, και κυττώντας τη με τα λαμπερά ματάκια του.

«Έρχεται, αγόρι μου. Έρχεται! » του αποκρινόταν με λαχτάρα, και του φιλούσε τα μαλλάκια, θυμούμενη τη δική του, την πρώτη της τη γέννα. Και έμπειρη καθώς ήταν πια, ένα απομεσήμερο που αισθάνθηκε με βεβαιότητα τις ωδίνες να την επισκέπτονται, κάλεσε αμέσως τη μαία, και σε λίγες ώρες ξελευτερώθηκε, φέρνοντας στον κόσμο το δεύτερο παιδί της: ένα αγοράκι, κλαψιάρικο πολύ και φωνακλάδικο.

«Μπα σε καλό του! Τι έχει πάθει;» αναρωτιότανε, βλέποντάς το να μην ηρεμεί με τίποτα.

«Ευαίσθητο θα σου βγει τούτος ο υγιός, κυρά μου» μάντεψε η Ευφροσύνη. «Να τον προσέχεις…»

«Ναι, ίσως έχεις δίκιο…» έκανε η Θεοφανώ σκεπτική. Το μωρό όμως την παίδευε, της πλήγωνε τις ρόγες όταν θήλαζε, το γκρινιάρικο κλάμα του έλεγες ότι ποτέ δε σταματούσε, κι ώρες – ώρες δυσανασχετούσε τόσο που ευχόταν να μην το είχε ποτέ γεννήσει.

«Θα το δώσω σε βυζάστρα, αν συνεχίσει έτσι» συλλογίστηκε, και το τηρούσε με δυσφορία και στεναχώρια μαζί κρυφή, που όλο στριφογύρναγε στο λίκνο του. Ο Ρωμανός πάντως είχε χαρεί πολύ που απέκτησε κι άλλον διάδοχο, αμέτοχος εκ των πραγμάτων όπως ήταν στη λοχεία της γυναίκας του.

«Τούτον θα τον ονομάσουμε Κωνσταντίνο» της είχε αναγγείλει. «Να ακουστεί το όνομα του συγχωρεμένου του πατέρα…»

«Λες για αυτό να εκνευρίζεται το παιδί; Να έχει καταλάβει ποιανού το όνομα θα πάρει, που μισούσε τη μάνα του;» έβαλε με το νου της τότε, αλλά παρευθύς βιάστηκε να διώξει την απίθανη και αφελή της σκέψη. Έβλεπε άλλωστε και τον Βασίλειο, πόσο είχε αγαπήσει το αδελφάκι του, που ερχόταν σιμά στην κούνια του και τον θωρούσε με αθώα λατρεία και ψέλλιζε χαρούμενος με τη νηπιακή του γλώσσα:

«Αδελφούλης μου, μάνα! Αδελφούλης μου!»

«Ναι, Βασίλη μου, ο αδελφούλης σου!» επαναλάμβανε γλυκά η μητέρα του, και τραβούσε την κουνουπιέρα που σκέπαζε του μωρού το χρυσό σκαφίδι, για να δει καλύτερα ο κανακάρης της την όψη του. Και του μικρού συναυτοκράτορα πετάριζε η καρδούλα, κι άπλωνε το χεράκι του με τρυφεράδα στο κεφαλάκι του αδελφού του, το καλυμμένο ήδη με αραιές ξανθές τριχούλες…




Ο δομέστικος Νικηφόρος Φωκάς ετοιμαζόταν πυρετωδώς όλη την άνοιξη. Συγκέντρωσε τα πιο επίλεκτα στρατιωτικά τμήματα από το θέμα της Μακεδονίας, το Θρακώο και το Θρακησιακό, καθώς και πολλούς Σκλαβησιανούς, τους εκπαίδευσε σκληρά, και να, που στα τέλη του Θεριστή όλα ήταν έτοιμα. Δυο χιλιάδες πλοία εφοδιασμένα με το ακαταμάχητο όπλο των Βυζαντινών, το υγρόν πυρ, άλλοι χίλιοι δρόμωνες και τριακόσια επτά χελάνδια[2] ήταν αγκυροβολημένα στον Κεράτιο, έτοιμα να αποπλεύσουν για την Κρήτη. Την παραμονή του απόπλου, κανονίστηκε να γίνει και η βάπτιση του μικρού Κωνσταντίνου από τον στρατηγό, μαζί με εκείνη της πρωτότοκης θυγατέρας του Καππαδόκη άρχοντα Κωνσταντίνου Σκληρού και της Σοφίας Φώκαινας, ανιψιάς του Νικηφόρου από τον αδελφό του τον Λέοντα. Το πλούσιο ζεύγος είχε φτάσει στη Βασιλεύουσα δύο μέρες νωρίτερα, με τη συνοδεία μερικών του δούλων, και φιλοξενήθηκαν από τη Θεοφανώ, η οποία θα είχε τη σπάνια τιμή για γυναίκα να καταστεί πνευματική μητέρα της παιδούλας, που είχε δει το φως τρεις μήνες πριν απ’ τον Κωνσταντίνο της.

«Αυγούστα Θεοφανώ, σου ζητώ συγγνώμη αν καταχρώμεθα την καλοσύνη της ευσεβείας σου» της είπε η Σοφία, μια όμορφη και σεμνή καστανή γυναίκα με γλυκά μάτια αμυγδαλωτά, ως είκοσι πέντε χρόνων, την ώρα που δειπνούσαν στην τράπεζά της στον γυναικωνίτη. «Και χαίρομαι που θα γίνεις ανάδοχος της κόρης μας εσύ! Το ήθελα τόσο πολύ αυτό το τέκνο, ήμαστε αρκετά χρόνια παντρεμένοι με τον Κωνσταντίνο και δεν κατάφερνα να μείνω έγκυος πρωτύτερα…»

«Μην το διανοείσαι καν, αρχόντισσα Σοφία, ότι καταχράσθε την καλοσύνη μου» την καθησύχασε, πιάνοντάς της το χέρι, και χαμογέλασε. «Κάθε άλλο, και δεν ξέρεις πόσο μεγάλη ευφροσύνη νιώθω που δύο ευσεβείς αυθέντες της Ανατολής και συγγενείς του αρχιστρατήγου μας Νικηφόρου Φωκά με εμπιστεύονται να γίνω η νονά της θυγατέρας τους! Και έχω μάλιστα να σου προτείνω πώς να τη βαφτίσουμε, αν συμφωνείς βεβαίως…»

«Πώς, βασίλισσά μου; Είμαι όλη αυτιά, πες μου!»

«Το δικό μου το όνομα θα ήθελα να της δώσω: Θεοφανώ!» της απάντησε, και μια περήφανη συγκίνηση την κατέλαβε. «Την αγάπησα την κορούλα σου, Σοφία, από την πρώτη στιγμή που την είδα, και πιστεύω ότι ο δεσμός μας ο πνευματικός θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο, αν έχει το όνομά μου… Τι λες, λοιπόν; Πώς σου φαίνεται;»

«Μου φαίνεται… εξαίσια επιλογή, αυγούστα! Εξάλλου, ο Θεός μου την έδωσε, και το πάντιμο όνομά Του πολύ το σκεφτόμουν να συμπεριλαμβάνεται στο όνομα που θα της δίναμε… Θεοφανώ, λοιπόν, ναι, Θεοφανώ η Σκλήραινα, η βαφτισιμιά της αυτοκράτειρας!»

Έτσι κι έγινε· φωτίστηκαν μαζί τα δύο βρέφη, σε κολυμπήθρα κοινή, την παραμονή της αναχώρησης στρατού και στόλου για την Κρήτη. Ο πατριάρχης Πολύευκτος βύθισε πρώτα μέσα της το δευτερότοκο βασιλόπουλο, κι ο Νικηφόρος το παρέλαβε ύστερα στα τραχιά τα χέρια του.

«Να σου ζήσει κι αυτός ο υιός, αυγούστα» της ευχήθηκε, κρατώντας χαμηλό το βλέμμα του εμπρός στο αντικείμενο του χωστού του πόθου. Τον ευχαρίστησε εκείνη γελαστή, και άνοιξε έπειτα τη δική της την αγκάλη για να δεχθεί τη συνονόματη αναδεξιμιά της, την αρχοντοπούλα.

«Ομμάτια μου, καρδίτζα μου! Μελαχρινή είσαι κι όμορφη, γιατί σε βλέπει ο ήλιος!» την παίνεψε τρυφερά, διασκευάζοντας τα λόγια του Σολομώντα στο Άσμα Ασμάτων, και τη φίλησε στο μετωπάκι της.

«Να σας ζήσει η θυγατέρα, καλοί μου αφέντες» ευχήθηκε με τη σειρά της στους γονείς της νεοφώτιστης, όταν τέλειωσε το μυστήριο, μη μπορώντας να πάρει τη χούφτα της από το κεφαλάκι της. «Από δω και πέρα είναι κι αυτή παιδί δικό μου, του ελαίου… Μιαν κόρη της κοιλιάς μονάχα σαν κι αυτή να με αξιώσει κι εμένα να αποκτήσω θα προσεύχομαι τώρα πια στην Παναγία μας!»

