ANGELS: The Academy (Κεφάλαιο 7)

Ένας ήχος ήχησε σε όλο το δωμάτιο και ξύπνησε όλους τους μαθητές του οίκου μου, αλλά μάλλον ξύπνησε και όλη την σχολή. Ήταν τόσο δυνατός που για να μην τον ακούσει κάποιος θα έπρεπε να ήταν κωφός. Όλοι μαζευτήκαμε στο σαλόνι και καθόμασταν μέχρι να μας ειδοποιήσουν.
Η πόρτα του οίκου μας άνοιξε και η καθηγήτρια Πίτμαν μπήκε αργά και ταυτόχρονα χαρούμενα μέσα. "Καλημέρα στους φοιτητές μας!", φώναξε χαρούμενα καθώς είχε σταθεί ακριβώς στο κέντρο του οίκου.
"Καλημέρα, κυρία Πίτμαν", είπαμε όλοι μαζί σχεδόν χαρούμενα. Δεν είχαμε καταφέρει να ξυπνήσουμε όλοι ακόμα. Εγώ φυσικά είχα ξυπνήσει εδώ και πολύ ώρα και το βιβλίο που είχα διαβάσει μου είχε δώσει κάποιες απαντήσεις αλλά δεν με είχε καλύψει.
"Ακολουθήστε με. Να φάτε το πρωινό σας και στην συνέχεια να πάτε στα τμήματα σας για να αρχίσετε τα μαθήματα", είπε και άρχισε να περπατά προς την πόρτα και όλοι εμείς αρχίσαμε να περπατάμε πίσω της βαριανασαίνοντας.
Περπατούσαμε στους διαδρόμους μέχρι που φτάσαμε στην τραπεζαρία. Καθίσαμε όλοι στα τραπέζια και ακριβώς μπροστά μας υπήρχαν πολλά πράγματα από τα οποία ο καθένας επέλεγε ό, τι ήθελε για να φάει για το πρωινό του. Δίπλα μου είχε καθίσει η Νινέμ, η οποία δεν σταμάτησε να τρώει μέχρι την ώρα που μπήκε στην τραπεζαρία ένας φίλος άντρας.
"Είμαι ο Αλφέρντ Ουνόφ. Καθηγητής μαντικής της Ακαδημίας Γκρίφιν των Αγγέλων. Μαζί θα περάσουμε τουλάχιστον έναν χρόνο μαθημάτων και ελπίζω να μάθετε αρκετά πράγματα", είπε ο ψηλός άντρας και τότε καταλάβαμε όλοι ότι είναι καθηγητής. "Ένας-ένας θα έρθει εδώ για να παίρνει το πρόγραμμα του. Και με βάση αυτό θα ξέρετε σε ποια αίθουσα και τι μάθημα θα κάνετε. Προσέξτε τις ώρες. Αν αργήσετε να μπείτε μέσα θα μπαίνουν απουσίες και αν ξεπεραστεί το όριο δεν θα μπορείτε να περάσετε το έτος".

Όλοι, ένας-ένας πήραμε το πρόγραμμά μας και πήγαμε στην αίθουσα Μαντικής που είχαμε τις δύο πρώτες ώρες. Ο κύριος Ούνοφ καθόταν στην έδρα του, η οποία βρισκόταν πάνω σε ένα υπερυψωμένο πάτωμα, πίσω του βρισκόταν ένας καταπράσινος πίνακας και ακριβώς μπροστά του απλώνονταν τα θρανία των μαθητών στα οποία καθόμασταν εμείς. Με την πρώτη ματιά δεν είχε καμία διαφορά από το σχολείο των ανθρώπων.

"Σένσιουμ Όνος Ίντικαμ", είπε ο καθηγητής και κάτι βιβλία άρχισαν να αιωρούνται και να πέφτουν ακριβώς μπροστά από τον καθένα μας. "Αυτά είναι τα βιβλία Μαντική Ι. Του χρόνου θα κάνετε το δεύτερο βιβλίο". Καθώς μιλούσε, ανοίγαμε όλοι τα βιβλία και τα κοιτούσαμε με θαυμασμό.

Οι ώρες περνούσαν και ο καθηγητής μιλούσε ξανά και ξανά χωρίς να σταματάει. Όλοι δείχναμε κουρασμένοι αλλά αυτός δεν μας έδωσε σημασία. Το κουδούνι χτύπησε και τα πρόσωπά μας χάρηκαν για λίγο, μέχρι που πήγαμε στο επόμενο μάθημα. Μέχρι το τέλος της μέρας είχαμε εξαντληθεί όλοι, τόσο που αυτό μας έκανε μόλις τελειώσαμε τα μαθήματα να πάμε γρήγορα στα δωμάτια μας και να ξαπλώσουμε κατευθείαν.

Δεν πρέπει να πέρασαν πάνω από πέντε δευτερόλεπτα από τότε που είχαμε κοιμηθεί όλοι και το μυαλό μας ονειρεύονταν διαφορά πράγματα. Στο δικό μου όμως υπήρχε απόλυτο σκοτάδι και μια φιγούρα άρχισε να φαίνεται στο βάθος. Ήταν ένας κατακόκκινος άντρας με κεφάλι τράγου που όταν έφτασε αρκετά κοντά, ώστε να τον βλέπω καλά, μου είπε: "Εγώ αδίκως έπεσα από τον παράδεισο. Εσύ αδίκως ανέβηκες στον παράδεισο. Εγώ είμαι ο φέρων το φως και εσύ ένας απλός άγγελος που μεγάλωσε ως άνθρωπος. Άνοιξε μου τις πύλες της κολάσεως και του παραδείσου ώστε να εισέλθω παλι εις τον κόσμον τον οποίον γεννήθηκα και μεγάλωσα". Ένιωσα ότι κάποιος μου ακούμπησε το χέρι και τότε ξύπνησα. Κοίταξα το χέρι μου και είδα ότι ήταν χαραγμένη πάνω μία πεντάλφα.




Γιάννης Θεοδωρόπουλος