Summer Solstice (Κεφάλαιο 18)

ΣΙΡΚΑΝ

Το Ρίβερντεϊλ είναι ήσυχο. Τόσο ήσυχο που μοιάζει με κανονικό νεκροταφείο. Από την ώρα που ο πρίγκιπας Γκασπάρντ πήρε την Σελέστ μακριά από το σπίτι της, είναι, λες και αυτός ο τόπος πέθανε με την απώλειά της. Οι υπηρέτες απολύθηκαν και οι στρατιώτες που βρίσκονταν στην υπηρεσία των Κίλμπορν μεταφέρθηκαν στην Μπουργκότζια. Το σπίτι είναι σκοτεινό και τα έπιπλα κρυμμένα κάτω από φαρδιά, λευκά σεντόνια. Τα βήματά μας ακούγονται απειλητικά στο γυμνό από χαλιά πάτωμα και ένας πόνος συγκλονίζει το στήθος μου. Οι Κίλμπορν με πήραν υπό την προστασία τους, όταν πέθαναν οι γονείς μου και μου πρόσφεραν ένα ζεστό σπίτι, ώσπου να γίνω ικανός, να τα βγάζω πέρα μόνος μου. Μετά τους ξεπλήρωσα προστατεύοντας την μοναχοκόρη τους.
«Τι ακριβώς κάνουμε εδώ;» ρωτάω πικαρισμένος τον Ρόις, που οδηγεί τους άντρες του στην κατοικία των Κίλμπορν, σαν να του ανήκει αυτό το μέρος. «Δε μου αρέσει».
«Ψάχνουμε απαντήσεις ή για οτιδήποτε μπορεί, να βοηθήσει στην αποστολή, που μας έθεσε η αρχόντισσά σου». Απαντάει χωρίς πολλές λεπτομέρειες. «Και επίσης είναι κάτι, που θα ήθελα, να σου δείξω. Αν το βρω…»
Με βιαστικό και ανυπόμονο βήμα εξερευνά κάθε γωνιά του σπιτιού ψάχνοντας στους τοίχους για κρυφά περάσματα. Δαγκώνομαι αναποφάσιστος μην ξέροντας, αν πρέπει, να του πω για την τοποθεσία του γραφείου του περιφερειάρχη Κάλντερ. Ο Ρόις Μπένθαμ είναι από τους τρομερότερους πειρατές τούτου του κόσμου και παρόλο που υποσχέθηκε, ότι θα βοηθήσει με την ανάλογη αμοιβή, φοβάμαι, να τον εμπιστευτώ ολοκληρωτικά. Είναι πειρατής και το συμφέρον του έρχεται πρώτο απ’ όλα. Ένας θόρυβος από κάτι που σκάει, διακόπτει τον ειρμό των σκέψεων μου. Ο πειρατής που έσπασε το βάζο με κοιτάζει ένοχα και ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα.
«Είναι ανάγκη αυτό; Ότι και αν ψάχνεις, δεν μπορείς, να λεηλατήσεις το σπίτι. Ο περιφερειάρχης μόλις πέθανε, δείξε λίγο σεβασμό». Του φωνάζω.
«Σεβασμό!» σαρκάζει. «Όχι, ότι με νοιάζει πολύ, αν όμως ήταν ζωντανός, εγώ θα πέθαινα. Εξάλλου είμαι πειρατής και πολύ καλός, στο να κλέβω. Τώρα… δείξε μου, που είναι το γραφείο του περιφερειάρχη, εκτός και αν θέλεις η κυρά σου, να χάσει την κληρονομιά της μέσα από τα χέρια της». Με διατάζει και οι άντρες του κινούνται επιθετικά γύρω μου.