«Γένοιτο, καλή μας δέσποινα!» ανταπέδωσε θερμά η Σοφία, σφίγγοντας πάνω της τη μικρή Θεοφανώ. «Είσαι νέα κοπέλα, και πολλά παιδιά ακόμα παρακαλώ να σου χαρίσει ο Πανάγαθος Θεός από τον βασιλέα άντρα σου, τον δεσπότη Ρωμανό, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, κλωνάρια χρυσοκλώναρα που θα λαμπρύνουν τη γενιά σας!»

«Κρίμα πάντως, βασίλισσά μου, που λόγω της πνευματικής μας συγγένειας απαγορεύεται πλέον ο γάμος μεταξύ των παιδιών μας» χαριτολόγησε ο σύζυγός της, άνδρας ψηλός, μελαχρινός και γεροδεμένος, με πάστα στρατιωτική. «Θα μπορούσαν να υπάρξουν καλό ζευγάρι, έχουν άλλωστε απειροελάχιστη διαφορά ηλικίας, και να δημιουργηθεί ισχυρός δεσμός και συμμαχία μεταξύ μας…»

«Άρχοντα Σκληρέ, το ύδωρ και το έλαιον της κολυμβήθρας είναι δεσμός ίσης ισχύος με αυτόν των γαμικών στεφάνων και δακτυλιδίων» αντείπε με χαμόγελο και τόνο επίσημο η νεαρή αυτοκράτειρα. «Είμαι βέβαιη πως θα εκλέξετε για τη Θεοφανώ σας τον πιο αρμόδιο νέο, όταν έλθει σε ηλικία γάμου, και εγώ η ίδια να γνωρίζετε ότι θα σας βοηθήσω στην εκλογή αυτή, εάν μου το ζητήσετε!»

«Κι εμείς, αυγούστα μου, κι εμείς! Ολόψυχα θα γύρευα νύφη για τον Κωνσταντίνο σου, και για τον Βασίλειο ακόμα, όταν βέβαια γίνουν της παντρειάς!» πετάχτηκε με ενθουσιασμό η Σοφία, δράττοντας μαλακά το χέρι της κουμπάρας της, και εκείνη κράτησε το δικό της μια στιγμή με ευγνώμονα διάθεση. Που να ήξερε τότε η Λάκαινα ότι το κοράσι το βγενικό, η μικρούλα Θεοφανώ η Σκλήραινα, που αναδέχθηκε τη μέρα εκείνη τη θερινή του 960, δώδεκα χρόνια αργότερα θα παντρευόταν κι αυτή έναν πρίγκιπα, αλλά ξένο, τον Όθωνα τον Δεύτερο της Γερμανίας, και θα μεταλαμπάδευε τα φώτα της πατρίδας της στη Δύση, καταλήγοντας μετά τον θάνατο του συζύγου της να κυβερνά σαν άντρας το γερμανικό βασίλειο…




Κι ήτανε 5 Ιουλίου, όταν με πάνδημους πανηγυρισμούς σήκωσαν οι ερέτες κουπιά από τον Κεράτιο, και η νηοπομπή που μετέφερε τα στρατεύματα απέπλευσε για τα Φύγελα της Λυδίας, για να συναθροισθούν εκεί όλες οι εκστρατευτικές δυνάμεις. Υπασπιστής και ακόλουθος πιστός του Νικηφόρου σε τούτη τη μεγάλη αποστολή, σαν πρωτοκλέφτη ψυχογιός που είχε μεταληφθεί αιώνες πίσω, δραπετεύοντας από το λημέρι του, ήταν ο εκατόνταρχος Ανδρόνικος Ταρωνίτης, του δρουγγάριου Μεθόδιου ο γιος και της Ευφροσύνης, το όμορφο και γενναίο παλικάρι που είχε λαβώσει της φυλακισμένης πριγκίπισσας Άννας την καρδιά. Στεκότανε τώρα στην πλώρη του καραβιού, αντάμα με τον αρχηγό του, κι αγνάντευε το Αιγαίο πέλαγος που ανοιγότανε μπροστά τους, με την αύρα του τη θαλασσινή, την αλμυρή, να του φυσάει δροσερή το πρόσωπο.

«Με καλούς οιωνούς ξεκινά η εκστρατεία μας, Ανδρόνικε, το νιώθω» στοχάστηκε φωναχτά ο στρατηγός, και άπλωσε με πατρική στοργή το χέρι του στον ώμο του νεανία αξιωματικού. «Κύττα πόσο καθαρός κι ανέφελος είναι ο ουρανός, και πόσο φιλική και καλόπλευστη η θάλασσα!»

Έγνεψε ο Ανδρόνικος πως συμφωνούσε, κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί αμέριμνο στο ατέρμονο γαλάζιο του πόλου και του ύδατος κάτω από αυτόν, που σμίγανε, στον ορίζοντα μακριά, αξεδιάλυτα. Η καρδιά του γέμισε από μια ευφορία λυσιμελή, κι ο λογισμός του αναπετάρισε λαγγεμένος:

«Θα πολεμήσω και για σε, πριγκίπισσά μου… Για να μπορώ, μετά από αυτό, άμα γυρίσω νικητής στην Πόλη, να ζητήσω από τον βασιλέα μας το χέρι σου, το χέρι σου που μ’ άπλωσες κείνο το δείλι μες τους κήπους του Παλατιού, το άσπρο και τρυφερό, και μ’ έδεσες…»

Και της Άννας η γλυκιά μορφή η παρθενική, με τα σμαραγδένια μάτια και τα χείλη τα κεράσινα, ταξίδεψε μπρος στους οφθαλμούς του νου του και ενώθηκε με την απεραντοσύνη που αντίκριζαν οι οφθαλμοί του οι σαρκικοί. Ναι, είχε ριζώσει και στου νεαρού εκατόνταρχου τα στήθη έρωτας αγνός και δυνατός για την όμορφη μικρή αδελφή του Ρωμανού, και αγνοώντας ο δύστυχος την τύχη της, καρτερούσε την ώρα και στη στιγμή που θα του δινόταν η χρυσή ευκαιρία να την ανταμώσει πάλι, να της μιλήσει για την αγάπη του, κι αν ήταν κι αυτηνής το θέλημα και του αδελφού της του αυτοκράτορα, γιατί η μάνα κι ο πατέρας του όχι δε θα έλεγαν, να αρραβωνιάζονταν και να την έπαιρνε ύστερα γυναίκα του δόξη και τιμή…

«Τι συλλογιέσαι, Ανδρόνικε;» διέκοψε αιφνίδια τις σκέψεις του τις ονειρικές ο Νικηφόρος. «Έχεις στο νου σου μήπως καμιά κόρη, την οποία αφήνεις πίσω;»

«Όχι, στρατηγέ. Πώς σου ήρθε αυτό;»

«Είσαι νέος μα και άντρας σωστός, γιε μου, και πολύ λογικό να έχεις και αίσθημα τρυφερό για κάποια… Όμως τώρα δεν είναι καιρός για αυτά! Τώρα πάμε να πολεμήσουμε για την Κρήτη, να αφανίσουμε τους εχθρούς μας, να πέσουμε κιόλας, αν χρειαστεί κι ο Θεός το γράφει, και να προσδώσουμε στην πατρίδα μας δόξα και φήμη ουρανομήκη!»

«Η Κρήτη και ο πόλεμος κατά των απίστων ο θεάρεστος τώρα, στρατηγέ μου!» επανέλαβε σαν ηχώ ο Ανδρόνικος, θωρώντας τον Φωκά κατάματα με βλέμμα αποφασιστικό και σφίγγοντας στη χούφτα του το δόρυ του, κι εκείνος δε μπόρεσε να μην τον φιλήσει στο μέτωπο, περήφανος.

«Εύγε, νεαρέ Ταρωνίτη! Συ θα αναδειχθείς εκ των αρίστων μαχητών της Κρήτης, και θα δοξάσεις μαζί με τον εαυτό σου και την αυτοκρατορία και τους ευγενείς γονέους σου… Της μητρός σου οι ευχές θα σε προπέμπουν, και ο πατήρ σου θα αγάλλεται να βλέπει τέτοιον υιό συμπολεμιστή του!»

