Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 23)


Η Χλόη κοίταξε γύρω της, βαριανασαίνοντας και διαπίστωσε πως βρισκόταν στο σαλόνι του διαμερίσματος του Άγγελου και όχι πίσω στο δωμάτιο του κοιτώνα της οργάνωσης, προς μεγάλη της ανακούφιση. Η συγκεκριμένη ανάμνηση δεν ανήκε στην ίδια, αλλά στην Ισμήνη κι έτσι γύρισε τη φωτογραφία από την κανονική της μεριά για να δει τι απεικόνιζε. Αντίκρισε μία χαμογελαστή Ισμήνη, καθισμένη οκλαδόν πάνω στο κρεβάτι της με ένα μπλοκ ζωγραφικής και ένα μολύβι. Φορούσε το ίδιο λευκό φούτερ και γκρι σορτσάκι, όπως και στην ανάμνηση που είχε μόλις δει. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί στον κόσμο των σφραγισμένων αναμνήσεων.
***
Δύο χρόνια πριν.
"Είμαι πτώμα", δήλωσε η Χλόη και χωρίς να φιλοτιμηθεί να αλλάξει ρούχα έπεσε με φόρα πάνω στο κρεβάτι της και έθαψε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι.
"Μα καλά και αυτός ο Μπράντον δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό; Αφού ξέρει πως όταν μιλάμε κατά τη διάρκεια της προπόνησης, μετά η Μάγκι μας ξεθεώνει για τιμωρία", είπε η Ισμήνη και παίρνοντας τις πετσέτες της, κατευθύνθηκε προς το μπάνιο του δωματίου, χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση από τη φίλη της. Ένα ντουζ το χρειαζόταν για να χαλαρώσει. Αφού ξεντύθηκε, άνοιξε τη βρύση και ρύθμισε τη θερμοκρασία του νερού. Σιγοτραγουδούσε έναν σκοπό και ταυτόχρονα έπλενε τα μαλλιά της όταν της ήρθε μία ιδέα για τον ρούνο. Αμέσως έκλεισε το νερό, τυλίχτηκε με την πετσέτα της και βγήκε φορτσάτη από το μπάνιο, χωρίς να τη νοιάζει που ακόμα είχε σαπουνάδες.
Η Χλόη την κοιτούσε περίεργα και είχε υψώσει το ένα της φρύδι ερωτηματικά. "Ισμήνη, τι έπαθες;"
"Σσσς!", την έκοψε και έπιασε μολύβι και χαρτί. "Μου ήρθε ιδέα για το σχέδιο του ρούνου!"
Άρχισε να τραβάει γραμμές, να τις σβήνει και μετά να της ξανά ζωγραφίζει. Ο ρούνος θα έπρεπε να περιέχει καμπύλες και γωνίες ταυτόχρονα, σαν ένα τριαντάφυλλο με αγκάθια. Στην αρχή δεν της πέτυχε και γι'αυτό τσαλάκωσε το χαρτί σε μία μπάλα και πήρε καινούριο, τραβώντας τις ίδιες γραμμές και όταν το τελείωσε γύρισε προς το μέρος της Χλόης και της το έδειξε. "Λοιπόν, τι λες;", ο ενθουσιασμός ήταν φανερός στη φωνή της.
Η κοκκινομάλλα πήρε στα χέρια της το σχέδιο και ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της. "Είναι τέλειο!"
"Και το όνομα αυτού;"
"Μέριλ", απάντησε η κοπέλα και ο ρούνος έλαμψε πάνω στο χαρτί. Τα είχαν καταφέρει, είχαν δημιουργήσει έναν καινούριο ρούνο.
***
Άφησε τη φωτογραφία στην επιφάνεια του τραπεζιού.
"Μέριλ...", ψέλλισε.
Έφερε στο νου της την εικόνα του ρούνου και προσπάθησε να καταλάβει την ιδιότητά του, αλλά μάταιος κόπος, καθώς δεν της ερχόταν καμιά ιδέα. Σκέφτηκε να τον έψαχνε σε βιβλία, αλλά από τη στιγμή που τον είχε δημιουργήσει η Ισμήνη δύο χρόνια πριν, δε θα τον έβρισκε σε κανένα. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος να μάθει τη χρησιμότητά του ήταν μέσω των υπόλοιπων αναμνήσεων.