Μάλλον δεν έχω επιλογή. Η Σελέστ με ικέτεψε, να την βοηθήσω και είναι πρόθυμη, να θυσιάσει τα πάντα σε αυτόν τον πειρατή, για να τη βοηθήσει, να καταστρέψει την Κρήνη του Σύμπαντος και να προστατέψει εμένα. Επίσης βασίζεται σε μένα, πως θα φροντίσω την μητέρα της, αν και δεν είμαι σίγουρος, για τα πόσα μπορώ, να κάνω. Όταν την αφήσαμε, ήταν σχεδόν σαν πτώμα. Ελπίζω μόνο, να έχει καλυτερέψει, γιατί αν πεθάνει, η Σελέστ δε θα το αντέξει. Το μόνο που δε την οδηγεί στην καταστροφή, είναι η μητέρα της και το καθήκον της προς την Κρήνη του Σύμπαντος. Πως υποτίθεται, ότι θα καταστρέψω την Κρήνη από την στιγμή, που δεν έχω ιδέα καν, που βρίσκεται; Ο Μπράιντεν θα προθυμοποιηθεί, να με βοηθήσει; Είπε, ότι την προστάτευε αρκετό καιρό για λογαριασμό των Κίλμπορν και το να πάει κάποιος, για να του δηλώσει, ότι θέλει, να την καταστρέψει… είναι κάτι, που δε θα το εκτιμήσει ιδιαίτερα.
Αφήνω παράμερα τις ανήσυχες σκέψεις μου και οδηγώ τον Ρόις στο μυστικό γραφείο του περιφερειάρχη Κάλντερ κάτω από τη σκάλα. Το μέρος είναι το ίδιο τακτοποιημένο, όπως την τελευταία φορά, που το άφησα με την Σελέστ, για να κατέβουμε στις σήραγγες. Μπαίνουμε μόνο οι δυο μας μέσα, ενώ οι άλλοι πειρατές σκορπίζουν στο σπίτι ψάχνοντας για λάφυρα. Ο Ρόις πλησιάζει τις βιβλιοθήκες στους τοίχους και στοιβάζει στο γραφείο, ότι του αρέσει, ενώ τα υπόλοιπα τα ρίχνει στο πάτωμα. Συνοφρυωμένος τον παρατηρώ, να συγκεντρώνει χάρτες, ημερολόγια και σημειώσεις άσχετα με την αποστολή μας.
«Τι κάνεις;» τον ρωτάω πικαρισμένος και τον αρπάζω από το μπράτσο σταματώντας τον. «Αυτά δεν ανήκουν σε εσένα».
«Ούτε και σε σένα. Επίσης δε νομίζω, ότι θα χρησιμεύσουν στην νεαρή Κίλμπορν. Τόσες πολλές πληροφορίες θα φαγωθούν από τα ποντίκια, αν μείνουν εδώ. Κρίμα δεν είναι;» χαμογελάει πονηρά. «Έχω μια απορία. Γιατί βοηθάς εκείνους, που αφάνισαν ολόκληρη την οικογένειά σου;»
«Τι!» σαστίζω. Τι είναι αυτά, που λέει; «Τι εννοείς;»
«Είσαι ένας Άργκρεθ σωστά; Ολόκληρο το όνομά σου είναι Σιρκάν Άργκρεθ ή κάνω λάθος;» ρωτάει ψάχνοντας ανυπόμονα ένα συγκεκριμένο βιβλίο στη βιβλιοθήκη του περιφερειάρχη, ώσπου το πρόσωπό του φωτίζεται ξαφνικά.
Από το ράφι τραβάει έξω ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο με έναν δράκο στο εξώφυλλό του και μια ζυγαριά στο οπισθόφυλλό του. Το αφήνει προσεχτικά πάνω στο ξύλινο γραφείο και το ξεκλειδώνει χαϊδεύοντας το εξώφυλλό του απαλά με τα μακριά του δάχτυλα. Μοιάζει, σαν να το έψαχνε εδώ και πολύ καιρό. Όμως… γιατί ξέρει το όνομα της οικογένειάς μου; Δεν το έχω πει σε κανέναν και οι μόνοι που το γνώριζαν, ήταν οι Κίλμπορν. Η Σελέστ δεν έχει ιδέα γι’ αυτό, που κάποτε ήταν οι γονείς μου.
«Πως με κατάλαβες;» σφίγγω τις γροθιές μου έτοιμος, να προστατέψω τον εαυτό μου, αν χρειαστεί.