Και με αυτά τα λόγια, έδειξε ο Νικηφόρος πιο πέρα τον κυρ – Μεθόδιο, που έδινε παραγγέλματα στους ναύτες για τον ασφαλή πλου του δρόμωνα. Χαμογέλασε ο Ανδρόνικος, και αναλογίστηκε τι χαρά θα έδινε στον γεννήτορά του, όταν συν Θεώ θα του εξέφραζε την επιθυμία του να νυμφευτεί τη βασιλοπούλα της καρδιάς του, την Άννα με τα μάτια τα σμαράγδια, τα λευκά τα χέρια και τα χείλη σαν κεράσια…




Με το που αποβιβάστηκε ο Νικηφόρος στον Χάνδακα, πριν καλά – καλά οι άντρες του συνέλθουν από τη θαλασσινή ναυτία, πέτυχε νίκη απρόσμενη, που φόβισε τους Αγαρηνούς. Μόλις είδε τον κατάλληλο καιρό, έριξε σκάλες στο γιαλό, κατέβασε στη στεριά πεζούς και καβαλαρία, και διαιρώντας τη φάλαγγα στα τρία όρμησε παιανίζοντας άσμα πολεμιστήριο και με το λάβαρο του Σταυρού μπροστάρη πάνω στους απογόνους της παιδίσκης, που πετρωμένοι είχαν σταθεί και ανέμεναν την έφοδο των Ρωμαίων. Λίγη ώρα αντιστάθηκαν, και μετά οι χριστιανοί τους πήρανε φαλάγγι με αλαλαγμούς, βάφοντας τα σπαθιά, τα σκουτάρια, τα κοντάρια και τα βέλη τους σε αίμα αραβικό, ώσπου τρέξανε να αμπαρωθούν όσοι επέζησαν στο κάστρο. Στρατοπέδευσε κι ο Φωκάς με τους γενναίους του απέναντι απ’ τα τείχη, διατάζοντας τον στόλο να προσορμιστεί σε μέρος ασφαλές, με καλοταριά, να βιγλίζει τη θάλασσα και αν έβλεπε κάτεργο εχθρικό, να το κυνηγούσε και να το έκανε στάχτη, εκτοξεύοντας από τους σίφωνες στα λιονταροστόματα και από τα πελώρια κακάβια την υγρή φωτιά. Έστειλε και τον συνονόματό του τον στρατηγό Νικηφόρο Παστιλά, τον διακεκριμένο σε μαλιές άπειρες και πολυσημαδεμένο, αρχηγό ενός τάγματος Ρώσων, για να δράσει ως κατάσκοπος, και τον συμβούλεψε αυστηρά να μη χασομερά και να δίνεται σε τρυφές, αλλά να μένει εγκρατής και νηφάλιος και έτσι να παραδειγματίζει και τους ακολούθους του. Έβαλε όμως ο δαίμονας το ποδάρι του, και η πλούσια και πολύκαρπη κρητική γη δελέασε τους άνδρες του Παστιλά, τους αποχαύνωσε, και γρήγορα λησμόνησαν τις εντολές του Νικηφόρου, τρώγοντας και πίνοντας. Είδαν τη χαλάρωσή τους και οι Αγαρηνοί, κρυμμένοι όπως ήταν παντού στο ύπαιθρο, μες τα γκρεμνά και τα φαράγγια, αναθάρρησαν και βγήκαν να τους κάνουνε γιουρούσι. Τα ’χασαν οι Ταυροσκύθες στην αρχή, μα βάλανε τα δυνατά τους να αντεπιτεθούν, μέχρις ότου η τύχη γυρίσει ενάντια τους, όταν του Παστιλά το άλογο λαβώθηκε και έπεσε καταγής, κι ο ίδιος, αφού πάλεψε για λίγην ώρα πεζός και γιόμισε πληγές και αίματα, σωριάστηκε τέλος νεκρός πάνω στο χώμα. Σαν άτια της πατρίδας τους κεντρισμένα από καμτσίκι, χύθηκαν τώρα οι Άραβες καταπάνω στους ξανθούς υπερασπιστές και τους σφάζανε ανελέητα, κι οι ελάχιστοι που γλύτωσαν και κατάφεραν να φτάσουν στο στρατόπεδο, ήταν όλοι τους σε κακό χάλι.

«Τον προειδοποίησα! Τον προειδοποίησα, ανάθεμά τον, να γρηγορεί κι αυτός και όλη η σπείρα!» βρυχάτο μπουρινιασμένος ο Νικηφόρος, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του Παστιλά και τα καθέκαστα, πιάνοντας με τα δυο του χέρια τα γένια και το κεφάλι του. «Ιδού νυν τα επίχειρα, ιδού το θρηνώδες και πανώλες!»

Είπε κι άλλα λόγια βαριά και μαύρα, ψόγους σκληρούς για την καταστροφική ολιγωρία και ραστώνη στην οποία περιέπεσαν ο Παστιλάς και οι συντρόφοι του, μα βάζοντας έπειτα με τον νου του και του Θεού τις αξεδιάλυτες βουλές και τα γυρίσματα της τύχης, συμπέρανε πως δεν έπρεπε να χρονοτριβεί διόλου, και βάλθηκε να περικυκλώσει την πόλη και να την εξετάσει προσεκτικά. Δε χρειάστηκε πολύν καιρό ο έμπειρος και αγχίνους στρατηγός για να διαπιστώσει ότι ήταν γερά κτισμένη και απόρθητη: από τη μια πλευρά είχε τη θάλασσα για φρούριο, κι από την άλλη το τειχί της, θεόρατο και φαρδύ στον περίδρομο των επάλξεων όσο να χωρούν να διασταυρωθούν ακώλυτα δυο άμαξες, με τον φράκτη από δέρματα και τρίχες αμνοεριφίων, και με δυο τρίσβαθα και πλατιά χαντάκια σκαμμένα γύρω – γύρω του. Τι τέρας κατασκευής!

Δεν πτοήθηκε, ωστόσο, ως όφειλε βέβαια, ο δομέστικος των Ρωμαίων, και δίχως να λείψει ώρα αρχίνησε να οικοδομεί τείχος δικό του στην προσηλιακή μεριά της θάλασσας, για να αποκόψει το φρούριο του Χάνδακα από κείνη. Κι αφού το όρθωσε, κάλεσε ύστερα τους πάντες στη σκηνή του και τους μίλησε καθάρια και ψυχωτικά, τους θύμισε τη φρικτή κατάληξη των εταίρων τους υπό τον Παστιλά, τους νουθέτησε και τους εξόρκισε να μην κάνουνε κι αυτοί το ίδιο και του παρότρυνε να δείξουν φρόνημα υψηλό και γενναίο, για να ξετρυπώνουν τους βαρβάρους που κρύβονταν σ’ όλες τις οπές της γης και να τους ρίχνουν στην απώλεια.

«Μαζί σου, στρατηγέ!» φώναξε ο Ανδρόνικος, υψώνοντας την ασπίδα του, και τόσο πολύ οιστρηλατήθηκε και λαμπάδιασε το στράτευμα του Νικηφόρου η ομιλία, που σείστηκε ο τόπος από το χειροκρότημα, κι απ’ την κλαγγή των σπαθιών που βγαίνανε από τα θηκάρια τους, κι από τις κραυγές τις παρέτοιμες να ορμήσουνε στη μάχη. Όμως, εκείνος, συνετός και συγκρατημένος, παρά τη μεγαλοθυμία του, με τρόπο στιβαρό τους κατεύνασε και τους πρόσταξε να περιμένουν να λάβει ο ίδιος την απόφαση για επίθεση. Αργότερα μες την ημέρα, πήρε τον Ανδρόνικο παράμερα και του μίλησε.

«Νεαρέ Ταρωνίτη, πρόσεξε καλά όσα θα σου πω. Αύριο το βράδυ, που έχουμε πανσέληνο, θα ηγηθείς μαζί μου μιας μυστικής επιδρομής… Άκουσα κάποιους αιχμαλώτους να λένε ότι σε ένα γήλοφο συνάζονται τέσσερις μυριάδες βάρβαροι στρατιώτες, πρόδηλα για να μας κάνουν έφοδο αιφνιδιαστική και να μας κατακόψουν, να μας εκδιώξουν απ’ το νησί και να πάρουν πίσω τους δικούς τους! Δε θα το αφήσουμε να περάσει αυτό, γιε μου… Τη νύχτα, λοιπόν, που το φεγγάρι το ολόγιομο δε θα τους επιτρέπει να χωθούν ολότελα μες το σκοτάδι, θα τους αιφνιδιάσουμε εμείς πρώτοι και θα τους τσακίσουμε μέχρις ενός, ποτάμι θα τρέξει το αίμα τους! Έχω ήδη ξεχωρίσει ένα τάγμα ανδρών αρίστων που θα με ακολουθήσει για φέρουμε εις πέρας αυτό το σχέδιο, και εσύ ως έμπιστός μου και αγαπημένος και αριστεύς και λεοντόκαρδος δε θα μπορούσες να μη συγκαταλεχθείς μεταξύ τους…»

Και του έπιασε με καμάρι τα δυνατά τα μπράτσα. Φούσκωσε του Ανδρόνικου το στέρνο, ξεχείλισε αδρεναλίνη και σεμνή υπερηφάνεια για την ειλικρινή εύνοια που του έδειχνε ο Νικηφόρος, και απάντησε:

«Δομέστικε, στο πλάι σου πάντα θα στέκομαι υπερασπιστής και δούλος σου πιστός! Και αύριο με την πανσέληνο, ορκίζομαι στον Θεό να χιμήξω στους βαρβάρους σαν λιοντάρι, και να μην αφήσω πνοή σε κανένα στήθος!»