Η Χλόη διάλεξε μία δεύτερη φωτογραφία και σχημάτισε στη γωνία του χαρτιού τον ίδιο ρούνο όπως και στην προηγούμενη.
***
Δύο χρόνια πριν.
"Χλόη!", άκουσε μία γνώριμη φωνή και σταμάτησε την εξάσκηση με το ξύλινο κοντάρι. Το αγόρι την πλησίασε χαμογελώντας και η κοπέλα του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
"Έλα Άλεξ"
"Ήμουν σίγουρος πως θα σε βρω εδώ τέτοια ώρα!", δήλωσε και τα κεχριμπαρένια μάτια του έλαμψαν. Ο Άλεξ είχε μόλις κλείσει τα δεκατέσσερα και ήταν αρκετά μικρόσωμος, αλλά ήταν ο πιο δυνατός στην ηλικία του.
"Τι ώρα είναι;", ρώτησε η κοπέλα, καθώς είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου όταν έκανε προπόνηση και σκούπισε τον ιδρώτα που έρεε στο μέτωπό της με την αναστροφή της παλάμης της.
"Έντεκα"
"Έντεκα;", επανέλαβε έκπληκτη και ο μικρός έγνεψε καταφατικά.
"Χλόη..."
"Ναι"
"Να...", κόμπιασε ο Άλεξ, αλλά βρήκε το θάρρος και συνέχισε αυτό που ήθελε να πει εξαρχής, "ήθελα να σε ρωτήσω, τι λουλούδια αρέσουν στη Γαλήνη"
Στο άκουσμα της ερώτησης, ένα μειδίαμα χαράχτηκε στο πρόσωπο της κοκκινομάλλας. "Χμ, δεν έχει κάποιο αγαπημένο λουλούδι, αλλά δείχνει μία ιδιαίτερη συμπάθεια προς τα γαρύφαλλα"
"Αλήθεια;", αναφώνησε ο Άλεξ και το πρόσωπό του έλαμψε λες και του είχαν δώσει το αγαπημένο του γλυκό.
"Ναι"
Το αγόρι την αγκάλιασε χωρίς να τον νοιάζει που η κοπέλα ήταν ιδρωμένη, την ευχαρίστησε και έφυγε από την αίθουσα της προπόνησης σχεδόν τρέχοντας.
Της ξέφυγε ένα μικρό γελάκι και κούνησε το κεφάλι της. Ο μικρός ήταν αδιόρθωτα ρομαντικός και γλυκός και είχε ήδη κερδίσει την καρδιά της μικρής της αδερφής.
Το μυαλό της πήγε αυτόματα στο σχέδιο και το χαμόγελο μεμιάς εξαφανίστηκε από τα χείλη της. Αλήθεια, είχε σκοπό να τον αφήσει μόνο του;
Όχι, αυτό δεν το ήθελε για τον Άλεξ. Το αγόρι έπρεπε να έχει μία καλύτερη ζωή από αυτή που του παρεχόταν μέσα στην οργάνωση, έπρεπε να γνωρίσει τον έξω κόσμο όπως ήταν πραγματικά και όχι όπως τους τον παρουσίαζαν.
Και τότε το πήρε απόφαση: θα έπαιρνε και τον Άλεξ μαζί της την επόμενη βδομάδα.
Τοποθέτησε το ξύλινο κοντάρι στο σταντ με τα υπόλοιπα όπλα και κατευθύνθηκε προς τον κοιτώνα των κοριτσιών.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και την έκλεισε αθόρυβα πίσω της όταν πρόσεξε πως η Ισμήνη κοιμόταν του καλού καιρού. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να την ξυπνήσει, διότι σε τέσσερις ώρες είχαν συνάντηση με τη Γαλήνη για τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου. Οπότε αποφάσισε και η ίδια να κοιμηθεί για να έχει δυνάμεις.