Οι Άργκρεθ ήταν μια γενιά μάγων απίστευτα ισχυρών, που κάποτε θέλησαν, να εξουσιάσουν τον κόσμο, γι’ αυτό και αφανίστηκαν από τους Κίλμπορν, όπως αφανίστηκαν και πολλά πάρα πολλά άλλα πλάσματα. Η κληρονομιά του μαγικού αίματος περνούσε πάντα από άντρα σε άντρα, όπως στους Κίλμπορν από γυναίκα σε γυναίκα και περιλάμβανε νεκρομάντεις, μάγους και μια ιδιαίτερη φυλή τους ταξιδευτές, που ήταν προικισμένοι με την αθανασία και είχαν την ικανότητα, να ταξιδεύουν ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών. Κάποιες ιστορίες λένε, πως ένας Άργκρεθ και μια Κίλμπορν είναι τα μισά του ίδιου νομίσματος, άλλες πάλι αναφέρουν τον δεσμό ανάμεσα στα ηλιοστάσια και άλλες ανακατεύουν και τις δύο σε μία. Αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πια τα θαύματα του αρχαίου κόσμου. Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει πια τα πλάσματα, που περπάτησαν σε αυτόν τον κόσμο, πριν εκείνοι δημιουργηθούν.
«Από την αύρα σου. Αλλάζει χρώματα, όταν αλλάζουν και τα συναισθήματά σου». Ανασηκώνει τους ώμους του ανέκφραστος. «Πριν με ρωτήσεις… θα σου πω, ότι ίσως να είμαι και εγώ λίγο ιδιαίτερος. Παρόλα αυτά… άσε με, να σου πω μια ιστορία».
»Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς Άργκρεθ και μια βασίλισσα Κίλμπορν. Οι χώρες του ήταν αντίπαλες σε έναν μάταιο πόλεμο για την κυριαρχία. Βλέπεις, τότε υπήρχε ακόμα η απειλή των υπερφυσικών πλασμάτων και με κάποιον τρόπο έπρεπε, να προστατευτούν. Γι’ αυτό αποφάσισαν οι δύο χώρες, να συμμαχήσουν εναντίον των μεγαλύτερων εχθρών τους. Ο βασιλιάς ερωτεύτηκε παράφορα την βασίλισσα και επιθύμησε, να την κάνει γυναίκα του, αλλά λόγω της εχθρότητας που υπήρχε κάποτε ανάμεσά τους παντρεύτηκε μια άλλη. Η βασίλισσα συντετριμμένη αναζήτησε την παρηγοριά ενός άλλου άντρα, όμως στα σπλάχνα της έφερε το παιδί ενός Άργκρεθ».
»Ο βασιλιάς δεν πίστεψε την πίστη της βασίλισσας προς αυτόν και διέταξε, να σκοτώσουν το παιδί, που παρουσίαζε, σαν δικό του και την έδιωξε. Η βασίλισσα υποχώρησε, αν και κάποια μέρα ορκίστηκε για εκδίκηση. Τα χρόνια περνούσαν και οι Κίλμπορν εξαφανίζονταν, ενώ οι Άργκρεθ εξαπλώνονταν και διεκδικούσαν περισσότερα κομμάτια αυτού του κόσμου. Μάλιστα τους ανατέθηκε υπό την προστασία τους ένα όπλο. Έμοιαζε με ζυγαριά και είχε την ικανότητα, να κρατάει τον κόσμο σε μια ισορροπία. Αν αυτή η ισορροπία χάλαγε τότε ο κόσμος θα πέθαινε και μαζί του όλα τα πλάσματα, που ανέπνεαν πάνω του».
»Η βασίλισσα γύρισε κάποια στιγμή γυρεύοντας εκδίκηση και σκότωσε τον βασιλιά. Μάλιστα ο πόνος και το μίσος της ήταν τόσο μεγάλα, που σκότωσε και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του. Με τον στρατό της επιτέθηκαν και ρήμαξαν ότι στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο τους και αυτό κάνουν ως τώρα και έκλεψαν την ζυγαριά ισχυριζόμενοι, πως εκείνοι θα προστατεύουν τον κόσμο από δω και πέρα. Κάποιοι θα έλεγαν, ότι είναι μεγάλη ανακούφιση, που ο τελευταίος απόγονος της γενιάς τους είναι μόνο ένα άτομο. Παρόλα αυτά η δύναμη των Κίλμπορν κυλάει μέσα της, όπως και το μίσος για τους Άργκρεθ».
«Της Σελέστ;» σαστίζω. Δεν είναι κακό άτομο. Καθόλου θα έλεγα και ποτέ δε μου φέρθηκε με μίσος ή αγένεια.
«Κάποια στιγμή θα στραφεί εναντίον σου και θα σε σκοτώσει. Δεν είναι κάτι που θέλει, απλά κάτι που πρέπει, να γίνει. Η φυσική τάξη των πραγμάτων, ας πούμε. Οι γονείς της το έκαναν στους γονείς σου και είμαι σίγουρος, ότι σε άφησαν επίτηδες ζωντανό, για να σε αποτελειώσει η μοναδική Κίλμπορν, που απέμεινε».
«Τι! Είσαι άρρωστος. Νομίζω, ότι ο αέρας κάτω στα μπουντρούμια σου πείραξε τον εγκέφαλο». Γρυλίζω επιθετικά. «Η Σελέστ δεν είναι τέτοιο άτομο».
Ο περιφερειάρχης δε θα έκανε τίποτα τέτοιο σε μένα. Με μεγάλωσε, σαν να ήταν ο πατέρας μου. Μου εμπιστεύτηκε την ασφάλεια της κόρης του και με φρόντισε, όταν δεν είχα κανέναν. Δεν πιστεύω σε τίποτα, από αυτά που λέει ο πειρατής Ρόις. Είναι μόνο ένας ψεύτης.
«Μια τέτοια ιστορία θα μπορούσε, να προκαλέσει πολλές αντιδράσεις. Ο Κάλντερ Κίλμπορν δεν ήταν χαζός. Δε θα άφηνε ακάλυπτο ένα τέτοιο βιβλίο, που εκθέτει τους προγόνους του και εκείνον». Αρπάζομαι και ο Ρόις χαμογελάει, σαν να το διασκεδάζει.
«Ξέρεις, μερικές φορές είναι καλύτερο, να κρύψουμε κάτι σημαντικό σε κοινή θέα, διότι κανένας δε θα σκεφτεί, να ψάξει μπροστά στα μάτια του. Επιπλέον, νομίζω, ότι θα επιμείνω στην γνώμη μου για τους Κίλμπορν. Αυτοί σκότωσαν την οικογένειά σου, όπως η αγαπημένη σου Σελέστ θα κάνει με σένα». Χτυπάει τα χέρια του μεταξύ του αποσπώντας μου την προσοχή. «Κάτι ακόμα. Αυτό που η δεσποινίς Κίλμπορν θέλει, να καταστρέψουμε, είναι η ζυγαριά, που αναφέρεται στην ιστορία, σωστά;»
Η πόρτα ανοίγει και δύο πειρατές μπαίνουν μέσα σημαδεύοντάς με τα όπλα τους. Σηκώνω τα χέρια μου ξαφνιασμένος. Τι συμβαίνει εδώ. Ο Ρόις με πλησιάζει και μου ρίχνει μια γροθιά στο διάφραγμα, που με λυγίζει στη μέση.
«Λυπάμαι, αλλά τα σχέδια άλλαξαν κάπως. Γιατί να κυνηγήσω έναν ανόητο θησαυρό, ενώ μπορώ, να έχω την ίδια τη μοίρα του κόσμου στα χέρια μου;» σαρκάζει άπληστα.
«Η Σελέστ σε εμπιστεύτηκε…»
«Ω, μην είσαι ανόητος. Είμαι πειρατής στο κάτω κάτω. Οι υποσχέσεις μου δεν κρατούν πολύ, όταν υπάρχει μια καλύτερη πρόταση στον ορίζοντα». Οπισθοχωρεί προς την πόρτα. «Πάρτε τον. Πρέπει, να προλάβουμε την δεσποινίδα Κίλμπορν».

Ηλιάνα Κλεφτάκη