Έτσι κι έγινε. Την άλλη νύχτα, κάτω από το διάχυτο φως της μεστής σελήνης, στόμωσαν τα λεπίδια των Ρωμαίων από τη σφαγή στην οποία παρέδωσαν τους σαράντα χιλιάδες Αγαρηνούς, που δεν είχαν πάνω τους όπλα ούτε για δείγμα, και όταν αντιλήφθηκαν ότι οι εχθροί τους τούς κυκλώσανε, πανικοβλήθηκαν, σκορπίστηκαν και γύρεψαν μάταια τη φυγή. Τα κεφάλια των νεκρών διέταξε ο Νικηφόρος να τα χώσουνε σε σακιά και να τα στοιβάξουν στο στρατόπεδο, κι οι συμπατριώτες του οι Αρμένιοι ανταποκρίθηκαν με άγρια χαρά, καρατομώντας μανιωδώς τα πτώματα των Αράβων, για να εισπράξουν και το φιλοδώρημα τα αργύρια που υποσχέθηκε ότι θα τους μοίραζε ο στρατηγός. Ο Ανδρόνικος απεστράφη τη διαδικασία, ήδη ένιωθε πως αρκετά είχε λερώσει τα χέρια του με αίμα, και μήτε τον έμελε να πάρει αντίτιμο. Κι όταν την επόμενη μέρα ο Νικηφόρος είπε στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς να μπήξουν κάμποσα κεφάλια στα δόρατα και να τα καρφώσουν στου στρατοπέδου το οχύρωμα, ενώ τα υπόλοιπα τα εκσφενδόνιζαν με τις κουτάλες των πετροβόλων μες το πολιορκημένο κάστρο, ο νέος εκατόνταρχος φρικίασε, αναγουλιά του ήρθε να τα βλέπει, και ρώτησε τον Φωκά ωχρός:

«Αρχηγέ, μήπως το παρακάναμε; Τούτες οι κεφαλές… Δεν έφτανε η χθεσινοβραδινή η σφαγή;»

«Λιγοψυχάς, Ανδρόνικε;» τον κύτταξε εξεταστικά ο δομέστικος, πίνοντας λίγο νερό από το κύπελλό του. «Έτσι γίνονται οι πολιορκίες και οι πόλεμοι, νέε μου… Ήδη ακούς τον θρήνο που σηκώνεται απ’ την πόλη, τις οιμωγές των ανδρών και τους ολοφυρμούς των γυναικών, και τούτο είναι η πληρωμή μας. Μπορεί κιόλας να γονατίσουν και να συνθηκολογήσουν, μπροστά σε αυτό το αποτρόπαιο θέαμα…»

Λάθος αποδείχτηκε τότε η εκτίμηση του Νικηφόρου. Οι Αγαρηνοί όχι μόνο δεν προσκυνούσαν, αλλά πείσμωσαν και ανασκουμπώθηκαν, έτοιμοι να αποκρούσουν τους Βυζαντινούς αν τους ορμούσαν. Και συνέβη τότε μάχη και συμπλοκή φοβερή, καθώς κι οι δυο μεριές πολεμούσαν λυσσαλέα, τα βέλη σκέπασαν τον ουρανό κι ο κρότος που έκαναν οι λίθοι που ζύγιζαν τάλαντο[3] ο καθένας, καθώς πέφτανε, ήταν εκκωφαντικός. Μα, βλέποντας ο Νικηφόρος ότι το τείχος ήταν άπαρτο και οι εχθροί αντιστέκονταν σθεναρά λόγω της απόγνωσής τους, κατάλαβε πως δεν έπρεπε το στράτευμά του να εξαντλεί, αλλά να αποδυναμώσει τους υπεναντίους με τον τρόπο τον γνωστό από παλιά, παραδίδοντάς τους στον λιμό. Σάλπισε το λοιπόν να πάψει η μάχη και γύρισε πίσω, ύψωσε φράχτη κυκλικό και άνοιξε τάφρο στο στρατόπεδο, κι όλον τον χειμώνα γύμναζε εντατικά τον στρατό του, επιβλέποντας ταυτόχρονα τις κατασκευές των ελεπόλεων και των μηχανών της τειχομαχίας και επιχειρούσε που και που μικρές εξορμήσεις και ακροβολισμούς. Ο Ανδρόνικος είχε τραυματιστεί κάπως στην πρότερη εκείνη σύρραξη, από ένα βέλος που του τρύπησε τον θώρακα, μα είχε αναρρώσει γρήγορα, χάρη στη φροντίδα του γιατρού και του πατέρα του, που του είχε εξομολογηθεί σε μια στιγμή πατρικής τρυφερότητας:

«Ανδρόνικε, υγιέ μου, εσύ είσαι το καύχημά μου και το σέμνωμα του γένους μας, τώρα που με ζυγώνουνε τα γηρατειά! Κάθε φορά που ορμάς στη μάχη, παρακαλώ τον Θεό και την Παναγία και τους αγίους μας να σε φυλάττουν και να σε λυτρώνουν… Άμα θέλει ο Κύριος εκπορθήσουμε την Κρήτη, εάν ζήσουμε κι οι δυο, κάθε σου επιθυμία θα την πραγματοποιήσω, μα κι αν ακόμα εγώ αποθάνω, σου δίνω την ευχή μου, και την εντολή μου να φροντίζεις τη μητέρα σου, αφού οι δυο αδελφές σου έχουν προλάβει να παντρευτούν!»

«Πατέρα, μη μιλάς έτσι! Κι οι δυο θα ζήσουμε, και θα γυρίσουμε νικητές! Ο στρατηγός μας είναι ισχυρός και δαιμόνιος, ήδη αφήνει με δεξιότητα πολλή το κάστρο να πεινάσει…»

«Μακάρι, παιδί μου!» αναστέναξε ο Μεθόδιος κι έκανε τον σταυρό του. «Αλλά ποιος ξέρει Εκείνου τις βουλές; Είθε να μας βοηθήσει να το πάρουμε το κάστρο του Χάνδακα και να χαθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι από μας, μα κι αλλιώς να είναι, δοξασμένο πάλι το όνομά Του κι η άπειρη Σοφία Του!»




Εν τω μεταξύ, στις 8 του Νοέμβρη, ανήμερα της εορτής των Ασωμάτων και παμμεγίστων Ταξιαρχών, ο αδελφός του στρατηγού ο Λέων Φωκάς, σταλμένος από τον Ρωμανό, είχε κατατροπώσει στην κλεισούρα της Ανδρασσού τον αδυσώπητο και πανούργο εμίρη του Χαλεπιού και της Μοσούλης Σαΐφ αλ Νταουλά, τον επονομαζόμενο Χαμβδάν, μαζί με τους άνδρες του, ο οποίος δραττόμενος της ευκαιρίας που πίστευε ότι του έδινε η απασχόληση του ρωμαϊκού στρατού με την Κρήτη λεηλατούσε τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Επικράτησε λοιπόν ο Λέων του Χαμβδά, και τέλεσε στην Κωνσταντινούπολη θρίαμβο με τα αμέτρητα λάφυρα που αποκόμισε, στην οποία τον υποδέχτηκε με λαμπρές τιμές ο νεαρός αυτοκράτορας και γέμισε τον ίδιο και τα παλικάρια του δώρα και αξιώματα. Μεγάλη χαρά και αγαλλίαση δοκίμασε κι ο Νικηφόρος, όταν πληροφορήθηκε τη νίκη του όμαιμού του, και το ηθικό του στρατού του αναπτερώθηκε ακόμα περισσότερο.

«Ο Θεός είναι μαζί μας, φίλοι μου και συμπολεμιστές μου! Το κατέστησε προφανές η συντριπτική ήττα του ελεεινού αμηρά, που δε θα αλωνίζει πια με θράσος την Ασία για να τη δηώνει!» τους μίλησε, κι η φωνή του έτρεμε λίγο απ’ τη συγκίνηση. «Είθε τούτο το έαρ να πανηγυρίσουμε κι εμείς την ανακατάληψη της νήσου Κρήτης, της τόσο σημαίνουσας για το κράτος μας, και να μιμηθούμε του Λέοντα το παράδειγμα, αφανίζοντας τους εκ της Άγαρ και γενόμενοι φόβητρο δι’ αυτούς εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν!»

Ο χειμώνας ωστόσο ήτανε βαρύς, το ψύχος δριμύ, ο αέρας της θάλασσας περόνιαζε τα κόκαλα των στρατιωτών και των αξιωματούχων του Φωκά. Οι τροφές σώνονταν, και πολλοί άρχισαν να υποφέρουν και να διαμαρτύρονται:

«Στρατηγέ, τι θα γίνει; Γιατί καθόμαστε εδώ μπροστά στο κάστρο άπραγοι; Θα μας κάμψει ολότελα η κακοκαιρία, δεν το βλέπεις;»

«Θέλουμε να πάμε σπίτια μας! Στα παιδιά μας, στις γυναίκες μας, στους γονιούς μας και στα αδέλφια μας! Δεν αντέχουμε άλλο!»

«Ντροπή, άνδρες Ρωμαίοι, παιδιά μου! Τι πολεμιστές είστε εσείς; Πού είναι η αντρειοσύνη σας;» τους κέντριζε το φιλότιμο ο δομέστικος, αν και προβληματιζόταν κι αυτός πολύ. «Υπομονή! Τα κάστρα πέφτουν με την πείνα, για αυτό πρέπει να κατασκηνώνουμε εδώ και να περιμένουμε, και να γυμναζόμαστε ανελλιπώς παρά τις αντίξοες συνθήκες… Εσείς όμως σας υπόσχομαι πως δε θα πεινάσετε, ο βασιλέας μας ξέρει την κατάσταση, και θα στείλει γαλέρες με σιτηρά για τον στρατό μας! Έχετε πίστη στον Θεό ημών των χριστιανών, τεκνία, διατηρήστε και την καρτερία σας και το υψηλό σας φρόνημα, και θα δείτε, όλα θα μας έρθουν δεξιά!»

