Crown of Blood (Κεφάλαιο 10)

Η χρυσή άμαξα σέρνεται με τη βοήθεια των αλόγων πάνω στον λασπωμένο δρόμο. Αν και είναι Χριστούγεννα, το χιόνι είναι σπάνιο στην Ελλάδα. Αντί για αυτό, βροχές κάνουν την ευχάριστη, αλλά και ταυτόχρονα ενοχλητική, εμφάνισή τους. Κεραυνοί και πολύ νερό πέφτουν και όποιος ταξιδεύει νιώθει πως είναι η τελευταία του μέρα πάνω στη Γη. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα νιώθουν ο στρατηγός και η Έλενα καθώς βλέπουν από το παράθυρο της άμαξας να γίνεται βιβλική καταστροφή έξω. Αρχίζουν να πιστεύουν πως ποτέ δε θα καταφέρουν να φτάσουν στην Αγγλία, αλλά μένουν προσηλωμένοι στον στόχο τους για τη σωτηρία της πατρίδας τους.

Το τρίχωμα των δύο λευκών αλόγων γίνεται σιγά σιγά όλο και πιο σκούρο από το λασπωμένο νερό της βροχής. Τα άλογα αρχίζουν και κουράζονται - αδυνατούν να περπατήσουν πάνω στην τόσο λασπωμένη γη. Τα ποδιά τους πονούν, αλλά ο οδηγός της άμαξας τα πιέζει να τρέξουν, για να βρουν καταφύγιο μέχρι το τέλος αυτής της ατελείωτης κακοκαιρίας.

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα βρίσκουν ένα μικρό, εγκαταλελειμμένο σπίτι κατασκευασμένο από ξύλο. Φαίνεται πως δεν κατοικείται εδώ και πολλά χρόνια. Είναι έτοιμο να καταρρεύσει και η δυνατή βροχή δεν το βοηθά να μείνει όρθιο. Χωρίς άλλη επιλογή, οι ταξιδιώτες πρέπει να ελπίζουν ότι το μικρό αυτό σπίτι θα αντέξει στη βροχή και θα τους προσφέρει στέγη, ζεστασιά και ένα στεγνό, ασφαλές μέρος για να κοιμηθούν μέχρι το επόμενο πρωί, που ελπίζουν ότι θα συνεχίσουν ακάθεκτοι το ταξίδι τους.


Η νύχτα περνάει με δυσκολία για τον στρατηγό. Πρώτη φορά αναγκάζεται να κοιμηθεί πάνω σε άχυρα πεταμένα άτσαλα στο πάτωμα. Ανάμεσά τους υπάρχουν διάφορες μικρές και μεγάλες πέτρες, κυρίως στα σημεία που ακουμπά η πλάτη του. Κάνουν αισθητή την εμφάνισή τους, καθώς μπαίνουν μέσα στο δέρμα και, όταν βγαίνουν, αφήνουν τις περισσότερες φορές διάφορες πληγές. Για την Έλενα αυτός ο τρόπος ύπνου είναι συνηθισμένος, μιας και στο σπίτι της δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει κρεβάτι φτιαγμένο από μαλλιά προβάτων, το μόνο που μπορεί να της προσφέρει έναν ωραίο και ξεκούραστο ύπνο.


Όταν ο ήλιος ανεβαίνει στη θέση του ψηλά στον ουρανό και τα διάφορα πουλιά αρχίζουν να τιτιβίζουν χαρούμενα, ο στρατηγός και η Έλενα ξυπνούν. Καταλαβαίνουν πως ο χθεσινός κατακλυσμός τελείωσε και πως τώρα πια μπορούν να πάνε στον προορισμό τους χωρίς τον φόβο ότι η δυνατή βροχή θα δώσει τέλος στις ζωές τους. Με γρήγορα βήματα, μπαίνουν και οι δύο στη χρυσή άμαξα και ο οδηγός με τακτικά αλλά ταυτόχρονα μεθοδικά και χαλαρά χτυπήματα, κάνει τα άλογα, να αρχίσουν να περπατούν, τραβώντας μαζί τους την άμαξα.





Η Αγγλία δεν είναι πολύ μακριά ακόμα. Ο στρατηγός κατά τη διάρκεια της διαδρομής δείχνει στην Έλενα πως συμπεριφέρονται οι πριγκίπισσες, για να σιγουρευτεί πως δε θα γίνουν λάθη. Λάθη τα οποία είναι φυσικό να κάνει μια φτωχή κοπέλα που ποτέ δεν είχε στα χέρια της πολλά χρήματα, που ποτέ δεν έζησε τη ζωή που της λέει να προσποιηθεί.
Λίγες ώρες μένουν ακόμα μέχρι την άφιξη στην όμορφη και παντοδύναμη Αγγλία. Ο στρατηγός λέει στην Έλενα πως για όσο καιρό μένει εκεί, θα έχει στη διάθεσή της όσα χρήματα χρειαστεί. Όλα αυτά φαντάζουν ξαφνικά όνειρο για την Έλενα. Όσο καιρό κατασκοπεύει τους Άγγλους, θα μπορεί να ζει τη ζωή που ήθελε τόσα χρόνια. Δε θα ζει πια ως φτωχή και ασήμαντη, αλλά ως πλούσια και για πρώτη φορά σημαντική, έστω και για λίγο.

Γιάννης Θεοδωρόπουλος