Ένιωσε κάποιον να τη σκουντάει και να ψιθυρίζει το όνομά της κι έτσι άνοιξε τα πράσινα μάτια της. Αντίκρισε την Ισμήνη, η οποία ήταν ντυμένη και δίπλα της βρισκόταν η Γαλήνη.
"Έλα, ξύπνα, έχουμε πολλά να συζητήσουμε"
Η Χλόη έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Όντως, είχαν πολλά να συζητήσουν.
Αφού ντύθηκε και η ίδια, έστρωσε το κρεβάτι της και κάθισε πάνω του, ανοίγοντας μπροστά της τον χάρτη των κτιρίων του Μαύρου Ρόδου. Πάνω στο χαρτί ήταν σημειωμένα με κόκκινο μελάνι μικρές κουκκίδες και μικρά χ και με μαύρο μελάνι είχαν ζωγραφίσει ένα τετραγωνάκι.
"Λοιπόν", πήρε το λόγο η Χλόη, ακουμπώντας τον δείκτη της πάνω σε μία κόκκινη κουκκίδα, "εδώ θα φυλάει σκοπιά ένας φρουρός, τον οποίο θα τον εξουδετερώσουμε μαζί με αυτόν", έδειξε μία δεύτερη κουκκίδα, λίγους διαδρόμους παρακάτω, "χρησιμοποιώντας τη δύναμη των λέξεων"
"Και αν έχουν κάποιον που να την αντικρούει τη δύναμή σου;", ρώτησε η Γαλήνη.
"Εκεί μπαίνει η Ισμήνη. Θα ακυρώσει όποια ύποπτη δύναμη νιώσει να απειλεί το εγχείρημά μας", απάντησε η κοπέλα και η Ισμήνη έγνεψε καταφατικά.
Συνέχισε να εξηγεί το σχέδιο, ώσπου όταν τελείωσε την εξήγηση, έκανε την ερώτηση που την έκαιγε. "Κορίτσια, ήθελα να σας ρωτήσω κάτι"
"Τι;", απόρρησε η Ισμήνη, κάνοντας νόημα στη φίλη της να συνεχίσει.
"Λοιπόν, θα ήθελα να πάρουμε και τον Άλεξ μαζί μας όταν φύγουμε από αυτό το μέρος. Δεν του αξίζει να βρίσκεται εδώ, είναι ένα εξαιρετικό αγόρι", πρότεινε η κοκκινομάλλα και κοίταξε παρακλητικά τα άλλα δύο κορίτσια.
"Τον αδερφό του Άρθουρ;"
"Ναι, Ισμήνη, αυτόν"
Τα μάτια της Γαλήνης έλαμψαν και η ίδια χαμογέλασε ελπιδοφόρα. "Αλήθεια το λες αυτό;"
"Ναι"
"Εντάξει", άρχισε η κοπέλα με τα καστανά μαλλιά, "να του πούμε να έρθει μαζί μας, αλλά είναι και ο Άρθουρ στη μέση, ας μην το ξεχνάμε αυτό"
Εδώ είχε δίκιο, δεν μπορούσαν να χωρίσουν έτσι τα δύο αδέρφια. Ωστόσο ο Άρθουρ δεν ήταν και τόσο αντάξιος εμπιστοσύνης και ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση. Θα τους πρόδιδε στο λεπτό και χωρίς να νοιαστεί για τις συνέπειες.
"Συμφωνώ πως υπάρχει και αυτή η παράμετρος, αλλά ο Άλεξ δεν έχει καμία σχέση με τον αδερφό του. Εξάλλου, δε θα του προτείνουμε να ρίξει και μαύρη πέτρα πίσω του, όπως εμείς", αποκρίθηκε η Χλόη.