Και να, που η γλυκιά η άνοιξη άρχισε να προβάλλει δειλά – δειλά, κι όλα στο στράτευμα το βυζαντινό είχαν παρασκευαστεί κατάλληλα. Έτρεχε ο Μάρτιος, του πολεμάρχου θεού Άρη ο μήνας, στην πρώτη του εβδομάδα, κι ο Νικηφόρος λογάριασε πως ήταν πια η ώρα να εφορμήσει. Το κάστρο, πεινασμένο, θα παραδινόταν πλέον εύκολα, δεν έπρεπε λοιπόν να ολιγωρήσει…

Αυτή τη νύχτα, ωστόσο, παραμονή της επίθεσης, όπως καθόταν πλάι στη φωτιά, ο νους του πάλι βρήκε να ξεστρατίσει σε πράγματα που απειλούσαν να τον πλανέψουν. Μέσα στη φλόγα που τριζοβόλαγε, μασώντας τα ξύλα, του φάνηκε πως είδε μια στιγμή της Θεοφανώς την όψη, τα μαύρα της τα μάτια, τα χείλη τα ηδονικά, τα φρύδια τα γραμμένα και το φεγγάρι αστήθι. Βλεφάρισε για να τη διώξει από μπροστά του, μα εκείνη επέμενε, ζωγραφιζότανε στη θολή άχνα της φωτιάς, και τον ταλάνιζε…

«Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον, Κύριε, ἐπιλάβου τῆς χειρός μου καὶ ὁδήγησόν με… Τὸ Πνεῦμά σου το ἀγαθόν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ…» κατέφυγε μουρμουριστά στους στίχους των Ψαλμών, ανάκατα, συνειρμικά, όπως του έρχονταν στο μυαλό. Κι αφού πίστεψε ότι συνήλθε, έδωσε στον εαυτό του υπόσχεση ιπποτική: τα λάφυρα της Κρήτης, εκτός από τον βασιλιά του, θα τα αφιέρωνε μέσα του και στην εικοσόχρονη αυγούστα, που είχε κυριεύσει το είναι του, αλλά δεν έπρεπε και δε θα μπορούσε ποτέ να κατακτήσει ο ίδιος…

«Πατέρα, να σου μιλήσω;» ρώτησε ο Ανδρόνικος τον Μεθόδιο, την ώρα που δειπνούσανε λιτά όπως πάντα στη σκηνή τους.

«Να μου μιλήσεις, γιε μου» αποκρίθηκε ο δρουγγάριος, θρυμματίζοντας μια μπουκιά ψωμί και φέρνοντάς τη στο στόμα του.

«Είπες, σαν ήμουν λαβωμένος, ότι είμαι για σε πολύτιμος, και πως αν επιστρέψουμε σώοι εσύ στην Πόλη κι εγώ στα φουσάτα, κάθε επιθυμία μου θα την πραγματοποιήσεις…»

«Το είπα βέβαια, Ανδρόνικε, και το εννοούσα! Είσαι ο μοναδικός μου γιος και κληρονόμος μου… Τις κόρες μου τις προίκισα, τις εξασφάλισα, εσύ τώρα είσαι το μέλημά μου!»

«Μιλάς πλαγίως λοιπόν για γάμο, πατέρα;»

«Και για αυτό, γιατί όχι; Κοντεύεις είκοσι επτά χρόνων, μόλις τελειώσει αυτή η περιπέτεια, θαρρώ πως θα πρέπει να φροντίσουμε εγώ και η μητέρα σου να σου βρούμε μια ταιριαστή νύφη…»

«Αφού, λοιπόν, πατέρα, κι εσείς το συλλογιέστε, μου κάνεις πιο εύκολο να βγουν τα ρήματα που θέλω από το στόμα μου… Μάθε, δηλαδή, πως τη νύφη μου την έχω ήδη διαλέξει…»

«Μπα;» απόρησε έντονα ο Μεθόδιος. «Και ποια είναι η κόρη που θες να νυμφευτείς, Ανδρόνικε;»

«Είναι…» δίστασε μια στιγμή το παλικάρι. «Είναι… η πριγκίπισσα Άννα, πατέρα, η τέταρτη θυγατέρα του συγχωρεμένου του δεσπότη Κωνσταντίνου… Την αντάμωσα τυχαία σαν ήρθα στην Πόλη να σας δω πέρυσι πριν το Πάσχα, κι από τότε την αγάπησα!»

Μεμιάς του δρουγγάριου το κούτελο συννέφιασε. «Τι έγινε, πατέρα;» ανησύχησε ο νεαρός εκατόνταρχος. «Γιατί σκοτίστηκες; Θαρρείς πως δε θα μου τη δώσει ο βασιλέας Ρωμανός, εάν του ζητήσω το χέρι της;»

«Καημένο παιδί! Μα δεν τα ’μαθες;» αναφώνησε με στεναγμό βαθύ ο κύρης του. «Τις πριγκίπισσες τις έδιωξε η γυναίκα του η Θεοφανώ από το Παλάτι, κι ο Ρωμανός δεν της πήγε καθόλου κόντρα! Παρά λίγο να εκτοπίσει και την αυγούστα Ελένη, αλλά φαίνεται τη λυπήθηκε ο Θεός…»

«Τις έδιωξε; Πού τις πήγε δηλαδή;» ρίγησε ο Ανδρόνικος. «Δε φαντάζομαι να…»

«Όχι, δεν τις έκλεισε σε μοναστήρι… Μα τις αμπάρωσε στου Αντιόχου το ανάκτορο, και αυτό φοβάμαι πως ήταν αρκετό… Ξέχνα την Άννα, γιε μου, σε ικετεύω, μην προκαλέσεις τον θυμό της αυτοκράτειρας!»

«Όχι!» αντιμίλησε ο Ανδρόνικος. «Όχι, δε θα το δεχτώ, δε θα σκύψω το κεφάλι! Ο θυμός της αυτοκράτειρας δε μετράει καθόλου μπρος στον έρωτά μου για την πριγκίπισσα, γιατί η ενέργειά της ήταν άδικη! Εγώ την Άννα δεν την ξεχνώ, πατέρα, θα τη βγάλω απ’ τη φυλακή της και θα την πάρω γυναίκα μου, με κάθε κόστος…»

«Αντρόνικε! Στάσου!» τον διέταξε ο Μεθόδιος, μα εκείνος είχε διασχίσει κιόλας το βήλο της σκηνής που χρησίμευε για πόρτα και πετάχτηκε έξω. Εκεί πήρε μια βαθιάν ανάσα, σφαλώντας τα ματόκλαδα, και βγάζοντας τον αέρα απ’ τα πνευμόνια του είπε, με δυο δάκρυα μικρά στα μάτια:

«Θα σ’ ελευθερώσω, Άννα… Δε θα μείνεις σκλάβα εσύ, η αφέντρα της καρδιάς και των λογισμών μου! Κι άμα δε γίνεται αλλιώς, θα σε κλέψω, και θα σε φέρω να στεφανωθούμε και να ζήσουμε μαζί στις άκρες, κυρά μου λατρευτή, αγάπη μου!..»




Ξημέρωσε η αυριανή, η 7η Μάρτη 961, η μέρα που έμελλε να κρίνει την τύχη του αραβοκρατούμενου Χάνδακα. Ο Νικηφόρος παρέταξε τον στρατό του μπρος στα τείχη της πόλης, κι ήταν έτοιμος να διατάξει την εφόρμηση. Την ώρα όμως που διέτασσε το στράτευμα, ιδού που φάνηκε να στους προμαχώνες μια παράξενη γυναίκα Αράβισσα, η οποία έμοιαζε να εκτελεί ακατάληπτα ξόρκια και μαγικά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ανέβαζε το φόρεμά της και αποκάλυπτε του κορμιού της τα απόκρυφα, ξεστομίζοντας βρισιές και χλευασμούς εναντίον του στρατηγού και όλου του ρωμαίικου φουσάτου.

«Αρχηγέ, να της ρίξω;» προτάθηκε ένας νεαρός και έμπειρος τοξότης, βάζοντας κιόλας το βέλος στη χορδή.

«Ρίξ’ της, που να την πάρει ο διάολος!» μούγκρισε ο Νικηφόρος, και μεμιάς ο άλλος άφησε ελεύθερο το βέλος, που ήρθε και πέτυχε την Αγαρηνή ίσια στην καρδιά και τη γκρέμισε άψυχη από του οχυρού το ύψος. Μα θρύλος της Κρήτης προφορικός είπε πως, εκτός από τούτο το θηλυκό θρασίμι, ή απεναντίας, είδαν πάνω στα τείχη μια ευγενική νεανική μορφή, μια κόρη Λημνιώτισσα, Δοξανιώ και λέγανε το όνομά της, κατάσκοπο για χάρη του δομέστικου, που την ώρα τη σωστή κατακρημνίστηκε εθελούσια απ’ το τείχος του Χάνδακα, για να μηνύσει με τη θυσία της στους Ρωμαίους το πιο ευάλωτο και ευπρόσβλητο σημείο του· αυτό το οποίο οι σκαπανείς του Νικηφόρου, βουτώντας κρυφά μες την τάφρο, το σκάψανε και το διέλυσαν, έτσι όπως ήταν καμωμένο από ψαμμόλιθο, ενώ ο πολιορκητικός κριός κι οι ελεπόλεις βαρούσαν διαρκώς το φρούριο και το αδυνάτιζαν, και στο οποίο, αφού κατάφεραν να στέκουν πια κούφιες οι επάλξεις, χωρίς κανένα θεμέλιο, σύναξαν ξερά φρύγανα και τα φλόγισαν, και πήδησαν γρήγορα έξω από την τάφρο, για να δουν σε λίγο τη φωτιά που υπογείως άναψαν να καταπίνει δύο από τις ντάπιες, μα και τους Άραβες να χύνονται καταπάνω τους, μετά την πρώτη την τρομάρα…

«Επίθεση!» έσκουξε κι ο Ανδρόνικος, ορμώντας δυνατά σαν λιοντάρι και ταχιά σαν αίλουρος, και ώρα πολλή πετσόκοβε ανελέητα το ξίφος του νεαρού εκατόνταρχου, το σκουτάρι του, το λωρίκι του κι η περικεφαλαία του είχαν πιτσυλιστεί παντού στα αίματα. Χίμηξε μαζί με τους άλλους συμπολεμιστές του μες τα σοκάκια της πόλης, όταν οι Αγαρηνοί πια, βλέποντας πως δε σώζονταν, τρέξανε να οπισθοχωρήσουν, και με βλέμμα που εξαπέλυε κεραυνούς και το στέρνο του να βροντοκοπά λαχανιασμένο γύρευε συνέχεια κορμί αραβικό να διαγουμίσει. Κι όπως για μια στιγμή εστάθηκε, εξαγριωμένος ήρθε ένας πολέμιος και τον μαχαίρωσε πισώπλατα, απανωτά, με λύσσα, σκίζοντάς του νεφρά και ήπαρ και πλευρά. Κλονίστηκε το παλικάρι, λύγισε, κρουνέλιασε το αίμα κάτω απ’ την πανοπλία του, και σαν δεντρί νεόφυτο, που πριν δεθούν τα άνθια κι οι καρποί του, το ξεριζώνει άπονα μάνητα του βοριά χειμωνική, σωριάστηκε πίστομα στο χώμα, και η γλυκιά ζωή τον εγκατέλειψε θρηνώντας γοερά τα νιάτα, την αντρειά και την ομορφιά του…

Η μάχη κι η σφαγή η φοβερή είχε πάψει. Με το ζόρι συγκράτησε ο Νικηφόρος τους γενναίους του, καλπάζοντας έφιππος εδώ κι εκεί μες τις οδούς και τα στενορύμια, να μην αποδεκατίσουν τον άμαχο πληθυσμό του Χάνδακα, γέρους και γριές, κοπελιές και γυναικόπαιδα, ούτε τους Αγαρηνούς που παρέδιδαν τα όπλα. Κι όπως περιπολούσε και κατασίγαζε την ορμή και τη δίψα των δικών του για το αίμα, διέκρινε ξάφνου κυλισμένο χάμω το φυντάνι του, τον νεαρό του ψυχογιό, να δαγκώνει τη γη.

«Ανδρόνικε!» φώναξε, τραβώντας τα γκέμια του αλόγου του, και ξεκαβαλικεύοντας άτσαλα γονάτισε με την ψυχή του μαργωμένη κοντά στο νεκρό παλικάρι. Τον σήκωσε, είδε την όψη του την πελιδνή, την κέρινη, ψηλάφησε την αρτηρία του λαιμού που δε χτυπούσε πια, και ολοφυρμός βαρύς ξεχύθηκε να ανέβει απ’ το διάφραγμα στους πνεύμονες και στο λαρύγγι του…

«Θάρρος, Νικηφόρε… Θάρρος!» πρόσταξε τον εαυτό του, ενώ τα χείλη του τρεμούλιαζαν λυγμικά κι οι οφθαλμοί του καίγανε από δάκρυα πικρά, και αφού ασπάστηκε με πόνο το κούτελο του Ανδρόνικου, πήρε το κορμί το κυπαρισσένιο στην αγκάλη του, το άψυχο, το ανέβασε στον μαύρο του, που χλιμίντρισε πένθιμα, σαν να ’χε νιώσει τι φορτίο θλιβερό κουβάλαγε ο αφέντης του, και με το σπιρούνισμά του κάλπασε βαριά ως το στρατόπεδο, εκεί που ο άμοιρος πατέρας, ο δρουγγάριος Μεθόδιος Ταρωνίτης, ανέμενε όλος χαρά να περιλαμπαστεί τον γιο του… Ο οποίος, αντ’ αυτού, μόλις είδε πώς του τον κόμιζε ο στρατηγός, συντρίφτηκε, κοπήκαν τα ποδάρια του, πέταξε το κράνος του και λύθηκε σε γόους τραγικούς και κοπετούς:

«Ανδρόνικε! Γιε μου, παιδάκι μου, αετέ μου… Γιατί σ’ εμέ τον δύστυχο, γιατί; Εσύ ήσουν τα ομμάτια και το φως μου, τώρα που έσβησες, παιδί μου, ίδια τυφλός θ’ απομείνω! Πώς να το πω της μάνας σου, που σ’ είχε έναν και κανακάρη, και να μη σκοτιστεί κι αυτής ο λογισμός της και να μην καταξέσει τους μαστούς της που σε βύζαξαν το γάλα, και πώς πάλι να το μηνύσω των αδελφάδων σου, που σε λάτρευαν;!» μοιρολογούσε, με τρόπο που θα ράγιζαν και τα πιο σκληρά λιθάρια, αγκαλιάζοντας σφιχτά το σώμα του παλικαριού του πάνω στο φορείο το νεκρικό που το απέθεσαν, και καταφιλώντας το απ’ την κορφή ως τα νύχια, κλαίγοντας πότε σιγά, πότε δυνατά, με μαύρο δάκρυ κι άραχλο, που ’κανε να συνταράζονται απανωτά οι ώμοι του οι φαρδιοί κι η πλάτη του. Στέκανε οι ζωντανοί συμπολεμιστές τους μουγκοί και βουρκωμένοι, με τα κεφάλια χαμηλά, κι ο καθένας μακάριζε τον εαυτό του που δε βρισκόταν στη θέση του Ανδρόνικου, αλλά και οίκτιρε τον χαροκαμένο πατέρα και δέονταν για την ανάπαυση της ψυχής του ανδρείου εταίρου τους. Ζύγωσε κι ο Νικηφόρος, και βραχνός από τη λύπη μίλησε παραμυθητικά του Μεθόδιου, βάζοντας το δεξί του χέρι παρηγορητικά απάνω του:

«Άρχοντα Ταρωνίτη, θάρσει! Ο γιος σου έπεσε τελώντας το καθήκον του, απέναντι στον βασιλέα μας, την αυτοκρατορία και τον οίκο σου! Ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει, η μνήμη του αιώνια να μένει ανάμεσά μας, και να τον συναριθμήσει ο μεγάλος Θεός με τους δικαίους στη Βασιλεία Του…»

«Αμήν!» επεβόησε ένας φίλος του Ανδρόνικου, νέος αξιωματικός κι αυτός, με τη φωνή πιασμένη, και πλείστοι τον μιμήθηκαν, ενώ άλλοι έκαναν χωρίς λόγια τον σταυρό τους. Το θάψανε το ροδάμνι το ζηλευτό, που τόσο άωρα μαράθηκε, στην εύσπλαχνη γη της Κρήτης, με το προσκεφάλι στην Ανατολή, να θωρεί μέσα απ’ το χώμα έστω την πριγκίπισσά του την Αννιώ στη Βασιλεύουσα, η οποία, διωγμένη απ’ τα δώματα τα πατρικά, ποτέ δεν έμαθε την αγάπη του, ούτε και ήταν τώρα πια ποτέ στ’ αλήθεια βολετό να τη γνωρίσει…




Δεν άργησαν να φθάσουν τα μαντάτα τα χαρμόσυνα στην Κωνσταντινούπολη και στο Παλάτι. «Πάρθηκε πίσω η Κρήτη! Ο στρατηγός μας τα κατάφερε!» λέγανε μεταξύ τους ο λαός, «Η Κρήτη είναι πάλι μέρος του βασιλείου μας! Ζήτω ο Νικηφόρος Φωκάς, πολλά τα έτη του!» οι άρχοντες κι οι αρχόντισσες, κι ο Βρίγγας τα ίδια περίπου ανήγγειλε στον νεαρό δεσπότη του:

«Βασιλέα Ρωμανέ, να ζεις αιώνια! Με την εύνοια του Θεού και τη στρατιωτική μας ισχύ, ο δομέστικος Νικηφόρος Φωκάς ανέκτησε την Κρήτη και την απελευθέρωσε από την τυραννία των Ισμαηλιτών, επαναφέροντάς την στους κόλπους της αυτοκρατορίας… Ο σκοπός, τον οποίο σου υπέθεσα και για τον οποίο σε ενεθάρρυνα, πέτυχε!»

«Δόξα και αίνος στον Μεγαλοδύναμο Θεό!» αναφώνησε ο Ρωμανός, υψώνοντας τις παλάμες του. «Βρίγγα, είχες δίκιο σε όλα, κι η βασιλεία μου θα δοξαστεί υπέρμετρα με τούτο το κατόρθωμα! Και εσύ, όμως, θα ανταμειφθείς επάξια σε χρήμα και σε ο τι άλλο μπορώ να σου διαθέσω!»

«Μην ξεχνάς, βασιλιά μου, ότι κι εγώ η ίδια σε παρότρυνα να αναλάβεις τελικώς την εκστρατεία και να φροντίσεις να ηγηθεί αυτής ο Νικηφόρος» παρενέβη η Θεοφανώ, αγγίζοντας το βραχίονα του άντρα της και μισορίχνοντας ένα βλέμμα αντιπαλότητας στον καστράτο παρακοιμώμενο. «Φυσικά για αυτό δε χρειάζομαι καμιά υλική απολαβή, είναι καθήκον μου ως σύζυγος και συναυτοκράτειρα να συμβουλεύω και να εμψυχώνω τον σύζυγό μου τον αυτοκράτορα!»

Συνέχισε να υποβλέπει με υπερηφάνεια και απαξίωση τον Ιωσήφ, κι εκείνος μέσα του αγρίευε. Τούτο το παλιοκόριτσο είχε πάρει πολύν αέρα! Ποια νόμιζε ότι ήταν; Έπρεπε ο συγχωρεμένος ο αύγουστος Κωνσταντίνος να την είχε διώξει κλοτσηδόν απ’ το Παλάτι, και αυτή η αυγούστα Ελένη, τόσο πολύ της στοίχισε η καλοκαρδία της, που τώρα μαράζωνε και έλιωνε κλεισμένη στο κουβούκλι της, και το ’βλεπε με θλίψη πως δεν της απέμενε πολλή ζωή ακόμα…

«Ρωμανέ, θα έχεις ακούσει φαντάζομαι τον χρησμό που κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα» του είπε αργότερα συνωμοτικά. «Ότι ο Ρωμαίος άνδρας που θα πάρει την Κρήτη, θα στεφθεί και αυτοκράτορας… Μη διακινδυνεύσεις, λοιπόν, τον θρόνο και στο στέμμα σου, επιτρέποντας στον δομέστικο να εισέλθει στην Πόλη μετά την επάνοδό του από την Κρήτη, αλλά στείλε τον μακριά, όσο πιο μακριά γίνεται, να μην αποτελεί απειλή και δαμόκλειο σπάθη για την ευσέβειά σου!»

«Αυτά είναι ανοησίες» διαφώνησε ωστόσο, προς απογοήτευσή του, ο νέος. «Δεν το περίμενα από σένα, Βρίγγα, να πιστεύεις τέτοιες αφέλειες πληβείων και αγραμμάτων ανθρώπων… Μήπως έχεις κατά βάθος προσωπική αντιπάθεια με τον Νικηφόρο, και την έκρυβες καλά για να με πείσεις να τον θέσω επικεφαλής της εκστρατείας;»

Και τον κύτταξε καλά – καλά, ανασηκώνοντας λίγο το ξανθογένικο πιγούνι του. Ο ευνούχος σιώπησε για μια στιγμή, ύστερα: «Κάνε ο, τι θέλεις, βασιλιά. Εγώ σε προειδοποίησα…» μουρμούρισε, και απήλθε, για να έρθει στο κατόπι του από την αντίθετη διεύθυνση η Θεοφανώ κοντά στον Ρωμανό.

«Τι σου ’λεγε;» ρώτησε, δείχνοντας με ένα τίναγμα του κεφαλιού της προς τα κει που είχε φύγει ο Ιωσήφ.

«Για έναν χρησμό, λέει, που υπήρχε… Πως τάχα αυτός που θα πορθούσε την Κρήτη, θα γινόταν αυτοκράτορας! Τον ξέρεις, τον έχεις ακούσει;»

«Όχι, πρώτη φορά τον ακούω… Αλλά δε θα τον πίστευα καθόλου, και να τον ήξερα!»

«Κι εμένα βλακώδης μου φαίνεται…»

«Τότε γιατί το συζητάς ακόμη;»

«Δεν ξέρω, γυναίκα… Άμα υπάρχει περίπτωση να έχει έστω και μια δόση αλήθειας; Να κινδυνεύει η βασιλεία μας; Σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν ίσως σκόπιμο να φροντίσω να μη διαβεί ο δομέστικος σύντομα τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως…»

«Ρωμανέ μου» του μάλαξε απαλά το στέρνο με το ένα της χέρι η Θεοφανώ. «Καλέ μου άντρα, φρόνιμε και έξυπνε… Δεν κινδυνεύει σε τίποτα η βασιλεία μας, μη φοβάσαι! Μια ανόητη προφητεία τι μπορεί να μας κάνει; Ο Νικηφόρος ο Φωκάς στρατηγός είναι και στρατηγός θα παραμείνει σε όλη του τη ζωή, να είσαι βέβαιος, ενώ εσύ θα κάθεσαι απαρασάλευτος στον θρόνο σου, κι εγώ στο πλάι σου… Θα ’μαστε μαζί, δυνατοί και ευτυχισμένοι, με τα πολλά παιδιά που θα αποκτήσουμε να μας περιτριγυρίζουν και όλον τον κόσμο να μακαρίζει και να προσκυνά εμάς τους δυο, τον αύγουστο Ρωμανό τον Νέο και την αυγούστα του τη Θεοφανώ τη Λάκαινα!»

Και με αυτά τα λόγια, τον αγκάλιασε απ’ τη μέση και άγγιξε με τα χείλη της το μάγουλό του. «Αγάπη μου… Εσύ θα είσαι πάντοτε για μένα, κι εγώ για σένα, ως τον θάνατο!» της ψιθύρισε εκείνος τρυφερά, με θέρμη, θωπεύοντας με τα δάχτυλά του τη δική της παρειά, κι έπειτα τη φίλησε, φιλήθηκαν βαθιά κι ερωτευμένα το νεαρό και τρισεύμορφο βασιλικό αντρόγυνο, ανυποψίαστοι τελείως για της Μοίρας και των δυο τους τα γραμμένα, τα πικρά…




Λίγες ημέρες αργότερα, επέστρεψε ο Νικηφόρος Φωκάς στην Κωνσταντινούπολη, αφού μετά την κυρίευση του Χάνδακα γκρέμισε ολοσχερώς το διαλυμένο του φρούριο, και αφού υπέταξε αναίμακτα την ύπαιθρο και έχτισε μια νέα καστροπολιτεία σε έναν τόπο φυσικά προφυλαγμένο και ένυδρο, την οποία ονόμασε Τέμενος, και εγκατέστησε στο νησί δικούς του, Ρωμιούς, Αρμένιους και άλλους, με σκοπό να ενισχύσει το εξασθενημένο χριστιανικό στοιχείο, να προσηλυτίσει όσους είχαν μείνει να λατρεύουν τους αρχαίους ελληνικούς θεούς και να δέσει την Κρήτη έτσι πιο γερά με την υπόλοιπη αυτοκρατορία, ένα έργο που ανέλαβε να συνδράμει και ο Νίκων ο Μετανοείτε μεταξύ άλλων ιεραποστόλων, με το κήρυγμα και την ανέγερση εκκλησιών. Μαζί με τον γυρισμό του, έφθασε και στην Ευφροσύνη το μαύρο το μαντάτο του χαμού του γιου της. Είχαν έρθει εκείνο το πρωί να τη δούνε στο Παλάτι οι δυο της θυγατέρες, η Αγνή, δεκαεννιάχρονη, κι η Κασσιανή, δυο – τρία έτη μεγαλύτερη από την αδελφή της, παντρεμένες κι οι δυο με νέους αυλικούς. Της Αγνής μάλιστα ο άντρας ήταν ο Θεόδωρος, του Ρωμανού ο φίλος ο κολλητός, και το ζευγάρι είχε δεθεί κοντά ένα χρόνο πριν με τα δεσμά του γάμου από αγάπη, όταν ο κυρ – Μεθόδιος ήταν ακόμα στον οίκο του. Ήρθαν λοιπόν οι δυο κοπέλες στη μάνα τους, και με δυσκολία πολλή συγκρατούσανε τη λύπη και τον θρήνο της καρδιάς τους.

«Αγνή! Κασσιανή! Ελάτε, σιμώστε, περιστέρες μου, ψυχίτζες μου… Δε σας περίμενα!» αναφώνησε η Ευφροσύνη, και τις ασπάστηκε σταυρωτά στα μάγουλα. Τα χέρια της Κασσιανής όμως που απλώθηκαν κρύα στα δικά της, κι η συννεφιά στο γλυκό κάστανο βλέμμα της Αγνής, που ήτανε πάντα χαρωπό, την έκαναν να μουδιάσει.