***
Άνοιξε τα μάτια της, συνειδητοποιώντας πως η ανάμνηση είχε τελειώσει. Και μέσα από αυτή είχε μάθει το σχέδιο, το οποίο η ίδια είχε σκεφτεί δύο χρόνια πριν. Η αναπνοή της ήταν ακανόνιστη και αισθανόταν κουρασμένη μιας και αυτά τα ταξίδια χρειαζόταν ένα γενναιόδωρο ποσό ενέργειας από κάποιον για να πραγματοποιηθούν. Θα μπορούσε να συνεχίσει λίγο αργότερα και να ανακτήσει τις δυνάμεις της, καθώς όλο αυτό έκανε την κοιλιά της να γουργουρίζει. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και πήρε ένα πιάτο με μία ομελέττα και πατάτες τηγανητές, το οποίο καταβρόχθισε σε χρόνο ρεκόρ. Τόσο πολύ πεινούσε που ένιωθε ότι μπορούσε να φάει τα πάντα.
Το βλέμμα της κοπέλας έπεσε πάνω στο ρολόι που υπήρχε κρεμασμένο στον τοίχο και έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης.
"Πότε πήγε μία και είκοσι;", μουρμούρισε.
Τελικά αυτές οι αναμνήσεις τής είχαν πάρει περισσότερο χρόνο απ'όσο είχε υπολογίσει με αποτέλεσμα η εύρεση του Ρόδου να καθυστερούσε. Έβρισε χαμηλόφωνα και σηκώθηκε από το τραπέζι. Τοποθέτησε το πιάτο και το πιρούνι που είχε χρησιμοποιήσει μέσα στο νεροχύτη, άνοιξε ένα ντουλάπι και πήρε ένα ποτήρι. Το γέμισε με νερό μέχρι το χείλος και το κατέβασε με μία ανάσα, αλλά ακόμα διψούσε, οπότε το γέμισε ξανά. Αυτή τη φορά ήπιε το νερό πιο αργά και αφού το τελείωσε, το άφησε πάνω στον πάγκο με λίγη περισσότερη δύναμη απ'όση έπρεπε με αποτέλεσμα να ακουστεί η κρούση του γυαλιού με το μάρμαρο.
Ξαφνικά τη χτύπησε ένα κύμα ζαλάδας και η όρασή της θόλωσε και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της, καθώς τα πόδια της μετά βίας την κρατούσαν. Οι ανάσες της έβγαιναν κοφτές και γρήγορες, δάκρυα είχαν συσσωρευτεί στις άκρες των ματιών της. Προσπάθησε να σταθεροποιηθεί πιάνοντας τον πάγκο, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να ρίξει το ποτήρι στο πάτωμα, κάνοντάς το θρύψαλα.
Άκουγε φωνές σαν εκείνες να προερχόταν από μακριά, το τοπίο είχε αλλάξει και τώρα έβλεπε έναν διάδρομο ο οποίος είχε τυλιχτεί στις φλόγες, ενώ η μυρωδιά του καπνού και του καμένου είχε πλημμυρίσει τα ρουθούνια της.
Μα καλά, τι της συνέβαινε;
***
Κυριακή 25 Ιουνίου, 1:15
Ημέρα πέμπτη.
Μπήκε στο αυτοκίνητο ευγνώμων που ο επιθεωρητής Γκρέις τον είχε αφήσει να φύγει. Η δουλειά που είχαν να κάνουν, βέβαια, δεν είχε τελειώσει, αλλά και οι δύο χρειαζόταν ξεκούραση και θα καταπιανόταν με αυτό την επόμενη μέρα, με πιο καθαρό μυαλό. Αυτό το οποίο ήθελαν να αποδείξουν δεν ήταν καθόλου εύκολο και το πιο πιθανό ήταν ότι θα τους έπαιρνε μέρες να το ολοκληρώσουν, ακόμα και με τη βοήθεια των Φαντασμάτων, της Μυρτώς και της επιθεωρήτριας Τζόουνς.
"Εκτός και αν...", ψέλλισε ο Άγγελος, αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του σχεδόν αμέσως και έστρεψε την προσοχή του ξανά στον άδειο δρόμο. Η ιδέα που είχε τολμήσει να ξεστομίσει ένα δευτερόλεπτο πριν, του έφυγε τόσο απότομα όσο του είχε έρθει.
Η διαδρομή από το σπίτι του Γκρέις του φάνηκε μικρότερη στο γυρισμό συγκριτικά με τη διαδρομή όταν πήγαινε προς αυτό.