«Κορίτσια μου, τι έγινε; Γιατί είστε έτσι; Μιλήστε, με τρομάζετε με τη σιγή σας, κι η ψυχή μου κινά να μπει στον Άδη…»

«Μητέρα, δεν ήρθαμε για καλό» πρόφερε η μεγάλη Ταρωνιτοπούλα με φωνή που έσπαγε, ενώ η μικρή δεν άντεξε κι είχε ήδη αποστρέψει το πρόσωπό της, κλείνοντας τα μάτια και βάζοντας τη χούφτα της στο στόμα για να πνίξει το αναφιλητό της. «Ο Αντρόνικος…»

«Ο Αντρόνικος; Τι ο Αντρόνικος; Τι έπαθε ο αδελφός σας;»

«Είναι… νεκρός, μάνα!» ψέλλισε η Κασσιανή και λύγισε. «Σκοτώθηκε, την ώρα που μαχόταν τους Αγαρηνούς μες το κάστρο τους… Το σώμα του το θάψανε στην Κρήτη, μα ο πατέρας είπε να ’ρθεις σπίτι να τον κλάψουμε, έστω και με φέρετρο κενό…»

Η Ευφροσύνη είχε κερώσει, ένιωσε να σβήνεται το φως της. «Παιδί μου… Αντρόνικέ μου!» τραύλισε, και σωριάστηκε χωρίς ανάσα σχεδόν σ’ ένα σκαμνί. Έτρεξε η Κασσιανή να της κάνει αέρα, κι η Αγνή έκραξε στις δούλες να φέρουνε νερό και μόσχο, να συνεφέρουν τη μανούλα της. Της έτριβε τα χέρια, τα φιλούσε, γονατισμένη μπροστά της, τα έβρεχε με τα δάκρυά της, κι η Κασσιανή της νότιζε το μέτωπο και τα μηνίγγια, και μόλις συνήφερε καλά η άμοιρη γυναίκα κι είδε των θυγατέρων της τις όψεις και θυμήθηκε τον λόγο της μεγάλης, άφησε μια κραυγή οδυνηρή, και λύθηκε σε θρήνο, και κλαίγανε μαζί και τα βλαστάρια της πικρά, η Κασσιανή γερμένη στον ώμο της, η Αγνή στην ποδιά της, κι η Θεοφανώ σαν μπήκε ανύποπτη και είδη τη σκηνή την τραγική, μαρμάρωσε.

«Ευφροσύνη! Κυρά – Ευφροσύνη!» άρθρωσε, κι οι Ταρωνιτοπούλες στο άκουσμά της αναστήθηκαν, σκούπισαν όπως – όπως τα μάτια τους και έκλιναν τον αυχένα.

«Τι συνέβη; Αγνή, Κασσιανή, γιατί κλαίτε;»

«Ευσεβεστάτη, ο μεγάλος αδελφός μας, ο εκατόνταρχος Ανδρόνικος Ταρωνίτης… Έχασε τη ζωή του στην Κρήτη» κατάφερε να πει η Αγνή, ρουφώντας τη μύτη της. «Αυτό ήλθαμε να πούμε στη μητέρα μας και πατρικία ζωστή σου…»

«Χριστέ μου! Αυτό είναι πολύ θλιβερό!» έκανε η Θεοφανώ συγκλονισμένη, πλησίασε την έμπιστή της που ακόμα θρηνούσε και γονατίζοντας μπροστά της της έπιασε τρυφερά τα χέρια.

«Αρχόντισσα Ευφροσύνη, μάνα μου… Κύτταξέ με! Το πένθος για τον μοναχογιό σου είναι βαρύ, μα εγώ είμαι έτοιμη να σου το απαλύνω…»

«Αχ, Θεοφανώ, ψυχή μου, κυρά και θυγατέρα μου κι εσύ σαν ετούτες τις δυο τις δύστυχες!» βαριαναστέναξε η Ταρωνίτισσα, αντικρίζοντας τη νεαρή αυγούστα. «Πώς θα μου το απαλύνεις, άραγε; Πώς να γλυκάνεις τον πόνο μου, της μάνας που έχασε το σπλάχνο της, τον αβάσταχτο;»

«Θα σ’ τον γλυκάνω... Και ξέρεις πώς; Από δω και στο εξής» - σηκώθηκε και ατένισε τις δυο αρχοντοπούλες – «οι δυο σου θυγατέρες θα γίνουν κυρίες επί των τιμών μου, και στους συζύγους τους θα εισηγηθώ να απονείμει ο Ρωμανός αξιώματα, γνωρίζω κιόλας πως με της Αγνής τον άνδρα τον Θεόδωρο τον συνδέει παλιά φιλία… Και σε σένα, Ευφροσύνη, την εμπιστευμένη μου, και στον προσφιλέστατο στον βασιλιά μας κυρ- Μεθόδιο, ο τι χρειαστείτε θα σας το παρέχουμε, κι όλη μας η σκέψη και η έγνοια θα ’ναι μ’ εσάς στο πένθος σας!»

«Βασίλισσα, μέγα σου το όνομα! Σου χρωστάμε και τη ζωή μας, δούλες σου γραφόμαστε παντοτινές για αυτή σου την τρανή γενναιοδωρία!» μίλησε η Αγνή, και πέφτοντας στα γόνατα έπιασε και προσκύνησε της Θεοφανώς τον ποδόγυρο.

«Σήκω, δέσποινα Αγνή» της παράγγειλε η κοπέλα χαμογελώντας. «Δε θα είστε δούλες μου, αλλά θεράπαινες τιμημένες, κι εσύ κι η αδελφή σου, και σας αξίζει αυτή η θέση! Ο Θεός να αναπαύσει τον αδελφό σας, και να σας δίδει πάντοτε την υψηλή παρηγοριά Του, όσο ζήσετε σ’ αυτόν τον κόσμο…»

Την άλλη μέρα, τέλεσε θρίαμβο ο δομέστικος Νικηφόρος Φωκάς, «μαύρος θάνατος» των Αράβων, όπως έμελλε να μείνει στην Ιστορία, παρελαύνοντας από τη Μέση Οδό και φτάνοντας ως τον Ιππόδρομο, για να επιδείξει τα πλούσια λάφυρα που βρήκε μέσα στον ευημερούντα ως τότε Χάνδακα. Λαός απειράριθμος είχε συναχτεί και ακολουθούσε, πολλαπλάσιος από όσους είχε ελκύσει τέσσερις μήνες νωρίτερα του αδελφού του ο θρίαμβος, όταν κατανίκησε τον Χαμβδάν, και όλοι εξέστησαν και αναφωνήσανε με θαυμασμό και επευφημήσανε, βλέποντας να προπορεύεται ο στρατηγός καβάλα, κι από πίσω του να σέρνουνε τα αμάξια λίτρες το χρυσάφι και το ασήμι σε νομίσματα, ενδύματα και πέπλα και υφάσματα χρυσοποίκιλτα, τάπητες βαμμένους με πορφυρή αλουργίδα, κειμήλια χίλια δυο πανάκριβα, εγχάρακτα με την περίσσια μαστοριά της αραβικής τέχνης, ακτινοβόλα χρυσά και διάλιθα, και κάθε είδους οπλισμός που άστραφτε στο φως του ήλιου: ασπίδες, λόγχες, θώρακες, τόξα… Και έπονταν οι αιχμάλωτοι δεμένοι, κι ο Σαρακηνός αμηράς της Κρήτης ο Αβδούλ Αζίζ, ο επονομαζόμενος Κουρουπάς, καδενωμένος κι αυτός μαζί με το χαρέμι του και τα παιδιά του, να ολοφύρονται για την καταστροφή τους και την ταπείνωση. Έδειξε ωστόσο έλεος ο Νικηφόρος στον ηττημένο του αντίπαλο, κρατώντας τον στο στράτευμά του, κι από τη θέση αυτή αντιμετώπισε ο Κουρουπάς τους Ρώσους στο Δορύστολο, όταν πια βασίλευε ο Ιωάννης ο Τσιμισκής, ενώ ο πρωτότοκος γιος του ο πρίγκιπας αλ-Νουμάν έγινε χριστιανός με το ελληνίζον όνομα Ανεμάς, και γενάρχης μιας σπουδαίας διγενούς φαμελιάς της Βασιλεύουσας. Έτσι λοιπόν ανακτήθηκε απ’ τους Ρωμαίους η Κρήτη, και εκπληρώθηκε η από ετών είκοσι προφητεία του κεκοιμημένου ήδη τότε Βοιωτού γέροντα, του οσίου Λουκά του Στειριώτη, πως «Ῥωμανός Κρήτην χειροῦται», και ο εικοσιδυάχρονος αυτοκράτορας Ρωμανός ο Δεύτερος των Μακεδόνων τον ετίμησε διατάζοντας να κτιστεί ναός μεγαλοπρεπής, οκταγωνικός, στο μοναστήρι που ασκήτεψε ο όσιος, όμοιός του να μην υπάρχει ως τα τότε στο βασίλειο, μόνο που δε γνώριζε ότι θα προλάβαινε ποτέ να τον δει να υλοποιείται…



[1] Πρόκειται για την εκστρατεία του 949 μ. Χ. που κατέληξε σε τραγωδία.
[2] Πλοία εφοδιασμού και μεταφοράς ιππέων κυρίως
[3] Μονάδα μέτρησης μάζας


Λίνα Δώρου