Πάρκαρε στην πρώτη ελεύθερη θέση που βρήκε και κατευθύνθηκε προς την πολυκατοικία στην οποία έμενε.
Ο νεαρός πήρε το ασανσέρ και μόλις οι πόρτες άνοιξαν στο δεύτερο όροφο, έβγαλε τα κλειδιά της εξώπορτας. Μπαίνοντας άκουσε έναν δυνατό κρότο από τη μεριά της κουζίνας και έτρεξε προς τα εκεί.
Τα πλακάκια της κουζίνας είχαν γεμίσει με θρύψαλα από ένα ποτήρι, ενώ η Χλόη ήταν μαζεμένη σαν μπάλα, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο και το κεφάλι της θαμμένο στα γόνατά της. Όταν την είδε έτσι, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, χωρίς να ξέρει το λόγο.
"Χλόη!", αναφώνησε και χωρίς να δίνει δεκάρα που πατούσε τα σπασμένα γυαλιά με τις αρβύλες του, κατευθύνθηκε προς την κοπέλα. "Θεέ και Κύριε! Τι σου συνέβη;"
Γονάτισε δίπλα της και την έπιασε από τον ώμο, καθώς εκείνη φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί ακόμα την παρουσία του στο χώρο. Αλλά η Χλόη δεν αντέδρασε στο άγγιγμά του κι έτσι είπε ξανά το όνομά της. Η κοπέλα σήκωσε αργά το κεφάλι της και περιεργάστηκε το χώρο γύρω της, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί για το πού βρισκόταν. Το πράσινο βλέμμα της διασταυρώθηκε με το καστανό του Άγγελου.
"Άγγελε;", έκανε μπερδεμένη και ο νεαρός ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Πρόσεξε, όμως, πως τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα και από τις γωνίες τους ξεπρόβαλλαν αλμυρά δάκρυα.
"Τι έγινε; Είσαι καλά;", τη ρώτησε γλυκά και ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι του και με τον αντίχειρά του, σκούπισε ένα δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλο της κοπέλας.
"Ναι, μια χαρά", είπε ψέματα εκείνη, αποστρέφοντας το βλέμμα της από το δικό του, "μία ανάμνηση ήταν μόνο από το Κουτί της Πανδώρας"
Ο νεαρός έσφιξε τα χείλη του, ώστε εκείνα να σχηματίζουν μία λεπτή γραμμή. "Γι'αυτό επέμενα να μείνω κι εγώ εδώ"
"Ό,τι έγινε, έγινε", αποκρίθηκε η Χλόη. "Κανείς από τους δύο δεν περίμενε να συμβεί αυτό", έδειξε την κουζίνα.
"Έχεις δίκιο. Καλύτερα να πάμε μέσα", πρότεινε ο Άγγελος και βοήθησε την κοκκινομάλλα να σηκωθεί. Πρόσεξε τις γυμνές πατούσες της και της έκανε νόημα να μην κουνηθεί. "Περίμενε μισό λεπτό να σου φέρω παντόφλες, έχει πολλά γυαλιά εδώ"
Όταν έφυγε ο νεαρός, η Χλόη άφησε την ανάσα που δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κρατούσε. Μετά το άγγιγμά του είχε απλωθεί μία ανεξήγητη θέρμη σε όλο της το κορμί και ταυτόχρονα πρωτόγνωρη για την κοπέλα. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και σκούπισε με την παλάμη της τα δάκρυα που έτρεχαν ακόμη.
Ο Άγγελος επέστρεψε μετά από μισό λεπτό, κρατώντας ένα ζευγάρι σαγιονάρες, τις οποίες άφησε μπροστά της. "Προς το παρόν θα πρέπει να βολευτείς με αυτές, καθώς δεν έχω άλλες"
Η κοκκινομάλλα τις φόρεσε και παρατήρησε ότι της ήταν αρκετά μεγάλες και βολικές ταυτόχρονα, αλλά δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα. "Μια χαρά είναι, μην ανησυχείς", αποκρίθηκε και μαζί κατευθύνθηκαν προς το σαλόνι.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου